παύω
παύω,
ρ. [<αρχ.
παύω], παύω. 1. σταματώ, διακόπτω κάτι που κάνω: «αφού δε με πιστεύετε,
παύω να μιλώ || επειδή λες ανοησίες, παύω ν’ ακούω». 2. απολύω κάποιον
από τη θέση του, από την εργασία του: «επειδή μου δημιουργούσε συνέχεια
προβλήματα, τον έπαψα κι ησύχασα». 3. αφαιρώ ή μου αφαιρούν το λόγο:
«εσύ να πάψεις, γιατί λες όλο βλακείες». 4α. προστακτ. πάψε!επιφών.
έκπληξης, ειρωνείας, αμφισβήτησης ή δυσπιστίας ανάλογα με το ύφος και τον τόνο
της φωνής που λέγεται: «ο τάδε έγινε διευθυντής. -Πάψε, πώς τα κατάφερε! || ο
τάδε αγόρασε αυτοκίνητο. -Πάψε, αυτός δεν είχε να φάει! || αποφάσισα να σου
δώσω τα δανεικά, που μου ζήτησες; -Πάψε! || ο τάδε μας κάλεσε στο καινούριο του
το σπίτι. -Πάψε, πότε κιόλας πρόλαβε και το τέλειωσε!». β. σταμάτα αυτό
που κάνεις: «πάψε να πηγαινοέρχεσαι πάνω κάτω, γιατί μ’ εκνεύρισες!». (Λαϊκό
τραγούδι: τη μανούλα της φωνάζει και της λέει μυστικά πάψε τους
γιατρούς να φέρνεις, πάψε πια τα γιατρικά). γ. σταμάτησε αυτό που
κάνεις: «πάψε να χαχανίζεις σαν χάχας! || πάψε, επιτέλους, να μιλάς!». (Λαϊκό
τραγούδι: είναι κρίμα να χτυπιέσαι και να κλαις, πάψε να τη συλλογιέσαι
και μην κλαις)·
- δεν
παύει να…, συνεχίζει
να…, δε σημαίνει ότι δεν…: «μπορεί να διαφωνούμε στα πολιτικά, αλλά δεν παύει
να είμαστε φίλοι || μπορεί να χρεοκόπησε στη δουλειά του, αλλά δεν παύει να τον
εκτιμώ»·
- παύσατε
πυρ, πυρ.