Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παρελθόν

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παρελθόν, το, ουσ. [<αρχ. παρελθόν], το παρελθόν·
- ανήκει στο παρελθόν (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. είναι παρελθόν (κάποιος ή κάτι)·
- αποτελεί παρελθόν (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. είναι παρελθόν (κάποιος ή κάτι)·
- είναι παρελθόν (κάποιος ή κάτι), έχει παρέλθει οριστικά, ανεπιστρεπτί, έχει περάσει στην ιστορία: «αυτή η γυναίκα είναι παρελθόν για μένα || η δικτατορία είναι παρελθόν για τον τόπο μας»·
- έχει μαύρο παρελθόν, βλ. φρ. έχει σκοτεινό παρελθόν·
- έχει παρελθόν, (ιδίως για γυναίκα), έχει συνάψει παλιότερα πολλές ερωτικές σχέσεις με διάφορους άντρες: «είναι άνθρωπος της παλιάς σχολής και, μόλις έμαθε πως η γυναίκα που αγαπούσε είχε παρελθόν, τη χώρισε»·
- έχει πλούσιο παρελθόν, (και για τα δυο φύλα) πέρασε πολύ έντονη ζωή με ξενύχτια, γλέντια, διασκεδάσεις και διάφορες ερωτικές περιπέτειες: «κατά κάποιο τρόπο μπορείς να πεις πως είναι χορτάτος στη ζωή του, γιατί έχει πλούσιο παρελθόν»· βλ. και φρ. έχει σκοτεινό παρελθόν·
- έχει σκοτεινό παρελθόν, πέρασε ύποπτη, παράνομη ζωή: «τώρα είναι καλός και έντιμος άνθρωπος, αλλά λένε, πως έχει σκοτεινό παρελθόν»·
- φαντάσματα του παρελθόντος, βλ. λ. φάντασμα.

φάντασμα

φάντασμα, το, ουσ. [<αρχ. φάντασμα], το φάντασμα. 1. άνθρωπος πολύ χλωμός, ισχνός και αδύναμος: «έμεινε ένα μήνα στο νοσοκομείο, κι όταν βγήκε, ήταν σαν φάντασμα». 2. άνθρωπος που ενεργεί χωρίς να γίνεται αντιληπτός: «ήρθε σαν φάντασμα, πήρε αυτό που ήθελε να πάρει κι έφυγε χωρίς να τον πάρει κανένας μυρουδιά». 3. (για χρηματιστήριο) εταιρεία ή μετοχή που η αξία της δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική της τιμή σύμφωνα με τα χρηματοοικονομικά μεγέθη της εταιρείας ή λέγεται για εταιρεία που είναι ανύπαρκτη: «έκανε μια εταιρία φάντασμα κι έφαγε τα λεφτά του κοσμάκη». Η λ. σε ευρεία χρήση από το 1999-2000, περίοδο της μεγάλης κομπίνα του χρηματιστηρίου της Σοφοκλέους. Συνών. φούσκα (6). Εκτός από τα παραμύθια, όπου υπάρχουν καλά και κακά φαντάσματα, η λαϊκή παραφιλολογία έχει δημιουργήσει κατά καιρούς τους δικούς της ήρωες ανθρώπους-φαντάσματα. Έτσι οι πιο παλιοί θα θυμούνται το Μικρό Ήρωα, το γενναίο μαχητή εναντίον των Γερμανών κατακτητών Γιώργο Θαλάσση, το θρυλικό ελληνόπουλο παιδί-φάντασμα, που υπήρξε πνευματικό δημιούργημα του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Στέλιου Ανεμοδουρά. Πρβλ.: πάλι οι κακοί μας κύκλωσαν, με όλα τα σκυλιά, μα νάτος ο μικρός μας ήρωας, που μέσα μας ξυπνά, κι ατρόμητος ορμά (Τραγούδι)·
- βλέπει φαντάσματα, α. πλάθει με τη φαντασία του αόρατους, ανύπαρκτους εχθρούς: «είναι τόσο φοβητσιάρης, που παντού βλέπει φαντάσματα». β. είναι ονειροπαρμένος: «μην πάρεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί βλέπει φαντάσματα ο φουκαράς»·
- βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- έγινε φάντασμα του εαυτού του, είναι υπερβολικά χλωμός, ισχνός και αδύναμος: «μετά το θάνατο του πατέρα του, έγινε φάντασμα του εαυτού του || ταλαιπωρήθηκε μήνες με την αρρώστια που είχε κι έγινε φάντασμα του εαυτού του»·
- ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες με φαντάσματα, βλ. λ. ιστορία·
- πλοίο φάντασμα, που εμφανίζεται και εξαφανίζεται μυστηριωδώς σαν φάντασμα: «στα παλιά τα χρόνια πολλοί ναυτικοί είχαν αναφερθεί σε πλοία φαντάσματα»·
- φαντάσματα του παρελθόντος, οτιδήποτε προέρχεται από το παρελθόν που μας άφησε οδυνηρές εμπειρίες: «ελπίζω πως κανένας από εμάς δε θέλει να ξαναζωντανέψουν τα φαντάσματα του χουντικού παρελθόντος». Χρησιμοποιείται περισσότερο στην πολιτική.