Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πείραμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πείραμα, το, ουσ. [<αρχ. πείραμα, από το ρ. πειρῶμαι (= εξετάζω, προσπαθώ)], το πείραμα· συνήθως στο πλ. τα πειράματα, πράξεις, ενέργειες με αβέβαιο αποτέλεσμα: «άσε τα πειράματα κι ακολούθησε το γνωστό τρόπο για να τελειώσεις τη δουλειά σου! || λέω να δοκιμάσω ένα καινούριο τρόπο, για να τελειώσουμε πιο γρήγορα τη δουλειά μας. -Πειράματα θα κάνουμε τώρα; Συνέχισε να δουλεύεις με τον τρόπο που ξέρεις!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι πια για πειράματα,να φύγεις και μη γυρίσεις, εγώ έχω τώρα μες στη ζωή μόνο ερείπια, για να πατήσεις).