Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πίνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πίνω, ρ. [<αρχ. πίνω], πίνω. 1α. είμαι αλκοολικός, μέθυσος: «απ’ τη μέρα που άρχισε να πίνει, κινδυνεύει να καταστραφεί». (Τραγούδι: πίνω για να ξεχνώ τον πόνο μόνο, λέω στον ταβερνιάρη ρετσίνα κεχριμπάρι). β. πίνω αλκοόλ, πίνω οινοπνευματώδες ποτό: «συναντήθηκα τυχαία στο δρόμο με τον τάδε κι ήπιαμε κάνα δυο τρία ποτηράκια σ’ ένα ουζερί». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά του Πειραία, πέντ’ έξι γεροντάκια, πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε στα μεράκια). 2. απορροφώ υγρό: «κλείσε τη φωτιά κι άσε το φαγητό να πιει το νερό του». 3α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω χρήση χασισιού ή άλλου ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: τουμπεκί απ’ την Περσία βρε, πίνει ο μάγκας με ησυχία // θα κάνω γιουφ από λαγού ποδάρι κι όλη την πρέζα με την μύτη μου θα πιω). β. καπνίζω: «καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου μου». 4. ως άκλ. ουδ. το πιει, αυτό που πίνεται, ιδίως το ποτό: «πρέπει να κόψεις το πιει, γιατί σε λίγο σε βλέπω αλκοολικό». (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, βλ. λ. άλλος·
- αλλού τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- άντε πιες το γάλα σου! (το γαλατάκι σου!), βλ. λ. γάλα·
- ας πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να πιει ξίδι να ξεθυμώσει, βλ. λ. ξίδι·
- ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει, βλ. λ. σκορδοστούμπι·
- ας πιει σόδα ή να πιει σόδα, βλ. λ. σόδα·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, βλ. λ. Γιάννης·
- είναι να την πιεις στο ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι
- θα σου πιω το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, βλ. λ. νερό·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- μου ήπιε το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- ο διψασμένος πίνει σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- ο παίζων χάνει και πίνων μεθάει, βλ. λ. παίζω·
- όποιος διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, βλ. λ. πεθερά·
- όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε, βλ. λ. μεθώ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, βιαστική ενέργεια για υλικές απολαύσεις λόγω μικρής διάρκειας της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε
- ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι·
- πιες πρώτα το γαλατάκι σου! βλ. λ. γαλατάκι·
- πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά, βλ. λ. βαρέλι·
- πίνει ο δήμαρχος, πίνει για κέφι, πίνει ο σκουπιδιάρης, είναι αλκοολικός, η υψηλή κοινωνική θέση δίνει άλλοθι στις πράξεις αυτών που την κατέχουν·
- πίνει σαν νεροφίδα, βλ. λ. νεροφίδα·
- πίνει σαν πούστης ή πίνει σαν τον πούστη, βλ. λ. πούστης·
- πίνει σαν σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- πίνουμε ένα (κάνα) ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πίνω άντερα ή πίνω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- πίνω αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- πίνω στην υγεία σου! ευχετική πρόποση·
- πίνω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- πίνω το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- πίνω το πικρό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πίνω τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρα·
- πίνω τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- πίνω φαρμάκι ή πίνω φαρμάκια, βλ. λ. φαρμάκι·
- πίνω χασίσι, βλ. λ. χασίσι·
- τα πίνω, α. πηγαίνω τακτικά στην ταβέρνα ή στο μπαρ με σκοπό να πιω, είμαι πότης: «μαζεύονται κάθε βράδυ στην ταβέρνα και τα πίνουν». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το βράδυ το σκοτεινό είμαι μονάχος και σε ζητώ. πού να γυρίζεις, πού να γλεντάς, με ποιον τα πίνεις και με ξεχνάς). β. συνηθίζω να ξοδεύω τα λεφτά μου στο πιοτό: «όσα βγάζει πάει και τα πίνει»·
- το πίνω, μου αρέσει το πιοτό, πίνω πολύ. (Τραγούδι: εγώ το πίνω και το λέω, γίνομαι στουπί και δε με νοιάζει, σας ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει
- το πίνω και με πίνει, δεν αντέχω στο πιοτό ή μου προξενεί εξουθενωτικό μεθύσι: «αφού το πίνεις και σε πίνει, ρε παιδάκι μου, σταμάτα επιτέλους αυτό το πιοτό!». (Λαϊκό τραγούδι: το πίνω και ο πόνος μου ούτε στιγμή δε σβήνει, απόψε τ’ αφιλότιμο το πίνω και με πίνει
- τον ήπια (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), α. (στη νεοαργκό, ιδίως για γυναίκα) δέχτηκα να υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «τον ήπια, γιατί ήταν και όμορφο αγόρι, αλλά και τεστοστερόνης». β. (γενικά) ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα, την πάτησα: «μου τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που στο τέλος τον ήπια χωρίς να το καταλάβω»·
- τον ήπιε η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τον πίνει τον καφέ, βλ. λ. καφές·
- τρώει και πίνει, βλ. λ. τρώω·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη.

αίμα

αίμα κ. γαίμα, το, ουσ. [<αρχ. αἷμα], το αίμα. (Ακολουθούν 117 φρ.)· 
- αθώο αίμα, αίμα ανθρώπων που δε φταίνε σε τίποτα, αίμα αθώων ανθρώπων: «κάθε Σαββατοκύριακο, η άσφαλτος γεμίζει με αθώο αίμα από την ασυνειδησία ορισμένων οδηγών»·
- άναψαν τα αίματα, α. η κατάσταση έγινε εκρηκτική και επικίνδυνη: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος άναψαν τα αίματα κι ήταν έτοιμοι για καβγά». β. η κατάσταση ήρθε σε πλήρη ευθυμία: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, άναψαν τα αίματα κι έγινε το σώσε μέσα στο μαγαζί»·
- άναψαν τα αίματά μου, α. κυριεύτηκα από οργή, εξαγριώθηκα: «ήταν η δεύτερη φορά που ενοχλούσε το κορίτσι μου κι άναψαν τα αίματά μου». β. ήρθα σε κατάσταση πλήρους ευθυμίας: «μόλις άναψαν τα αίματά μου, άρχισα να σκορπώ τα χιλιάρικα στην ορχήστρα»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- αχνίζει ακόμη το αίμα του, η δολοφονία, ο φόνος του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ πρόσφατος: «μη μιλάς μπροστά του για φόνους και δολοφονίες, γιατί αχνίζει ακόμη το αίμα του αδερφού του, που τον ξέκανε ένας μανιακός»·
- βάζω αίμα, δυναμώνω τρώγοντας το κατάλληλο φαγητό, αναλαμβάνω τις σωματικές μου δυνάμεις: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο τον πλάκωσε η γυναίκα στις κοτόσουπες και στις μπριζόλες για να βάλει αίμα, γιατί είχε γίνει σαν ακτινογραφία || μόλις βάλει λίγο αίμα, παίρνει αμέσως τους δρόμους»·
- βάζω στα αίματα, α. παρακινώ συστηματικά κάποιον να αποφασίσει κάτι: «κάθε τόσο μου αναφέρει το μέγεθος της προίκας της και με βάζει στα αίματα να σκέφτομαι το γάμο». β. κάνω κάποιον να θέλει πάρα πολύ να αποκτήσει κάτι: «αφού μου μιλάς συνέχεια για τα πλεονεκτήματά του, μ’ έβαλες στα αίματα ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο».  (Λαϊκό τραγούδι: με βάζεις μέσ’ στα αίματα και με γεμίζεις ψέματα)· βλ. και φρ. τους βάζω στα αίματα·
- βαρύς φόρος αίματος, βλ. λ. φόρος·
- βάφω με αίμα ή βάφω στο αίμα, προκαλώ μεγάλη αιματοχυσία: «οι αμερικανικοί πύραυλοι έβαψαν με αίμα τους δρόμους της Βαγδάτης || οι νατοϊκοί πύραυλοι έβαψαν στο αίμα τη Γιουγκοσλαβία»·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα βλ. λ. χέρι·
- βγάζει αίμα, (για πληγές ή μύτες), βλ. φρ. τρέχει αίμα·
- βγάζω αίμα, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω υπερβολικά μέχρι να πετύχω κάτι: «έβγαλα αίμα μέχρι να σας μεγαλώσω»·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- βράζει το αίμα μου ή βράζουν τα αίματά μου, α. νιώθω δυνατός, είμαι όλος ορμή και δύναμη: «είναι νέο παλικάρι και βράζει το αίμα του». β. είμαι ακούραστος, ακαταπόνητος: «άσ’ τον να εργαστεί τώρα που είναι νέος και βράζει το αίμα του». γ. αν και είμαι κάποιας ηλικίας, εντούτοις νιώθω δυνατός σαν νέος: «μην τον βλέπεις που σε λίγο βγαίνει στη σύνταξη, βράζουν τα αίματά του!»·
- βράζουν τα αίματα, η κατάσταση είναι εκρηκτική και επικίνδυνη: «μόλις είδα πως άρχισαν να βράζουν τα αίματα, πήρα το κορίτσι μου κι έφυγα»·
- για να ξυπνάν τα αίματα! ή για να ξυπνούν τα αίματα! έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια απότομη ή βίαιη κίνηση ή ενέργειά  του, που την κάνει για να βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση, σε φόρμα: «κάπου κάπου παλεύουμε μεταξύ μας για να ξυπνάν τα αίματα!». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μας γουστάρει κι ο καβγάς, δεν πρέπει να μας κυνηγάς, μαλώνουμε στα ψέματα για να ξυπνάν τα αίματα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, α. δεν έχει καθόλου σωματική δύναμη: «μην τον φορτώνεις υπερβολικά, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του;». β. δεν έχει ζωντάνια, ενεργητικότητα, είναι νωθρός, οκνός: «άντε ρε, κουνήσου λιγάκι, δεν έχεις αίμα μέσα σου;». γ. είναι δειλός, φοβητσιάρης: «πώς να τα βάλω μαζί του, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του!». Πρβλ.: όλους τους δήθεν καταλαβαίνω, αυτοί ποτέ τους δεν πετάξανε ψηλά, στα όνειρά τους πατάνε φρένο και μέσ’ στις φλέβες του δεν ξέρουν τι κυλά (Λαϊκό τραγούδι). δ. είναι υπερβολικά ψύχραιμος, υπερβολικά ψυχρός: «κάνω τα πάντα  για να τον προκαλέσω, αλλά με κοιτάζει απαθής λες και δεν έχει αίμα μέσα του». ε. είναι κίτρινος, ωχρός: «τον είδα και κατατρόμαξα, γιατί το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο, λες και δεν έχει αίμα μέσα του»·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν έχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν κυλάει αίμα μέσα του ή δεν κυλάει αίμα στις φλέβες του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του ή δεν τρέχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεσμός αίματος, βλ. λ. δεσμός·
- δίνω αίμα, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα αίμα μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». β. είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και δίνω αίμα»·
- δίνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα το αίμα μου μέχρι να σας μεγαλώσω». β. αγαπώ υπερβολικά κάποιον, του δίνω ό,τι πολυτιμότερο έχω: «δίνω το αίμα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- δίνω το αίμα μου για την πατρίδα, βλ. φρ. χύνω το αίμα μου για την πατρίδα·
- δίψα για αίμα, βλ. λ. δίψα·
- διψάει για αίμα, νιώθει ασυγκράτητη επιθυμία για αιματοχυσία, για εκδίκηση με φόνο: «οι συγγενείς του δράστη τρέμουν απ’ το φόβο τους, γιατί ο αδερφός του νεκρού διψάει για αίμα»·
- έγινε αίμα και άμμος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση και φασαρία, ξέσπασαν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «όταν οι διαδηλωτές ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία, έγινε αίμα και άμμος». Ίσως αναφορά στις ρωμαϊκές αρένες·
- έδειξε αίμα στο σεντόνι, (για γαμπρούς) απέδειξε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν παρθένα: «το πρωί, μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ο γαμπρός μάζεψε την οικογένειά του κι έδειξε αίμα στο σεντόνι». Η εθιμική αυτή συνήθεια σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας κράτησε και μέχρι λίγο πριν από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, εποχή που η τιμή της γυναίκας θεωρούνταν ιερή και γινόταν για να αποδείξει ο γαμπρός ότι η γυναίκα που είχε παντρευτεί ήταν παρθένα και ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν από τη διάρρηξη του παρθενικού υμένα της νύφης. Έπειτα, το σεντόνι αυτό το κρεμούσαν στο μπαλκόνι το σπιτιού για να δει όλο το χωριό του λόγου το αληθές, αλλά και για να τιμηθεί και η οικογένεια της νύφης. Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί διάφορα ευτράπελα, όπως ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν του κόκορα από το κοτέτσι του γαμπρού ή αίμα δικό του, καθώς είχε αυτοτραυματιστεί για να καλύψει την ντροπή του, που δεν είχε παντρευτεί γυναίκα παρθένα, αλλά και την ντροπή της νύφης και των δυο οικογενειών τους· 
- είμαι πνιγμένος στο αίμα, βλ. φρ. πνίγομαι στο αίμα·
- είναι αθώος του αίματος (κάποιου), δεν έχει σχέση με την εγκληματική πράξη για την οποία γίνεται λόγος: «δεν πρέπει να καταδικάσουμε τον άνθρωπο αυτό, γιατί είναι αθώος του αίματος του δολοφονημένου»·
- είναι αίμα μου, είναι παιδί μου, σπλάχνο μου: «ό,τι στραβό και να κάνει, πρέπει να το υπομένω, γιατί, βλέπεις, είναι αίμα μου»·
- είναι βουτηγμένος στο αίμα, α. είναι δράστης πολλών φόνων, είναι μεγάλος εγκληματίας: «ο ανακριτής δεν ξέρει για ποιον φόνο να τον πρωτοκατηγορήσει, γιατί ο δράστης είναι βουτηγμένος στο αίμα». β. είναι αιμόφυρτος, πλέει στο αίμα: «όταν οι τροχονόμοι έκοψαν τις λαμαρίνες και τον έβγαλαν απ’ τ’ αυτοκίνητό του, ήταν βουτηγμένος στο αίμα»·
- είναι να το ’χεις στο αίμα σου να… ή είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να…, πρέπει να έχεις κάτι έμφυτο για να αναδειχθείς, για να προκόψεις, για να ξεχωρίσεις: «είναι να το ’χεις στο αίμα σου να γίνεις ποιητής || είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να γίνει έμπορος»·
- είναι στο αίμα του, βλ. φρ. το ’χει στο αίμα του·
- είναι το αίμα μου, αποτελεί για μένα ό,τι το πολυτιμότερο: «γνώρισα πολλές γυναίκες, αλλά η γυναίκα αυτή που παντρεύτηκα είναι το αίμα μου». (Λαϊκό τραγούδι: χαστούκια και φιλιά δώσ’ μου τα μαζεμένα. Είσαι το αίμα μου κι εγώ είμαι για σένα
- έχει αριστοκρατικό αίμα, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια: «είναι ευγενικός άνθρωπος, γιατί έχει αριστοκρατικό αίμα». Πολλές  φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·
- έχει βασιλικό αίμα, α. κατάγεται από βασιλική οικογένεια, από βασιλική γενιά: «δεν καταδέχεται τους απλούς ανθρώπους, γιατί έχει βασιλικό αίμα || στην Ελλάδα δεν απόμεινε κάποιος που να ’χει βασιλικό αίμα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν καταδέχεται να μας κάνει παρέα, γιατί έχει βασιλικό αίμα». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·    
- έχει κρύο αίμα, δεν επηρεάζεται από τα συναισθήματά του, είναι πολύ ψύχραιμος, πολύ ψυχρός: «δε χάνει ποτέ την ψυχραιμία του, γιατί έχει κρύο αίμα»·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι) ή έχει στο αίμα του (κάτι), βλ. φρ. το ’χει μέσ’ στο αίμα του. (Λαϊκό τραγούδι: εσένα δεν σου άξιζε αγάπη, εσένα δεν σου άξιζε στοργή, έχεις στο αίμα σου την αμαρτία είσ’ ένα ψέμα χωρίς ντροπή). Συνών. έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι) ή έχει στη φλέβα του (κάτι)·
- έχουμε το ίδιο αίμα, α. είμαστε συγγενείς πρώτου βαθμού. (Λαϊκό τραγούδι: έχουμε αίμα το ίδιο κι οι δυο, ήπιες το γάλα που ήπια κι εγώ, μέσ’ απ’ την ίδια αγκαλιά). β. είμαστε συγγενείς, σόι·
- θα γίνει αίμα και άμμος, (απειλητικά) θα επικρατήσει μεγάλη σύγχυση και φασαρία, θα ξεσπάσουν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «αν επιχειρήσει η αστυνομία να εμποδίσει τη φοιτητική πορεία προς τ’ αμερικάνικο προξενείο, θα γίνει αίμα και άμμος». Αναφορά ίσως στη ρωμαϊκή αρένα·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, (απειλητικά) θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά: «αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στο ταμείο, θα σε κάνω να χέσεις αίμα»·
