Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παλάμη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παλάμη, η, ουσ. [<αρχ. παλάμη], η παλάμη. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- γνωρίζω σαν την παλάμη μου (κάποιον), βλ. φρ. τον ξέρω σαν την παλάμη μου·
- εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν, λέγεται από άτομο που απαιτεί προκαταβολικά την αμοιβή του για εργασία που πρόκειται να εκτελέσει: «επειδή πολλές φορές μέχρι τώρα παρέδιδα τη δουλειά κι ύστερα παρακαλούσα να πάρω τα λεφτά μου, άλλαξα τακτική κι από δω και μπρος εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με τον δείκτη του ενός χεριού διπλωμένο να χτυπάει μέσα στην παλάμη του άλλου χεριού. Συνών. εν τω άμα και το θάμα (α)·
- έχω φαγούρα στην παλάμη μου, βλ. φρ. με φαγουρίζει η παλάμη μου·
- η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- η παλάμη του έχει βγάλει ρόζο ή η παλάμη του έχει βγάλει ρόζους (ενν. από τη μαλακία), βλ. συνηθέστ. η παλάμη του έχει βγάλει κάλο·
- θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- με φαγουρίζει η παλάμη μου, ξοδεύω αμέσως τα χρήματα που έρχονται  στην κατοχή μου, που πέφτουν στα χέρια μου: «μόλις παίρνω το μισθό μου, με φαγουρίζει η παλάμη μου και μέσα σε λίγο καιρό δε μου μένει μία»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου·
- με τρώει η παλάμη μου, προμηνύεται, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, πως θα πάρω λεφτά, αν με τρώει η αριστερή μου παλάμη, ή ότι θα δώσω λεφτά, αν με τρώει η δεξιά μου παλάμη: «κάθε φορά που με τρώει η αριστερή μου παλάμη, όλο κι από κάπου παίρνω λεφτά»· βλ. και φρ. με φαγουρίζει η παλάμη·
- πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- τον γνωρίζω σαν την παλάμη μου, βλ. φρ. τον ξέρω σαν την παλάμη μου·
- τον ξέρω σαν την παλάμη μου, τον ξέρω πάρα πολύ καλά, ιδίως όσον αφορά το χαρακτήρα του: «αυτόν που μου λες τον ξέρω σαν την παλάμη μου, γιατί μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά». Συνών. τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο / τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα (β) / τον ξέρω σαν την τσέπη μου·
- του δίνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- του στέλνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο.

βραβείο

βραβείο, το, ουσ. [<μτγν. βραβεῖον <βραβεύω], το βραβείο·
- θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, έκφραση αγανάκτησης, που απευθύνεται σε τροχονόμο, γιατί δεν ενέδωσε στα παρακάλια μας να μη μας επιδώσει την κλήση για τροχαία παράβαση ή για παράνομο παρκάρισμα, ή έκφραση αγανάκτησης, που απευθύνεται σε ευθυνόφοβο δημόσιο υπάλληλο, γιατί δε μας εξυπηρέτησε παρακάμπτοντας ανώδυνα τη γραφειοκρατία, ή έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε αναίτια. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπράβο ή το μπράβο, τώρα. Συνών. θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο / θα πάρεις το μετάλλιο ή θα σου δώσουν το μετάλλιο / θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης / θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό·
- θα πάρεις το βραβείο της χείρας (της χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. φρ. θα πάρεις το βραβείο. Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται λογοπαίγνιο λόγω της ηχητικής ομοιότητας της χείρας (= του χεριού)και της χήρας (= της γυναίκας που πέθανε ο άντρας της), ενώ τα πέντε ορφανά υποδηλώνουν τα δάχτυλα. Όταν η έκφραση συνοδεύεται με την επαναληπτική κίνηση του χεριού που μιμείται τον αντρικό αυνανισμό, τότε το βραβείο ερμηνεύεται ως το βραβείο του μαλάκα, ενώ, όταν δεν συνοδεύεται από καμιά χειρονομία, τότε ως βραβείο θεωρείται η μούντζα·   
- θα δυο δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. θα πάρεις το βραβείο·
- πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, δεν πήρε απολύτως τίποτα: «του είχαν τάξει χίλια δυο, αν θα τέλειωνε έγκαιρα τη δουλειά, κι όταν την τέλειωσε, πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. πήρε το παράσημο ή πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- πήρε το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. φρ. πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης·
- το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, (ειρωνικά) η μούντζα, το μούντζωμα: «η πιο γνωστή μούντζα στην Ελλάδα είναι το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του δίνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. συνηθέστ. του στέλνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης. Συνών. του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, (ειρωνικά) δεν του έδωσαν απολύτως τίποτα, τον ξεγέλασαν, τον κορόιδεψαν: «του είχαν τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά, μόλις τους τέλειωσε τη δουλειά, του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του ’δωσαν το βραβείο της χείρας (της χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. φρ. του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης·
- του στέλνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, τον μουντζώνω από απόσταση: «όπως με προσπερνούσε αντικανονικά με τ’ αυτοκίνητό του, του ’στειλα το βραβείο της ανοιχτής παλάμης». Συνών. του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης

