Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παράφωνος
παράφωνος,
-η, -ο, επίθ.
[<μτγν. παράφωνος], παράφωνος· που βρίσκεται σε έντονη αντίθεση, δυσαρμονία
με ένα σύνολο, σε ένα περιβάλλον: «ήσουν ο μόνος παράφωνος κατά τη διάρκεια της
γιορτής, γιατί ενώ οι άλλοι είχαν έρθει με τα καλά τους ρούχα, εσύ ήρθες με τα
ρούχα της δουλειάς»·
-
καλύτερα παράφωνος, παρά βουβός και άφωνος, βλ. λ. άφωνος.
άφωνος
άφωνος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄφωνος], άφωνος·
-
καλύτερα παράφωνος παρά βουβός και άφωνος, προτιμότερο να συμμετέχει κανείς σε μια κοινή
προσπάθεια και ας μην είναι ο πρωτεργάτης παρά να μη συμμετέχει καθόλου: «σιγά
τη βοήθεια που μας πρόσφερες! -Αυτό μπορούσα, αυτό βοήθησα, γιατί καλύτερα
παράφωνος παρά βουβός και άφωνος».