Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πίσσα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πίσσα, η, ουσ. [<αρχ. πίσσα], η πίσσα· η κόλαση: «όλοι οι αμαρτωλοί θα καούν μέσα στην πίσσα». Από το ότι, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, οι αμαρτωλοί που θα πάνε στην κόλαση θα βρίσκονται μέσα σε καζάνια και θα βράζουν με την πίσσα που θα υπάρχει σε αυτά·
- έγινε μαύρος πίσσα ή έγινε μαύρος σαν πίσσα ή έγινε μαύρος σαν την πίσσα, βλ. φρ. έγινε μαύρος κατράμι, λ. κατράμι·
- έγινε σαν πίσσα ή έγινε σαν την πίσσα, βλ. φρ. έγινε σαν κατράμι, λ. κατράμι·
- είναι μαύρος πίσσα ή είναι μαύρος σαν πίσσα ή είναι μαύρος σαν την πίσσα, βλ. φρ. είναι μαύρος κατράμι, λ. κατράμι·
- είναι σαν πίσσα ή είναι σαν την πίσσα, βλ. φρ. είναι σαν κατράμι, λ. κατράμι·
- σκοτάδι πίσσα, βλ. λ. σκοτάδι.

σκοτάδι

σκοτάδι, το, ουσ. [υποκορ. του αρχ. ουσ. σκότος], το σκοτάδι· κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας, μυστηρίου, ασάφειας, άγνοιας: «ο ανακριτής κινείται στο σκοτάδι για την εξιχνίαση του εγκλήματος || σκοτάδι καλύπτει το άγριο έγκλημα»·
- έχει μαύρο σκοτάδι ή έχει σκοτάδι, έχει πλήρη άγνοια πάνω σε κάποιο θέμα ή πάνω στο θέμα που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να ρωτήσουμε τον τάδε, γιατί έχει μαύρο σκοτάδι για την υπόθεση που κουβεντιάζουμε». Συνών. έχει μαύρα μεσάνυχτα ή έχει μεσάνυχτα·  
- ζει στο μαύρο (το) σκοτάδι ή ζει στο σκοτάδι, α. είναι τυφλός: «από μικρό παιδί ζει στο μαύρο σκοτάδι». β. έχει πλήρη άγνοια σε κάποιο θέμα που του αφορά: «η γυναίκα του γυρίζει με τον έναν και με τον άλλον κι αυτός ζει στο σκοτάδι»·
- σκοτάδι βαθύ, βλ. φρ. σκοτάδι πίσσα. (Λαϊκό τραγούδι: τον φάγανε μπαμπέσικα δυο μαύροι κάποιο βράδυ, κρυφά του τηνε στήσανε μες το βαθύ σκοτάδι
- σκοτάδι πήχτρα, βλ. φρ. σκοτάδι πίσσα·
- σκοτάδι πίσσα, βαθύ, απόλυτο σκοτάδι: «χτες βράδυ η νύχτα ήταν σκοτάδι πίσσα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτάδι πίσσα πέφτει βαρύ, γυρνώ σαν ξένος μες τη ζωή
 - το αιώνιο σκοτάδι, ο θάνατος: «έρχεται κάποτε καιρός, που όλους μας τυλίγει το αιώνιο σκοτάδι»·
- το μαύρο (το) σκοτάδι, ο τάφος, ο Άδης: «τι πλούσιοι, τι φτωχοί. Όλους μια μέρα μας περιμένει το μαύρο το σκοτάδι». Συνών. η μαύρη γη / το μαύρο (το) χώμα·
- το ’φαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή το ’φαγε το σκοτάδι, (για πράγματα ή μηχανήματα) χάθηκε ή καταστράφηκε: «ακούμπησα το ρολόι μου στο νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου κι όταν θέλησα να το ξαναφορέσω, αντιλήφθηκα, δυστυχώς, πως το ’φαγε το μαύρο το σκοτάδι || παλιά είχα κι εγώ αυτοκίνητο, αλλά το ’φαγε το σκοτάδι»· 
- τον έφαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή τον έφαγε το σκοτάδι, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε από άγνωστο ή εξαφανίστηκε μυστηριωδώς: «κάποτε έμενε σ’ αυτό το σπίτι αυτός που ζητάς, αλλά είναι καιρός τώρα που τον έφαγε το σκοτάδι || έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα τράκαρε και τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι || κάποτε ερχόταν στην παρέα μας, αλλά είναι καιρός που τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι».