Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παντού

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παντού, επίρρ. [από το πάντα + κατάλ. -ού, κατά το άλλος >αλλού, αυτός >αυτού], σε όλες τις μεριές, σε όλα τα μέρη: «έψαξα παντού και δεν τον βρήκα». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- από παντού, από όλες τις μεριές, από όλα τα μέρη: «μέσα σε λίγες μέρες, άρχισε να έρχεται βοήθεια στους σεισμόπληκτους από παντού»·
- βάζει παντού τη μούρη του ή βάζει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- έχει παντού τη μούρη του ή έχει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- έχει παντού την ουρά του ή έχει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- όποιος είναι τσιγκούνης στην τσέπη του, είναι παντού, βλ. λ. τσέπη·
- παντού και πάντα, βλ. λ. πάντα·
- πονάω παντού, σε όλο μου το σώμα, σε όλο μου το κορμί: «έκανα τέτοιο χτύπημα, που για μέρες ολόκληρες πονούσα παντού»·
- ρίχνω παντού τα δίχτυα μου, βλ. λ. δίχτυ·
- ταξίδεψε παντού, ταξίδεψε σε όλα τα μέρη, σε όλο τον κόσμο: «ήταν από μικρός στα καράβια, γι’ αυτό ταξίδεψε παντού»·
- χώνει παντού τη μούρη του ή χώνει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- χώνει παντού την ουρά του ή χώνει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά

δίχτυ

δίχτυ, το, ουσ. [<αρχ. δίκτυον], το δίχτυ. 1. η παγίδα: «το πουλί πήγε κι έπεσε στο δίχτυ του κυνηγού». 2. είδος δικτυωτής τσάντας από σχοινί ή νάιλον, που χρησιμοποιεί κανείς για να μεταφέρει διάφορα καταναλωτικά αγαθά, ιδίως τρόφιμα: «ο πατέρας είχε το δίχτυ γεμάτο με τρόφιμα και άλλα ζαρζαβατικά». Συνών. πλεμάτι (1) / φιλέ (3). 3. το πλέγμα από σχοινί ή νάιλον που χρησιμοποιείται κατά περίπτωση σε διάφορα αθλητικά παιχνίδια, όπως πιγκ πογκ, τένις, βόλεϊ, μπάσκετ: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα της εστίας». Συνών. φιλέ (2α, β). 4α. στον πλ. τα δίχτυα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τα δίχτυα της εστίας: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα». Συνών. μπακλαβωτό ή μπακλαβαδωτό / πλεμάτι (3 / πλεχτό (4) / φιλέ (2α). β. οργανωμένος μηχανισμός, που λειτουργεί παράνομα με σκοπό να παγιδεύσει, να εμπλέξει κάποιον ή κάποιους σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση από την οποία πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να γλιτώσουν, να ξεμπερδέψουν: «τα δίχτυα του οργανωμένου εγκλήματος || τα δίχτυα των ναρκωτικών». Υποκορ. διχτάκι, το. (Ακολουθούν 17 φρ.)·     
- απλώνω το δίχτυ ή απλώνω τα δίχτυα, βλ. φρ. στήνω το δίχτυ·
- βρίσκω δίχτυα, (στο γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα, γκολ: «πάλι βρήκε δίχτυα ο παιχταράς μας || αυτός ο παίχτης μπορεί και βρίσκει δίχτυα σε κάθε παιχνίδι»·
- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, παγιδεύτηκε ύστερα από οργανωμένη επιχείρηση: «ύστερα απ’ το ανελέητο κυνηγητό, που είχε εξαπολύσει η αστυνομία εναντίον του, έπεσε στα δίχτυα της αράχνης». Από την ομοιότητα που μπορεί να έχει το δίχτυ με τον ιστό της αράχνης·
- μ’ έριξε στα δίχτυα της, υπέκυψα στη σαγήνη της με καταστρεπτικές συνέπειες: «απ’ τη μέρα που μ’ έριξε στα δίχτυα της, τρέχω σαν σκυλάκι από πίσω της». (Λαϊκό τραγούδι: πεισματάρα, μ’ έριξες στα δίχτυα σου, εγώ θα σε λατρεύω για το πείσμα σου  
- μπλέκομαι στα δίχτυα της ή μπλέκω στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό τραγούδι: που έμπλεξα στα δίχτυα σου χήρα μου ζηλεμένη, και κάθε νύχτα βρίσκομαι με την καρδιά καμένη
- πέφτω στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα πέσει στα δίχτυα τα δικά σου, σαν το γαρίφαλο κι αυτός θα μαραθεί, σαν τριαντάφυλλο θα σβήσει δε θ’ αντέξει, κατάκαρδα κι αυτός θα πληγωθεί
- πέφτω στο δίχτυ ή πέφτω στα δίχτυα, βλ. φρ. πιάνομαι στο δίχτυ·
- πιάνομαι στα δίχτυα της, υποκύπτω στη σαγήνη μιας γυναίκας με καταστρεπτικές συνέπειες: «απ’ τη μέρα που πιάστηκε στα δίχτυα της, διέλυσε την οικογένειά του». (Τραγούδι: πώς τα κατάφερα και πιάστηκα μέσα στα δίχτυα σου ο καημένος, σ’ όλους τους φίλους μου ντροπιάστηκα γιατί ’μαι ερωτευμένος
- πιάνομαι στο δίχτυ ή πιάνομαι στα δίχτυα, α. παγιδεύομαι: «πιάστηκε στα δίχτυα της αστυνομίας». β. ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «με τόσα πράγματα που μ’ έταξε αν τον βοηθούσα, ο καθένας θα πιάνονταν στα δίχτυα»·
- ρίχνω δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα μου, φλερτάρω γυναίκα για να την κατακτήσω: «κάθε απόγευμα σενιαρίζεται και κατεβαίνει στα μπαράκια της παραλίας να ρίξει τα δίχτυα του». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουνε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως, και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). Συνών. κάνω καμάκι / ρίχνω παραγάδι (α)·
- ρίχνω παντού τα δίχτυα μου, δημιουργώ ποικίλες σχέσεις και σε διάφορους επαγγελματικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς χώρους για την πραγματοποίηση του σκοπού μου: «όταν πρόκειται να κάνει μια καινούρια δουλειά, ρίχνει παντού τα δίχτυα του για να οργανωθεί καλά»·
- στήνω το δίχτυ ή στήνω τα δίχτυα, α. στήνω παγίδα: «η αστυνομία έστησε τα δίχτυα της στο κύκλωμα των ναρκωτικών». β. μηχανορραφώ: «έστησε μεθοδικά το δίχτυ του γύρω απ’ τον τάδε, μέχρι που τον κατάστρεψε»·
- τα δίχτυα της αράχνης, ο ιστός της αράχνης: «στα δίχτυα της αράχνης είχαν παγιδευτεί δυο μυγάκια και μια πεταλουδίτσα»·
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω γκολ ύστερα από δυνατό σουτ: «σούταρε από είκοσι μέτρα μακριά κατά της αντίπαλης εστίας και τίναξε τα δίχτυα στον αέρα»·
- τον τύλιξε στα δίχτυα της, έπεσε θύμα της γοητείας της: «απ’ τη μέρα που τον τύλιξε στα δίχτυα της, κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- τον τύλιξε στα δίχτυα του, τον ξεγέλασε, τον εξαπάτησε, έπεσε θύμα του: «τον τύλιξε στα δίχτυα του με διάφορες υποσχέσεις και του ’φαγε τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: νάζια μου κάνεις να με ρίξεις και με κοιτάζεις τρυφερά, με τέχνη θες να με τυλίξεις στα δίχτυα σου τα πονηρά
- του τίναξε τα δίχτυα (ενν. της εστίας που υπερασπίζεται), (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) κατάφερε να πετύχει γκολ με πολύ δυνατό σουτ: «έκανε αλλεπάλληλες τρίπλες μέσα στη μικρή περιοχή και με μια ξαφνική βολίδα του τίναξε τα δίχτυα».

