παράδοση
παράδοση, η, ουσ. [<αρχ. παράδοσις <παραδίδωμι], η παράδοση·
στον πλ. οι παραδόσεις, ό,τι συνεχίζεται σε ένα λαό μεταδιδόμενο από
στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά σε σχέση με τα ήθη και έθιμα ή σε σχέση με
διάφορες αντιλήψεις ή δραστηριότητες: «ο ελληνικός λαός είναι προσκολλημένος στις
παραδόσεις του || τα παιδιά μου μένουν πιστά στις δημοκρατικές παραδόσεις της
οικογένειάς μας»·
-
από παράδοση, λέγεται για κάτι που συνεχίζεται από κάποιον από παλιά: «η
οικογένειά του από παράδοση ασχολείται με την παραγωγή κρασιού»·
-
εκ παραδόσεως, βλ. φρ. κατά παράδοση·
-
έχω παράδοση (σε κάτι), έχω αναπτύξει, καλλιεργήσει μια ιδιότητα στο
παρελθόν, που τη διαθέτω, την καλλιεργώ και μέχρι σήμερα: «η οικογένεια
Μπουτάρη έχει παράδοση στο καλό κρασί»·
-
κατά παράδοση, λέγεται για κάτι που συνηθίζεται από παλιά ή γίνεται
σύμφωνα με ορισμένη συνήθεια: «Ρετσίνα Μαρκόπουλου: Ονομασία κατά παράδοση»·
-
παράδοση άνευ όρων, η χωρίς δυνατότητα διαπραγματεύσεων, η ολοκληρωτική
παράδοση του ηττημένου στο νικητή: «η ναζιστική Γερμανία αναγκάστηκε σε
παράδοση άνευ όρων»·
-
σπάω την παράδοση, ανατρέπω κάτι που επαναλαμβάνεται συνεχώς για μεγάλο
χρονικό διάστημα, που έχει γίνει καθεστώς: «ο Π.Α.Ο.Κ. έσπασε την παράδοση
κερδίζοντας τον Άρη μέσα στο Χαριλάου».