Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παραδέχομαι
παραδέχομαι, ρ. [<αρχ. παραδέχομαι], παραδέχομαι·
-
με παραδέχομαι, έκφραση με την οποία παινεύει κάποιος τον εαυτό του για
κάποια επιτυχία του: «με παραδέχομαι, γιατί τέλειωσα τη δουλειά στην ώρα της»·
-
σε παραδέχομαι, έκφραση με την οποία αναγνωρίζουμε κάποιον ως άξιο,
έντιμο, σωστό, ικανό σε κάτι: «μπράβο, ρε φίλε, σε παραδέχομαι, γιατί λίγοι θα
μου φερόταν με τον τρόπο που εσύ μου φέρθηκες || είσαι πολύ καλός μηχανικός και
σε παραδέχομαι». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι με παραδέχονται και τώρα το
γνωρίζουν, πως είμαι ο πρωτόμαγκας και με αναγνωρίζουν).