Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παραλία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παραλία, η, ουσ. [<αρχ. παραλία (ενν. χώρα)], η παραλία·
- άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «μπορείς να συγκρίνεις τώρα την καλυβούλα σου με τη βίλα μου; Άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες». Για συνών. βλ. φρ. άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος·
- παραλία παραλία, από την παραλία, παραλιακά: «πήγαμε με τη βάρκα στην άκρη του ακρωτηρίου κι ύστερα γυρίσαμε παραλία παραλία»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι.

κουβαδάκι

κουβαδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κουβάς], μικρός, πλαστικός συνήθως, κουβάς, με τον οποίο παίζουν τα μικρά παιδιά: «τα παιδιά έπαιζαν στην αμμουδιά με τα κουβαδάκια τους»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, (ειρωνικά στη νεοαργκό) ξεκουμπίσου, φύγε, άφησέ με στην ησυχία μου: «τώρα που ήρθες έχω δουλειά, γι’ αυτό πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το άντε. Από την εικόνα του ατόμου που είναι ξαπλωμένο στην αμμουδιά και διώχνει κάποιο μικρό παιδί να πάει να παίξει αλλού.