Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παραπλανώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παραπλανώ, ρ. [<μτγν. παραπλανῶ], ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε κάνω κάποιον να σχηματίσει εσφαλμένη αντίληψη για κάτι, και έτσι έχω τη δυνατότητα να τον εξαπατήσω, να τον ξεγελάσω, γίνομαι αιτία να εξαπατηθεί, να ξεγελαστεί κάποιος: «μας παραπλάνησε όλους και μας έφαγε ένα κάρο λεφτά».