μούρη

μούρη, η, ουσ. [<μσν. μούρη <γενουατ. muro]. 1. το πρόσωπο, το μούτρο, η φάτσα, (για ζώα) η μουσούδα: «του ’δωσε μια μπουνιά στη μούρη και τον πήραν τα αίματα || το γουρούνι έχωσε τη μούρη του μέσα στις λάσπες». (Λαϊκό τραγούδι: για πρόσεξέ με, βλάμισσα, κοίτα με και στη μούρη, κοίτα να δεις αν φαίνομαι, αν μοιάζω για καψούρι // κυρά, τη μούρη του μικρού καθάρισε λιγάκι, παιδάκι μου, κοίτα εδώ που βγαίνει το πουλάκι). 2. η πρόσοψη οικοδομήματος: «οι ένοικοι αποφάσισαν να βάψουν τη μούρη της πολυκατοικίας τους». 3. το μπροστινό τμήμα του αυτοκινήτου, καθώς και κάθε τροχοφόρου ή μεταφορικού μέσου: «όπως έτρεχε με τ’ αυτοκίνητό του, χτύπησε με τη μούρη πάνω σε μια κολόνα, αλλά ευτυχώς δεν πειράχτηκε η μηχανή || τ’ αεροπλάνο έγειρε με τη μούρη του μπροστά και σύρθηκε για πολλά μέτρα πάνω στο διάδρομο προσγειώσεως». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- βάζει μούρη, (και για τα δυο φύλα) του αρέσει να κάνει γλειφομούνι, της αρέσει να κάνει τσιμπούκι: «πάντα στα προκαταρκτικά γουστάρει να βάζει μούρη». Συνών. βάζει μουσούδα·
- βάζει παντού τη μούρη του ή βάζει τη μούρη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μούρη του·
- για δε(ς) μούρη να θέλει και... ή για δε(ς) μούρη που θέλει και..., βλ. φρ. για κόψε μούρη να θέλει και(…)·
- για κόψε μούρη να θέλει και... ή για κόψε μούρη που θέλει και…, πώς αποτολμάς να θέλεις, με τι προσόντα αποτολμάς να θέλεις, να απαιτείς κάτι: «για δες μούρη που θέλει να γίνει και διευθυντής!»·
- είναι πολλή μούρη, (στη νεοαργκό) είναι πολύ εμφανίσιμος, πολύ εντυπωσιακός, πολύ όμορφος, είναι μουράτος: «η γυναίκα του τάδε είναι πολλή μούρη || ο γκόμενος της τάδε είναι πολλή μούρη»·
- έσπασε τη μούρη του, βλ. φρ. έφαγε τη μούρη του·
- έφαγε η μούρη του χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε κάποια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, αλλά έφαγε η μούρη του χώμα»·
- έφαγε τη μούρη του, α. χτύπησε, τραυματίστηκε, ιδίως σε τροχαίο ατύχημα: «όπως πήγε να πάρει τη στροφή με τη μοτοσικλέτα του, βγήκε απ’ το δρόμο κι έφαγε τη μούρη του». β. (γενικά) απέτυχε να πραγματοποιήσει το σκοπό του: «ζήτησε μια βδομάδα άδεια από το διευθυντή του κι έφαγε τη μούρη του, γιατί του την αρνήθηκε || τα ’ριξε στην τάδε γκόμενα κι έφαγε τη μούρη του, γιατί του ’δωσε χυλόπιτα»·
- έχει παντού τη μούρη του ή έχει τη μούρη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μούρη του·
- έχω μούρη, α. είμαι υπολογίσιμος σε ένα κύκλο ανθρώπων, μετρώ: «ο τάδε έχει μούρη στο εμπορικό κύκλωμα». β. έχω εμπιστοσύνη στην εμφάνισή μου, είμαι μουράτος: «γιατί να μην αρέσω στη γκόμενα που θα φέρεις, μήπως δεν έχω μούρη;». γ. έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου, στις δυνατότητές μου ή στις ικανότητές μου: «έχεις μούρη να τα βάλεις μαζί του; || έχεις μούρη ν’ ασχοληθείς μ’ αυτή τη δουλειά;»·
- η μούρη σου (του, της), περιφρονητικά αντί του εσύ (αυτός, αυτή): «τι θέλει πάλι η μούρη σου εδώ; || ήρθε πρωί πρωί η μούρη του και μου ζητούσε δανεικά»·
- ήρθα μούρη με μούρη (με κάποιον), α. συναντήθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνιά, ήρθα μούρη με μούρη με τον τάδε». Από την εικόνα δυο ατόμων που συναντιούνται ξαφνικά και κοιτάζονται κατά πρόσωπο. β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον, έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μούρη με μούρη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα των ατόμων που λίγο πριν μαλώσουν, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο, (στη νεοαργκό) θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω το σκοπό μου: «απ’ τη στιγμή που στο υποσχέθηκα, θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο για να σε βοηθήσω»·
- θα σου πέσει η μούρη; βλ. φρ. θα σου πέσει το καπέλο; λ. καπέλο·
- θα σου σπάσω τη μούρη, βλ. συνηθέστ. θα σου σπάσω τα μούτρα, λ. μούτρο·