- θα σου πιω το αίμα, α. (απειλητικά) θα σε σκοτώσω: «αν δεν παντρευτείς την αδερφή μου, που την έχεις εκθέσει, θα σου πιω το αίμα». Από το ότι, μετά από μια μονομαχία με μαχαίρι, επικρατούσε η συνήθεια μεταξύ των ρεμπέτηδων, ο νικητής να γλείφει από τη λάμα του μαχαιριού του το αίμα του αντιπάλου του, που τραυμάτισε ή σκότωσε. Πρβλ.: βάρα με με το στιλέτο, ρε, κι όσο αίμα βγάλω πιέτο (Λαϊκό τραγούδι).β. θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου πιω το αίμα». γ. θα κάνω τα πάντα για να σε καταστρέψω ψυχικά ή οικονομικά: «αν δεν τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς σου, θα βάλω δικηγόρο και θα σου πιω το αίμα»·
- θα σου ρουφήξω το αίμα, βλ. φρ. θα σου πιω το αίμα·
- κόκκινο αίμα ή κόκκινο σαν αίμα ή κόκκινο σαν το αίμα, το έντονο κόκκινο χρώμα: «το καρπούζι είναι κόκκινο αίμα || φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο σαν αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: είκοσι τριαντάφυλλα κόκκινα σαν το αίμα σου ’δωσε νιάτα η μάνα σου και του αϊτού το βλέμμα
- κολυμπώ στο αίμα, βλ. φρ. πλέω στο αίμα·
- κόπηκε το αίμα μου ή μου κόπηκε το αίμα, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα ν’ αγριεύει, μου κόπηκε το αίμα»·
- κύκλος αίματος, βλ. λ. κύκλος·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. λ. χέρι·
- λούστηκε στο αίμα, είναι αιμόφυρτος είτε από δικό του είτε από αίμα άλλου: «τον παρέσυρε μια νταλίκα και λούστηκε στο αίμα ο κακομοίρης || έβγαλε το μαχαίρι του κι όπως χτυπούσε δεξιά αριστερά τον κόσμο, λούστηκε στο αίμα»·
- λουτρό αίματος, βλ. λ. λουτρό·
- μ’ ανάβουν τα αίματα, με ερεθίζουν, με εξοργίζουν, με εξαγριώνουν: «κάθε φορά που μ’ ανάβουν τα αίματα, γίνομαι άλλος άνθρωπος»·
- μ’ άναψε το αίμα ή μ’ άναψε τα αίματα, το άτομο για το οποίο γένεται λόγος με ερέθισε, με εξόργισε, με εξαγρίωσε: «μ’ άναψε το αίμα, όταν τον άκουσα να βρίζει γέρο άνθρωπο, κι αν δε με συγκρατούσαν, θα τον σάπιζα στο ξύλο»·
- μαύρο αίμα, βλ. συνηθέστ. σκοτωμένο αίμα·
- με αίμα, με σκληρή προσπάθεια, με υπερβολική ταλαιπωρία και πολλά βάσανα: «με αίμα έχτισα κι εγώ ένα σπιτάκι για να βάλω την οικογένειά μου μέσα»· με φόνο: «εκδικήθηκε με αίμα τη δολοφονία του αδερφού του»·
- με αίμα και δάκρυα ή με δάκρυα και αίμα, βλ. φρ. με αίμα και ιδρώτα. (Λαϊκό τραγούδι: άλλος για Σύρο τράβηξε πήγε άλλος για Μυτιλήνη κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα αφήνει)·
- με αίμα και ιδρώτα ή με ιδρώτα και αίμα, με αφάνταστες θυσίες και κόπους: «με αίμα και ιδρώτα κερδίζω το ψωμί μου || με αίμα και ιδρώτα κατάφερα κι εγώ να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη πίκρες και καημοί με αίμα και με ιδρώτα τρώμε το ψωμί // με ιδρώτα και με αίμα σαν το σκλάβο προσπαθώ ώσπου να ’ρθει κάποια μέρα να πεθάνω να σωθώ
- με παίρνουν τα αίματα, ματώνω, αιμορραγώ: «μου ’δωσε μια μπουνιά στη μύτη και με πήραν τα αίματα || έχω μια ευαισθησία στη μύτη και με το παραμικρό χτύπημα με παίρνουν τα αίματα»·
- μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα·
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, με εκνεύρισε πάρα πολύ, με εξόργισε: «με τις βλακείες που έλεγε συνέχεια, μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι και παραλίγο να τον πλάκωνα στο ξύλο»·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, θόλωσα: «μόλις άρχισε να επαναλαμβάνει τις παράλογες απαιτήσεις του, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και απέκλεισα κάθε συνεργασία μαζί του»·
- μου βύζαξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μου ’γινε το αίμα κομπόστα, συγχύστηκα υπερβολικά, στενοχωρήθηκα: «μόλις τον άκουσα να λέει τόσο τρομερά ψέματα για μένα, μου ’γινε το αίμα κομπόστα». Αναφορά σε αυτούς που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη και που, όταν συγχύζονται, ανεβαίνει η ποσότητα του ζάχαρου στο αίμα τους·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. φρ. μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι·
- μου ήπιε το αίμα, α. με εξάντλησε οικονομικά, ψυχικά ή σωματικά: «τα ’μπλεξα με μια πιτσιρίκα και μου ήπιε το αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα από μικρός παιδεύουμαι στα ξένα κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί” Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ).β. με εκμεταλλεύτηκε χωρίς καθόλου οίκτο: «έμπλεξα μ’ έναν τοκογλύφο, που μου ήπιε το αίμα»·
- μου ’κοψε το αίμα, με φόβισε πάρα πολύ, με τρομοκράτησε: «με χτύπησε ξαφνικά στην πλάτη μου από πίσω μέσ’ στ’ άγριο σκοτάδι και μου ’κοψε το αίμα»·
- μου παίρνουν αίμα, είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και μου παίρνουν αίμα»·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρουφάει το αίμα σαν βδέλλα ή μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρούφηξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μπαίνω στα αίματα, α. παρακινούμαι από κάποιον ή κάποιους να αναμιχθώ κάπου: «επειδή όλοι υποστήριζαν πως ήταν συμφέρουσα δουλειά, μπήκα στα αίματα  να τη χρηματοδοτήσω». β. παρακινούμαι από κάποιον ή από κάποιους και φτάνω στο σημείο να θέλω να αποκτήσω κάτι: «κάθε φορά που συναντιόμασταν, μου εκθείαζε τα προτερήματα αυτού του αυτοκινήτου, κι έτσι μπήκα στα αίματα να το αγοράσω»·
- να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει ή να τον μαχαιρώσεις, δε θα βγάλει αίμα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πολύ στενοχωρημένο, πολύ απελπισμένο, πολύ δυστυχισμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο γιος του κύλησε στα ναρκωτικά, να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει»·
- νέο αίμα, η είσοδος σε κόμμα, επιχείρηση, οργανισμό ή ομάδα νεότερων προσώπων, που αντικαθιστούν τους παλαιότερους ή γεροντότερους: «με την είσοδο νέου αίματος στο κόμμα,  προσδοκούμε να γίνουμε κυβέρνηση»·
- νερούλιασε το αίμα μου, α. έχασα τη δύναμή μου, το σφρίγος μου, τη ζωντάνια μου: «πέρασαν πια τα χρόνια μου και νερούλιασε το αίμα μου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το πιστόλι του στο χέρι, νερούλιασε το αίμα μου»·
- ξεπλένω την ντροπή μου με αίμα, βλ. λ. ντροπή·
- ξερνώ αίμα, βλ. συνηθέστ. φτύνω αίμα·
- ο νόμος του αίματος, βλ. λ. βεντέτα·
- πάγωσε το αίμα μου ή πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να βγάζει το μαχαίρι του, πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου»·
- παίρνω αίμα, (για γιατρούς) κάνω αφαίμαξη από αιμοδότη ή από ασθενή για θεραπευτικούς λόγους: «πρέπει να σου πάρω αίμα για ανάλυση»·
- παίρνω πίσω το αίμα μου ή παίρνω το αίμα μου πίσω, α. εκδικούμαι: «δε θα ησυχάσω, αν δεν πάρω το αίμα μου πίσω». β. κερδίζω κάποιον που με είχε κερδίσει παλιότερα: «παίξαμε τάβλι και πολύ χάρηκα που πήρα το αίμα μου πίσω»·
- πλέω σε λίμνη αίματος, βρίσκομαι πεσμένος μέσα σε ποσότητα αίματος: «μετά τη σφοδρή σύγκρουση των δυο πούλμαν, νεκροί και τραυματίες έπλεαν σε λίμνες αίματος»·
- πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος: «όταν τον βρήκανε, έπλεε στο αίμα»·
- πληρώνω με αίμα ή πληρώνω με το αίμα μου, υφίσταμαι τις οδυνηρές συνέπειες από τη στάση ή τις πράξεις μου ή από τη στάση ή τις πράξεις κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα για σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- πνίγω στο αίμα, καταστέλλω βίαια και αιματηρά εξέγερση ή επανάσταση: «τα τανκς της χούντας έπνιξαν στο αίμα τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου || οι Τούρκοι έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση της Χαλκιδικής»·
- ποταμοί αίματος (ενν. τρέχουν), βλ. λ. ποταμός·
- σιγά τα αίματα! ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που καυχιέται για φανταστικούς ηρωισμούς ή ξυλοδαρμούς, ή σε κάποιον που ισχυρίζεται πως θα μας δείρει ή πως μπορεί να μας δείρει. Συνήθως, για εντυπωσιασμό, η φρ. λέγεται πιο ολοκληρωμένη σιγά, μας πήραν τα αίματα! ή σιγά τα αίματα, μας πιτσίλισες(!)·
- σκοτωμένο αίμα, το μελάνιασμα που προκαλείται από τη συσσώρευση αίματος ακριβώς κάτω από το σημείο του δέρματος που δέχτηκε κάποιο δυνατό χτύπημα, ή το αίμα που τρέχει μετά το άνοιγμα αυτού του σημείου και έχει μαυριδερό χρώμα: «αμέσως μετά το χτύπημα που δέχτηκε στο μπράτσο του, το σημείο εκείνο μελάνιασε απ’ το σκοτωμένο αίμα || ο γιατρός άνοιξε το χτυπημένο σημείο για να τρέξει το σκοτωμένο αίμα»·
- στάζει αίμα, α. είναι πολύ κόκκινο: «θα καταλάβεις αμέσως για ποια σου λέω, γιατί φοράει ένα φουστάνι που στάζει αίμα || είναι τόσο ώριμο το καρπούζι, που στάζει αίμα». β. (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «το έλκος μου στάζει αίμα || η μύτη μου στάζει αίμα·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, βλ. λ. καρδιά·
- στις φλέβες του τρέχει (ρέει) αίμα…, βλ. λ. φλέβα·
- της ήρθαν τα αίματα, της ήρθε η περίοδος, της ήρθαν τα ρούχα της, της ήρθαν τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει μαζί σας για μπάνιο, γιατί της ήρθαν τα αίματα»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, α. η στενή συγγένεια ή η μεγάλη φιλία όσο και αν δοκιμαστούν, επέρχεται πάλι η ομόνοια και η αγάπη: «τ’ αδέρφια παραμέρισαν όλες τις διαφορές τους και μόνοιασαν γιατί, βλέπεις, το αίμα νερό δε γίνεται». β. όσο και να γεράσει ο άνθρωπος δεν ξεχνά τη ζωή ή τις καταστάσεις που πέρασε, είναι στενά δεμένος με το παρελθόν του: «όσον καιρό έλειπε στα ξένα πάντα θυμόταν και συνεχώς μνημόνευε το χωριό του, γιατί το αίμα νερό δε γίνεται». (Λαϊκό τραγούδι: στη μάνα μου θα πάω κι ας μη μ’ αφήνετε το αίμα το αίμα νερό δε γίνεται). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- το αίμα του Χριστού, η Θεία Κοινωνία·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του ή το ’χει στο αίμα του, έχει έμφυτη μια καλή ή κακή ιδιότητα: «το ’χει στο αίμα του το εμπόριο || το ’χει μέσ’ στο αίμα του να κατηγορεί τους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: Πειραιώτισσα, το ’χεις μέσ’ στο αίμα σου, να τρελαίνονται οι άντρες μ’ ένα βλέμμα σου). Συνών. το ’χει μέσ’ στη φλέβα του ή το ’χει στη φλέβα του· βλ. και φρ. είναι να το ’χεις στο αίμα σου να(…)·
- τον κάνω να φτύσει αίμα, τον υποβάλλω σε μεγάλους κόπους, σε μεγάλες ταλαιπωρίες: «απ’ τη μέρα που τον πήρα στη δουλειά μου, τον έκανα να φτύσει αίμα»·
- του ’δωσα το αίμα μου, τον αγάπησα υπερβολικά, του έδωσα ό,τι πολυτιμότερο είχα: «εγώ του ’δωσα το αίμα μου κι αυτός γι’ αντάλλαγμα με πρόδωσε»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιά μου, βλ. φρ. του ’δωσα το αίμα μου·
- του ’κανα το αίμα κομπόστα, τον σύγχυσα, τον έφερα σε οριακό σημείο, τον εκνεύρισα σε σημείο να εκραγεί: «όταν άρχισα να τον ειρωνεύομαι για τα χάλια της ομάδας του, του ’κανα το αίμα κομπόστα και μου πέταξε ένα ποτήρι»· βλ. και φρ. μου ’γινε το αίμα κομπόστα·
- του κόβω το αίμα, τον κατατρομάζω, τον καταφοβίζω: «του ’κοψα το αίμα μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσα στο σκοτάδι»·
- του παγώνω το αίμα, βλ. φρ. του κόβω το αίμα·
- τους βάζω στα αίματα, τους ερεθίζω, τους εξοργίζω, τους εξαγριώνω, γίνομαι αίτιος αιματηρής συμπλοκής: «σου είπα να σταματήσεις τα υπονοούμενα, αλλά φαίνεται το ’χες σκοπό να τους βάλεις στα αίματα τους ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω ψευτιές εμένα να μου λες· αλήθεια να λες και θα ’χεις ό,τι θες. Είναι κακό να λες τα ψέματα, να βάζεις τους άντρες στα αίματα
- τραβάει το αίμα, λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά κληρονομούν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «είναι νοικοκυρά σαν τη μητέρα της, γιατί τραβάει το αίμα || είναι μεθύστακας σαν τον πατέρα του, γιατί τραβάει το αίμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- τρέχει αίμα, (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «έκοψε το δάχτυλό του με το μαχαίρι και τρέχει αίμα || τον χτύπησα κατά λάθος με τον αγκώνα μου στην μύτη του και τρέχει αίμα»·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, τρέχει άφθονο αίμα, έχω μεγάλη αιμορραγία: «όπως έκοβα ξύλα με το τσεκούρι, χτύπησα το χέρι μου κι έτρεξε το αίμα μου ποτάμι»·
- φτύνω αίμα, υποβάλλομαι σε μεγάλους κόπους για να πετύχω κάτι, κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: «έφτυσα αίμα μια ζωή μέχρι να πάρω τη σύνταξη μου || μέχρι να κάνω αυτό το σπιτάκι στην εξοχή, έφτυσα αίμα»·
- φτύνω μαύρο αίμα, υποβάλλομαι σε αφάνταστους κόπους, σε αφάνταστες ταλαιπωρίες για να πετύχω κάτι: «έφτυσα μαύρο αίμα μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα
- φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου, ο νεκρός ζητάει επίμονα εκδίκηση, νιώθω έντονα την ανάγκη να εκδικηθώ για το φόνο πολύ αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «δεν μπορώ να κοιμηθώ απ’ τη μέρα που δολοφόνησαν τον αδερφό μου, γιατί φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου»·  
- χάνω αίμα, αιμορραγώ: «του έκαναν μετάγγιση, γιατί, μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο, έχασε πολύ αίμα»·
- χόρτασε αίμα, ικανοποίησε απόλυτα τα αιμοβόρικα ένστικτά του: «ξεκλήρισε ολόκληρη οικογένεια μ’ ένα χασαπομάχαιρο και χόρτασε αίμα ο σχιζοφρενής δολοφόνος»·
- χύθηκε αίμα, έγινε αιματοχυσία: «καθώς οι αστυνομικοί προσπαθούσαν ν’ απομακρύνουν τους διαδηλωτές απ’ την αμερικάνικη πρεσβεία, χύθηκε αίμα»· βλ. και φρ. χύνεται αίμα·
- χύνεται αίμα, παρατηρείται αιματοχυσία, τραυματίζεται ή σκοτώνεται κάποιος ή κάποιοι: «κάθε Σαββατοκύριακο χύνεται αίμα στην άσφαλτο από ένα σωρό τροχαία δυστυχήματα»·
- χύνω αίμα, σκοτώνω ανθρώπους σε πόλεμο ή εγκληματώ: «στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν πολλοί αυτοί που έχυσαν αίμα στα πεδία των μαχών || όταν έμαθε πως τον απάτησε η γυναίκα του, έφυγε στο εξωτερικό για να μη χύσει αίμα»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- χύνω το αίμα (κάποιου), πραγματοποιώ δολοφονική ενέργεια σε βάρος κάποιου, δολοφονώ κάποιον: «σε μια στιγμή παροξυσμού, πήγε κι έχυσε το αίμα του αντιζήλου του»·  
- χύνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι: «έχυσα το αίμα μου για να φτιάξω αυτή την επιχείρηση». β. αυτοκτονώ: «ο βλάκας, πήγε κι έχυσε το αίμα του, επειδή τον άφησε μια παρδαλή». (Λαϊκό τραγούδι: θα προτιμήσω θάνατο Κωστάκη δε σ’ αφήνω, το αίμα μου το χύνω). γ. σκοτώνομαι, ιδίως σε μάχη: «πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους στη μάχη του Λαχανά»·
- χύνω το αίμα μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος του 1940 πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα φως μ’ σ’ αφήνω γεια πάω να πολεμήσω για τη γλυκιά πατρίδα μας το αίμα μου να χύσω
- ως την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα.

