ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF
παγανός, ο, ουσ. [<μσν. παγανός <λατιν. paganus], βλ. λ. παγανό.
παγανό, το, ουσ. [<παγανός], ο καλικάντζαρος: «τα παγανά βγαίνουν τα βράδια παρέα με τις νεράιδες». (Λαϊκό τραγούδι: έκανα, Μπάμπω μ’, το σταυρό μου, σαν είδα τέτοιο παγανό, κι κόσεψα το γάιδαρό μου μακριά τ’ να φύγω στο βουνό).