- θα στο τρίψω στη μούρη, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα αντιδράσω δυναμικά, στην περίπτωση που μου δώσει κάτι, το οποίο δε με ικανοποιεί ή με δυσαρεστεί: «για να τόλμησε να μου φέρεις σκάρτο εμπόρευμα και θα στο τρίψω στη μούρη!»·
- θα σου τρίψω τη μούρη, θα σε τιμωρήσω αυστηρά, θα σε δείρω άγρια: «αν δε μου φέρεις μέχρι αύριο τα λεφτά, θα σου τρίψω τη μούρη, όπου κι αν τον βρω»·
- κατεβάζω μούρη ή κατεβάζω τη μούρη ή κατεβάζω τη μούρη μου, βλ. συνηθέστ. κατεβάζω μούτρα·
- κόβω μούρη, προσπαθώ να ψυχολογήσω κάποιον για να δω τι μέρος του λόγου είναι, εξετάζοντας προσεκτικά το πρόσωπό του και γενικά το παρουσιαστικό του: «θέλω να κόψεις μούρη τον τάδε και να μου πεις τη γνώμη σου»·
- κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, δε χρειάζεται καν να προσπαθήσει κανείς να καταλάβει τι σόι άνθρωπος είναι κάποιος ή να τον ψυχολογήσει, γιατί από την πρώτη στιγμή που θα τον δει, μπορεί αμέσως να καταλάβει πως δεν είναι εντάξει άνθρωπος. Η φρ. συνοδεύεται και από μια περιφρονητική χειρονομία κατά την οποία, το χέρι σηκώνεται με τεντωμένη την παλάμη προς το πρόσωπο του ατόμου στο οποίο απευθύνεται η φρ. και ξαναπέφτει χτυπώντας ελαφρά στο μηρό·
- με κουκούλα στη μούρη κούκλα είναι, βλ. λ. κουκούλα·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- πετάει μούρη, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) βλ. λ. μουριάζει·
- πουλώ μούρη, α. κάνω φιγούρα, λεζάντα, επιδεικνύομαι, φέρομαι υπεροπτικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, πουλάει μούρη, γιατί νομίζει πως έγινε κάποιος». β. προσπαθώ να πείσω τους άλλους για τις δυνάμεις μου, τις δυνατότητές μου, τις ικανότητές μου, τα πλεονεκτήματά μου, τα προτερήματά μου, την περιουσία μου, που όμως στην πραγματικότητα δεν έχω, προσποιούμαι ότι είμαι σπουδαίος, πως είμαι κάτι: «εμένα μη μου πουλάς μούρη, γιατί ξέρω καλά τι σόι άνθρωπος είσαι || της πουλάει μούρη πως είναι λεφτάς»·
- σκατά στη μούρη σου! βλ. λ. σκατά·
- σκάω μούρη, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου ύστερα από καιρό απουσίας: «πήρε τα λεφτά κι εξαφανίστηκε, μόλις όμως σκάσει μούρη, θα τον σπάσω στο ξύλο || είχα καιρό να δω τον τάδε, ώσπου χτες βράδυ έσκασε μούρη στο μπαράκι». Συνών. σκάω μύτη·
- του ’κανα τη μούρη από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τη μούρη εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τη μούρη κρέας, βλ. λ.κρέας·
- του ’σπασα τη μούρη, βλ. συνηθέστ. του ’σπασα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- του στραπατσάρω τη μούρη, του προξενώ σοβαρές κακώσεις στο πρόσωπο, τον δέρνω πολύ άγρια: «του ’δωσε με δύναμη μια γροθιά και του στραπατσάρισε τη μούρη»·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του το πέταξα στη μούρη, βλ. συνηθέστ. του το πέταξα στα μούτρα, λ. μούτρο·
- του το ’τριψα στη μούρη, του έδειξα με πλήρη ικανοποίηση το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας που υποστήριζε πως δεν ήμουν άξιος να πετύχω: «με ειρωνευόταν πως δε θα κατάφερνα να πάρω το πτυχίο μου και, μόλις το πήρα, του το ’τριψα στη μούρη»·
- του ’τριψα τη μούρη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- του τσαλάκωσα τη μούρη, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- του χάλασα τη μούρη, βλ. φρ. του χάλασα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- τρίψ’ το στη μούρη σου! απάντηση αδιαφορίας που δίνεται σε κάποιον, όταν μας ρωτάει τι θα κάνει με κάτι που δεν τον ικανοποιεί ή που του δημιουργεί προβλήματα: «αφού το παράγγειλες, ή φά’ το ή τρίψ’ το στη μούρη σου και μη μας σκοτίζεις άλλο!»·
- τρώω στη μούρη, βλ. συνηθέστ. τρώω στη μάπα, λ. μάπα·
- φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- χώνει παντού τη μούρη του ή χώνει τη μούρη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει τη μανία να χώνει παντού τη μούρη του, μέχρι που θα το φάει το κεφάλι του». Συνών. χώνει παντού τη μύτη του / χώνει παντού την ουρά του.