άλλος

άλλος, -η, -ο, αντων. και επίθ. γεν. αρσ. και ουδ. άλλου και αλλουνού· γεν. θηλ. άλλης και αλληνής· γεν. πληθ. άλλων και αλλωνών [<αρχ. ἄλλος], άλλος. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου γιατί και να το θέλει δεν γίνεσαι αλλουνού // να σου δώσω μια να σπάσεις αχ ρε κόσμε γυάλινε να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία, άλληνε // κι επειδή των αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός).1α. το αρσ. ως ουσ. ο άλλος, ο άλλος άντρας, ο άλλος γκόμενος, ο άλλος εραστής, ο άλλος ερωμένος: «την είδα με τον άλλον, την ώρα που τον μοστράριζε στις φιλενάδες της». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άλλος που σε πήρε από μένα, αυτό ο άλλος, αυτό ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος). β. ο επόμενος: «να περάσει ο άλλος». 2. το θηλ. ως ουσ. η άλλη, η άλλη γυναίκα, η άλλη γκόμενα, η άλλη ερωμένη: «τον είδα με την άλλη να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχει άλλη, υπάρχει άλλη, εσύ που μ’ έλεγες αγάπη σου μεγάλη).3. το ουδ. ως ουσ. το άλλο, όχι αυτό, όχι το ίδιο, το διαφορετικό: «δε θέλω αυτό, θέλω το άλλο». 4. συνήθως χωρίς άρθρο άλλος, αντί του επόμενος. 5. σε ερωτηματικό τύπο άλλος; υπάρχει κανένας άλλος που ακολουθεί ή που περιμένει(;): «με τον κύριο τελειώσαμε. Άλλος;». 6. ως επιφών. άλλος! λέγεται συνήθως από άντρα όταν, ενώ χρησιμοποιεί την τουαλέτα, έρχεται κάποιος που χτυπάει ή σπρώχνει την πόρτα για να μπει να τη χρησιμοποιήσει. Πολλές φορές, αντί του επιφωνήμ. ο άντρας που βρίσκεται μέσα στην τουαλέτα βήχει δυνατά για να κάνει αισθητή την παρουσία του. 7. συνήθως στον πλ. χωρίς άρθρο, άλλοι, άλλες, άλλα, σημαίνει κάποιοι, μερικοί, κάποιες, μερικές, κάποια, μερικά : «το καλοκαίρι άλλοι πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα, άλλοι στο βουνό, ενώ άλλοι δεν πάνε πουθενά || άλλες γυναίκες είναι όμορφες και άλλες άσχημες || άλλα αυτοκίνητα είναι ακριβά κι άλλα φτηνά». 8. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. τα άλλα, τα υπόλοιπα: «αυτά που μου λες τα ξέρω, θέλω να μου πεις τα άλλα, που δεν ξέρω». (Ακολουθούν 352 φρ.)·
- άλλ’ αντ’ άλλα ή άλλ’ αντ’ άλλων ή άλλα αντί άλλων ή άλλα των άλλων, λόγια χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό, μπερδεμένα, ασυνάρτητα, οι ασυναρτησίες: «μιλούσε μια ώρα και μας έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- άλλα… (κι, και) άλλα…, δηλώνει αντίφαση: «άλλα  μου λέει ο πατέρας της κι άλλα μου λέει η μάνα της». (Τραγούδι: άλλα μου λεν τα μάτια σου και άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χείλη σου και άλλα τα φιλιά σου
- άλλα κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, βλ. λ. βόδι·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλα στάνταρ, βλ. λ. στάνταρ·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- άλλα τόσα, α. στον ίδιο βαθμό: «ξέρω πως πέρασες πολλά βάσανα , αλλά κι εγώ πέρασα άλλα τόσα». β. στην ίδια ποσότητα: «ξέρω πως έχασες λεφτά, αλλά κι εγώ έχασα άλλα τόσα». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. λ. χρόνος·
- άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- άλλες εποχές τότε! βλ. λ. εποχή·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- άλλες τόσες, στο ίδιο πλήθος: «στο ’πα πολλές φορές και θα στο πω άλλες τόσες». (Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή
- άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- άλλες χρονιές τότε! βλ. λ. χρονιά·  
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- άλλη μια φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! βλ. λ. σκοτούρα·
- άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! βλ. λ. στεναχώρια·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), βλ. λ. χάρη·
- άλλο από…, δηλώνει αποκλειστικότητα: «δε λέει άλλο από βλακείες» ή εξαίρεση: «δεν πίνει άλλο από μπίρα»·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… ή δεν κάνει άλλο απ’ το να…, βλ. λ. κάνω·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο και τούτο! ή άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! έκφραση  έκπληξης ή απορίας, για αναπάντεχη ή παράξενη τροπή ή κατάληξη ενέργειας, λόγου ή κατάστασης: «το περίμενες να μαλώσουν αυτοί οι δύο; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτοί ήταν τόσο αγαπημένοι! || το περίμενες να παντρευτεί ο τάδε; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτός δεν ήταν κατά του γάμου;». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται και από το να δούμε τι άλλο θ’ ακούσουμε ή από το να δούμε τι άλλο θα δούμε· βλ. και φρ. άλλο πάλι(!)·
- άλλο κάρο με πατάτες, βλ. λ. κάρο·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, λέγεται στην περίπτωση, που δεν μπορούμε να αποδώσουμε την πραγματικότητα κάποιου γεγονότος με λόγια: «είναι πολύ όμορφος άντρας αλλά άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις || έχει τέτοιες σπάνιες ομορφιές η Χαλκιδική, όμως άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, θα καταλάβεις, θα κατανοήσεις πολύ καλύτερα αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, αν σου το αναπτύξω προσωπικά, γιατί δε θα μείνεις μόνο με την εντύπωση των φημών που έφτασαν στ’ αφτιά σου: «άκουσα πως ο τάδε μάλωσε με τη γυναίκα του. -Άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις, βλ. φρ. άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις·   
- άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης ή άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος ή άλλο κουμπαράς κι άλλο κολομπαράς ή άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ή άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης ή άλλο γκούλας κι άλλο Γιαγκούλας ή άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι ή άλλο πότης κι άλλο ιππότης ή άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια ή άλλο Βόλος κι άλλο έρωτας κεραυνοβόλος ή άλλο βούρτσα κι άλλο πούτσα ή άλλο Μαντώ κι άλλο Μαντόνα ή άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει κ. ά. και εκ των τελευταίων άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες ή άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να  υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «μα καλά, μπορείς να συγκρίνεις το κατσαριδάκι σου με τη Μερσεντές μου; Άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης». Πρβλ.: άλλο θα πει Χαλκιδική κι άλλο θα πει Χαλκίδα (Λαϊκό τραγούδι). Οι εκφράσεις αυτές υπήρξαν της μόδας στη δεκαετία του 1970 και 1980·
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο πάλι! δηλώνει δυσαρέσκεια για κάτι που προστίθεται σε αυτά που μας είναι ήδη γνωστό πως πρέπει να κάνουμε: «επίσης θα πρέπει να κάνεις και μια δήλωση του νόμου 105, ότι δεν έχεις καμιά απαίτηση από τα τυχόν κέρδη. -Άλλο πάλι!»· βλ. και φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο που δε θέλω, δηλώνει απόλυτη ικανοποίηση για την πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας μας ή για κάποια ενέργεια, που μας ευνοεί απόλυτα:  «άλλο που δε θέλω, αν μου δώσεις αυτό το εισιτήριο για τον κυριακάτικο αγώνα || θα πήγαιναν εκδρομή και μου ανακοίνωσαν πως θα μ’ έπαιρναν μαζί τους. Καταχάρηκα, γιατί άλλο που δεν ήθελα || αν ξανακάνεις φασαρία θα σε απολύσω απ’ τη δουλειά. -Άλλο που δε θέλω, γιατί θα πάρω κάτι εκατομμύρια για αποζημίωση»·
- άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλο τίποτα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα, βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία: «από λεφτά, άλλο τίποτα»·
- άλλο τίποτα; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας ζητάει πολλά και απίθανα πράγματα: «θέλεις να σου πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., τα κοινόχρηστα και να σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα από πάνω. Άλλο τίποτα;»· ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας καταμαρτυρά πολλές αρνητικές ιδιότητες: «είσαι κλέφτης, απατεώνας, χαρτοπαίχτης, ναρκομανής! -Άλλο τίποτα;»·
- άλλο το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, αποτελεί άλλη υπόθεση, άλλη ιστορία, έτερον εκάτερον: «δεν πρέπει να μπερδεύεις τις γκομενοδουλειές σου με το σπίτι σου. Άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- άλλο τόσο, στον ίδιο βαθμό: «όσο καλός είναι ο μικρός του ο γιος, άλλο τόσο είναι κι ο μεγάλος»· στην ίδια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, θα βάλω κι εγώ άλλο τόσο»·
- άλλο τόσο κι εγώ, έκφραση με την οποία  επικροτούμε απόλυτα τα λεγόμενα κάποιου για καλό ή για κακό: «δεν τον εκτιμώ διόλου αυτό τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ – πολύ τον εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ»·
- άλλο φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. λ. καιρός·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άλλοι κι άλλοι, πολύ και διάφοροι, χωρίς να είναι τίποτα σπουδαίοι: «εγώ πιστεύω πως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά άλλοι κι άλλοι έχουν διαφορετική γνώμη. Από σένα εξαρτάται ποιους θα πιστέψεις»·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, βλ. λ. παπάς·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος και τούτος! ή άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για τις αναπάντεχες ή απαράδεκτες ενέργειες ή λόγια κάποιου: «ξαφνικά σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα του από πάνω του μπροστά στον κόσμο! -Άλλος και τούτος! || κι  εκεί που έλεγαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, σηκώθηκε ο δικός σου και μας αποκάλυψε πως και ο τάδε είχε πάει φυλακή. -Άλλος και τούτος πάλι!»·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. φρ. άλλος και τούτος(!)·
- άλλος λίγο, άλλος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- άλλος πάλι! α. δηλώνει δυσαρέσκεια για κάποιον που προστίθεται σε μια ομάδα ατόμων τους οποίους πρέπει να εξυπηρετήσουμε ή να αντιμετωπίσουμε: «ο προσωπάρχης μου είπε, πως πρέπει να ελέγξεις τα τιμολόγια του μηνός. -Άλλος πάλι! Ακόμα δεν ξεμπέρδεψα με την καταμέτρηση του εμπορεύματος που έχουμε στην αποθήκη!». β. έκφραση δυσαρέσκειας, όταν για πολλοστή φορά ακούμε κάποιο διαφορετικό άτομο να φωνάζει το όνομά μας, για να μας πει ή να μας επιφορτίσει με κάτι: «Αντωνόπουλος; -Άλλος πάλι!»·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, άλλος αγωνίζεται για την επίτευξη κάποιας επιτυχίας και άλλος απολαμβάνει τις ωφέλειες από αυτή την επιτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, βρε κουκλί μου τι θα γίνει
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει, λέγεται στην περίπτωση που, άλλος εργάζεται σκληρά και άλλος απολαμβάνει τους κόπους από την εργασία του αυτή: «ο καθένας θ’ αμείβεται σύμφωνα με τους κόπους του, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση δεν ισχύει το άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει»·
- άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λέγεται για κάποιο αγαθό που ενώ αυτός που το έχει δεν το υπολογίζει καθόλου, την ίδια στιγμή για κάποιον άλλον που δεν το κατέχει είναι εντελώς απαραίτητο· 
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μη τι άλλο, α. τουλάχιστο: «παρά τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε, αν μη τι άλλο, μπορέσαμε να κάνουμε μια αξιοπρεπή αρχή». β. πέρα από οτιδήποτε άλλο, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος: «αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να σου πει ένα ευχαριστώ που του συμπαραστάθηκες»·
- αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- ανάμεσα στ’ άλλα, βλ. φρ. ανάμεσα·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- απ’ τ’ άλλο μου τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- απ’ τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια πλευρά…, από την άλλη πλευρά όμως…, βλ. λ. πλευρά·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, βλ. λ. ώρα·
- απ’ την άλλη, επιπλέον: «ενώ απ’ τη μια μου χρωστάς ένα σωρό λεφτά, απ’ την άλλη μου ζητάς πάλι δανεικά!»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ.αφτί·
- απ’ τον έναν στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από δω πάν’ κι άλλοι, α. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα διακόψει τη φιλική, ερωτική ή εργασιακή σχέση που έχει μαζί μας και υποτίθεται πως του δείχνουμε το δρόμο να φύγει, όπως κάναμε και στους προηγούμενους, που δήλωσαν το ίδιο πράγμα ή που έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. β. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα επιδιώξει να μας κάνει κακό, κι έχει την έννοια, πως και όσοι προηγούμενοι το επιχείρησαν έφυγαν από  τον υποτιθέμενο δρόμο που του δείχνουμε χωρίς να πετύχουν τίποτα·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- για τ’ άλλα, για τα υπόλοιπα: «εγώ σας είπα αυτά που ήξερα, για τ’ άλλα θα σας πληροφορήσει ο ίδιος ο διευθυντής». (Λαϊκό τραγούδι: του ’πα για το φέρσιμό σου και για τ’ άλλα σου, τ’ ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου
- … γιατί θα ’χουμε άλλα, επιθετική έκφραση σε άτομο που δε συμμορφώνεται στις εντολές μας: «φάε το φαγητό σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || πήγαινε στη δουλειά σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || δώσε μου τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί θα ’χουμε άλλα»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·  
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, είσαι ασύγκριτος, ασύγκριτη: «έχει τόσο καλό φίλο, που δε βάζω άλλο μπροστά του || έχει τόσο καλή γυναίκα, που δε βάζει άλλη μπροστά της». (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα πια δεν λογαριάζω άλλον μπροστά σου εγώ δεν βάζω, αφού έχεις εσύ καρδιά χρυσή και σ’ αγαπώ, αγάπα με και συ)· 
- δε βαστιέμαι άλλο, α. δεν μπορώ να συγκρατηθώ περισσότερο, ώστε να μην πω ή να μην κάνω κάτι: «δε βαστιέμαι άλλο, θα τον δείρω με τις ανοησίες που λέει || μυρίζει τόσο όμορφα αυτό το φαγητό, που δε βαστιέμαι άλλο». β. έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να συγκρατήσω περισσότερο το κάτουρό μου ή τα κόπρανά μου, πρέπει οπωσδήποτε να αφοδεύσω, γιατί θα τα κάνω απάνω μου: «αμάν, μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί δε βαστιέμαι άλλο»·
- δε βαστώ άλλο ή δε βαστώ άλλο πια ή δε βαστώ πια άλλο, α. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και ξεσπώ: «δε βάσταξα άλλο με τις ανοησίες που έλεγε και τον άρχισα στις μπάτσες || έπαθε τέτοια καταστροφή, που δε βάσταξε πια άλλο κι έβαλε τα κλάματα». β. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και υποκύπτω, υποχωρώ, ενδίδω: «μη μου φορτώνεσαι περισσότερο, γιατί δε βαστώ άλλο || έπεσαν όλοι επάνω μου για να δώσουμε τα χέρια, ώσπου δε βάσταξα άλλο πια και συμφιλιώθηκα μαζί του»·
- δε με παίρνει άλλο, παύω να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργούσα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω τις δυνάμεις ή τις δυνατότητες που είχα ή γιατί δεν μου το επιτρέπει περισσότερο το περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι: «απ ’τη στιγμή που ήρθε ο τάδε, δε με παίρνει άλλο να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός είναι πιο μάγκας από μένα || ο οικοδεσπότης μου έκανε νόημα πως δε μ’ έπαιρνε άλλο να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα, γιατί είχε κάνει την παρουσία του ο πατέρας του»·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ. φρ. δε με παίρνει άλλο·
- δε σηκώνει άλλο, δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερη υπομονή: «μέχρι τώρα υπέμενα τις ιδιοτροπίες σου, αλλά από δω και πέρα δε σηκώνει άλλο»·
- δεν αντέχω άλλο, βλ. λ. αντέχω·
- δεν έχει άλλο, α. (για αγαθά) τελείωσε, εξαντλήθηκε: «δεν έχει άλλο απ’ αυτό το είδος». β. (για παροχές, συνήθως ειρωνικά) παύω, σταματώ να δίνω: «μέχρι τώρα ό,τι μου ζητούσες σου το ’δινα, από δω και πέρα όμως δεν έχει άλλο»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), βλ. λ. μάτι·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, τίποτα·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν πάει άλλο, α. δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή, δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια δυσάρεστη κατάσταση: «δεν πάει άλλο μ’ αυτή την φτώχεια που περνώ || δεν πάει άλλο μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο)· βλ. και φρ. δε με παίρνει άλλο. β.(για πορεία) υπάρχει αδιέξοδο ή έφτασε στο τέρμα της: «ο δρόμος δεν πάει άλλο || το αστικό δεν πάει άλλο»·
- δεν παίρνει άλλο, δεν αντέχω περισσότερο, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει άλλο: «είναι τόσο γκρινιάρα, που δεν παίρνει άλλο, θα τη χωρίσω || είναι ένας αδιόρθωτος χαρτοπαίχτης, γι’ αυτό κι εγώ θα τον χωρίσω, γιατί δεν παίρνει άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν να μου τα ’κανες πολλά φθάνει δεν παίρνει άλλο, κοίταξε να συμμορφωθείς γιατί θα σε ξεκάνω
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. φρ. νερό·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ.λεφτά·
- δεν προχωράει άλλο, βλ. συνηθέστ. δεν πάει άλλο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
- δίνει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- δίχως άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «πρέπει το βράδυ δίχως άλλο να ’ρθεις μαζί μου στη συγκέντρωση»· βλ. και φρ. το δίχως άλλο·
- έγινε άλλος τόσος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έγινε διπλάσιο σε όγκο από ότι ήταν: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξε στο φαγητό και στον ύπνο κι έγινε άλλος τόσος»·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαι μια η άλλη ή είμαι μια την άλλη, ισοφαρίζω έσοδα και έξοδα, δεν έχω κέρδος: «με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι ευχαριστημένος που είμαι μια η άλλη»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, βλ. λ. είδος·
- είναι απ’ άλλο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι καμωμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι πλασμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. γη·
- είναι το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. μισός·
- είναι το κάτι άλλο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχουν μια έντονη ιδιαιτερότητα, καλή ή κακή: «η ομορφιά του είναι το κάτι άλλο || η ασχήμια του είναι το κάτι άλλο || αγόρασε έν’ αυτοκίνητο που είναι το κάτι άλλο»·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
- εκτός των άλλων, εκτός από όλα όσα έχουμε ήδη προαναφέρει, επιπλέον, επιπροσθέτως: «εκτός των άλλων μου χρωστάς ακόμα εκατό χιλιάδες»·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- έρχονται άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- έρχονται άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- έχει άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. φρ. έχει αυτό το κατιτίς, λ. κατιτίς·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτη·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η άλλη ζωή, βλ. λ.ζωή·
- η άλλη όχθη, βλ. λ. όχθη·
- η άλλη όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, βλ. λ. ζωή·
- η μία, η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κι η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. λ. κουβέντα·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθε από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- κάθε άλλο, βλ. λ. κάθε·
- και εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! βλ. λ. υγεία·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω άλλα κι άλλα, κάνω πολλά και διάφορα πράγματα σημαντικά ή ασήμαντα: «εσύ που μπορείς και κάνεις άλλα κι άλλα, σίγουρα θα μπορέσεις να με βοηθήσεις σε αυτή την υπόθεση || εσύ κάνεις άλλα κι άλλα, σ’ αυτή τη λεπτομέρεια θα κωλώσεις;»·
- κατά τ’ άλλα, ως προς τα υπόλοιπα, ως προς εκείνα που συμβαίνουν ή συνέβησαν: «είχα μια μικρή ατυχία, αλλά κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά || μέχρι αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, κατά τ’ άλλα ο Θεός βοηθός»·
- κατά τ’ άλλα καλά, φράση που ακολουθεί με κάποια ειρωνική διάθεση, μετά την εξιστόρηση κάποιας άτυχης στιγμής ή γεγονότος που πέρασε κάποιος: «τράκαρα κι έσπασα το πόδι μου, κατά τ’ άλλα καλά». (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- κι άλλα τόσα, σε διπλάσια ποσότητα: «όσα λεφτά βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλα τόσα»·
- κι άλλο τόσο, σε διπλάσια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλο τόσο»·
- κοντά στ’ άλλα, βλ. λ. κοντά·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί άλλων ή λέω άλλα των άλλων, μιλώ χωρίς νόημα, μιλώ μπερδεμένα, ακατανόητα, ασυνάρτητα: «μιλούσε μια ώρα,  αλλά δε βγάλαμε νόημα, γιατί έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- λέω άλλα (ενν. λόγια), διαφορετικά, ανασκευάζω αυτά που είχα πει: «γιατί τώρα λες άλλα από κείνα που μας έλεγες προηγουμένως;»·
- λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·
- μ’ άλλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μας τα ’παν άλλοι, βλ. λ. είπα·
- μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- με πιάνει το άλλο μου, συμπεριφέρομαι εντελώς διαφορετικά από ό,τι συνήθως, παραφέρομαι, τρελαίνομαι: «πρόσεξε μη με πιάσει το άλλο μου, γιατί θα τα κάνω όλα γυαλιά καρφιά»·
- με το ένα, με το άλλο, βλ. λ. ένας·
- με το ’να και με τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- με τούτα και με τ’ άλλα, βλ. λ. τούτος·
- μεταξύ των άλλων, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! βλ. λ. σάλιο·
- μην το ζαλίζεις άλλο, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) πάψε να ασχολείσαι άλλο με αυτή την υπόθεση, γιατί είναι έτσι όπως σου τα λέω, ή γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο: «σε συμβουλεύω να μην το ζαλίζεις άλλο και να πάρεις επιτέλους κάποια απόφαση || οι πιο πολλοί πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους, μην το ζαλίζεις άλλο»·
- μια άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- μια ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να ’ταν κι άλλη! α.(για δουλειές) την τελείωσα γρήγορα και με μεγάλη ευχέρεια, είτε γιατί είχε οικονομικό ενδιαφέρον για μένα είτε γιατί ήταν πολύ εύκολη: «την τέλειωσες τη δουλειά που σου ανάθεσαν; -Να ’ταν κι άλλη!». β. (για γυναίκες) την κατέκτησα ή της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «εντάξει με την τάδε που σου σύστησα; -Να ’ταν κι άλλη!»·
- να ’ταν κι άλλο! (για φαγητά) το έφαγα όλο, είτε επειδή πεινούσα πολύ είτε επειδή ήταν πολύ νόστιμο: «έφαγες όλο το φαγητό σου; -Να ’ταν κι άλλο!»·
- να ’ταν κι άλλος! τον νίκησα ή τον ξεγέλασα με ευκολία: «τον νίκησες τον τάδε; -Να ’ταν κι άλλος! || πήρες απ’ τον τάδε τα δανεικά που σου χρειάζονταν; -Να ’ταν κι άλλος!»·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, βλ. λ.παιδί·
- ο άλλος κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- ο ένας κι ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος·
- ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας, ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, βλ. λ. ένας·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε, ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όταν έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, βλ. λ. κακός·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- πάμε γι’ άλλα; (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ερώτηση που απευθύνει ένας παίχτης προς στους υπόλοιπους, αν δέχονται να ξαναγίνει το μοίρασμα των φύλλων, γιατί αυτά που έχει πάρει στα χέρια του είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Αν οι περισσότεροι παίκτες συμφωνήσουν, επειδή και αυτοί βρίσκονται στην ίδια άσχημη θέση (ανάλογα, βέβαια, και με τους κανόνες του καρέ), τότε τα χαρτιά μαζεύονται, ανακατώνονται και μοιράζονται από την αρχή·
- πάμε γι’ άλλα, έκφραση που δηλώνει πως ξεπεράσαμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν και πως είμαστε έτοιμοι για τις νέες δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν στη ζωή μας: «τι έδειξαν οι ακτινογραφίες του στήθους σου; -Πάμε γι’ άλλα || πώς πήγε το δικαστήριο που είχες με τον τάδε; -Πάμε γι’ άλλα»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάω γι’ άλλα, α. ξεκινώ άλλη δουλειά, άλλη ασχολία, είτε γιατί τελείωσα αυτή με την οποία είχα καταπιαστεί είτε γιατί απέτυχα: «ό,τι έχω αναλάβει μέχρι τώρα, το έχω τελειώσει και τώρα πάω γι’ άλλα || απέτυχα στην προηγούμενη δουλειά μου, αλλά ο Θεός να μ’ έχει γερό, γιατί τώρα πάω γι’ άλλα». β. χωρίζω με το έτερο ήμισυ μου και επιδιώκω νέο δεσμό: «με την τάδε χώρισα και τώρα πάω γι’ άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ άλλα, γι’ άλλα πάμε γι’ άλλα, δε μ’ αγάπησες μια στάλα
- πες ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πήγε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ άλλη γη, βλ. λ. γη·
- σαν άλλος…, έκφραση με την οποία παρομοιάζουμε την ενέργειά μας ή την ενέργεια κάποιου με αυτή κάποιου άλλου: «όρμησα σαν άλλος παλαιστής εναντίον του || ήρθε σαν άλλος δικηγόρος κι άρχισε ν’ αγορεύει υπέρ του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: με τα μάτια ορθάνοιχτα το ταβάνι καρφώνω, περασμένα μεσάνυχτα το κρίμα μου μετρώ, το καθάριο σου πρόσωπο με φιλιά το λερώνω και σαν άλλος Ιούδας μετανιώνω και θρηνώ)· 
- σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, βλ. λ. αβγό·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
- σου λέει ο άλλος! έκφραση με την οποία θέλει να προλάβει ο ομιλητής τις τυχόν απορίες ή αντιρρήσεις του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «θέλει να χτίσει κι αυτός ένα σπίτι στην εξοχή, όμως, σου λέει ο άλλος, πώς θα το χτίσεις, ρε κύριε, μ’ ένα ψωρομισθό που παίρνεις;»· 
- στην άλλη άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο άλλο άκρο, βλ. λ. άκρο·
- συν τοις άλλοις, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- τα κάνω γι’ άλλα, επιφέρω από θυμό ή από κέφι τέτοια καταστροφή σε ένα κλειστό χώρο, που πρέπει τα πάντα να αντικατασταθούν με καινούρια (με άλλα): «μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί, τα ’κανε όλα γι’ άλλα κι έτσι, την επόμενη μέρα, έμεινε κλειστό || όταν άρχισαν να παίζουν τα όργανα, τα ’κανε όλα γι’ άλλα πάνω στον ενθουσιασμό του». Συνών. τα κάνω γιάλλα / τα κάνω γυάλα·
- τα φέρνω μια η άλλη ή τα φέρνω μια την άλλη, α. ισοφαρίζω κέρδος και χασούρα, τα πατσίζω, δεν κερδίζω τίποτα: «για ποιο κέρδος μου μιλάς, που ένα χρόνο τώρα τα φέρνω μια η άλλη!». β. ζω υποφερτά, συντηρητικά, περίπου τα βολεύω, τα κουτσοβολεύω: «με την κρίση που έχει σήμερα η αγορά, πρέπει να ’σαι ευχαριστημένος, αν καταφέρνεις να τα φέρνεις μια την άλλη»·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- την άλλη, την προηγούμενη ή την επόμενη φορά: «την άλλη μου είχες πει άλλα πράγματα || την άλλη θα σου δώσω περισσότερα». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια δε σε τιμώρησα, την άλλη σε συγχώρεσα, την τρίτη και φαρμακερή σε χώρισα
- την άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- τι άλλο; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ασχολείται με αυτό με το οποίο συνήθως ασχολείται ή βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει (ο τάδε): «τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Ασχολείται με τα γραμματόσημά του || τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Τρέχει από γιατρό σε γιατρό, γιατί είναι κατά φαντασίαν ασθενής || τι κάνει ο τάδε; -Τι άλλο; Πάλι σουρωμένος είναι»·
- τι άλλο, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν ασχολείται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αυτό που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως ασχολείται, ή αν βρίσκεται στην κατάσταση που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται: «πάλι με τα γραμματόσημά του ασχολείται το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι στους γιατρούς τρέχει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι σουρωμένος είναι ο τάδε; -Τι άλλο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·  
- τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι κάνει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το άτομο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει το άτομο, όταν είναι μεθυσμένο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω τι λέει ο άλλος όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άλλος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τίποτ’ άλλο; βλ. λ. τίποτα·
- τις άλλες, πριν από μερικές μέρες: «τις άλλες συνάντησα τον τάδε και ρωτούσε για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: τις άλλες τα ’μπλεξα κι εγώ με μια ξανθιά μικρούλα που έχει μάτια έμορφα είναι και μοδιστρούλα
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. λ. εγώ·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το δίχως άλλο, α. οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω το δίχως άλλο να μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί τα έχω ανάγκη || θα πάρεις επιτέλους το γιο μου στη δουλειά σου; -Το δίχως άλλο». β.  δηλώνει και ειρωνική άρνηση: «θα μου δώσεις επιτέλους εκείνα τα δανεικά που σου ζητάω; -Το δίχως άλλο»· 
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το ένα, το άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, βλ. λ. ένα·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ’να και τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τόσα κι άλλα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- τόσο κι άλλο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- υπάρχει άλλος αέρας, βλ. λ. αέρας·
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς άλλο, βλ. φρ. δίχως άλλο·
- ως άλλος… (ακολουθεί ουσιαστικό, ιδίως κύριο όνομα), που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες του προσώπου που αναφέρεται: «ήρθε ως άλλος δικτάτορας να επιβάλει τις ιδέες του || έχει μεγάλη ιδέα για τα ποιήματά του και συμπεριφέρεται ως άλλος Ελύτης»·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
-ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, το τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

