Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παμεινώντας
παμεινώντας, ο, ουσ. [κύρ. όν. Επαμεινώντας], (στη γλώσσα της αργκό) το βαρύ παλτό, το βαρύ πανωφόρι, ο επενδύτης: «πάνω στη βιασύνη του ξέχασε να πάρει μαζί του και τον παμεινώντα του και πάγωσε».
παμεινώντας, ο, ουσ. [κύρ. όν. Επαμεινώντας], (στη γλώσσα της αργκό) το βαρύ παλτό, το βαρύ πανωφόρι, ο επενδύτης: «πάνω στη βιασύνη του ξέχασε να πάρει μαζί του και τον παμεινώντα του και πάγωσε».