παράσταση
παράσταση,
η, ουσ.
[<αρχ. παράστασις], η παράσταση· η προβολή κινηματογραφικού έργου ή η
παρουσίαση επί σκηνής θεατρικού έργου ή άλλου θεάματος μπροστά σε κοινό:
«επειδή το βράδυ είχα δουλειά, πήγα στην απογευματινή παράσταση || ήταν καλή η
παράσταση που είδατε;»·
- δίνω
παράσταση, α. με λόγια και πράξεις δημιουργώ ευχάριστη ατμόσφαιρα σε
μια ομήγυρη: «ήταν ο τάδε στην παρέα μας κι όπως πάντα έδινε πάλι παράσταση».
Από την ευχαρίστηση που μας προξενεί ένα καλό κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο.
Συνών. αφιερώνω / σολάρω. β.κάνω επίδειξη γνώσεων ή
τεχνικής σε κάτι, εντυπωσιάζω: «έπιασαν στο καφενείο κουβέντα για την πολιτική
κατάσταση κι έδωσε παράσταση ο τάδε»·
- είναι
μόνο παράσταση, συμπεριφέρεται μόνο για εντυπωσιασμό: «μην του δίνεις και
πολλή σημασία, γιατί είναι μόνο παράσταση»·
- κλέβω
την παράσταση, εντυπωσιάζω πάρα πολύ με το παρουσιαστικό μου, τα λόγια ή
τις πράξεις μου περισσότερο από κάθε άλλον, γίνομαι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος
σε μια ομήγυρη: «ήταν πολλοί και διάφοροι στη δεξίωση, αλλά ο τάδε έκλεψε την
παράσταση». Από την εικόνα του ηθοποιού που ξεχωρίζει ιδιαίτερα με την
υποκριτική του τέχνη από τους άλλους και εντυπωσιάζει το κοινό που τον
παρακολουθεί·
- παράσταση
για έναν ρόλο, λέγεται στην περίπτωση που σε μια κατάσταση κυριαρχεί
απόλυτα κάποιος και αναδεικνύεται ως ο κύριος ρυθμιστής της: «η επερώτηση της
αντιπολίτευσης στη Βουλή για την πορεία των οικονομικών του κράτους εξελίχθηκε
σε παράσταση για έναν ρόλο, γιατί ο υπουργός των Οικονομικών αναλύοντας δια
μακρού όλα τα δεδομένα κατατρόπωσε τους επερωτώντες βουλευτές»·
- στήνω
παράσταση, σκηνοθετώ θεατρικό έργο και το παρουσιάζω στη σκηνή: «ο τάδε
σκηνοθέτης έχει στήσει τις καλύτερες παραστάσεις»·
- χέσε
θέατρο, κατούρα παράσταση, βλ. λ. θέατρο.
θέατρο
θέατρο, το, ουσ. [<αρχ. θέατρον <θεάομαι-ῶμαι],
το θέατρο. 1. το επάγγελμα του ηθοποιού, η ενεργός συμμετοχή του στη
θεατρική ζωή: «δεν ήταν για το θέατρο γι’ αυτό άλλαξε επάγγελμα || ασχολείται
με το θέατρο από τα νεανικά του χρόνια». 2. το σύνολο των θεατών που
παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση: «μόλις έκανε την εμφάνισή του ο τάδε
ηθοποιός, όλο το θέατρο ξέσπασε σε χειροκροτήματα». 3. τόπος που
διαδραματίζεται ή που διαδραματίστηκε ένα γεγονός: «το θέατρο των πολεμικών
επιχειρήσεων μεταφέρθηκε πάλι στα σύνορα || το τάδε χωριό έγινε το θέατρο ενός
από τα αγριότερα εγκλήματα για λόγους τιμής»·
- βγαίνω στο θέατρο, πρωτοεμφανίζομαι ως ηθοποιός σε
θεατρική παράσταση: «οι αδερφές Καλουτά, βγήκαν στο θέατρο σε μικρή ηλικία»·
- γίνομαι θέατρο, γελοιοποιούμαι μπροστά σε κόσμο:
«κοτζάμ επιστήμονες αρπάχτηκαν στα χέρια κι έγιναν θέατρο μπροστά στον κόσμο»·
- είμαι στο θέατρο, ασχολούμαι με το θέατρο ως
ηθοποιός, ως θεατρικός επιχειρηματίας ή ως τεχνικός: «είμαι στο θέατρο από την
εποχή που απολύθηκα απ’ το στρατό»·
- θέατρο σκιών, παραδοσιακό θέατρο λαϊκού τύπου, όπου
κάποιος προβάλλει προς το κοινό διάφορες φιγούρες πίσω από ένα κατάλληλα
φωτισμένο πανί, μιμούμενος και τις φωνές των πρωταγωνιστών, κοινώς ο
Καραγκιόζης (βλ. λ.): «ο Σπαθάρης υπήρξε από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες του
θεάτρου σκιών»·
- κάνω θέατρο, ασχολούμαι επαγγελματικά ως ηθοποιός
με το θέατρο: «τα τελευταία δέκα χρόνια, κάνω θέατρο»· βλ. και φρ. παίζω
θέατρο·
- παίζω θέατρο, υποκρίνομαι, προσποιούμαι: «πάψε να
παίζεις θέατρο, γιατί μάθαμε καλά τι θεατρίνος είσαι!»·
- χέσε θέατρο, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται
καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάει η δουλειά ή
πώς πάει η υπόθεση·
- χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση, η δουλειά ή η
υπόθεση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά, πηγαίνει κατά διαβόλου. Συνήθως δίνεται
ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάει η δουλειά ή πώς πάει η
υπόθεση.