αλλού

αλλού, επίρρ. [<μσν. ἀλλοῦ <αρχ. ἄλλος], αλλού. 1. σε άλλο μέρος, σε άλλο τόπο: «τον έστειλα στο σπίτι σου κι αυτός ο βλάκας πήγε αλλού». 2. σε άλλον άνθρωπο: «τον έστειλα σε σένα κι αυτός πήγε αλλού». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια). (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αγαπώ αλλού, α. έχω ήδη κάποια ερωτική σχέση, είμαι δεσμευμένος: «όμορφη η κοπέλα που μου γνώρισες, αλλά δεν είμαι για τίποτα περισσότερο, γιατί αγαπώ αλλού». β. έχω διαφορετικά ενδιαφέροντα από εκείνα που είχα: «κάποτε διασκέδαζα κι εγώ στα μπουζούκια, εδώ και πολλά χρόνια όμως αγαπώ αλλού»·
- αλλού αυτά! λέγεται σε ψεύτες ή υποκριτές που δε γίνονται πια από εμάς πιστευτοί (και τους προτρέπουμε αόριστα να πάνε σε άλλους να πούνε τις ψευτιές τους ή να πάνε σε άλλους να τους κοροϊδέψουν ή να τους εξαπατήσουν). Συνοδεύεται συνήθως από απωθητική χειρονομία ή χειρονομία αδιαφορίας·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- αλλού βρέχει, α. λέγεται για άτομο που δεν προσέχει, που του είναι αδιάφορο αυτό που λέγεται ή που συμβαίνει: «μια ώρα τον συμβουλεύω, αλλά αυτός αλλού βρέχει». β. δεν υπάρχει καθόλου κατανόηση, υπάρχει πλήρης αδιαφορία: «τους είπα χίλιες φορές να τακτοποιήσουν αυτά τα πράγματα, αλλά αυτοί αλλού βρέχει». Συνών. πέρα βρέχει·
- αλλού βρέχει και βροντά, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- αλλού γι’ αλλού, σε διάφορες μεριές, εδώ κι εκεί, ακατάστατα: «αφήνει αλλού γι αλλού τα πράγματά του και, όταν τα χρειαστεί, κάνει με τις ώρες να τα βρει»·
- αλλού κι αλλού μπορεί να…, βλ. φρ. αλλού κι αλλού ξέρει να(…)·
- αλλού κι αλλού ξέρει να…, λέγεται για άτομο που δε συμπεριφέρεται και σε εμάς με τον τρόπο με τον οποίο  συμπεριφέρεται σε άλλους, ενώ θα θέλαμε να μας συμπεριφερθεί το ίδιο: «αλλού κι αλλού ξέρει να δίνει τα χρέη του, ενώ σε μας κάνει το κορόιδο»·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!)·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!). Πρβλ.: αυτά τα ψευτομάγκικα αλλού να πουλήσεις και σαν ιππότης μίλα μου, αν θες να με κερδίσεις (Λαϊκό τραγούδι)·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, βλ. λ. παπάς·
- αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται, α. είναι αποπροσανατολισμένος, μπερδεμένος, δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «έχει τέτοιο μπέρδεμα στη δουλειά του, που αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται ο φουκαράς». β. είναι πολύ μεθυσμένος και περπατάει παραπατώντας επικίνδυνα: «πρόσεχέ τον όταν πίνει πολύ, γιατί αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται και μπορεί να πέσει στη μέση του δρόμου»· βλ. και φρ. εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, λ. εδώ·
- αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα (θαύμα), βλ. λ. όνειρο·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- αλλού το πάει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, επιδιώκει κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει: «απ’ ό,τι λέει, θέλει να σε βοηθήσει, αλλά πρέπει να προσέχεις, γιατί έχω την εντύπωση πως αλλού το πάει»·
- αλλού τρως και πίνεις, (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), α. λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει ένα άντρα για να της εξυπηρετεί τις βιοτικές της ανάγκες και έναν άλλον για να της εξυπηρετεί τις σεξουαλικές. β. (γενικά) λέγεται για άτομο που, ενώ εξυπηρετείται ή βοηθιέται συστηματικά από κάποιον, όταν του παρουσιάζεται κάποια ευχέρεια, προσφέρει σε άλλον·
- βρίσκεται αλλού, α. (στη νεοαργκό) δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, ζει στον κόσμο του: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί βρίσκεται αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βρίσκεται υπό την επήρεια του ναρκωτικού: «δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί βρίσκεται αλλού»· βλ. και φρ. είναι αλλού·
- εδώ μένω κι αλλού φουρνίζω, βλ. λ. φουρνίζω·
- εδώ πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. φρ. πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι ονειροπαρμένος, είναι εκτός τόπου και χρόνου: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι αλλού». β. αγαπάει άλλον (άλλη): «πολύ μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, αλλά δυστυχώς είναι αλλού». γ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι ναρκομανής: «δεν τον κάνει κανείς παρέα, γιατί είναι αλλού»· βλ. και φρ. βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι αλλού ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι απ’ αλλού, (αόριστα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι από διαφορετικό τόπο ή χώρα από ό,τι εμείς: «εγώ είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού || εγώ είμαι απ’ την  Ελλάδα, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού, κι αν δεν κάνω λάθος απ’ την Ισπανία»·
- είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού, είναι πολύ αφηρημένος: «πώς να καταλάβει τι του λέω, αφού είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού»·
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- είναι στο πολύ αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στο πολύ αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι πολύ εξαρτημένος από τα ναρκωτικά: «είναι στο πολύ αλλού αυτός ο τύπος και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα»·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, βλ. λ. ζωή·
- έχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει άλλού το νου του, βλ. λ. νους·
- η ζωή είναι αλλού, βλ. λ. ζωή·
- ήρθε απ’ αλλού, ήρθε από διαφορετικό δρόμο ή από άλλο τόπο ή χώρα: «εγώ ήρθα απ’ τον περιφερειακό κι ο τάδε ήρθε απ’ αλλού || ο τάδε ήρθε απ’ τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο δείνα ήρθε απ’ αλλού || ο αδερφός μου ήρθε απ’ τη Γερμανία κι ο φίλος του απ’ αλλού»·
- και τα πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν, βλ. λ. πρόβατο·
- μ’ έστειλε αλλού, (στη νεοαργκό) α. (για ποτά) μέθυσα πάρα πολύ, δεν ήξερα τι μου γινόταν από το μεθύσι: «ήταν τόσο μπόμπα το ουίσκι, που με την πρώτη γουλιά μ’ έστειλε αλλού». β. δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικής σχέσης, έφαγα χυλόπιτα: «μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η γυναίκα, αλλά μόλις τις τα ’ριξα μ’ έστειλε αλλού». Συνών. μ’ έστειλε για τσάι· 
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- πατάει αλλού και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πατάει αλλού κι αλλού, παραπατάει από το πολύ μεθύσι που έχει ή βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού: «τον είδα άγρια μεσάνυχτα, που γυρνούσε στο σπίτι του, και πατούσε πάλι αλλού κι αλλού»·
- πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πού αλλού; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος βρίσκεται εκεί που συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού είναι (ο τάδε): «πού είναι το φιλαράκι σου; -Πού αλλού; Στο μπαρ»·
- πού αλλού, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν βρίσκεται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος στο μέρος που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται εκεί: «πάλι στο μπαρ είναι ο φίλος σου; -Πού αλλού». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το πάει αλλού, βλ. φρ. αλλού το πάει·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- φέρνει τη συζήτηση αλλού, βλ. λ. συζήτηση·
- φέρνει την κουβέντα αλλού, βλ. λ. κουβέντα.

αργιλές

αργιλές κ. αργκιλές κ. ναργιλές κ. ναργκιλές, ο, ουσ. [<τουρκ. nargile], συσκευή καπνίσματος ανατολίτικης προέλευσης, που αποτελείται από ένα γυάλινο σφαιρικό δοχείο που λεγόταν μάπα στο οποίο είναι συνδεδεμένος ένας μακρύς και ευλύγιστος σωλήνας, το μαρκούτσι, από το οποίο καπνίζουν ένα ή περισσότερα άτομα ταμπάκο (τουμπεκί) ψιλοκομμένο, που τοποθετείται στο λουλά, ανακατωμένο με αρωματικά φυτά ή με χασίσι, του οποίου ο καπνός φιλτράρεται στο νερό που περιέχει το δοχείο. (Λαϊκό τραγούδι: βαρέθηκα τον αργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη, θ’ αφήσω το κορμάκι μου άλλους νταλκάδες να ’βρει // σαν φουμάρω ναργιλέ λέω στην αγάπη μου μανέ ).Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυθεντικός αργιλές, αυτός γίνεται πρόχειρα, ιδίως στις φυλακές (τουλάχιστον παλιότερα) από σταμνάκια, ινδοκάρυδα, πατάτες, πήλινους κουμπαράδες, τενεκεδάκια, ποτήρια κ.ά. Πρβλ.: έχω λουλαδάκι που ’ναι τεφαρίκι κι αργιλέ καρύδα, ίσα μ’ ένα μπρίκι // μάγκες, φέρτε την πατάτα για να κάνουμε λουλά, να φουμάρουνε οι μάγκες που ’χουν ντέρτι στην καρδιά (Λαϊκά τραγούδια)·
- κάνω αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) α. πίνω, καπνίζω από τον αργιλέ: «πόσο καιρό έχεις να κάνεις αργιλέ; || εγώ κάνω αργιλέ δυο φορές την βδομάδα». β. τον ετοιμάζω για να πιω ή για να τον προσφέρω σε πελάτη: «ποιος θα μου κάνει έναν αργιλέ;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να γίνω μπουφετζής σε τούρκικους τεκέδες να ’ρχονται οι χανούμισσες να (πίνουν) κάνουν αργιλέδες
- ο αργιλές να τρίζει, (στη γλώσσα της αργκό) έκφραση που δηλώνει πως ο αργιλές έχει πολύ και εκλεκτό χασίσι: «όταν άρχισα να πίνω, ήταν ο αργιλές να τρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: κάντονε ντερβισόμαγκα τον αργιλέ να τρίζει και με φωτιές του θυμαριού να πιω και να σφυρίζει)· βλ. και φρ. να τρίζει, λ. τρίζω·
- πατώ αργιλέ ή πατώ τον αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) τον ετοιμάζω για κάπνισμα. (Λαϊκό τραγούδι: άκου που παίζει ο μπαγλαμάς και πάτα αργιλέ για μας, κι άμα γίνουμε μαστούρια θα ’μαστε πολύ προσεχτικοί // πάρε κι εμέ, πάρε κι εμέ, να σου πατώ τον αργιλέ)· βλ. και φρ. κολλάω τις φωτιές, λ. φωτιά·
- πίνω αργιλέ, καπνίζω με αργιλέ. (Λαϊκό τραγούδι: πέντε μάγκες του Περαία πέρναγαν απ’ τον ντεκέ, ένας είπε απ’ την παρέα, πα’ να πιούμ’ έν’ αργιλέ
- ρουφώ αργιλέ, βλ. φρ. πίνω αργιλέ·
- σιάζω τον αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) τον ετοιμάζω για κάπνισμα: «έχει όλα τα σέα γύρω του και σιάζει τον αργιλέ του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μας αν έχουν γκόμενες, μανίτσες και γουστάρουν τον αργιλέ να σιάξουνε, χασίσι να φουμάρουν;
- φουμάρω αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. πίνω αργιλέ. (Λαϊκό τραγούδι: μπήκα μόνος μέσα στο ντεκέ, να φουμάρω έναν αργιλέ).

βαρέλι

βαρέλι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. βαρέλα], το βαρέλι· (και για τα δυο φύλα), αυτός που είναι πολύ χοντρός και κοντός: «είπαμε να είναι χοντρός ο άνθρωπος, αλλά αυτός είναι σαν βαρέλι, μωρ’ αδερφάκι μου!».  Υποκορ. βαρελάκι το (βλ. λ.). Μεγεθ. βαρέλα, η (βλ. λ.)·
- έγινα σαν βαρέλι, πάχυνα υπερβολικά: «όλο το καλοκαίρι ήμουν φαγητό και ύπνο, ώσπου ήρθα κι έγινα σαν βαρέλι». Συνών. έγινα σαν βόδι / έγινα σαν ντουλάπα / έγινα τόφαλος·
- είναι βαρέλι δίχως πάτο, βλ. λ. πάτος·
- η Παναγιά στ’ αμπέλι κι εμείς στο βαρέλι, βλ. λ. Παναγιά·
- κολιός και κολιός κι απ’ το ίδιο βαρέλι, βλ. λ. κολιός·
- πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά, πίνει πάρα πολύ, είναι πολύ μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί στο πιοτό, γιατί αυτός πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά»·
- τ’ αδειανά βαρέλια, περισσότερο βροντούν, οι άνθρωποι χωρίς περιεχόμενο, οι ανόητοι, κάνουν περισσότερη φασαρία με τις ανοησίες που λένε: «άσχετοι και ανεγκέφαλοι, ξεσήκωσαν την αίθουσα με τις ανοησίες τους, γιατί τ’ αδειανά βαρέλια, περισσότερο βροντούν».

βδέλλα

βδέλλα κ. αβδέλλα, η, ουσ. [<αρχ. βδέλλα <βδάλλω (= βυζαίνω, αρμέγω)], η βδέλλα· άνθρωπος ενοχλητικός, φορτικός, που ζει παρασιτικά σε βάρος άλλου: «μην του δίνεις πολύ θάρρος, γιατί είναι τέτοια βδέλλα, που θα σε κάνεις να στενάξεις»·
- μου ’γινε βδέλλα, βλ. φρ. μου κόλλησε σαν βδέλλα·
- μου κόλλησε σαν βδέλλα, προσκολλήθηκε φορτικά επάνω μου, για να αποκομίσει διάφορα οφέλη ή για να κάνει την εμφάνισή του δίπλα μου και να προβληθεί ή πιο απλά επειδή δεν έχει άλλη παρέα: «μου κόλλησε σαν βδέλλα, όταν έμαθε πως έγινα διευθυντής του εργοστασίου || επειδή είμαι μέσα σ’ όλα τα κόλπα, μου κόλλησε σαν βδέλλα και κάνει κι αυτός τον κάποιον || είναι καινούριος στην πόλη μας κι επειδή δεν έχει άλλον γνωστό, μου κόλλησε σαν βδέλλα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν δεις καμιά κοπέλα την κολλάς σαν την αβδέλλα,με τα κόλπα σου ζυγώνεις αλανιάρη τη διπλώνεις). Συνών. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα / μου κόλλησε σαν βεντούζα / μου κόλλησε σαν κολλητσίδα / μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα / μου κόλλησε σαν στρείδι / μου κόλλησε σαν τσίκλα / μου κόλλησε σαν τσιμπούρι / μου κόλλησε σαν τσιρότο / μου κόλλησε σαν τσίχλα·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, προσκολλήθηκε επάνω μου και μου απομυζά συστηματικά χρήματα: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα»·
- μου ρουφάει το αίμα σαν βδέλλα ή μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. φρ. μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα.

