Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πα, αρνητ. μόρ. [ηχομιμητική λ.], που συνοδεύεται και με κίνηση του κεφαλιού προς τα πάνω και πίσω: «θα ’ρθεις μαζί μας το βράδυ στο χορό; -Πα»· βλ. και λ. μπα.

μπα

μπα, μόρ. [ίσως από αρχ. επιφών. βᾶ]. 1. δηλώνει άρνηση: «μπα, δε θα μπορέσω να ’ρθω || θα του τηλεφωνήσεις στο σπίτι; -Μπα, γιατί είναι πολύ αργά και θα τον ανησυχήσω || θα ’ρθεις το βράδυ στο μπαράκι; -Μπα, γιατί είμαι κουρασμένος». 2. πολλές φορές, εκφέρεται με καθησυχαστική διάθεση: «λες να ’παθαν κάτι κακό κι αργούν τόσο πολύ; -Μπα, μη φοβάσαι, απλώς έχει κίνηση στο δρόμο». Συνήθως προτάσσεται το α. Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη κίνηση του κεφαλιού προς τα πάνω και πίσω.