κάλος

κάλος, ο, ουσ. [<βενετ. callo <λατιν. callus], ρόζος του δέρματος, ιδίως στη μέσα πλευρά των δαχτύλων ή της παλάμης, που δημιουργείται από τη σκληρή χειρονακτική εργασία ή στα δάχτυλα των ποδιών, που δημιουργείται από την πίεση των στενών παπουτσιών·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), βλ. λ. κώλος·
- έχει κάλο στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «όσο κι αν προσπαθήσεις, δε θα μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί έχει κάλο στο μυαλό». Πολλές φορές, παρατηρείται χειρονομία με την οποία η άκρη του δείκτη έρχεται και χτυπάει ελαφρά στον κρόταφο. Συνών. έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πίτουρα στο μυαλό / έχει πριονίδια στο μυαλό / έχει ρόζο στο μυαλό / έχει ροκανίδια στο μυαλό / έχει σκατά στο μυαλό / έχει στόκο στο μυαλό·
- έχει κάλο στον εγκέφαλο, βλ. φρ. έχει κάλο στο μυαλό·
- η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους, βλ. φρ. η χούφτα του έχει βγάλει κάλο·
- η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), αυνανίζεται μανιωδώς και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ ανόητος, πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας: «εδώ η χούφτα του έχει βγάλει κάλο και θέλει να περνιέται για μάγκας!»·
- μη μου πατάς στον κάλο ή μη μου  πατάς τον κάλο συμβουλευτική προτροπή ή απειλή σε κάποιον, να μη μας ενοχλεί, να μη μας εκνευρίζει, να μην αγγίζει το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο μας, γιατί θα υπάρξουν κακά επακόλουθα γι’ αυτόν: «χίλιες φορές στο ’χω πει, μη μου πατάς τον κάλο, γιατί θα στις βρέξω!»·
- μου πάτησε στον κάλο ή μου πάτησε τον κάλο, με τα λόγια ή τις πράξεις του με ενόχλησε, με εκνεύρισε, και πιο συγκεκριμένα μου άγγιξε το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο, ιδίως από κακή πρόθεση: «κάποια στιγμή τον διαολόστειλα, γιατί μου πάτησε τον κάλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν δω πως μου πατάς πολύ τον κάλο κι αν έχω κάποιο ντέρτι θα το βγάλω κι αλλού τον έρωτα θα κυνηγώ και θα σου δείξω αλεπού ποιος είμαι εγώ). Από την εικόνα του ατόμου που εξαγριώνεται από τον πόνο που νιώθει τη στιγμή που κάποιος του πάτησε τον κάλο· 
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους, βλ. συνηθέστ. η χούφτα του έχει βγάλει κάλο·
- του πατώ τον κάλο, με λόγια ή με πράξεις αγγίζω το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο του, ιδίως από κακή πρόθεση: «μόλις του πάτησε τον κάλο, έκανε σαν τρελός!».

παράσημο

παράσημο, το, ουσ. [<αρχ. παράσημον, ουδ. του επιθ. παράσημος <παρά + σῆμα], το παράσημο· αφροδίσιο νόσημα: «πρόσεχε τα παράσημα μ’ αυτές τις άπλυτες που γυρνάς»·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια, λ. πλάκα·
- θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, έκφραση αγανάκτησης που απευθύνεται σε τροχονόμο που δεν ενέδωσε στα παρακάλια μας να μην μας επιδώσει την κλήση για τροχαία παράβαση ή παράνομο παρκάρισμα, ή έκφραση αγανάκτησης σε ευθυνόφοβο υπάλληλο που δε μας εξυπηρέτησε παρακάμπτοντας ανώδυνα τη γραφειοκρατία ή έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε. Συνών. θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά ή θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά / θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο / θα πάρεις μετάλλιο ή θα σου δώσουν μετάλλιο / θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό·  
- θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. θα πάρεις το παράσημο·
- κολλώ παράσημο, βλ. φρ. παίρνω παράσημο·
- παίρνω παράσημο, κολλώ κάποιο αφροδίσιο νόσημα: «αφού πήγαινες συνέχεια με πόρνες του δρόμου, πώς να μην πάρεις παράσημο!»·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, δεν πήρε απολύτως τίποτα: «του είχαν τάξει χίλια δυο, αν τέλειωνε έγκαιρα τη δουλειά, κι όταν την τέλειωσε, πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης»·
- το μεγάλο παράσημο, η σύφιλη: «τα παλιότερα χρόνια πολλοί ναυτικοί δεν κατάφεραν να γλιτώσουν απ’ το μεγάλο παράσημο»·
- το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, (ειρωνικά) η μούντζα, το μούντζωμα: «πάνω στα νεύρα τους άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης»·
- του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. συνηθέστ. του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, τον μουντζώνω, ιδίως από μακριά: «όπως περνούσε πατητός από δίπλα μου κορνάροντας, του ’στειλα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης».