Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παροχή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παροχή, η, ουσ. [<αρχ. παροχή <παρέχω], η παροχή·
- κατεβάζω παροχή, (στη νεοαργκό) αδιαφορώ τελείως για ό,τι συμβαίνει γύρω μου: «μετά απ’ την αχαριστία που του έδειξαν, κατέβασε παροχή κι ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του». Από την εικόνα των υπαλλήλων της Δ.Ε.Η. που, όταν κάνουν απεργία, κατεβάζουν τους διακόπτες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.