Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
Παντελής

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

Παντελής, ο, [κύρ. όν.], ο Παντελής· είδος ψαριού: «ο παντελής είναι πολύ νόστιμο ψάρι»·
- τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, λέγεται ειρωνικά για επανάληψη των ίδιων κακών λόγων ή πράξεων από αδιόρθωτο άτομο: «κάθε φορά μου υπόσχεται πως θα μιλάει ευγενικά, αλλά τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, γιατί το στόμα του εξακολουθεί να είναι βόθρος || όσες υποσχέσεις κι αν μου ’δωσε πως θα κόψει τα χαρτιά, τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, γιατί, απ’ ό,τι έμαθα, δεν ξεκολλάει απ’ τις λέσχες». (Λαϊκό τραγούδι: μη θες μ’ εκείνα που ’ξερες να σκάσεις τη χολή μου, τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου
- χέσε μέσα Παντελή! η δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά και δεν υπάρχει περίπτωση να διορθωθεί: «όπως έγιναν τώρα τα πράγματα, χέσε μέσα Παντελή!».