Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παλτό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παλτό, το, πλ. παλτά κ. παλτό, τα, ουσ. [<ιταλ. palto <γαλλ. paletot], το παλτό. 1. (στη νεοαργκό) αποτυχημένο πάρτι και, κατ’ επέκταση, ανούσιο καλλιτεχνικό θέαμα: «τι παλτό ήταν αυτό χτες βράδυ στο σπίτι του τάδε || μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι πολύ παλτό». 2. (ειδικά) το εξωτερικό φύλλο καπνού που αποτελεί το περίβλημα του πούρου: «είναι μεγάλη τέχνη να περάσεις μέσα στο παλτό τ’ άλλα φύλλα του καπνού του πούρου». Συνών. καπότα (3).