Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παπαγαλίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παπαγαλίζω, ρ. [<παπαγάλος + κατάλ. -ίζω]. 1. επαναλαμβάνω αυτά που λένε οι άλλοι, επαναλαμβάνω τα λόγια των άλλων: «δεν έχει δική του γνώμη και παπαγαλίζει αυτά που λένε οι άλλοι». Από την ικανότητα του παπαγάλου να μιμείται την ανθρώπινη φωνή. 2. (ιδίως για μαθητές) απομνημονεύω, αποστηθίζω μηχανικά ένα κείμενο, χωρίς να αφομοιώνω το περιεχόμενό του: «οι μαθητές που παπαγαλίζουν δε μαθαίνουν γράμματα».