μύτη

μύτη, η, ουσ. [<μσν. μύτη <μύτις], η μύτη· η άκρη οποιουδήποτε πράγματος που  καταλήγει σε αιχμή: «στη μύτη του ακρωτηρίου υπήρχε ένας φάρος || λέρωσα τις μύτες των παπουτσιών μου || στράβωσε η μύτη του μαχαιριού || τσιμπήθηκα με τη μύτη της καρφίτσας». Υποκορ. μυτίτσα κ. μυτούλα, η κ. μυτάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μύταρος κ. μύτος, ο κ. μυτάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 102 φρ.)·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πιάσει τη μύτη κάποιου για να μας αποδείξει πως δεν τον φοβάται: «αφού λες πως δεν τον φοβάσαι, όταν θα ’ρθει αν μπορείς πιάσ’ του τη μύτη». Από το ότι, το άτομο που του πιάνει κανείς τη μύτη, αντιδρά βίαια·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. φρ. αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη· βλ. και λ. χαλκάς·
- αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «εγώ λέω πως θα σε βοηθήσει κι αν δε σε βοηθήσει, να μου τρυπήσεις τη μύτη || αν σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, να μου τρυπήσεις τη μύτη». Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακολουθεί το εμένα ή το τότε εμένα και σχεδόν πάντα συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να πιέζει από πλάγια τη μύτη σαν να επιδιώκει να την τρυπήσει. Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη·
- άνοιξε η μύτη μου, άρχισε να τρέχει αίμα μετά από χτύπημα που δέχτηκα: «μου ’δωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο κι άνοιξε η μύτη μου»·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, είναι πολύ εκνευρισμένος, πολύ εξοργισμένος: «μην του πεις κουβέντα, γιατί απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει»·
- βαδίζω στις μύτες, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- βαδίζω στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μύτη του·
- βουλώνω τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ τη μύτη μου·
- βούλωσε η μύτη μου, κρυολόγησα, συναχώθηκα: «βγήκα μέσα στο κρύο ντυμένος ελαφρά και βούλωσε η μύτη μου»·
- δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, α. έχει μεγάλη μυωπία: «του έδειχνα πέρα στο πέλαγος το γιοτ που ερχόταν, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του!». β. δεν έχει διορατικότητα, δεν μπορεί να δει ή να υπολογίσει μακροπρόθεσμα, είναι κοντόφθαλμος: «επειδή αυτός ο άνθρωπος δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, με τον τρόπο που έστησε τη δουλειά του, θα αποτύχει μέσα σε λίγο καιρό». γ. είναι συντηρητικός, στενόμυαλος, προσκολλημένος στις παλιές συνήθειές του, είναι αρνητικός στους νεωτερισμούς: «περίμενες κι εσύ από άνθρωπο που δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του να καταλάβει τα σύγχρονα προβλήματα της νεολαίας;»·
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου, α. είναι πολύ σκοτεινά και δε βλέπω καθόλου: «μόλις έγινε διακοπή ρεύματος, δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου μέσα στο δωμάτιό μου». β. είμαι πολύ μεθυσμένος: «αν πιω κάνα ποτήρι παραπάνω, δε βλέπω ούτε τη μύτη μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη σούρα μου τη μύτη μου δε βλέπω,μα γλεντάω δίχως να παρεκτραπώ και γι’ αυτό ελέγχους δε σου επιτρέπω σ’ ό,τι πιω, σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω)· 
- δε λύθηκε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε μάτωσε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε με γελά η μύτη μου! είμαι σίγουρος πως μυρίζω αυτό που ανέφερα: «εδώ και ώρα μυρίζει βενζίνα, δε με γελά η μύτη μου! || μαγειρεύεις στιφάδο, δε με γελά η μύτη μου!»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί διαβάζω κάτι επείγοντα συμβόλαια και δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν άνοιξε μύτη, η συμπλοκή υπήρξε εντελώς αναίμακτη: «οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, αλλά ευτυχώς μπήκαν στη μέση άλλοι ψυχραιμότεροι και δεν άνοιξε μύτη». Συνών. δεν άνοιξε ρουθούνι·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου, α. λέγεται στην περίπτωση που επικρατεί κάπου αφόρητη δυσοσμία: «είναι τόσο βρόμικη οικογένεια, που όταν πας στο σπίτι τους, είναι για να κρατάς τη μύτη σου». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως μεγάλο απατεώνα, ως μεγάλη λέρα: «δεν κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι για να κρατάς τη μύτη σου»·
- είναι (για) να πιάνεις τη μύτη σου, βλ. φρ. είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου·
- είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι, επιστροφή κακού χαρακτηρισμού σε κάποιον με επιθετική διάθεση: «είσαι μαλάκας. -Είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι»· βλ. και φρ. είσαι και φαίνεσαι, λ. φαίνομαι·
- έκλεισε η μύτη μου, είμαι συναχωμένος, συναχώθηκα: «κάθισα ανάμεσα στα ρεύματα κι έκλεισε η μύτη μου»·
- έπεσε η μύτη του ή του ’πεσε η μύτη, έχασε την έπαρση που είχε, ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μας έκανε το λεφτά κι όταν μαθεύτηκε τι φτωχοπεινάλας είναι, έπεσε η μύτη του»·
- έρχομαι μύτη με μύτη (με κάποιον), διαπληκτίζομαι έντονα με κάποιον, είμαι έτοιμος να πιαστώ στα χέρια με κάποιον: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος, χωρίς να το καταλάβουμε, ήρθαμε μύτη με μύτη κι αν δεν υπήρχαν οι πιο ψύχραιμοι της παρέας, θα πλακωνόμασταν στο ξύλο». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς διαπληκτίζονται, φέρνει ο ένας πολύ κοντά το πρόσωπό του στο πρόσωπο του άλλου, θέλοντας να δείξει πως δε φοβάται μια δυναμική αναμέτρηση· βλ. και φρ. πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον)·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η μούρη του χώμα, λ. μούρη·
- έχει γερή μύτη, α. έχει δυνατή όσφρηση: «μπορεί να ξεχωρίσει όλες τις μυρουδιές, γιατί έχει γερή μύτη» β. έχει μεγάλη διαίσθηση: «πάντα καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει, γιατί έχει γερή μύτη»·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει καλή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχει μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μύτη σαν μελιτζάνα, βλ. λ. μελιτζάνα·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. συνηθέστ. χώνει παντού τη μύτη του·
- έχει ψηλά τη  μύτη, είναι ψηλομύτης, είναι ακατάδεχτος, περνιέται για μεγάλος: «δεν καταδέχεταινα μιλήσει σε κανέναν, γιατί έχει ψηλά τη μύτη»·