γάιδαρος

γάιδαρος, ο, θηλ. γαϊδάρα κ. γαϊδούρα (βλ. λ.), πλ. γάιδαροι κ. γαϊδάροι, οι, ουσ. [<μτγν. γαϊδάριον <αραβ. gadar - gaidar], ο γάιδαρος. 1. άνθρωπος απρεπής, αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αγροίκος: «πρόσεξε μη φερθείς πάλι σαν γάιδαρος εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς πρέπει άνθρωποι». 2. ο αφιλότιμος, ο αχάριστος: «τον βοήθησα μ’ όλες μου τις δυνάμεις και δεν είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ ο γάιδαρος». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά)χαρακτηρίζει το παιδί που δεν είναι πια μικρό, που μεγάλωσε αρκετά και για το λόγο αυτό πρέπει να συμπεριφέρεται και ανάλογα: «έγινε κοτζάμ γάιδαρος κι ακόμη θέλουν να τον νταντεύουν». Υποκορ. γαϊδαράκος, ο. (Τραγούδι: ντε κυρ γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ’ άλλα γάιδαρέ μου κουτεντέ)· βλ. και λ. γαϊδούρι. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, λέγεται για τους αισχρούς ανθρώπους, που με διάφορα γλυκόλογα και ψεύτικες ευγένειες προσπαθούν να μας παρασύρουν ώστε να μας εκμεταλλευτούν: «μην πιστεύεις στις ευγένειες και στα γλυκόλογά του, γιατί είναι αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα και θα την πατήσεις»· 
- αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, α. αυτός που αδικείται ή καταπιέζεται, πρέπει μόνος του να αντιδρά, αν θέλει να βρει το δίκιο του ή να βελτιωθεί η κατάστασή του: «πιάσ’ τ’ αφεντικό σου, ρε παιδάκι μου, και πες του πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η αποικιοκρατική κατάσταση, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, κορόιδο, ε κορόιδο!». β. πρέπει να διαμαρτύρεσαι, να απαιτείς δυναμικά αυτό που θέλεις να πετύχεις: «έτσι με το σταυρό στο χέρι όπως πας, όλοι θα σε εκμεταλλεύονται στη ζωή σου, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εγώ είμαι αυτός που υποφέρω, εσύ τι ζόρι τραβάς, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι». Συνών. αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. φρ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, δηλώνει πως δεν πρέπει να υπολογίζουμε καθόλου στις υποσχέσεις των διοικούντων, των πολιτικών: «μην πιστεύετε αυτά που σας υπόσχεται για να τον ψηφίσετε, γιατί αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα»·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, ο καθένας πρέπει να κανονίζει τη ζωή του ανάλογα με τις δυνατότητές του ή τις περιστάσεις που του τυχαίνουν: «αφού δεν έχει τη δυνατότητα να ξοδεύει για γλέντια και διασκεδάσεις, όπως κάνουν οι άλλοι, κάθεται στο σπιτάκι του, γιατί βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε»·
- γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει, όταν κάποιος δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει σε βάρος σου, αγνόησέ τον: «στενοχωριέσαι που ασχολείται συνεχώς μαζί σου; Γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος τον πονεί, βλ. λ. κώλος·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, λέγεται για ασήμαντο γεγονός που δεν ενδιαφέρει κανέναν: «το βράδυ θα ’ρθει μαζί μας κι ο φίλος του τάδε. -Γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι»·
- γάιδαρος με λοφίο, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. συνηθέστ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με πατέντα, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με περικεφαλαία, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε τον πολύ αγενή, ανάγωγο, αδιάντροπο, άξεστο, αναίσθητο, αφιλότιμο, αχάριστο άνθρωπο: «με τη συμπεριφορά του έχει αποδείξει πολλές φορές, πως είναι γάιδαρος με περικεφαλαία, γι’ αυτό και τον πετάξαμε απ’ την παρέα μας»·
- γάιδαρος ξεσαμάρωτος ή γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. φρ. γαϊδούρι ξεσαμάρωτο, λ. γαϊδούρι·
- γκαστρώνει γάιδαρο ή γκαστρώνει και γάιδαρο, βλ. φρ. σκάει γάιδαρο·
- δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, λέγεται στην περίπτωση που βλέπουμε να ανταλλάσσουν ευτελείς κολακείες ανάξιοι άνθρωποι: «επειδή είναι πλούσιοι, έχεις την εντύπωση πως έχουν αξιοπρέπεια απάνω τους! Δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, αγόρι μου»·
- δένω το γάιδαρό μου, α. λύνω το οικονομικό ή επαγγελματικό μου πρόβλημα, εξασφαλίζομαι οικονομικά ή επαγγελματικά: «έστησε μια καλή δουλειά κι έχει δέσει το γάιδαρό του». β. διατηρώ μόνιμο ερωτικό δεσμό: «δεν ενδιαφέρεται για άλλες γυναίκες, γιατί έχει δέσει το γάιδαρό του». γ. παντρεύομαι, ιδίως καλοπαντρεύομαι: «πήρε την κόρη του τάδε εργολάβου κι έχει δέσει το γάιδαρό του»·
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, λέγεται ειρωνικά για δυο άτομα που ανταγωνίζονται για την κατοχή πράγματος που όμως είναι ξένης ιδιοκτησίας: «απ’ τη μια οι Τούρκοι, η Κύπρος είναι τουρκική, απ’ την άλλη οι Άγγλοι, η Κύπρος είναι αγγλική, δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδάκι μου, γιατί δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι γεμάτος από μεγάλα ελαττώματα ή κουσούρια, κατηγορεί ή κοροϊδεύει κάποιον που έχει λιγότερα και μικρότερα ελαττώματα·
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. φρ. παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; λ. γαϊδούρι·
- έφαγα σαν γάιδαρος, έφαγα πάρα πολύ: «πεινούσα τόσο πολύ, που έφαγα σαν γάιδαρος»·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, α. (απειλητικά) θα σε επιπλήξω πολύ αυστηρά, θα σε βρίσω άγρια: «για πρώτη φορά στη χαρίζω, αλλά, αν ξαναργήσεις στη δουλειά, θα σου χέσω το γάιδαρο». β. θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου χέσω το γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος ήταν κάποτε για τις αγροτικές οικογένειες από τα πιο χρήσιμα ζώα για τις δουλειές τους·
- κάνω υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), λέγεται ειρωνικά για άτομο που, ενώ του χαρίζουν κάτι, το εξετάζει για να δει σε πόσο καλή κατάσταση βρίσκεται ή πόσο αξίζει·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, λέγεται για πλεονέκτη, που απαιτεί περισσότερα από αυτά που του προσφέρουν·
- κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, βλ. λ. φωνή·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, βλ. λ. ουρά·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να συμβουλεύεσαι αυτόν τον παλιάνθρωπο; Μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές». Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- να φας του γαϊδάρου πο ’χει, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται κάτι λέγοντάς μας όχι·
- νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, ένιωσα μεγάλη ντροπή: «μόλις ο τάδε ανέφερε δημόσια πως γυρνούσα μέσα στους δρόμους μεθυσμένος, νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα»· βλ. και φρ. τον ανέβασαν στο γάιδαρο·
- ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα, ο αγενής, ο ανάγωγος, ο αδιάντροπος, ο άξεστος, ο αναίσθητος, ο αφιλότιμος, ο αχάριστος άνθρωπος, είναι αδύνατο να αλλάξει χαρακτήρα: «μόλις ανέβηκε οικονομικά, προσπάθησαν οι φίλοι του να του μάθουν τρόπους για να τον μπάσουν και σε κανένα σαλόνι, αλλά ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα». Συνών. ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, ο φτωχός και ο ταλαίπωρος άνθρωπος υπομένει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του: «όλοι, όταν τα ’χουνε κι είναι βολεμένοι, κάνουν τους περήφανους και τους μυγιάγγιχτους, όμως, ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει»·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, απειλητική έκφραση υπό τύπο αστεϊσμού, ιδίως ανάμεσα σε παιδιά, για όποιον που παρά την απαγόρευση, μιλήσει·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, όποιος κάνει παρέα με κατώτερους ανθρώπους, με αγροίκους, θα τον κακομεταχειρίζονται, ή όποιος ανακατεύεται σε ανάξιες υποθέσεις, τότε σίγουρα θα βγει ζημιωμένος: «καλά έπαθες και την πάτησες που συνεταιρίστηκε μ’ αυτό το κάθαρμα, γιατί έπρεπε να ξέρεις πως, όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει»·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, όποιος έχει κακές συναναστροφές, υφίσταται και τις συνέπειες: «είναι αλήτης αυτός που κάνεις παρέα και πρόσεχε, γιατί, οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του»·
- πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν έχει προσωπική γνώμη, που δέχεται ευκολόπιστα κάποια γνώμη, χωρίς καν να την εξετάσει ή που υποχρεώνεται από ανάγκη να δέχεται τη γνώμη του άλλου, ακόμη και αν αυτή είναι παράλογη: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί αυτός είναι πετάει ο γάιδαρος; Πετάει || απ’ τη στιγμή που έχει την ανάγκη του τι να κάνει! Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει για περισσότερη έμφαση με το μαζί με το σαμάρι. Αναφορά σε παιδικό παιχνίδι, που, κάθε φρ. του παιδιού που διευθύνει το παιχνίδι, αρχίζει με το πετάει πετάει·
- σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, α. είναι μικρής νοημοσύνης: «μέχρι να καταλάβει αυτό που του λες, σκάει γάιδαρο». β. είναι πολύ εκνευριστικός: «σκάει γάιδαρο με τις ιδιοτροπίες του». γ. είναι πολύ ισχυρογνώμονας: «μέχρι να τον κάνεις να αλλάξει γνώμη, σκάει γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος είναι ένα ζώο με μεγάλη υπομονή, αλλά και με μεγάλο πείσμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, λέγεται για πειραματισμό, για προσπάθεια που γίνεται δοκιμαστικά ή που γίνεται για πρώτη φορά με αμφίβολη επιτυχία πάνω σε ανήμπορο ή κακομοίρη άνθρωπο, και που επιπλέον του φορτώνουν ή του χρεώνουν τις δυσάρεστες συνέπειες: «κάθε καινούρια ιδέα τ’ αφεντικό του τη δοκιμάζει πάνω στον κηπουρό του, γιατί βλέπεις, στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό». Συνών. στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα·
- τον ανέβασαν στο γάιδαρο, τον διαπόμπεψαν: «μόλις τον έπιασαν να χαϊδεύει το μικρό κοριτσάκι, τον ανέβασαν στο γάιδαρο». Ο τρόπος αυτός διαπόμπευσης ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου και μάλιστα έβαζαν το άτομο που διαπόμπευαν να καθίσει ανάποδα στη ράχη του γαϊδάρου και τον υποχρέωναν να κρατά ως χαλινάρι την ουρά του· βλ. και φρ. νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, λέγεται στην περίπτωση που νιώθουμε πέρα ως πέρα εξαντλημένοι, όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας επίπονης υπόθεσης ή εργασίας: «έμειναν πενήντα μέτρα ακόμα για να τελειώσω την ασφαλτόστρωση του δρόμου κι έτσι μου ’ρχεται να τα παρατήσω απ’ την κούραση που νιώθω. -Του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις· βλ. και φρ. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά·  
- του χέζω το γάιδαρο, α. τον επιπλήττω, τον καθυβρίζω: «τον είδα που ενοχλούσε γέρο άνθρωπο και του ’χεσα το γάιδαρο». β. τον δέρνω άγρια, τον ξυλοφορτώνω: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’χεσα το γάιδαρο κι ησύχασε»· 
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;) θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις που φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρημένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά·
- φορτώνομαι σαν γάιδαρος ή φορτώνομαι σαν το γάιδαρο, φορτώνομαι υπερβολικά: «κάθε Σάββατο πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και φορτώνομαι σαν γάιδαρος με όλα τα καλά»·
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, α. λέγεται στην περίπτωση που αποδίδονται λάθος ευθύνες, που τιμωρείται για μια πράξη ένας αθώος αντί τουπραγματικού ενόχου: «επειδή ο τύπος είναι ανεψιός του φίλου του, ο διευθυντής τα ’κανε πλακάκια με τον υποδιευθυντή κι έριξαν το βάρος στον καημένο το λογιστή. -Φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτούς που είναι πιο ισχυροί ή ανώτεροί του, ξεσπάει σε αυτούς που είναι πιο αδύναμοι ή κατώτεροί του: «επειδή τον κατσάδιασε άσχημα ο διευθυντής του, αυτός έβγαλε όλα τ’ απωθημένα του στα καημένα τα υπαλληλάκια, γιατί, βλέπεις, φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι».   
-χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, η καλή εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου δε συμβαδίζει πολλές φορές και με το χαρακτήρα του: «όσο και να φτιαχτεί, όσο και να καλλωπιστεί, να του πείτε πως χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι»· βλ. και φρ. ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα.  

γάλα

γάλα, το, ουσ. [<γάλα], το γάλα. 1. χυμός φυτού με γαλακτώδες χρώμα: «το γάλα της συκιάς». 2. ως επιφών. γάλα! βλ. συνηθέστ. τη φρ. εδώ το καλό το γάλα! Υποκορ. γαλατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, λέγεται ειρωνικά για πράγματα ανόμοια, που επιδέχονται  σύγκριση μεταξύ τους ή για τις ανοησίες, τις ασυναρτησίες, για τα λόγια κάποιου που δεν ευσταθούν: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο  της Παρασκευής το γάλα ο κύριος». Από το ότι την Παρασκευή οι καλοί χριστιανοί νηστεύουν και, ως εκ τούτου, δεν πίνουν γάλα· (βλ. και Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται, υπάρχουν ζημιές, σφάλματα που δεν επιδέχονται διόρθωση: «την είδα να φιλιέται με το φίλο μου γι’ αυτό θα τη χωρίσω, γιατί άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται»·
- άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις, όταν πάθει κανείς κάποια ζημιά, υφίσταται και τις συνέπειες: «πω πω, ρε γαμώτο, επένδυσα σε λάθος εταιρεία κι έχασα ένα σωρό λεφτά. -Άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- αρνάκι του γάλακτος, βλ. λ. αρνάκι·
- άντε πιες το γάλα σου! βλ. φρ. άντε πιες το γαλατάκι σου! λ. γαλατάκι· 
- βαφτίζω το γάλα, (ειρωνικά) το νερώνω: «του ’κανε μήνυση η αστιατρική επιθεώρηση, γιατί τον έπιασε να βαφτίζει το γάλα». Από παρομοίωση του ατόμου που βάζει νερό μέσα στο γάλα με τον ιερέα που ρίχνει νερό πάνω στο κεφάλι του νηπίου κατά το μυστήριο της βάφτισης·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- γάλα θα μοιράσουμε; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε κάποιον που μας κλείνει ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί: «γιατί να συναντηθούμε τόσο πρωί, ρε παιδάκι μου, γάλα θα μοιράσουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί. Αναφορά στους γαλατάδες που, παλιότερα, ξυπνούσαν από τα χαράματα και μοίραζαν το γάλα από πόρτα σε πόρτα, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Συνών. για κυνήγι θα πάμε; / για ψάρεμα θα πάμε(;)·
- δε χύθηκε το γάλα, δεν έγινε κάτι σοβαρό που να δικαιολογεί στενοχώρια, ανησυχία ή αναστάτωση: «μη στενοχωριέσαι που έσπασε το βάζο ο μικρός, δε χύθηκε το γάλα για να κάνεις έτσι!». Από το ότι, όταν παλιότερα στα φτωχικά σπίτια χυνόταν το γάλα, δημιουργούνταν μεγάλη στενοχώρια κι εκνευρισμός, γιατί δε θα έτρωγε η οικογένεια πρωινό·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, αντιπαρέρχομαι με ψυχραιμία κάποια ζημιά, κάποια καταστροφή: «ο σκοπός είναι να προσέχουμε και, όταν γίνει το κακό, δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα ή είναι όλα μέλι γάλα ή όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- εδώ το καλό το γάλα! λέγεται ειρωνικά ή θαυμαστικά, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα που έχει μεγάλο στήθος·
- είμαστε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- είναι άσπρος σαν το γάλα, έχει πολύ λευκή επιδερμίδα: «δεν έχει καθόλου καλή σχέση με τον ήλιο κι ακόμη και το καλοκαίρι είναι άσπρος σαν το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: κάψανε κι ένα σχολείο που ’ταν παρθεναγωγείο, κάψανε και τη δασκάλα που ’ταν άσπρη σαν το γάλα
- έκοψε το γάλα, αλλοιώθηκε η σύνθεσή του, χάλασε: «πέρασε η ημερομηνία λήξης κι έκοψε το γάλα»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- έχει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- κατεβάζω γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) αποκτώ την ικανότητα, μετά από εγκυμοσύνη να παράγω γάλα για να θηλάσω: «παλιότερα, όταν οι γυναίκες τύχαινε να μην μπορούν να κατεβάσουν γάλα, έδιναν τα νεογνά τους σε ειδικές βυζάχτρες». Πρβλ.: η καλή μας αγελάδα τρώει κάτω στη λιακάδα για να κατεβάσει γάλα, να το κάνουμε τυράκι, να το βάλουμε στο πιάτο, να σου πούμε ορίστε φάτο (Παιδικό ποίημα)·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. φρ. με το πρώτο μου το γάλα·
- με το πρώτο μου το γάλα, από τη γέννησή μου, από τα γεννοφάσκια μου: «με το πρώτο μου το γάλα έμαθα τι θα πει στη ζωή προδοσία κι αδικία». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- μου κόπηκε το γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) έχασα την ικανότητα να παράγω γάλα για να θηλάσω: «από έναν ξαφνικό τρόμο που ένιωσα μου κόπηκε το γάλα»·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι, λέγεται για κείνον που έπαθε κάποια μεγάλη ζημιά και στο εξής από φόβο ή προνοητικότητα αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα ακόμη και τις πιο ακίνδυνες καταστάσεις ή υποθέσεις. Συνών. κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, μεγάλος όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στης μάνας μου το γάλα στ’ ορκίζομαι, φως μου, εσύ ’σαι ο άνθρωπός μου. Πονάω και μ’ αρέσει, γιατί σ’ αγαπάω κι αγάπη σου ζητάω
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- σαν τη γελάδα που κλοτσά την καρδάρα με το γάλα, βλ. λ. γελάδα·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- το πρώτο γάλα, το γάλα του θηλασμού και, κατ’ επέκταση, η βρεφική ηλικία. (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα )·    
- τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τώρα τελείωσα με αυτό που είχα καταπιαστεί και είμαι ελεύθερος, έχω λεύτερο χρόνο να κάνω κάτι: «άργησες, ρε παιδάκι μου! -Τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τι να σου κάνω».

γαλατάκι

γαλατάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. γάλα], ιδίως εύχρ. στις φρ. άντε πιες το γαλατάκι σου! πιες πρώτα το γαλατάκι σου! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «άντε πιες το γαλατάκι σου, ρε παιδάκι μου, που θέλεις να μας κάνεις και το δάσκαλο!». Συνών. άντε ρούφα τ’ αβγουλάκι σου! ή ρούφα πρώτα τ’ αβγουλάκι σου! / άντε φάε τη φρουτόκρεμά σου! ή φάε πρώτα τη φρουτόκρεμά σου!  

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

καταπέτασμα

καταπέτασμα, το, ουσ. [<μτγν. καταπέτασμα <καταπετάννυμι], το καταπέτασμα·
- έφαγε το καταπέτασμα, α. έφαγε πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «όλο το βράδυ είχε πρόβλημα με το στομάχι του, γιατί, στο τραπέζι που μας είχαν καλέσει, έφαγε το καταπέτασμα». β. καταχράστηκε μεγάλα χρηματικά ποσά, ιδίως του δημοσίου: «όσο καιρό ήταν διευθυντής σε μια υπηρεσία του δημοσίου, έφαγε το καταπέτασμα». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «τουλάχιστον πέθανε χορτάτος στη ζωή του, γιατί έφαγε το καταπέτασμα». Συνών. έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον άμπακα / έφαγε τον περίδρομο·
- τρώω το καταπέτασμα, τρώω πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «όταν μου σερβίρουν φαγητό που μου αρέσει, τρώω το καταπέτασμα». Συνών. τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου / τρώω τον αβλέμονα / τρώω τον αγλέουρα / τρώω τον άμπακα / τρώω τον περίδρομο· βλ. και φρ. έφαγε το καταπέτασμα.

κότα

κότα, η, ουσ. [<θηλ. του μτγν. κόττος και κοττός (= πετεινός)], η κότα. 1. αυτός που είναι ανίκανος, ανάξιος, τιποτένιος: «πώς ν’ αναλάβει αυτή η κότα τέτοια δουλειά, που δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα!». 2. αυτός που είναι δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο κότα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις, το βάζει στα τέσσερα». Εδώ πολλές φορές μετά την εκφορά της πρότασης παρατηρείται κράξιμο του τύπου κο! κο! κο! 3. γυναίκα μικροπρεπής, ελαφρόμυαλη και κουτσομπόλα: «μόλις φεύγουν οι άντρες τους στη δουλειά, μαζεύονται οι κότες της γειτονιάς σε κάποιο σπίτι για τον πρωινό τους καφέ και το σχετικό κουτσομπολιό». (Τραγούδι: όχι λέμε στις κότες, όχι και στους ξενέρωτους, όχι λέμε στις κότες, όχι στους κυριλέ).4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα: «ξου, μουρή κότα, άδειασέ μας τη γωνιά!». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) άντρας που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη περιστασιακά και έναντι μικρής αμοιβής, χωρίς να είναι πούστης: «σε κάθε φυλακή υπάρχει πάντα μια κότα για να ξεχαρμανιάζουν οι άλλοι». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της κότας για να εξακριβώσει αν έχει αυτή αβγό· βλ. και λ. σουλτάνα. 6. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει και λέγεται συνήθως για περισσότερη έμφαση κότα λειράτη. Τέλος, ο γελοιογράφος Φωκίων Δημητριάδης παρίστανε ως κότα τον πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο εξαιτίας κάποιου σχολίου που είχε κάνει ο αείμνηστος πολιτικός για τους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Υποκορ. κοτούλα, η και κοτίτσα, η. Μεγεθ. κοτάρα, η. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- από δουλειά να φάν’ κι οι κότες, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. λεφτά·
- από μυαλό να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. μυαλό·
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βρήκε πηγή ωφελημάτων και την εκμεταλλεύεται συστηματικά χωρίς να κουράζεται διόλου: «απ’ τη μέρα που επέστρεψε απ’ την Αμερική ο θείος του, βρήκε την κότα που του κάνει τα χρυσά τ’ αβγά!». Συνών. βρήκε αγελάδα κι αρμέγει / βρήκε βυζί και βυζαίνει / βρήκε χήνα και τη μαδά·
- γελάν’ κι οι κότες μαζί του ή γελάν’ μαζί του κι οι κότες, είναι καταγέλαστος: «είναι τόσο ανόητο άτομο, που, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, γελάν’ κι οι κότες μαζί του»·
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, είναι τελείως αδαής, τελείως άπειρος, τελείως αθώος στη ζωή: «προς το παρόν δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, αλλά αργά ή γρήγορα θα τριφτεί κι αυτός στη ζωή, πού θα πάει!»·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- είναι (για) να τον κλαιν’ κι οι κότες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι κότες, είναι αξιολύπητος, έχει φτάσει στο μεγαλύτερο σημείο εξαθλίωσης, κατάντησε να τον λυπούνται και οι πιο ασήμαντοι: «όπως κατάντησε απ’ τις καταχρήσεις, είναι για να τον κλαιν’ κι οι κότες». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου το χάλι σου να το κλαίνε οι κότες, γιατί δεν κλειδώνουνε τις καρδιάς σου οι πόρτες). Συνών. είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες·
- είναι σαν την κότα και τ’ αβγό, βλ. φρ. η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα(;)·
- έκατσε σαν κότα, κάθισε κάπου χωρίς να αντιδρά καθόλου: «μόλις ο διευθυντής του ’βαλε τις φωνές, έκατσε σαν κότα ο δικός σου». Από την εικόνα της κότας, που δεν αντιδρά καθόλου όταν κάποιος βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της για να διαπιστώσει αν έχει αυτή αβγό·
- έχει μυαλό κότας, βλ. λ. μυαλό·
- η γριά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; δηλώνει αδυναμία απάντησης στο δίλημμα ποιο μεταξύ δυο είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, που κάνεις πως τα ξέρεις όλα, κι όλο εξυπνάδες έχεις στο μυαλό, πες μου, για να μάθω κι εγώ:ποιο έχει γίνει πρώτα; ή κότα ή τ’ αβγό;). Πολλές φορές, τίθεται ειρωνικά ως πρόβλημα σε κάποιον της παρέας που κάνει επίδειξη των γνώσεών του: «για πες μας, ρε μάγκα, εσύ που τα ξέρεις όλα, η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα;»·
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, λέγεται στις περιπτώσεις, όταν επαναλαμβάνονται πράγματα ή καταστάσεις εντελώς όμοιες: «δε θ’ αλλάξει τίποτα, παιδί μου, με τη νέα κυβέρνηση που ’ρθε στα πράγματα, γιατί, η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα»·  
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, έκφραση που δηλώνει πως πρέπει να δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας στους ευεργέτες μας: «μην είσαι αχάριστος στη ζωή σου, γιατί η κότα, όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό». Από το ότι, η κότα με κάθε γουλιά νερού που παίρνει, σηκώνει ψηλά το κεφάλι της για να την καταπιεί ευκολότερα·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. φρ. η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, λέγεται γι’ αυτούς που προκαλούν οι ίδιοι κακό στον εαυτό τους: «μην μπλέξεις μ’ αυτούς τους απατεώνες, γιατί σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της»·
- η παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- κάθεται σαν βρε(γ)μένη κότα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος και μακριά από τους άλλους: «μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, καθόταν σαν βρεγμένη κότα και δεν έλεγε τίποτα»·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, για να πετύχουμε στο σκοπό μας χρειάζεται επιμονή και υπομονή: «κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου για να βγούνε τα παιδιά σου, αλλιώς δε γίνεσαι γιατρός όπως ονειρεύεσαι»·
- κοιμάται με τις κότες, κοιμάται πάρα πολύ νωρίς: «δεν αντέχει στο ξενύχτι, γιατί από μικρός έχει μάθει να κοιμάται με τις κότες»·
- κότα λειράτη, α. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει: «είναι άδικο αυτή η κότα λειράτη να έχει μια τέτοια μοτοσικλέτα!». β. (γενικά) ο δειλός, ο φοβητσιάρης: «δε βλέπεις που είναι κότα λειράτη, γιατί τον αγριεύεις τον άνθρωπο!»·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κόκορας·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- … να φάν’ κι οι κότες, λέγεται για αφθονία αγαθών: «μας προσκάλεσε στο σπίτι του, αλλά δε μας είπες, ετοίμασε τίποτα φαγηγτά; -Να φάν’ κι οι κότες»·
- ξυπνώ με τις κότες, ξυπνώ πάρα πολύ πρωί: «για να είμαι στην ώρα μου στη δουλειά, ξυπνώ με τις κότες»·
- όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- πάει σαν κότα ή πάει σαν την κότα, προχωράει με αργό βηματισμό, είναι βραδυκίνητος, ή (για οδηγούς αυτοκινήτων και άλλων τροχοφόρων) δεν αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα: «πώς να μην είσαι πάντα καθυστερημένος, αφού πας σαν την κότα || δεν ξαναμπαίνω στο αμάξι του, γιατί, έτσι όπως πάει σαν κότα, μου σπάει τα νεύρα»·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, βλ. λ. ζωή·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες·
- σηκώνομαι με τις κότες, βλ. φρ. ξυπνώ με τις κότες·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- το ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστο, είναι σε όλους γνωστό, δεν αποτελεί πια μυστικό: «το ξέρουν κι οι κότες πως, όποιος μπερδεύεται με την πολιτική, έχει ως πρωταρχικό σκοπό να κάνει την καλή του»·
- τον ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστος, είναι πολύ δημοφιλής: «ήθελε να περάσει απαρατήρητος στις διακοπές του για να ξεκουραστεί, αλλά στάθηκε αδύνατον, γιατί τον ξέρουν κι οι κότες».

