Παντελής
Παντελής, ο, [κύρ. όν.], ο Παντελής· είδος ψαριού: «ο παντελής
είναι πολύ νόστιμο ψάρι»·
-
τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, λέγεται ειρωνικά για
επανάληψη των ίδιων κακών λόγων ή πράξεων από αδιόρθωτο άτομο: «κάθε φορά μου
υπόσχεται πως θα μιλάει ευγενικά, αλλά τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή
μου, γιατί το στόμα του εξακολουθεί να είναι βόθρος || όσες υποσχέσεις κι αν
μου ’δωσε πως θα κόψει τα χαρτιά, τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου,
γιατί, απ’ ό,τι έμαθα, δεν ξεκολλάει απ’ τις λέσχες». (Λαϊκό τραγούδι: μη
θες μ’ εκείνα που ’ξερες να σκάσεις τη χολή μου, τα ίδια Παντελάκη μου τα
ίδια Παντελή μου)·
-
χέσε μέσα Παντελή! η δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση δεν εξελίσσεται
καθόλου καλά και δεν υπάρχει περίπτωση να διορθωθεί: «όπως έγιναν τώρα τα
πράγματα, χέσε μέσα Παντελή!».