Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παραλίγο
παραλίγο, επίρρ.
[<παρα- + λίγο], λίγο ακόμη και, λίγο έλειψε να: «παραλίγο θα τρακέρναμε ||
έτσι όπως μου μιλούσε, παραλίγο να μαλώναμε»·
-
στο παραλίγο, ακριβώς την τελευταία στιγμή πριν πραγματοποιηθεί κάτι,
ιδίως κακό: «πρόλαβα τ’ αεροπλάνο στο παραλίγο || στο παραλίγο θα πλακωνόμασταν
στο ξύλο».