λάδι

λάδι, το, ουσ. [<μσν. (ἐ)λάδιν <μτγν. ἐλάδιον, υποκορ. του αρχ. ἔλαιον], το λάδι. 1. λιπαντικό υγρό για μηχανές: «πρέπει ν’ αλλάξω τα λάδια της μηχανής || μετά το τρακάρισμα των δυο αυτοκινήτων ο δρόμος ήταν γεμάτος λάδια». 2. υγρό για την περιποίηση, αλλά κυρίως για την προστασία του δέρματος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες από τον ήλιο, το αντηλιακό: «μην παραλείψεις να βάλεις λάδι, όταν κατεβείς στη θάλασσα, γιατί σήμερα καίει ο ήλιος». 3. η ελαιογραφία: «στην έκθεσή του ο ζωγράφος παρουσίασε δέκα λάδια και δέκα ακουαρέλες». Τέλος, το λάδι το χρησιμοποιούν οι ξεματιάστρες για να δουν αν είναι κάποιος ματιασμένος. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής: παίρνουν ένα φλιτζανάκι του καφέ ή ένα ποτήρι με νερό και, αφού πρώτα αναφέρουν το όνομα του ενδιαφερόμενου, ρίχνουν μέσα μια σταγόνα λάδι. Αν η σταγόνα δε διαλυθεί μέσα στο νερό, σημαίνει ότι το άτομο είναι ματιασμένο και αρχίζει η διαδικασία του ξεματιάσματος. (Ακολουθούν 31 φρ.)·    
- άναψαν τα λάδια, είχα πολύ κοπιαστική πορεία, κουράστηκα πάρα πολύ περπατώντας: «δεν ήξερα τη διεύθυνσή του και μέχρι να τον βρω άναψαν τα λάδια || μέχρι να τελειώσω τη δουλειά άναψαν τα λάδια». Αναφορά στο λιπαντικό λάδι, ιδίως των μηχανών των αυτοκινήτων που, όταν ζεσταθούν πολύ, δημιουργούν πρόβλημα στην κίνηση του αυτοκινήτου·
- βάζω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
- βγαίνω απάνω σαν το λάδι, τα βολεύω, τα καταφέρνω, επιπλέω παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω στη ζωή: «όποια δυσκολία κι αν του τύχει, βρίσκει πάντα τον τρόπο να βγαίνει απάνω σαν το λάδι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν όλες τις στολίσει, έξυπνα πια θα φροντίσει, ώσπου να ’ρθει το βραδάκι η Λενιώ να βγει λαδάκι).Από την εικόνα της σταγόνας του λαδιού που, όταν τη ρίξουμε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, έρχεται και επιπλέει στην επιφάνειά του·
- βγαίνω λάδι, καταφέρνω να αθωωθώ, αθωώνομαι ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «έφερε έναν ψευδομάρτυρα στη δίκη και βγήκε λάδι»·
- είναι λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, δεν ταράσσει τίποτε την επιφάνειά της, είναι εντελώς ακύμαντη: «αν δεν είναι λάδι η θάλασσα, δεν αποφασίζει να κάνει μπάνιο, γιατί φοβάται το κύμα»·
- είχε λάδι (ενν. το καντήλι του), διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε λάδι ο κωλόφαρδος, γιατί τη γλίτωσε μόνο με μερικούς μώλωπες»·
- η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, βλ. λ. τέχνη·
- κιούπι με λάδι, βλ. λ. κιούπι·
- με βγάζουν λάδι, με αθωώνουν ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «λάδωσα ένα κάρο κόσμο για να με βγάλουν λάδι στη δίκη»·
- μου βγάζουν το λάδι, με καταβασανίζουν, με καταταλαιπωρούν, με πιέζουν υπερβολικά: «μου ’βγαλαν το λάδι μέχρι να μου ξοφλήσουν το λογαριασμό || μου βγάζουν το λάδι κάθε μέρα στη δουλειά»·
- μου βγαίνει το λάδι, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, εξαντλούμε υπερβολικά: «κάθε μέρα μου βγαίνει το λάδι για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα μάτια, μέση αλφάδι μ’ έκανες να τρελαθώ μάγκα, μου ’βγαλες το λάδι και μπορεί να σκοτωθώ
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. συνηθέστ. φάε λάδι κι έλα βράδυ·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, με λόγια ή πράξεις αναζωπυρώνω, υποδαυλίζω άσχημη κατάσταση ή παλιά έχθρα: «όταν είναι αυτοί οι δυο στην παρέα, δε θέλω να μιλάς για την τάδε, που ήταν η αιτία του μαλώματός τους, γιατί ρίχνεις λάδι στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, καίγομαι, καίγομαι, ρίξε με σε θάλασσα πλατιά
- σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία, λέγεται ειρωνικά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον σε τυχερό παιχνίδι (ιδίως χαρτιά ή τάβλι) και είμαστε κατά πολύ ανώτεροι από αυτόν, ή, όταν αισθανόμαστε ηθική δέσμευση, ώστε να μην ξευτελίσουμε τόσο απροκάλυπτα κάποιον: «αν παίξω τάβλι μαζί σου, είναι σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία»·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- σώθηκε το λάδι του, βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου ή πέθανε: «σώθηκε το λάδι του και δεν πρόλαβε να δει αποκαταστημένα τα παιδιά του». Από την εικόνα του καντηλιού που σβήνει, όταν τελειώσει το λάδι του·
- τέλειωσε το λάδι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του·
- τον βγάζω λάδι, καταφέρνω να τον αθωώσω, αν και είναι ένοχος: «δωροδόκησε τους δικαστές ο πατέρας του και τον έβγαλαν λάδι»·
- του βάζω λάδι, τον βαφτίζω: «αφού του ’βαλε λάδι τρελός νονός, περίμενες προκοπή απ’ αυτόν τον άνθρωπο!»·
- του βγάζω το λάδι, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον πιέζω υπερβολικά: «τον έχω στη δουλειά μου και κάθε μέρα του βγάζω το λάδι || αν δε του ’βγαζα το λάδι, δε θα μου έδινε πίσω αυτά που μου χρωστούσε»·
- τραβώ λάδι, αντλώ από δοχείο ή από βαρέλι: «πήρε την τρόμπα και τράβηξε λάδι απ’ το βαρέλι»·
- τσιγαρίζομαι στο λάδι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «έπεσε έξω στη δουλειά του και τώρα τσιγαρίζεται στο λάδι»·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. φρ. τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο. (Λαϊκό τραγούδι: και τεφτέρι και μολύβι τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι παρ’ εκτός απ’ την αγάπη έχουμε και το χασάπη
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση για εσφαλμένους λογαριασμούς, ιδίως στην περίπτωση εσφαλμένης μοιρασιάς, που γίνεται από δόλο: «εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, γιατί δε γίνεται τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο»·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο ή τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που προσπαθεί να μας εξαπατήσει, ιδίως σε κάποιο λογαριασμό ή σε κάποια μοιρασιά, όταν είναι ολοφάνερο πώς πρέπει να γίνει ο λογαριασμός ή η μοιρασιά·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, το υπονοούμενο στη φρ. είναι η ερωτική πράξη, γιατί το λάδι θεωρείται ελιξίριο ή δυναμωτικό·
- χάνει λάδια, πάσχει διανοητικά: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον άνθρωπο, γιατί χάνει λάδια». Από την εικόνα της μηχανής που, όταν χάνει λάδια, δουλεύει προβληματικά·
- χοντρό λάδι, παχύρρευστο λιπαντικό μηχανής: «χρησιμοποιώ για τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου την τάδε μάρκα, που είναι χοντρό λάδι»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά.  

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μεθώ

μεθώ κ. μεθάω, ρ. [<μσν. μεθῶ, από το ἐμέθυσα, αόρ. του αρχ. ρ. μεθύω], μεθώ. α. βρίσκομαι σε κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, έντονης ευφορίας: «οι στρατιώτες μέθυσαν απ’ τη νίκη τους και φιλούσε ο ένας τον άλλον απ’ τη χαρά τους». (Τραγούδι: γλυκιά Ναπολιτάνα με τη ματιά την πλάνα, μαζί όταν χορεύουμε, τρελαίνομαι, μεθώ). β. κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, έντονης ευφορίας: «τον μέθυσε η πρόσφατη επιτυχία του». γ. βρίσκομαι υπό την επήρεια έντονου συναισθήματος: «μέθυσα με τα φιλιά της». (Λαϊκό τραγούδι: λιώνω και μεθάω δες πώς σπαρταράω σβήνω μες στα χέρια σου. Λιώνω και μεθάω κοίτα πώς πετάω να καώ στ’ αστέρια σου
- μεθώ από χαρά, βλ. λ. χαρά·
- ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει, βλ. λ. παίζω·
-όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε, όταν ο άνθρωπος μεθάει ξεχνάει τις στενοχώριες του: «με τόσες στενοχώριες που έχει ο φουκαράς το ’ριξε στο πιοτό, γιατί όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε).

μέλι

μέλι, το, ουσ. [<αρχ. μέλι], το μέλι. 1. λέγεται για κάτι που είναι πολύ γλυκό: «σου ζήτησα να ρίξεις λίγη ζάχαρη στον καφέ κι εσύ μου τον έκανες μέλι || φάγαμε ένα καρπούζι που ήταν μέλι || τα σταφύλια ήταν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: στ’ Αποστόλη την παράγκα στεφανώσαν έναν μάγκα, με στεφάνι από τ’ αμπέλι κι ήπιαμε κρασάκι μέλι). 2. (ειδικά για φιλί) που προσφέρει έντονη ηδονή. (Λαϊκό τραγούδι: αγαπάω μια τσιγγάνα λυγερόκορμη ψηλή, που ’χει αμύγδαλα τα μάτια και το μέλι στο φιλί). 3. λέγεται για κάτι, που μας είναι πολύ ευχάριστο και για το λόγο αυτό το επαναλαμβάνουμε πολύ συχνά: «καλά, ρε παιδάκι μου, μέλι έχει το σπίτι της και δεν ξεκολλάς από κει μέσα;». 4. ως επιφών. μέλι! ή μέλια! λέγεται ειρωνικά, όταν βλέπουμε κάποιο ζευγάρι να φιλιέται, ιδίως σε δημόσιο χώρο. (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να πετυχαίνουν μεγάλα, σπουδαία πράγματα: «στη ζωή μας άλλοι είναι πλασμένοι για τα μεγάλα και θαυμαστά κι άλλοι για τ’ απλά και καθημερινά, γιατί αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι»·
- γλυκό(ς) σαν μέλι, λέγεται για οτιδήποτε είναι πολύ γλυκό(ς): «ήπια έναν καφέ, που ήταν γλυκός σαν μέλι || το φιλί της είναι γλυκό σαν μέλι»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, ύστερα από περίοδο διαφωνίας ή ψυχρότητας ανάμεσα σε δυο άτομα, επήλθε συμφωνία, συμβιβασμός, ομόνοια: «αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, έγιναν όλα μέλι γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: πόνα με μια στάλα δίπλα μου ξανά ’λα βάζω το κρασί βάλε το φιλί κι όλα μέλι-γάλα
- είμαστε μέλι γάλα, έχουμε πολύ καλές σχέσεις: «κάποτε ήμασταν στα μαχαίρια, αλλά τώρα είμαστε μέλι γάλα»·
- είναι ακόμη στο μέλι, (ιδίως για νιόπαντρο ζευγάρι) είναι στον πρώτο καιρό του έγγαμου βίου του και δείχνει πως ζει σε πελάγη ευτυχίας, σε αντιδιαστολή με τα επόμενα χρόνια που θα αρχίσουν να παρουσιάζονται οι πρώτες δυσκολίες ή τα πρώτα προβλήματα του έγγαμου βίου: «παντρεύτηκαν πριν από λίγο καιρό και ζουν σαν πιτσουνάκια, γιατί είναι ακόμη στο μέλι. Ας περάσουν μερικά χρόνια και τα λέμε». Τις πιο πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, λέγεται για άτομο που είναι γλυκομίλητο και ικανό: «είναι περιζήτητος στις παρέες αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι»·
- είναι όλα μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- έχει το μέλι στο χέρι, έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το μέλι στο χέρι κάνει ό,τι θέλει»·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- καρύδια με το μέλι, βλ. λ. καρύδι·
- κιούπι με μέλι, βλ. λ. κιούπι·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, βλ. λ. μύγα·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, όποιος αγαπά τις ερωτικές απολαύσεις, δεν υπολογίζει τους κινδύνους που μπορεί να διατρέξει μέχρι τη στιγμή που θα τις γευτεί: «τα ’χει με μια παντρεμένη και το κάνουν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, αλλά όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια»· βλ. και φρ. όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, όποιος έρχεται σε συχνή επαφή ιδίως με ξένα χρήματα, τότε μπαίνει στον πειρασμό και οικειοποιείται μερικά: «μην αφήνεις ξένο άνθρωπο να κάθεται στο ταμείο σου, γιατί όποιος πιάνει μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του»·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, όποιος δεν κοπιάζει, δεν αγωνίζεται στη ζωή του δεν πρέπει να έχει απολαβές, να αμείβεται: «εσύ να μην παραπονιέσαι πως περνάς δύσκολα, γιατί όλη μέρα κάθεσαι αραχτός στο καφενείο κι όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι». Πρβλ. ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω (Απόστολος Παύλος)·
- παστέλι με το μέλι! βλ. λ. παστέλι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, λέγεται για παντρεμένους ή για ερωτικό ζευγάρι που άλλοτε περνούν περίοδο μεγάλης αγάπης και άλλοτε ζουν σε έντονη αντιπαράθεση: «σαν όλα τα ζευγάρια έτσι κι αυτοί πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια»·
- σελήνη του μέλιτος, βλ. συνηθέστ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- στάζουν μέλι τα χείλη της ή τα χείλη της στάζουν μέλι, είναι πολύ φιλήδονα: «τρελαίνεσαι να τη φιλάς, γιατί τα χείλη της στάζουν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, γιαχαμπίμπι αχ, γιαλελέλι αχ, τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αχ 
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, όλες οι περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, στην κάθε περίπτωση χρησιμοποιούμε και τα κατάλληλα μέσα: «σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνει κάνει διαφορετικούς υπολογισμούς, γιατί τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι»·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. φρ. είμαστε μέλι γάλα·
- τα χείλη της είναι μέλι, βλ. λ. χείλι·
- ταξίδι του μέλιτος, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, βλ. λ. ξίδι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει μέλι, βλ. λ. στόμα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. φρ. τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, λ. μαρμελάδα·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, δηλώνει πως οι υλικές απολαύσεις περνούν σύντομα, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές που διαρκούν: «ένα καλό βιβλίο δεν είναι φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, όπως συμβαίνει με μια ευχάριστη βραδιά στα μπουζούκια».