- έχει ψηλή μύτη, το υπονοούμενο στην περίπτωση αυτή είναι πως, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλο πέος, γιατί αυτή η εντύπωση επικρατεί στο πλατύ κοινό. Ιδίως, η μεγάλη μύτη, ταυτίζεται συνήθως με τους Ποντίους, από όπου και η έκφραση την έχει ποντιακή (ενν. την πούτσα, την ψωλή), δηλαδή έχει μεγάλο πέος· βλ. και φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχω μύτη εγώ! επαινετική ή θαυμαστική έκφραση για το άτομό μας τη στιγμή που επαληθεύεται κάποια διαίσθησή μας. Συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το δείκτη του χεριού να χτυπάει αλλεπάλληλες φορές με την άκρη του πάνω στο ρουθούνι μας·
- η μύτη του κοιτά το ταβάνι, είναι ακατάδεκτος, υπερόπτης: «έπιασε κι αυτός κάτι λεφτουδάκια κι από τότε η μύτη του κοιτά το ταβάνι»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, είναι ψωροπερήφανος: «αν μάθει πως είσαι φτωχός, δε θα σε κάνει παρέα, γιατί, η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, μια και πιστεύει πως κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. φρ. η μύτη του να πέσει δε σκύβει να τη σηκώσει·
- η μύτη του φτάνει στον ουρανό, είναι υπερβολικά ακατάδεκτος, υπερβολικά υπερόπτης: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, η μύτη του φτάνει στον ουρανό και δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα»·
- ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), α. συναντήθηκα απρόσμενα, ξαφνικά, πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνία, ήρθα μύτη με μύτη με τον τάδε». β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μύτη με μύτη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα δυο ατόμων που, λίγο πριν μαλώσουν μεταξύ τους, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις, πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- καθαρίζω τη μύτη μου, βγάζω τις βλέννες από τη μύτη μου, φυσώντας πότε το ένα μου ρουθούνι και πότε το άλλο ή και τα δυο ταυτόχρονα μέσα στο μαντίλι μου: «δεν έχω συνηθίσει να καθαρίζω τη μύτη μου μπροστά σε κόσμο». Ένας άλλος αγενής τρόπος καθαρίσματος της μύτης γίνεται με τον αντίχειρα ή το δείκτη του χεριού μας, που εισχωρεί βαθιά μέσα στα ρουθούνια μας και αποδίδεται ειρωνικά με τη φρ. κάνω ανασκαφές, βλ. λ. ανασκαφή· βλ. και φρ. φυσώ τη μύτη μου·
- κάνει μύτη, α. (για ρούχα) κρεμάει σε κάποιο σημείο: «ο ποδόγυρος θέλει λίγο μάζεμα στο πίσω μέρος, γιατί κάνει μύτη». β. (για στεριά) λέγεται για προεξοχή που εισχωρεί στη θάλασσα: «στ’ ανατολικά του κόλπου της Θεσσαλονίκης η στεριά κάνει μύτη δημιουργώντας έτσι το ακρωτήριο Καραμπουρνάκι»·
- κατέβασε τη μύτη του, βλ. συνηθέστ. έπεσε η μύτη του·
- κάτω απ’ τη μύτη μου, λέγεται για κάτι που γίνεται εντελώς μπροστά μου: «προσπαθούσε, ο αλήτης, να βάλει χέρι στην αδερφή μου κάτω απ’ τη μύτη μου || έβαλε χέρι στο ταμείο κάτω απ’ τη μύτη μου κι όμως δεν τον πήρα μυρουδιά»·
- κλείνει τη μύτη και βουτάει, ενεργεί παράτολμα, απερίσκεπτα: «δεν έχει ποτέ φοβηθεί τίποτα στη ζωή του κι όταν το φέρει η στιγμή, κλείνει τη μύτη και βουτάει». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πέφτει από ύψος στο νερό (θάλασσα, λίμνη, ποταμός) κλείνει με τα δάχτυλά τη μύτη του για να μην μπει στα ρουθούνια του νερό, γιατί, όταν συμβεί αυτό, είναι οδυνηρό·
- κρατώ τη μύτη μου, κλείνω τα ρουθούνια μου με την παλάμη μου ή τα πιέζω με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού μου για να αποφύγω κάποια δυσάρεστη μυρουδιά: «κάθε φορά που έρχεται τ’ αυτοκίνητο ν’ αδειάσει το βόθρο του εξοχικού μου, κρατώ τη μύτη μου»·
- λύθηκε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μάτωσε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μεγαλώνει η μύτη σου, λες ψέματα: «αποκλείεται να σε πιστέψω, γιατί μεγαλώνει η μύτη σου». Αναφορά στον Πινόκιο·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μιλάει με τη μύτη, λόγω παθολογικών συνήθως αιτιών μιλάει με βουλωμένη τη μύτη του, μιλάει ένρινα: «έχει κρεατάκια ο άνθρωπος, γι’ αυτό μιλάει με τη μύτη»·
- μου βγήκε απ’ τη μύτη, α. (για φαγητά) δεν πρόλαβα να το ευχαριστηθώ, γιατί με διέκοψαν στη μέση ή, αμέσως μόλις το έφαγα, συνέβη κάτι που με στενοχώρησε: «έφαγα τόσο ωραίο φαγητό, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη γιατί, μετά το γεύμα υποχρεώθηκα να ξεφορτώσω ολόκληρο φορτηγό». β. μικρή ευχαρίστηση, όφελος ή κέρδος το πλήρωσα με πολλαπλάσια ζημία ή κόπο: «πήγαμε το βράδυ στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι || κέρδισα πέντε φράγκα απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί σκοτώθηκα μέχρι να την τελειώσω»·
- μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- μου μπαίνει στη μύτη, είναι ενοχλητικός ή ενεργεί προκλητικά εναντίον μου: «να του πεις να μη μου μπαίνει άλλο στη μύτη, γιατί, αν αγριέψω, μαύρο φίδι που τον έφαγε». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι ειν’ κορίτσι από σπίτι). Από την εικόνα του ατόμου που, όταν μπει ξαφνικά κάτι μέσα στη μύτη του, έντομο ή άλλη μικρή ακαθαρσία, αντιδρά έντονα· βλ. και φρ. μου μπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου παραμπαίνει στη μύτη, επιτείνει την αμέσως παραπάνω φράση: «να πεις του φίλου σου να μη μου παραμπαίνει στη μύτη, γιατί θα χάσω την υπομονή μου και θα τον σαπίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: πώς να τη βγάλω, ρε γυναίκ’, από το σπίτι γιατί μου έχει παραμπεί πολύ στη μύτη)· βλ. και φρ. μου παραμπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου ’σπασε τη μύτη, α. μου προκάλεσε ρινορραγία από χτύπημα που μου κατάφερε στη μύτη και, κατ’ επέκταση, με έδειρε, με νίκησε: «πέταξε μια πέτρα από μακριά και μου ’σπασε τη μύτη || του ’βρισα πάνω στο θυμό μου τη μάνα του κι αυτός έπεσε αγριεμένος απάνω μου και μου ’σπασε τη μύτη». β. (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) την αισθάνθηκα έντονα: «τηγάνιζε η γυναίκα μου κεφτεδάκια στην κουζίνα και μου ’σπασε τη μύτη (η μυρουδιά) || είχε πασαλειφτεί τόσο πολύ με άρωμα, που μου ’σπασε τη μύτη»·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, έγινε αιτία, ώστε κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισα να το πληρώσω με πολλαπλάσια ζημία: «με πήγε στα μπουζούκια να με κεράσει, αλλά έγινε αιτία να πλακωθώ στο ξύλο μ’ έναν απ’ το διπλανό τραπέζι κι έτσι, το ουίσκι που με κέρασε, μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη»·
- μου τρύπησε τη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων), βλ. φρ. μου ’σπασε τη μύτη·
