Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παίγνιο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παίγνιο, το, ουσ., βλ. λ. μπαίγνιο.

μπαίγνιο

μπαίγνιο κ. παίγνιο, το, ουσ. [<αρχ. παίγνιον]. 1. ο περίγελος: «έγινες το μπαίγνιο του κόσμου με τα καμώματά σου». 2. το αντικείμενο εμπαιγμού ή εξαπάτησης: «δε θα γίνω εγώ μπαίγνιο δικό σου»·
- έγινε μπαίγνιο στα χέρια (κάποιου), βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση, εξουσία κάποιου: «απ’ τη μέρα που γνώρισε εκείνον τον πλούσιο, έγινε μπαίγνιο στα χέρια του»·
- είναι μπαίγνιο στα χέρια (κάποιου), βλ. φρ. έγινε μπαίγνιο στα χέρια (κάποιου).