νερό

νερό κ. νιρό, το, ουσ. [<πρώιμο μσν. νερόν <μτγν. νηρόν <αρχ. επίθ. νεαρόν ὕδωρ (= φρέσκο νερό)], το νερό. 1. το νερό της βροχής, η βροχή: «τ’ απόγευμα έριξε τόσο νερό, που έπνιξε την πόλη». Πρβλ.: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα. 2. η επανάληψη του ξεπλύματος ενός ρούχου μετά το πλύσιμό του με σαπούνι ή απορρυπαντικό: «επειδή το πουκάμισο ήταν πολύ λερωμένο το ’κανε δυο νερά». 3. το υγρό που μαζεύεται σε κάποιο σημείο του σώματος από παθολογικά αίτια: «η πληγή του άρχισε να μαζεύει νερό». 4. (για φαγητά) που περιέχουν πολύ περισσότερο νερό ή άλλο υγρό από το κανονικό, το νερομπούλι: «η φασουλάδα ήταν σκέτο νερό». 5α. στον πλ. τα νερά, κυματοειδείς αποχρώσεις σε μάρμαρο, κρύσταλλο ή ξύλο: «τα νερά του ξύλου ήταν εμφανέστατα || τα νερά του μάρμαρου σου έδιναν την εντύπωση πως σχημάτιζαν διάφορες μορφές». β. το αυλάκι που αφήνει πίσω του το σκάφος που πλέει: «κάθε τόσο βουτούσαν οι γλάροι μέσα στα νερά που άφηνε πίσω του το καράβι». γ. λέγεται για θάλασσα ή για τμήμα θάλασσας, ή για ποσότητα νερού ποταμού ή λίμνης: «το πρωί το καράβι μπήκε στα νερά της πατρίδας μας || τα νερά του Αιγαίου || τα νερά του ποταμού πλημμύρισαν τον κάμπο». Υποκορ. νεράκι κ, νιράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 119 φρ.)·
- άγνωστα νερά, περιοχές ή καταστάσεις που δε γνωρίζουμε, στις οποίες δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε ή να συμπεριφερθούμε: «δεν μπορούσα να συμπεριφερθώ με άνεση, γιατί βρισκόμουν σε άγνωστα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάμε πάμε μακριά, σ’ άλλους τόπους σ’ άγνωστα νερά). Από τη ναυτική ορολογία·
- αθάνατο νερό, βλ. λ. αθάνατος·
- ακόμη λέει το νερό μπου, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «δε βλέπει που ακόμη λέει το νερό μπου, θέλει να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητο!». Από το ότι το μπου παραπέμπει στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, οι ανοιξιάτικες βροχές είναι πολύ χρήσιμες στη γεωργία·  
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, παρέχω νερό σε μια περιοχή που βρίσκεται σε αρδευτικά κανάλια: «οι υπεύθυνοι άνοιξαν τα νερά για να ποτίσουν οι αγρότες τον κάμπο»·
- ανοίγω το νερό, ανοίγω τη βρύση ή το διακόπτη του δικτύου της ύδρευσης για να τρέξει το νερό: «τώρα που επιδιόρθωσα τη βλάβη, μπορείς ν’ ανοίξεις το νερό»·
- απότομα νερά, (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες) αυτά που βαθαίνουν απότομα και υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει να πνιγεί κάποιος: «πρόσεχε εκείνο το σημείο, γιατί υπάρχουν απότομα νερά»· 
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, (στη γλώσσα της αργκό) μπλέκομαι σε δουλειές, καταστάσεις ή υποθέσεις που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «από τον καιρό που άρχισε ν’ αρμενίζει σε βαθιά νερά, έχει ένα  σωρό προβλήματα»·
- αρμυρό νερό, το νερό της θάλασσας σε αντιδιαστολή με το νερό των ποταμών και των λιμνών που είναι γλυκό: «κατάπιε πολλούς λεβέντες τ’ αρμυρό νερό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, άντε, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό
- βάζω νερό στο κρασί μου, α. μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου: «αν δεν έβαζα νερό στο κρασί μου, θα είχαμε γίνει βίδες». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί του για να μετριάσει τη δύναμη του αλκοόλ. β. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «λέω να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου για να μπορέσουμε να κλείσουμε τη συμφωνία»·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, α. τακτοποιώ με επιτυχία τις υποθέσεις μου: «τώρα που έβαλα το νερό στο αυλάκι, μπορώ να πάω κι εγώ διακοπές». β. δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επαγγελματική ή την οικονομική  μου αποκατάσταση: «τώρα που πήρα κι εγώ το πτυχίο του μηχανικού, έβαλα το νερό στ’ αυλάκι»·
- βγάζω νερό, αντλώ: «έφερα το κατάλληλο μηχάνημα για να βγάλω νερό στο χωράφι»·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βρίσκομαι έξω από το γνωστό περιβάλλον μου και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα: «κάθε φορά που βγαίνω απ’ τα νερά μου, νιώθω σαν μηδενικό». Από την εικόνα του ψαριού που τινάζεται στη στεριά και σπαρταράει τρομαγμένο, ή από την εικόνα του πλοίου που χάνει τη ρότα του και πλέει χωρίς να ξέρει πού πάει·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, έχω κάποιο όφελος, κάποια ωφέλεια: «όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά και μόνο τον τελευταίο καιρό βλέπω νερό στην αυλή μου || τώρα που βγήκε το κόμμα μας, θα δούμε νερό στην αυλή μας»·
- γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών σε αντιδιαστολή με το νερό της θάλασσας που είναι αρμυρό·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν παίρνει άλλο νερό, η δουλειά ή η υπόθεση δεν μπορεί να μεταβληθεί περαιτέρω προς όφελός μας: «ό,τι κάναμε, κάναμε, γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε, γιατί δεν παίρνει άλλο νερό η υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει τη δυνατότητα να βάλει περισσότερο νερό στο κρασί του, γιατί ήδη έχει βάλει αρκετό·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τα νερά μου·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ένα νερό, ένα ποτήρι νερό: «σε παρακαλώ, μου δίνει ένα νερό;». (Δημοτικό τραγούδι: ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο να πιω
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έρχομαι στα νερά του, βλ. συνηθέστ. πάω με τα νερά του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε λοιπόν, άντε, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά μου κι να μη ξηγιέται φλου, ω, μάμυ μπλου
- έσπασαν τα νερά της, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα του τοκετού ή άρχισε η διαδικασία του τοκετού: «την ώρα που την έβαζαν στο χειρουργείο, έσπασαν τα νερά της και η γέννα είχε ομαλή εξέλιξη»·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, οι προσπάθειές του, ο αγώνας του, για κάποιον λόγο δεν απέδωσε την τελευταία στιγμή τα αναμενόμενα οφέλη, ωφελήματα·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. φρ. έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. φρ. τρέχει νερό στις φλέβες του·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η δουλειά κάνει νερά, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά σηκώνει νερό, βλ. λ. δουλειά·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό ή η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «φέτος μπήκε στο πανεπιστήμιο και θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο του στο χέρι»·
- θα πούμε το νερό νεράκι, θα έχουμε σοβαρή έλλειψη νερού: «αν συνεχιστεί αυτή η ανομβρία, θα πούμε το νερό νεράκι»·
- θολώνω τα νερά, προκαλώ σύγχυση για να καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, είναι μάνα στο να θολώνει τα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, μα δε με ξεγελάς, στο λέω καθαρά).Από την εικόνα της σουπιάς, που, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, αφήνει πίσω της μελάνι για να ξεφύγει από το διώκτη της. Συνών. αμολάω μελάνι (β)·
- ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- κανόνι νερού, βλ. λ. κανόνι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω νερά, α. προσπαθώ να ενεργήσω ή ενεργώ διαφορετικά από ότι υποσχέθηκα, δεν κρατώ το λόγο μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα με βοηθήσει, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε νερά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο). Από την εικόνα της βάρκας που κάνει νερά και δεν έχει καμιά σταθερότητα ή κινδυνεύει να βουλιάξει. β. δεν είμαι πιστός στην επίσημη ερωτική μου σχέση, στον επίσημο ερωτικό μου δεσμό ή στο γάμο μου, τσιλημπουρδίζω: «δεν υπάρχει σήμερα κανένας άντρας που να μην κάνει νερά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν στο φλιτζάνι, καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά). γ. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα στη λειτουργία μου, χρειάζομαι επισκευή ή είμαι για πέταμα: «τις τελευταίες μέρες μου κάνει νερά το αυτοκίνητο και πρέπει να το πάω στο μηχανικό»·
- κάνω νερό, έχω ευκοιλιότητα: «όταν είμαι κρυωμένος κάνω νερό κάθε φορά που ενεργούμαι»·
- κάνω το νερό μου, κατουρώ, αφοδεύω: «πρέπει να πάω στην τουαλέτα, γιατί θέλω να κάνω το νερό μου»·
- κόβω το νερό, διακόπτω την παροχή του: «λόγο των έργων που γίνονται στην τάδε περιοχή, ο Ο.Υ.Θ. έκοψε το νερό»·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, λέγεται γι’ αυτούς που δεν αμείβονται ικανοποιητικά από την εργασία που προσφέρουν σε κάποιον: «έτσι κορόιδο θα είναι μια ζωή, γιατί κουβαλάει κρασί και πίνει νερό»·
- κουβαλάει νερό με το κοφίνι, βλ. λ. κοφίνι·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- μάτι νερού, βλ. λ. νερομάνα·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, βλ. λ. κόσκινο·
- μέσ’ στο νερό, σιγουρότατα: «μπορεί να πουληθεί πεντακόσια ευρώ μέσ’ στο νερό || είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει κι ο τάδε; -Μέσ’ στο νερό»·
- μήπως έχει κάτι το νερό; ή μήπως έχει το νερό κάτι; α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κάποιο τόπο και που συχνά πυκνά επανερχόμαστε σε αυτόν: «μήπως έχει κάτι το νερό και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την πόλη;». Πρβλ.: Θεσσαλονίκη μου, αρχόντισσα μεγάλη, η πιο περήφανη πατρίδα του ντουνιά, Θεσσαλονίκη είσαι μάγισσα μεγάλη κι απ’ το νερό σου όποιος πιει δεν σε ξεχνά! (Λαϊκό τραγούδι). β. λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο τόπο, σε κάποια περιοχή, συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές ή που συμβαίνουν πολύ σπάνια: «μήπως έχει κάτι το νερό στη Μύκονο και όλοι ερωτεύονται με το πρώτο; || στην Κρήτη και η πιο μικρή προσβολή ξεπλένεται με αίμα. -Μήπως έχει το νερό κάτι;». Συνών. στο κρύο το νερό·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου πάει νερό, α. έχω έντονη διάρροια: «κάθε φορά που κάθομαι σε ρεύμα, μέσα σε λίγη ώρα μου πάει νερό». Συνών. μου πάει ζουμί (α) / μου πάει τσίρλα (α). β. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «μα και βέβαια μου πάει νερό να τα βάλω μ’ αυτόν το γίγαντα || κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει νερό». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, η δουλειά, η υπόθεση που με απασχολούσε, ύστερα από πολλούς κόπους και προσπάθειες μπήκε στο σωστό δρόμο και ακολουθεί τη φυσική της εξέλιξη: «είχα πολλά προβλήματα με την δουλειά, αλλά τώρα που μπήκε το νερό στ’ αυλάκι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος»·
- νερό κι αλάτι (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε), έκφραση που δηλώνει αποδοχή πρότασης για συμφιλίωση: «τι λες τώρα, θα δώσουμε τα χέρια να φιλιώσουμε; -Νερό κι αλάτι». Από το ότι το νερό λιώνει το αλάτι, εικόνα που επεκτείνεται στο λιώσιμο κάθε ψυχρότητας που χώριζε δυο άτομα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, μόνο από τους πλούσιους μπορεί να περιμένει κανείς οφέλη: «ψάχνεις λεφτά για την εγχείρηση της γυναίκας σου, αλλά μην τα ζητάς από μας τα φτωχαδάκια και πάνε σε κάναν πλούσιο, γιατί όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- πάω με τα νερά του ή πηγαίνω με τα νερά του, δεν τον εναντιώνομαι, προσποιούμαι πως συμφωνώ μαζί του, συμφωνώ μαζί του ιδίως για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον, πάει με τα νερά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά // άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς
- πάω προς νερού μου, πηγαίνω για κατούρημα ή να αφοδεύσω: «λείπει ο τάδε, γιατί πήγε προς νερού του»·
- πέφτω στο νερό, κολυμπώ: «επειδή το πρωί έβγαλε αέρα, δεν έπεσα στο νερό»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, α. τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι απεριόριστα, γιατί έχω δεχτεί από αυτόν σπουδαία βοήθεια: «πίνω νερό στ’ όνομα του τάδε, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ’μουν σήμερα φυλακή». β. τον αγαπώ υπερβολικά: «πίνει νερό στ’ όνομα της γυναίκας του»·
- πληρώνω το νερό, πληρώνω στην αρμόδια επιχείρηση το λογαριασμό για την κατανάλωση νερού που έχω κάνει: «ξέχασα να πληρώσω το νερό και φοβάμαι μήπως μου το κόψουν»·
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια γουλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, πελαγώνει, τα χάνει με το παραμικρό πρόβλημα ή με την παραμικρή δυσκολία και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «πρέπει να ’σαι συνέχεια δίπλα να τον συμβουλεύεις, γιατί πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Συνών. πνίγεται στα ρηχά·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, δίνω σε κάποιον επιχειρήματα να αντεπεξέλθει σε μια αντιπαράθεσή του με κάποιον: «αν δεν έριχνες εσύ νερό στο μύλο του, δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει αυτά που υποστήριζα»·
- σαν νερό, λέγεται για οτιδήποτε εξαντλείται πολύ γρήγορα, ιδίως χωρίς να το αντιληφθούμε: «τον άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία κι αυτός την ξόδεψε σαν νερό κάνοντας τη μεγάλη ζωή || πέρασε η ζωή μου σαν νερό». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό,μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- σαν τα κρύα νερά ή σαν τα κρύα τα νερά ή σαν το κρύο νερό ή σαν το κρύο το νερό, (ιδίως για γυναίκα) που είναι πολύ γοητευτική, πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά || είναι όμορφη η γκόμενα του τάδε; -Σαν τα κρύα τα νερά»·
- σηκώνει νερό, α. λέγεται για λόγο ή πράξη που προκαλεί αρνητική εντύπωση και επισύρει σοβαρές συνέπειες: «αυτό που είπες σηκώνει νερό και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί μου». β. λέγεται για λόγο ή πράξη που αμφισβητείται και πρέπει να δοθούν διευκρινίσεις: «αυτό που είπες, σηκώνει νερό και πρέπει εδώ και τώρα να μου δώσεις εξηγήσεις». Από την εικόνα πολλών φαγητών που, όταν χυλώσουν, μπορεί κανείς να τα αραιώσει με νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση, για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η υπόθεση»·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, όποιος είναι ολιγαρκής στο φαγητό του έχει πολύ καλή υγεία: «ποτέ δε φουσκώνει την κοιλιά του όταν τρώει, γιατί όπως του έλεγε και ο παππούς του, σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό»·
- στάζει νερό από πάνω μου, τρέχει πολύς ιδρώτας από το κορμί μου: «κάθε φορά που κουράζομαι πολύ, στάζει νερό από πάνω μου»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα·
- στεκάμενα νερά ή στεκούμενα νερά, τα λιμνάζοντα: «η τάδε περιοχή είναι προβληματική, γιατί υπάρχουν πολλά στεκούμενα νερά || τα στεκάμενα νερά είναι πηγή ασθενειών»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- στο κρύο το νερό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού οφείλεται ώστε στον τόπο, στην περιοχή που βρισκόμαστε, να συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν ή που συμβαίνουν σπάνια σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές: «πού οφείλεται και δε μαλώνετε μεταξύ σας σ’ αυτό το χωριό; -Στο κρύο το νερό || που οφείλεται και στο χωριό σας η κάθε οικογένεια έχει πάνω από τέσσερα παιδιά; -Στο κρύο το νερό || πού οφείλεται και με το παραμικρό μαλώνετε στο χωριό σας; -Στο κρύο το νερό». Συνών. μήπως έχει κάτι το νερό(;)·  
- τα θολά νερά, κατάσταση όπου επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «ποτέ μου δεν ενεργώ στα θολά νερά». (Λαϊκό τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά, σαν τυφλό με περπατούσες στα θολά νερά
- τα νερά του πλοίου, η γραμμή η οποία  χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας, η ίσαλος γραμμή, τα ίσαλα του πλοίου·
- τα νερά του χαρτιού, εσωτερικές ραβδώσεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να τις δει, να τις ξεχωρίσει: «τα νερά του χαρτιού μπορούν να τα ξεχωρίσουν μόνο πεπειραμένοι χαρτέμποροι και τυπογράφοι». Όταν σκίζεις με τα χέρια σου ένα χαρτί προς τη φορά που είναι τα νερά του, τότε σχίζεται πολύ εύκολα και ίσια, όταν όμως επιχειρήσεις να το σκίσεις με φορά κόντρα προς τα νερά του, τότε σκίζεται κάπως πιο δύσκολα και ποτέ ίσια·
- τα φέρνω ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- ταράζω τα νερά, α. κάνω αίσθηση, προκαλώ, προτείνω κάτι καινούργιο που ανατρέπει τη δεδομένη κατάσταση: «μόλις έριξε το τάδε προϊόν στην αγορά, τάραξε τα νερά και τώρα όλοι προσπαθούν να τον μιμηθούν || το καλό που σου θέλω μην ταράζεις τα νερά, είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν θ’ αλλάξουν τώρα συμπεριφορά». β. ανακινώ ζήτημα, επαναφέρω στην επικαιρότητα παλιά υπόθεση: «με την πρότασή του, τάραξε τα νερά γύρω απ’ το θέμα των ναρκωτικών». Από την εικόνα της ταραγμένης θάλασσας, της φουρτούνας που φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που ήταν στο βυθό·
- ταράζω τα νερά (κάποιου), εμβάλλω ανησυχίες, υπόνοιες σε κάποιον, ιδίως ως προς την ειλικρίνεια των αισθημάτων του ατόμου που τον ενδιαφέρει ερωτικά: «κάπου κάπου ταράζω τα νερά για να με προσέχει περισσότερο, κι αυτό είναι παλιό γυναικείο κόλπο»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ να φτάσεις στην επιτυχία, γιατί το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη / στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι· 
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- το νερό που καίει, κάθε οινοπνευματώδες ποτό και ιδίως το ουίσκι ή τα διαφανή ποτά (βότκα, τζιν, τεκίλα), επειδή μοιάζουν με το νερό: «βάλε μου ένα από κείνο το νερό που καίει»·
- το νερό της λησμονιάς, βλ. λ. λησμονιά·
- το ξέρω νερό, βλ. φρ. το ξέρω νεράκι, λ. νεράκι·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- του γλυκού νερού, άπειρος, αδέξιος, ακατάρτιστος και, κατ’ επέκταση, επαγγελματίας χωρίς την πείρα του επαγγέλματος που ασκεί, ή άτομο που δεν έχει πείρα στη ζωή του, που δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό που απόκτησε πείρα ένεκα των πολλών δυσκολιών και ταλαιπωριών που παρουσιάζει το ναυτικό επάγγελμα·
- τραβώ νερό, αντλώ: «για να ποτίζω τα λουλούδια του κήπου μου, τραβώ νερό από ένα γειτονικό πηγάδι»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. μύτη·
- τρέχει νερό στις φλέβες του, α. δε θυμώνει εύκολα, δεν είναι οξύθυμος, είναι πολύ μαλακός, πολύ πράος: «ό,τι και να τον κάνεις, δε θυμώνει, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του». β. κατ’ επέκταση, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δε μαλώνει με κανέναν, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του»·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. ιδρώτας·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. φρ. φέρνω στα νερά μου (κάποιον)·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου, προσεταιρίζομαι κάποιον: «ήταν τόσο ανένδοτος, που είδα κι έπαθα να τον φέρω στα νερά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου να σε φέρω στα νερά μου)·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τα νερά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πώς μ’ έμπλεξες, κυρά μου, πώς μ’ έμπλεξες, κυρά, να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά)·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη·
- ψαρεύει σε θολά νερά ή ψαρεύει στα θολά νερά, α. προσπαθεί να αποκομίσει διάφορα προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση στην οποία επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «είναι στο στοιχείο του όταν ψαρεύει σε θολά νερά, γιατί πάντα βγαίνει κερδισμένος». β. ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα, επικίνδυνα με επιδιωκόμενο σκοπό το προσωπικό κέρδος: «πότε έχει και πότε δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάθε τόσο ψαρεύει σε θολά νερά»·    
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

νεροφίδα

νεροφίδα, η, ουσ. [<νερό + φίδι], η νεροφίδα· αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών: «έχω δει πολλούς να πίνουν, αλλά τέτοια νεροφίδα πρώτη φορά είδα στη ζωή μου»·
- πίνει σαν νεροφίδα, καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο ποτό, γιατί πίνει σαν νεροφίδα». Παρομοίωση της άνετης σχέσης πότη με ποτό με εκείνη της νεροφίδας μέσα στο νερό.

ξίδι

ξίδι, το, ουσ. [<μσν. (ὀ)ξίδιν <ὀξίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὄξος], το ξίδι. 1. χαρακτηρισμός κακής ποιότητας κρασιού: «φέρε μας άλλο κρασί, γιατί αυτό που μας σερβίρισες είναι σκέτο ξίδι». 2. στον πλ. τα ξίδια, (στη γλώσσα της αργκό) τα οινοπνευματώδη ποτά, ιδίως τα κρασιά, συνήθως που δεν είναι καλής ποιότητας: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ξίδια, χάλασε το στομάχι του». Από το ότι το ξίδι προέρχεται κυρίως από το κρασί. (Τραγούδι: δε γουστάρει ξίδια, καίει τα σανίδια να την η Γιαλαλαού). 3. ως επιφών. ξίδι! λέγεται σε περίπτωση που κάποιος είναι εκνευρισμένος ή θυμωμένος και του δίνεται ειρωνικά η συμβουλή να ρίξει ή να πιει ξίδι για αντίδοτο στα νεύρα του: «έχω κάτι νεύρα κι από το πρωί όλα μου φταίνε. -Ξίδι!». Παρομοίωση με το κρασί, που, όταν γίνεται ξίδι, δίνει την εντύπωση ότι βράζει (γι’ αυτό και χρησιμοποιείται η λέξη «θυμώνει» για να αποδώσει την οξική ζύμωση). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- ας πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να πιει ξίδι να ξεθυμώσει, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μας αναφέρει πως κάποιος του περιβάλλοντός μας ή κάποιος με τον οποίο έχουμε δοσοληψίες θύμωσε για συγκεκριμένη ενέργειά μας. (Λαϊκό τραγούδι: θα της περάσει ο θυμός μόλις θα πιει το ξίδι κι όταν θα μάθει πήγαμε γαμήλιο ταξίδι).Συνών. ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει / ας φάει σκόρδο ή ας φάει σκόρδο να ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει σκόρδο να ξεθυμώσει·
- βάζω τον κολιό στο ξίδι, βλ. λ. κολιός·
- εγώ στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, (στη γλώσσα της αργκό) εγώ στην κατανάλωση του αλκοόλ (δηλ. αλκοολικός) κι εσύ στη χρήση των ναρκωτικών (δηλ. πρεζάκιας)·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, οτιδήποτε μας δίνεται δωρεάν, είναι ευπρόσδεκτο: «μπορεί να σου το χάρισε αυτό το πράγμα, αλλά δε βλέπω πού μπορείς να το χρησιμοποιήσεις. -Τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι»·
- το αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, αυτός που είναι πολύ οξύθυμος, κάνει κακό στον εαυτό του: «μη νευριάζεις με το παραμικρό, γιατί το αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει»·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι.

