Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πατριώτης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πατριώτης, ο, ουσ. [<αρχ. πατριώτης], ο πατριώτης. 1. ο συμπατριώτης, ο συγχωριανός: «καθώς επέστρεφα στο σπίτι, συνάντησα έναν πατριώτη μου και τα ’παμε λιγάκι». 2. λέγεται και αντί ονόματος σε άτομο που δε γνωρίζουμε ή που δε θέλουμε να πούμε το όνομά του: «πώς μπορώ να πάω, ρε πατριώτη, σ’ αυτή τη διεύθυνση; || μη μ’ ενοχλείς τώρα, ρε πατριώτη, δε βλέπεις που παίζω τάβλι;». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις, φίλε, να σωθείς, κι απ’ όλους μας ν’ αγαπηθείς, γύρνα στη ζωή την πρώτη, πατριώτη, πατριώτη). 3. αναφέρεται και με απειλητική διάθεση: «έλα δω, ρε πατριώτη, από ποιόν πήρες άδεια και μπήκες μέσα;». Υποκορ. πατριωτάκι, το (βλ. λ.).