- μου χτύπησε άσχημα στη μύτη, αισθάνθηκα, μύρισα μια άσχημη μυρουδιά: «άδειαζαν το βόθρο του σπιτιού τους, γι’ αυτό μου χτύπησε άσχημα στη μύτη»·
- μου χτύπησε στη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) μου μύρισε: «μόλις μπήκα στο σπίτι, μου χτύπησε στη μύτη η φασουλάδα που μαγείρευε η μάνα μου»·
- μπουκώνει τη μύτη του, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι χρήστης κοκαΐνης: «είναι παιδί από οικογένεια, κι όμως, μπουκώνει τη μύτη του»·
- μπούκωσε η μύτη μου, συναχώθηκα: «δεν ντύθηκα καλά το πρωί που έφυγα για τη δουλειά και μπούκωσε η μύτη μου»·
- μπροστά απ’ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κάτω απ’ τη μύτη μου·
- μύτη με μύτη, αντικριστά με την αιχμηρή τους άκρη: «κρέμασε στον τοίχο τα σπαθιά μύτη με μύτη»·
- όλα τα γουρούνια, μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- πατώ στις μύτες, περπατώ πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο για να μη γίνω αντιληπτός: «κάθε φορά που γυρίζω αργά στο σπίτι, πατώ στις μύτες για να μη με πάρει μυρουδιά ο πατέρας μου»·
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- πέφτουν μύτες, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις έξω, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν μύτες». Συνών. πέφτουν αφτιά·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον σε τυχαία συνάντηση: «όπως έστριβα τη γωνιά, έπεσα μύτη με μύτη με κάποιον που είχα μήνες να τον δω»·
- πιάνω τη μύτη μου, βλ. φρ. κρατώ τη μύτη μου·
- πουδράρω τη μύτη μου, α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) εισπνέω, ρουφώ ναρκωτική σκόνη με τη μύτη, σνιφάρω: «κάποια στιγμή μπήκαμε με τον τάδε στην τουαλέτα για να πουδράρουμε τη μύτη μας». Από το σημάδι που αφήνει η ναρκωτική σκόνη, όταν έρχεται σε επαφή με τη μύτη, και που παρομοιάζεται με την πούδρα. β. (ειδικά για γυναίκα) μακιγιάρομαι: «στάθηκε για λίγο σ’ ένα καθρέφτη και διακριτικά πούδραρε τη μύτη της»·
- σηκώνω μύτη, αυθαδιάζω: «μόλις τον δεις να σηκώνει μύτη, βάλ’ τον στη θέση του»· βλ. και φρ. σηκώνω τη μύτη μου·
- σηκώνω τη μύτη (μου), επαίρομαι, γίνομαι αλαζονικός: «έχω μάθει να μη σηκώνω τη μύτη, γιατί η ζωή ρόδα είναι και γυρίζει και δεν ξέρει κανείς πώς έρχονται τα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρες αψηλά και σήκωσες τη μύτη· φαντάστηκες πως ήσουνα η ωραία Αφροδίτη)· βλ. και φρ. σηκώνω μύτη·
- σκάω μύτη, α. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου, ιδίως ύστερα από πολύ καιρό απουσίας: «κι εκεί που δεν ξέραμε πού ήταν, έσκασε ξαφνικά μύτη στο καφενείο». β. (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου για να μπω στο παιχνίδι: «σκάσε μύτη να δούμε πρώτα τι λεφτά έχεις, και μετά μπαίνεις στο παιχνίδι». Συνών. δείχνω φως·
- στάζει η μύτη μου, βλ. φρ. τρέχει η μύτη μου·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- το ’πιασα με τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. το μυρίστηκα, λ. μυρίζομαι·
- τον σέρνει απ’ τη μύτη, του έχει επιβληθεί απόλυτα και τον αναγκάζει να τον ακολουθεί όπου αυτός θέλει, ή τον αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός αποφασίζει: «είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της, που τον σέρνει απ’ τη μύτη». Από την εικόνα του αρκουδιάρη, που σέρνει την αρκούδα του όπου αυτός θέλει μέσα στους δρόμους ή την αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός θέλει, οδηγώντας τη μ’ ένα σκοινί δεμένο στο χαλκά που της έχει περάσει στη μύτη. Πρβλ.: να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφην’ απ’ το σπίτι κι ένα χαλκά από σίδερο μου πέρασε στη μύτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. φρ. τον σέρνει απ’ τη μύτη. (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη,γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι
- τον τρώει η μύτη του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «δεν ξέρω τι επιδιώκει μ’ αυτά που κάνει, αλλά μου φαίνεται πως τον τρώει η μύτη του». Από το ότι από παλιά υπάρχει η λαϊκή δοξασία πως, όταν κανείς νιώθει κνισμό στη μύτη του, θα φάει ξύλο·
- τον φαγουρίζει η μύτη του, βλ. φρ. τον τρώει η μύτη του·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), βλ. λ. χαλκάς·
- του ’σπασα τη μύτη, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοφόρτωσα, του άνοιξα τη μύτη από το ξύλο που του έδωσα: «επειδή δεν έπαψε στιγμή να με βρίζει, σηκώθηκα και του ’σπασα τη μύτη»·
- του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, έγινα αιτία να πληρώσει με πολλαπλάσια ζημία κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισε από κάπου: «με πήγε στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά έκανα τόσο μεγάλο λογαριασμό που του το ’βγαλα απ’ τη μύτη»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. φυσώ τη μύτη μου·
- τρέχει η μύτη μου, έχω καταρροή, έχω συνάχι: «μόλις κρυώσω λιγάκι, τρέχει η μύτη μου»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, έχω έντονη καταρροή, η βλέννα μου τρέχει από τη μύτη μου είναι πολύ αραιή: «άρπαξα τέτοιο κρύωμα, που τρέχει η μύτη μου νερό»·
- τρίβω τη μύτη μου, βρίσκομαι σε αμηχανία: «όταν έφεραν μπροστά του αυτόν που τον είδε να βάζει χέρι στο ταμείο, άρχισε να τρίβει τη μύτη του»·
- φυσώ τη μύτη μου, την καθαρίζω φυσώντας δυνατά τα ρουθούνια μου για να παρασυρθούν στο μαντίλι μου οι βλέννες που υπάρχουν μέσα σε αυτή: «κάποια στιγμή αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά και φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι του». Ένας άλλος τρόπος φυσήματος της μύτης, που παρατηρείται συνήθως σε άξεστους ή λαϊκούς ανθρώπους, είναι το κλείσιμο του ενός ρουθουνιού με τον αντίχειρα, ελαφρό σκύψιμο μπροστά και δυνατό φύσημα του άλλου ρουθουνιού και αντιστρόφως, με αποτέλεσμα να πεταχτεί η βλέννα στη γη·
- χαμηλώνω τη μύτη ή χαμηλώνω τη μύτη μου, εγκαταλείπω την υπεροπτική, την αλαζονική μου στάση: «μόλις κατάλαβε πως η ευτυχία δεν είναι αιώνια και πως σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε, χαμήλωσε τη μύτη του κι έγινε πιο καταδεκτικός»·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει μανία να χώνει παντού τη μύτη του». Συνών. χώνει παντού τη μούρη του / χώνει παντού την ουρά του·
- χώνει τη μύτη του (κάπου), επεμβαίνει αδιάκριτα κάπου: «η υπόθεση δε σ’ αφορά καθόλου, γι’ αυτό μη χώνεις τη μύτη σου»·
- ψήλωσε τη μύτη του, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη.

