Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πεζός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πεζός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πεζός], πεζός. 1. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που επαναλαμβάνεται μονότονα, ο συνηθισμένος, ο τετριμμένος: «είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος με πεζά ενδιαφέροντα». 2. το ουδ. ως ουσ. το πεζό, λογοτεχνικό κείμενο που είναι γραμμένο σε πεζό λόγο: «είναι συγγραφέας που ασχολείται μόνο με το πεζό». 3. (στην τυπογραφία) το καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου που γράφεται μικρό (α, β, γ..., κ, λ, μ...): «το πρώτο γράμμα του ονόματός του το έγραψε κεφαλαίο και τα υπόλοιπα τα έγραψε πεζά». Συνών. μικρό. Αντίθ. κεφαλαίο / μεγάλο. Επίρρ. πεζά·
- η αρρώστια καβάλα έρχεται και πεζή φεύγει, βλ. λ. αρρώστια·
- πεζή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- πεζός άνθρωπος, βλ. λ. πεζός·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.

πεζός

πεζός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πεζός], πεζός. 1. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που επαναλαμβάνεται μονότονα, ο συνηθισμένος, ο τετριμμένος: «είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος με πεζά ενδιαφέροντα». 2. το ουδ. ως ουσ. το πεζό, λογοτεχνικό κείμενο που είναι γραμμένο σε πεζό λόγο: «είναι συγγραφέας που ασχολείται μόνο με το πεζό». 3. (στην τυπογραφία) το καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου που γράφεται μικρό (α, β, γ..., κ, λ, μ...): «το πρώτο γράμμα του ονόματός του το έγραψε κεφαλαίο και τα υπόλοιπα τα έγραψε πεζά». Συνών. μικρό. Αντίθ. κεφαλαίο / μεγάλο. Επίρρ. πεζά·
- η αρρώστια καβάλα έρχεται και πεζή φεύγει, βλ. λ. αρρώστια·
- πεζή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- πεζός άνθρωπος, βλ. λ. πεζός·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.

χαιρετώ

χαιρετώ κ. χαιρετάω, ρ. [<μσν. χαιρετώ, από το θέμα αορ. του ρ. χαιρετίζω], χαιρετώ· στον αόρ. υπό τύπου βρισιάς αντί του χέζω: «άντε άδειασε μου τη γωνιά, μη σε... χαιρετήσω!»· βλ. και λ. χαιρετίζω·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- χαιρέτα μας τον πλάτανο (και Νικολό καρτέρει), βλ. λ. πλάτανος·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, όταν τύχει και γίνεις ισχυρός, πλούσιος, να είσαι απλός και καταδεκτικός με τον απλό, το φτωχό κόσμο, για να είναι κι αυτοί απλοί και καταδεκτικοί, αν τύχει και ξεπέσεις: «αγόρι μου, καλό, άκου τη συμβουλή μου και χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις». Συνών. όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα.