Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παρακολουθώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παρακολουθώ, ρ. [<αρχ. παρακολουθῶ], παρακολουθώ. 1. ενεργώ με τον τρόπο που ενεργεί κάποιος, κάνω κάτι, επειδή το κάνει και κάποιος άλλος, συμμετέχω κάπου, επειδή συμμετέχει και κάποιος άλλος ή άλλοι: «δεν πηγαίνω τα βράδια μαζί τους στα μπουζούκια, γιατί κάνουν τέτοια έξοδα, που δεν μπορώ να τους παρακολουθήσω || μόλις παραχόντρυνε το παιχνίδι, αποχώρησα απ’ το καρέ, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους». 2. ακολουθώ κάποιον κρυφά για να καταγράψω τις κινήσεις του, τις ενέργειές του: «είναι τόσο ζηλιάρης που, πολλές φορές, παρακολουθεί τη γυναίκα του για να δει πού πάει και τι κάνει || ο αστυνομικός παρακολουθούσε έναν ύποπτο». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’πε όμως πως θα βάλει να σε παρακολουθούν, όλους τους καλούς μου φίλους στα κρυφά να σε φρουρούν).3. καταγράφω τις κινήσεις κάποιου από ενδιαφέρον χωρίς αυτός να το γνωρίζει: «μην έχεις την εντύπωση πως, όσον καιρό ήσουν σκαστός απ’ το σπίτι, δε σε παρακολουθούσα!». (Λαϊκό τραγούδι: υπήρξα πάντα φίλος σου και πάντα σ’ αγαπούσα και στον κακό το δρόμο σου σε παρακολουθούσα
- με παρακολουθείς; έκφραση που επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά από κάποιον προς το συνομιλητή του που του διηγείται κάτι, με την έννοια με προσέχεις; κατανοείς αυτά που σου λέω(;): «κι ενώ διασκεδάζαμε όμορφα κι ωραία, με παρακολουθείς, ήρθε ξαφνικά ο τάδε και μου ζήτησε το λόγο, με παρακολουθείς;».