ουρά

ουρά, η, ουσ. [<αρχ. οὐρά], η ουρά. 1. το τελευταίο σημείο, το σημείο κατάληξης: «έκοψα λίγο τις ουρές των μαλλιών μου, γιατί είχαν κάνει ψαλίδα || η ουρά του κομήτη || η ουρά του αεροπλάνου». 2. η τελευταία σειρά προσώπων ή πραγμάτων σε αντιδιαστολή προς την αρχή, την κεφαλή: «η κεφαλή της πορείας περνούσε μπροστά απ’ τ’ αμερικάνικο προξενείο και η ουρά τρία χιλιόμετρα μακριά || η τάδε ομάδα βρίσκεται στην ουρά του βαθμολογικού πίνακα». 3. λέγεται για άτομο που ακολουθεί πιστά κάποιον, που είναι πειθήνιο όργανό του: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, έχει γίνει η ουρά της || επειδή είναι πλούσιος, έχει γίνει η ουρά του». 4. σειρά ανθρώπων που στέκονται με τάξη ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό: «στάθηκε στην ουρά για να βγάλει εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: την εβρήκα στο Χαϊδάρι δυο σκαλάκια, κόκκινο φως ένα τσούρμο δώδεκα φαντάροι ουρά στην πόρτα, έρωτας στυφός).5. ισχύει και για πράγματα: «λόγω των έργων που γίνονται στην εθνική οδό, στο σημείο εκείνο υπάρχει πάντα μεγάλη ουρά από αυτοκίνητα». Παρομοίωση με το μακρύ και λεπτό σχήμα της ουράς του ζώου. Υποκορ. ουρίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αλόγου ουρά, βλ. λ. άλογο·
- αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της, βλ. λ. σκύλα·
- βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού την ουρά του·
- βάζω την ουρά στα σκέλια ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή βάζω την ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) ή βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), φεύγω, αποχωρώ, υποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος ή φοβισμένος: «μόλις τον αποπήρε ο πατέρας του, έβαλε την ουρά στα σκέλια του και μην τον είδατε || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έβαλε στην ουρά ανάμεσα στα σκέλια και δεν είπε κουβέντα». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσει το αφεντικό του, φεύγει βάζοντας την ουρά ανάμεσα στα σκέλια του·
- βγάζει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- βγάζει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, α. αποχωρώ, παύω να συμμετέχω σε κάποια υπόθεση, γιατί αντιλαμβάνομαι πως αρχίζει να δυσκολεύει, πως ξεφεύγει από τα όρια της νομιμότητας, ή γιατί αντιλαμβάνομαι πως δε θα αποκομίσω τα οφέλη που υπολόγιζα: «απ’ τη στιγμή που δέχτηκαν να πάρει μέρος στη δουλειά κι ο τάδε που είναι γνωστός απατεώνας, έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω || μόλις έπεσε η δουλειά, έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω και διέλυσα το συνεταιρισμό». β. αρνούμαι τις ευθύνες μου, τη συμμετοχή μου σε κάποια επιλήψιμη πράξη, κάνω πως δεν ξέρω τίποτα: «μη βγάζεις την ουρά σου απ’ έξω, γιατί, όσο φταίω εγώ, άλλο τόσο φταις κι εσύ»·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
- γίνεται ουρά, λέγεται για πλήθος ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον με τάξη, περιμένοντας για τον ίδιο σκοπό: «πού γίνεται ουρά για να βγάλουμε εισιτήριο;»·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, βλ. λ. διάβολος·
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
- είναι ουρά μου, βλ. φρ. τον έχω ουρά μου· 
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- έπιασε το χέλι απ’ την ουρά, βλ. λ. χέλι·
- έφυγε με την ουρά στα σκέλια, αποχώρησε, υποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος ή φοβισμένος: «μόλις ο άλλος αποκάλυψε μπροστά σ’ όλους ποιος ήταν το καρφί, ο δικός σου έφυγε με την ουρά στα σκέλια || μόλις τον αγρίεψε ο δικός, έφυγε ο τύπος με την ουρά στα σκέλια»·
- έχει κομμένη την ουρά του, έχει χάσει την ισχύ του, το θράσος του, την αλαζονεία του: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του, έχει κομμένη την ουρά του». Αναφορά στην αλεπού του αισώπειου μύθου·
- έχει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λίρα με ουρά ή έχει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- έχει ουρά, υπάρχει πλήθος ανθρώπων, που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον με τάξη, περιμένοντας για τον ίδιο σκοπό: «στο ταμείο του σούπερ μάρκετ έχει ουρά»·
- έχει παντού την ουρά του ή έχει την ουρά του παντού, βλ. συνηθέστ. χώνει παντού την ουρά του·
- έχει παρά με ουρά ή έχει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- έχει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
- έχει ψείρα με ουρά ή έχει ψείρες με ουρά, βλ. λ. ψείρα·
- έχω μαζεμένη την ουρά μου, ενεργώ με διακριτικότητα: «κάθε φορά που έρχεται ο διευθυντής στο γραφείο μου, έχω μαζεμένη την ουρά μου»·
- η γάτα με τις εννιά ουρές, βλ. λ. γάτα·
- η ουρά έμεινε, συγκοπή της φρ. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά: «έλα, κάνε ακόμα λίγο υπομονή, η ουρά έμεινε»·
- κάνουν ουρά, βλ. φρ. περιμένουν ουρά·
- κάνω ουρά, στέκομαι με τάξη πίσω από άλλους ανθρώπους που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό: «αν δεν κάνετε ουρά, δε θα πάρει κανένας σας εισιτήριο»·
- κουνάει την ουρά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, προκαλεί τους άντρες ερωτικά, τα θέλει: «μόλις δει κανένα ομορφόπαιδο, κουνάει την ουρά της». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν θέλει χάδια, πηγαίνει κοντά στο αφεντικό του και κουνάει παιχνιδιάρικα την ουρά του ·
- κουνάει την ουρά του, επιδιώκει κάτι πάρα πολύ, το επιθυμεί ή το προκαλεί: «απ’ ό,τι ξέρω, αυτός ο τύπος κουνάει την ουρά του για καβγά»·
- κυνηγάει την ουρά του, ματαιοπονεί: «ξεκίνησε να φτιάξει χωρίς φράγκο επιχείρηση και μου φαίνεται πως κυνηγάει την ουρά του». Από την εικόνα του σκύλου που προσπαθεί να δαγκώσει την ουρά του·
- μαζεύω την ουρά στα σκέλια ή μαζεύω την ουρά στα σκέλια μου, βλ. συνηθέστ. βάζω την ουρά στα σκέλια·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, λέγεται στις περιπτώσεις που ασχολείται κάποιος με δευτερεύοντα πράγματα, ενώ υπάρχουν άλλα που είναι πολύ ουσιαστικά, ή λέγεται στις περιπτώσεις που μας παρουσιάζουν κάτι ως σημαντικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το σιγά·
- μη στάξει η ουρά του ποντικιού, βλ. συνηθέστ. μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου·
- μου ’γινε ουρά, βλ. φρ. τον έχω ουρά μου·
- περιμένουν στην ουρά, λέγεται στην περίπτωση που πολλοί άνθρωποι περιμένουν για τον ίδιο σκοπό υπομονετικά ο ένας πίσω από τον άλλον: «οι θεατές περιμένουν ουρά για να βγάλουν εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα πενήντα καλοστέκεις μια χαρά και για χάρη σου οι γυναίκες σε περιμένουν στην ουρά
- πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές, βλ. λ. φίδι·
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, βλ. λ. αχλάδα·
- στην ουρά! απειλητικό ή προτρεπτικό επιφώνημα σε κάποιον να σταθεί πίσω από τον τελευταίο μιας σειράς ανθρώπων που περιμένουν με τάξη για τον ίδιο σκοπό, ενώ αυτός επιχειρεί να τους υποσκελίσει·
- στην ουρά, α. στους τελευταίους, στο τέλος μιας σειράς προσώπων ή πραγμάτων: «αυτόν που ψάχνεις τον είδα στην ουρά της πορείας || η ομάδα μας βρίσκεται στην ουρά του βαθμολογικού πίνακα». β. ο ένας πίσω από τον άλλον περιμένοντας με τάξη για τον ίδιο σκοπό: «οι φίλαθλοι στην ουρά, αγωνιούσαν να φτάσουν στα εκδοτήρια του σταδίου για ν’ αποχτήσουν το πολυπόθητο εισιτήριο του αγώνα». (Τραγούδι: κι από την πρώτη τη βραδιά, τα παλικάρια στην ουρά, κρατούν σφιχτά πέντ’ έξι τάλιρα σωστά
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- τον έχω ουρά μου, με ακολουθεί συνεχώς όπου και αν πηγαίνω, δεν ξεκολλάει από πίσω μου, από κοντά μου: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, τον έχω ουρά μου και δεν μπορώ να κάνω βήμα χωρίς αυτόν»·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
- τραβώ την ουρά μου, βλ. φρ. βγάζω την ουρά μου απ’ έξω·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. βόδι·
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
- χώνει παντού την ουρά του ή χώνει την ουρά του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «του το ’χω πει χίλιες φορές να μη χώνει παντού την ουρά του, γιατί γίνεται ενοχλητικός». Συνών. χώνει παντού τη μούρη του / χώνει παντού τη μύτη του·
- χώνει την ουρά του (κάπου), επεμβαίνει κάπου χωρίς να του ζητηθεί: «εσύ τι ενδιαφέρεσαι και χώνεις την ουρά σου;»·
- ψέμα με ουρά ή ψέματα με ουρά, βλ. λ. ψέμα.

πάντα

πάντα, επίρρ. [<μσν. επίρρ. πάντα, από την αιτιατ. της αρχ. αντων. πᾶς, ελλειπτικά από τη φρ. (τον) πάντα (χρόνον)]. 1. πάντοτε: «συμπεριφέρεται πάντα με τον ίδιο τρόπο». 2. ως ουσ. το πάντα, το αιώνιο. (Τραγούδι: σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ για το τώρα το πριν το μετά και το πάντα, σ’ αγαπώ, η καρδιά μου τρελάθηκε, βαράει σαν ξεκούρντιστη μπάντα). 3α. στον πλ. ως ουσ. τα πάντα, όλα τα απαραίτητα μέσα για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «χρησιμοποίησε τα πάντα για να τον καταστρέψει». β. όλα τα αγαθά για τη διαβίωση του ανθρώπου: «στο σπίτι μας έχουμε τα πάντα»· βλ. και λ. παν. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- από πάντα, ανέκαθεν: «από πάντα στα μέρη μας έτσι γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα»·
- για πάντα, για όλη την υπόλοιπη ζωή, δια βίου: «ό,τι και να γίνει, θα σ’ αγαπώ για πάντα || έφυγε για πάντα απ’ την Ελλάδα»·
- γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, βλ. λ. βήμα·
- είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, βλ. λ. χαμόγελο·
- είναι πάντα ο εαυτός του, βλ. λ. εαυτός·
- είναι πάντα στο πάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, βλ. λ. ελπίδα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
- η πεθερά κι από ζάχαρη κι αν είναι, πάντα πικρή είναι, βλ. λ. πεθερά·
- η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι, βλ. λ. πορδή·
- κάνει πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- κάνω τα πάντα, βλ. φρ. κάνω το παν, λ. παν·
- κλείνω τα βλέφαρά μου μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, λ. μάτι·
- μέχρι πάντα, μέχρι το τέλος, μέχρι τα άκρα: «θα σε κυνηγάω μέχρι πάντα για να σε καταστρέψω»·
- μια για πάντα, οριστικά και αμετάκλητα, τελειωτικά, για πρώτη και τελευταία φορά: «στο λέω μια για πάντα πως δεν ανέχομαι κοπανατζήδες στη δουλειά μου»·
- να ’σαι πάντα όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος πάντα με δάφνες, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύθος·
- όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, βλ. λ. κερδισμένος·
- πάντα άξιος! βλ. λ. άξιος·
- πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου, βλ. λ. παρακάτω·
- πάντα δεξιά! βλ. λ. δεξιά·
- πάντα καλά! βλ. λ. καλός·
- πάντα μπροστά! βλ. λ. μπροστά·
- πάντα τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- παντού και πάντα, λέγεται για καταστάσεις θετικές ή αρνητικές, που είναι φυσικό ή αναπόφευκτο να υπάρχουν, όπου και αν βρίσκεται κανείς και σε οποιαδήποτε στιγμή: «παντού και πάντα θα υπάρχουν μεγάλοι ή μικροί ευεργέτες || αγαπημένες οικογένειες θα υπάρχουν παντού και πάντα || αρρώστιες θα υπάρχουν παντού και πάντα»·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, βλ. λ. Γιάννης·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα, βλ. λ. αβγό·
- του ’κλεισε το στόμα μια για πάντα, βλ. λ. στόμα·
- χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, βλ. λ. γάιδαρος.