όνομα

όνομα, το, ουσ. [<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα Περικλής»·
- ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι μεγάλος μπαγάσας»·
- αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους αλήτες που μπλέχτηκε»·
- αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι || μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
- βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου·
- βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’ όνομά μου»·
- βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου: «κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)· βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·   
- βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να βγαίνει τ’ όνομά σου
- για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
- για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
- για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
- γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
- γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος, ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’ όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα ’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
- δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών: «στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και φρ. ονόματα να μη λέμε·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
- δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα: «συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’ όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω τ’ όνομα (κάποιου)·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’ το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)   
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό: «ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος, νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’ όνομά του»·
- εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου, συλλαμβάνεστε»·
- εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
- έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες, γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά 
- έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β. δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην αγορά»·
- έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β. είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα στην αγορά»·
- έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω: «αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα». Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·  
- θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην τηλεόραση, έκανε όνομα»·
- κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’ όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’ αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
- κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό όνομα στην Ελλάδα»·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
- λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου
- λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
- με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’ όνομα»·
- μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
- μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν κι αγάπα με κι εσύ!
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
- μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος, γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση
- μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’ όνομα»·
- να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
- να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
- ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε, που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα, ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’ όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
όνομα και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
όνομα και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη, αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
- όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος, όνομα κι εξυπηρέτηση·
- ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε ονόματα·
- ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά). Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·  
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ.  πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου·
- πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
- πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και ρα σπάνε
- ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
- ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’ όνομά μου»·
- στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’ όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο φουκαράς!»·
- της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’ όνομά της κρυφά από τη μαμά της
- το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν, υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»· 
- το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι Μπαρμπουνάκης»·
- το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
- τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά: «ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
- του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’ όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς πίνω το μαυράκι – αμάν
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
- φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του φτύνουνε
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά, δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».

παίζω

παίζω, ρ. [<αρχ. παίζω], παίζω. 1α. συμμετέχω σε κάποιο παιχνίδι ψυχαγωγικό ή σε αθλοπαιδιά: «θα παίξεις μαζί μου τάβλι; || θέλεις να παίξουμε χαρτιά; || θα παίξεις μαζί μας μπάλα;». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρεις για να παίξουμε μαζί μια παρτιδούλα, πιάσε τα ζάρια όμορφα και άσε τη μανούρα).β. (στη νεοαργκό) παίρνω μέρος, συμμετέχω, συμβάλλω: «θα παίξεις στο ρεφενέ που κάνουμε για να βοηθήσουμε τον τάδε; || εγώ δε θα δώσω άλλα λεφτά, γιατί έχω παίξει». 2. παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή κυβοπαιξία ή και σε λαχείο: «όταν μάθεις να παίζεις, δεν ξεκολλάς εύκολα || είναι η δεύτερη φορά που παίζω εθνικό λαχείο». 3. στοιχηματίζω, ποντάρω: «παίζω στο εφτά κόκκινο». 4. ερωτοτροπώ από μικρή απόσταση, φλερτάρω: «δυο μήνες παίζω με τη μικρή που κάθεται στην απέναντι πολυκατοικία». 5. χειρίζομαι κάποιο μουσικό όργανο: «τι όργανο παίζεις; || εγώ παίζω κιθάρα κι ο αδερφός μου παίζει βιολί». (Λαϊκό τραγούδι: η μια παίζει τον μπαγλαμά η άλλη το μπουζούκι κι η τρίτη η μικρότερη τρελή στο μαστουρλούκι).6. εκτελώ με κάποιο όργανο ένα μουσικό κομμάτι: «έπαιξε με την κιθάρα του κομμάτια του Πάρι Παρασχόπουλου». 7. εκπέμπω τραγούδια ή μουσική στο ραδιόφωνο: «βάλε τον τάδε σταθμό για παίζει πολύ ωραία τραγούδια». 8. αναπαράγω μουσική ή τραγούδια με τη βοήθεια κασετοφώνου ή πικάπ: «παίξε καμιά κασέτα, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω τις βλακείες του καθένα». 9. είμαι ηθοποιός στο επάγγελμα: «παίζω στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». 10. υποδύομαι, παριστάνω ως ηθοποιός κάποιο ρόλο στο θέατρο, κινηματογράφο ή στην τηλεόραση: «παίζω τον Οιδίποδα || τι παίζεις στο έργο του τάδε σκηνοθέτη; || τι παίζεις στο νέο σήριαλ;». 11. προβάλλω στην κινηματογραφική οθόνη ή στην τηλεόραση: «τι έργο παίζει ο τάδε κινηματογράφος; || το βράδυ η τηλεόραση παίζει το τάδε έργο». 12. ανεβάζω στη θεατρική σκηνή: «το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παίζει τους Φοιτητές του Γρ. Ξενόπουλου». 13. ριψοκινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο: «οι εργάτες οικοδομών παίζουν κάθε μέρα της ζωή τους ψηλά στις σκαλωσιές || όποιος καπνίζει, παίζει με την υγεία του». 14. δεν έχω κάποια σταθερότητα, αυξομειώνομαι: «οι τιμές παίζουν στην αγορά». 15α. στο γ΄ εν. παίζει, κάνει ταλάντευση, κινείται ρυθμικά: «ο δείκτης της βενζίνας παίζει και πρέπει να βρω βενζινάδικο για να γεμίσω το ρεζερβουάρ μου || όταν τη βλέπεις να παίζει τα βλέφαρά της, αυτό σημαίνει πως καμακώνει κάποιον γκόμενο». β. (για γυναίκες) ανταποκρίνεται στα ερωτικά μου νοήματα, στο ερωτικό μου παιχνίδι ή επιδιώκει το φλερτ: «της έκανα μερικά νοήματα και βλέπω ότι παίζει, γι’ αυτό θα καθίσω ακόμη λίγο μπας και γίνει τίποτα». γ. συζητείται: «για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών παίζει και το όνομα του τάδε». δ. (για κινηματογράφους) προβάλλει: «τι παίζει ο τάδε κινηματογράφος;». ε. (στη νεοαργκό) συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάτι: «απ’ ό,τι έμαθα, στο μπαράκι παίζει μια πολύ σπουδαία φάση, γι’ αυτό θα πάω να δω τι γίνεται». στ. εξαρτάται: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Παίζει, γιατί, αν δε βρω λεφτά, δε θα ’ρθω». ζ. έχει κάποια χρησιμότητα, χρησιμεύει: «παίζει αυτό το ποτήρι ή να το πάρω; || παίζουν όλα τα ποτήρια ή να πάρω μερικά;». (Ακολουθούν 243 φρ.)· 
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- δε με παίζουν, με απομονώνουν από την παρέα, δε με συναναστρέφονται: «απ’ τη μέρα που έμαθαν πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά δεν τον παίζουν κι έχει μείνει ολομόναχος». Συνών. μ’ έχουν στη δίαιτα·
- δεν είναι παίξε γέλασε, η περίπτωση είναι πολύ σοβαρή: «πρέπει να οργανωθούμε πάρα πολύ καλά, γιατί αυτή η δουλειά που αναλάβαμε δεν είναι παίξε γέλασε». (Τραγούδι: άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε
- δεν ξέρω τι ρόλο παίζει, βλ. λ. ρόλος·
- δεν παίζει (κανένα) ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- δεν παίζουμε πεντόβολα, βλ. λ. πεντόβολα·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- δεν παίζουμε σπιτάκια, βλ. λ. σπιτάκι·
- δεν παίζουμε (τα) κότσια, βλ. λ. κότσι·
- δεν παίζουμε την τυφλόμυγα, βλ. λ. τυφλόμυγα·
- δεν παίζουμε (τις) αμάδες, βλ. λ. αμάδα·
- δεν παίζουμε τις καβάλες, βλ. λ. καβάλα·
- δεν παίζουμε τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- δεν παίζουμε τις κουμπάρες, βλ. λ. κουμπάρα·
- δεν παίζουμε τις πούτσες, βλ. λ. πούτσα·
- δεν παίζουμε τις ψωλές, βλ. λ. ψωλή·
- δεν παίζουμε το α μπε μπαμπλόν, βλ. λ. α μπε μπαμπλόν·
- δεν παίζουμε το ένι μένι ντουντουμένι, βλ. λ. ένι μένι ντουντουμένι·
- δεν παίζουμε το τσινκοκολέτα, βλ. λ. τσινκοκολέτα·
- δεν παίζω, α. μιλώ πολύ σοβαρά, δεν αστειεύομαι: «πρόσεξε καλά αυτά που θα σου πω, γιατί δεν παίζω». β. ενεργώ με μεγάλη σοβαρότητα, με πολλή περίσκεψη: «σε θέματα εμπορίου δεν παίζει, γιατί δεν έχει σκοπό να χάσει λεφτά». γ. ενεργώ δυναμικά, σκληρά: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν παίζει ο άνθρωπος και θα στις βρέξει». δ. δε δέχομαι τους όρους που θέτει κάποιος, αρνούμαι να συνεχίσω κατ’ αυτόν τον τρόπο: «α, δεν παίζω, γιατί αλλιώς μου τα ’χεις πει στην αρχή». ε. (χαδιάρικα ή παραπονιάρικα) δε μου συμπεριφέρεται σωστά, αρνείται να πραγματοποιήσει κάτι που μου υποσχέθηκε ή να μου κάνει κάποιο χατίρι: «δεν παίζω, μου ’χες τάξει ότι σήμερα θα πηγαίναμε εκδρομή || δεν παίζω, πού ’ναι το δαχτυλίδι που μου υποσχέθηκες;». Από το λεξιλόγιο των μικρών παιδιών που, όταν σε κάποιο παιχνίδι τους θυμώνουν, γιατί δεν τους γίνεται μια χάρη ή παραχώρηση, πεισμώνουν και απειλούν ότι θα πάψουν να συμμετέχουν, ότι θα βγουν από αυτό·
- δεν τον παίζουμε, δεν τον κάνουμε παρέα, δεν τον συναναστρεφόμαστε, δεν έχουμε αλισβερίσι μαζί του: «είναι πολύ στραβόξυλο, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον παίζουμε»·
- εγώ τι ρόλο παίζω; βλ. λ. ρόλος·
- εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. Βαλκάνια·
- εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες (σπιτάκια, τα κότσια, την τυφλόμυγα, τις καβάλες, τις κούκλες, τις κουμπάρες, τις πούτσες, τις ψωλές, το α μπε μπαμπλόν, το γγέω Βαγγέω, το ένι μένι ντουντουμένι, το κουπεπέ, το τσινκοκολέτα) παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- έπαιξα, έχασα, βλ. λ. χάνω·
- η κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει μαντολίνο, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπούρλο, βλ. λ. κοιλιά·
- θα μας (μου) τον (την, το) παίξεις (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), δε σε φοβάμαι, δε σε υπολογίζω, δεν μπορείς να μου κάνεις το παραμικρό (το μόνο δηλ. που θα μπορέσεις να μου κάνεις, είναι να παίξεις με τον πούτσο μου, να μου τραβήξεις μαλακία): «αν έχεις την εντύπωση πως θα μπορέσεις να μου κάνεις κάτι κακό, σε πληροφορώ πως θα μου τον παίξεις». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά της, βλ. λ. γατί·
- κάποιο ρόλο παίζουμε κι εμείς, βλ. λ. ρόλος·
- κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! βλ. λ. ρόλος·
- μας έπαιξαν βρόμικα, βλ. λ. βρόμικος·
- μας έπαιξαν καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- μας έπαιξε βρόμικα, βλ. λ. βρόμικος·
- μας έπαιξε καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- μας παίζανε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας παίζει μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας παίζει τον παπά ή μου παίζει τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- μας την έπαιξε ή μου την έπαιξε, α. με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «με βρήκε μπόσικο και μου την έπαιξε». β. δεν μπόρεσε να μου κάνει το παραμικρό κακό: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, μόλις συναντηθήκαμε, μας την έπαιξε». γ. (ιδίως για γυναίκα) μου τράβηξε μαλακία: «επειδή είχε τα ρούχα της και δεν μπορούσα να την πηδήξω, την έβαλα και μου την έπαιξε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. του τις έπαιξε·
- με παίζει, α. (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) ερωτοτροπεί μαζί μου από κάποια απόσταση, ανταποκρίνεται στα ερωτικά μου νεύματα. (Λαϊκό τραγούδι: στο διπλανό τραπέζι ένα κορμί με παίζει). β. με κοροϊδεύει, με εμπαίζει: «με παίζει ολόκληρο μήνα και με πηγαίνει συνέχεια από αύριο σε αύριο για να μου δώσει τα λεφτά»·
- με παίζουν μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- με παίζουν πάσα πάσα, βλ. λ. πάσα·
- μην παίζεις με τα σίδερα! βλ. λ. σίδερο·
- μην παίζεις με τη φωτιά! βλ. λ. φωτιά·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε ματσαράγκα, βλ. λ. ματσαράγκα·
- μου ’παιξε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μπορώ να παίξω; (κάτι), (στη νεοαργκό) μπορώ να το χρησιμοποιήσω(;): «μπορώ να παίξω αυτό το ποτήρι; || μπορώ να παίξω λίγο τον αναπτήρα σου;»·
- ο Εβραίος παίζει λαχείο κι όχι λαχεία, βλ. λ. Εβραίος·
- ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει, λαϊκό απόφθεγμα για τις βλαβερές συνέπειες της χαρτοπαιξίας, του τζόγου, καθώς και της οινοποσίας·
- όποιος παίζει με τα σπίρτα, καίγεται, βλ. λ. σπίρτο·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, βλ. λ. φωτιά·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπως του παίζουν, χορεύει, βλ. συνηθέστ. όπως του βαρούν, χορεύει, λ. βαρώ·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ.γάτος·
- όχι παίζουμε! βλ. λ. όχι·
- παίζει ακόμη με τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- παίζει βρόμικο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει για την εξέδρα, βλ. λ. εξέδρα·
- παίζει για την κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- παίζει διπλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει διπλό ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- παίζει κωμωδία, βλ. λ. κωμωδία·
- παίζει λόρδα ή παίζει μια λόρδα! βλ. λ. λόρδα·
- παίζει με δυο καρδιές, βλ. λ. καρδιά·
- παίζει με τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- παίζει με τον πόνο μου, βλ. λ. πόνος·
- παίζει μόνος του μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει ρόλο διπρόσωπο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- παίζει σε διπλό ταμπλό ή το παίζει σε διπλό ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- παίζει σε δυο ταμπλό ή το παίζει σε δυο ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- παίζει στ’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
- παίζει τη βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- παίζει τη ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- παίζει τις κάλτσες του, βλ. λ. κάλτσα·
- παίζει το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- παίζει το μάτι του (της), βλ. λ. μάτι·
- παίζει το πετσάκι του, βλ. λ. πετσάκι·
- παίζει το ρόλο του φούρναρη, βλ. λ. φούρναρης·
- παίζει το τρίτο το μακρύτερο, βλ. λ. τρίτος·
- παίζει φάση, βλ. λ. φάση·
- παίζουμε καρπαζιές, βλ. λ. καρπαζιά·
- παίζουμε κοκονίδια, βλ. λ. κοκονίδι·
- παίζουμε κωλιές, βλ. λ. κωλιά·
- παίζουμε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- παίζουμε στο πάτσι ή παίζουμε το πάτσι, βλ. λ. πάτσι·
- παίζουμε σφαλιάρες, βλ. λ. σφαλιάρα·
- παίζουμε την κολοκυθιά, βλ. λ. κολοκυθιά·
- παίζουμε κρυφτούλι ή παίζουμε το κρυφτούλι, βλ. λ. κρυφτούλι·
- παίζουμε τις κυρίες; βλ. λ. κυρία·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- παίζουν με τις φανέλες, βλ. λ. φανέλα·
- παίζουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. λ. σκάκι·
- παίζω άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω ανοιχτά, βλ. λ. ανοιχτός·
- παίζω για τη φανέλα ή παίζω για τη φανέλα μου, βλ. λ. φανέλα·
- παίζω εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παίζω εντός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παίζω επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- παίζω θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- παίζω καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- παίζω καρεκλιές, βλ. λ. καρεκλιά·
- παίζω κουκλοθέατρο, βλ. λ. κουκλοθέατρο·
- παίζω λαχεία, βλ. λ. λαχείο·
- παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- παίζω μάνα ή παίζω τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- παίζω με γερά χαρτιά ή παίζω με γερό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω με τα αισθήματα (κάποιου), βλ. λ. αίσθημα·
- παίζω με τα κανάλια, βλ. λ. κανάλι·
- παίζω με τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- παίζω με τη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίζω με το πουλάκι μου, βλ. λ. πουλάκι·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- παίζω μια ζαριά (κάτι), βλ. λ. ζαριά·
- παίζω μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίζω μπασαβιόλα, βλ. λ. μπασαβιόλα·
- παίζω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω πασιέντζες, βλ. λ. πασιέντζα·
- παίζω πεντόβολα, βλ. λ. πεντόβολο·
- παίζω πιστολίδι, βλ. λ. πιστολίδι·
- παίζω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- παίζω ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω σόλο μαντολίνο, βλ. λ. μαντολίνο·
- παίζω σπιτάκια, βλ. λ. σπιτάκι·
- παίζω σπουδαίο ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω στα τελικά, βλ. λ. τελικός·
- παίζω στην άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω στην έδρα μου, βλ. λ. έδρα·
- παίζω στην επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- παίζω στο γήπεδό μου, βλ. λ. γήπεδο·
- παίζω στο κέντρο, βλ. λ. κέντρο·
- παίζω στον τελικό, βλ. λ. τελικός·
- παίζω τα κότσια, βλ. λ. κότσι·
- παίζω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- παίζω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. λ. ζωή·
- παίζω τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- παίζω τη ρεβάνς, βλ. λ. ρεβάνς·
- παίζω την τυφλόμυγα, βλ. λ. τυφλόμυγα·
- παίζω (τις) αμάδες, βλ. λ. αμάδες·
- παίζω τις καβάλες, βλ. λ. καβάλα·
- παίζω τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- παίζω τις κουμπάρες, βλ. λ. κουμπάρα·
- παίζω τις πούτσες, βλ. λ. πούτσα·
- παίζω τις ψωλές, βλ. λ. ψωλή·
- παίζω το α μπε μπαμπλόν, βλ. λ. α μπε μπαμπλόν·
- παίζω το ένι μένι ντουντουμένι, βλ. λ. ένι μένι ντουντουμένι·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- παίζω το κουπεπέ, βλ. λ. κουπεπέ·
- παίζω το μέλλον μου, βλ. λ. μέλλον·
- παίζω το παιχνίδι μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω το παιχνίδι του, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- παίζω το ρόλο μου, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω το τελευταίο μου χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- παίζω το τσινκοκολέτα, βλ. λ. τσινκοκολέτα·
- παίζω το τσουτσούνι μου, βλ. λ. τσουτσούνι·
- παίζω το χαρτί μου, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- παίζω τον πρώτο ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίξαμε γροθιές, βλ. λ. γροθιά·
- παίξαμε κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- παίξαμε μποξ, βλ. λ. μποξ·
- παίξαμε μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- παίξαμε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- παίξε μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίξτε μπάλα ρεεε! βλ. λ. μπάλα·
- ποιο μάτι μου παίζει; βλ. λ. μάτι·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- τα παιδία παίζει, (η γνωστή αττική σύνταξη) δεν κάνει τίποτα, δεν κάνουμε τίποτα, χάνει τον καιρό του, χάνουμε τον καιρό μας, τεμπελιάζει, τεμπελιάζουμε: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι από κει τα παιδία παίζει»·
- τα παίζω (ενν. τα λεφτά μου), έχω τη μανία να παίζω τα λεφτά μου σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «ό,τι λεφτά βγάζει το μήνα απ’ τη δουλειά του, πάει και τα παίζει»· βλ. κ. φρ. τα ’παιξα·
- τα παίζω κορόνα γράμματα ή το παίζω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- τα παίζω μονά ζυγά ή το παίζω μονά ζυγά, βλ. λ. μονός·
- τα παίζω όλα για όλα ή το παίζω όλα για όλα, βλ. λ. όλος·
- τα ’παιξα ή τα ’χω παίξει, α. τρόμαξα, φοβήθηκα υπερβολικά: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, τα ’παιξα». β. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, έμεινα εμβρόντητος: «τα ’παιξα, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα». γ. κουράστηκα υπερβολικά, πνίγηκα στη δουλειά: «μου προέκυψε μεγάλο μανίκι η τάδε υπόθεση και τα ’παιξα, για να την καταφέρω». δ. τρελάθηκα, δεν ξέρω τι μου γίνεται: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που τα ’χω παίξει». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το κανονικά·
- τα ’παιξε ή τα ’χει παίξει, (για μηχανήματα ή αντικείμενα) χάλασε, καταστράφηκε: «έτρεχα με τ’ αυτοκίνητο όλη τη μέρα μέσα στα χωράφια, ώσπου τα ’παιξε || καθόμουν ήσυχα κι έβλεπα τηλεόραση και ξαφνικά τα ’παιξε || πρέπει ν’ αγοράσω καινούριο πλυντήριο, γιατί αυτό που έχω τα ’χει παίξει». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το κανονικά·
- τα ’παιξε στα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- την κολοκυθιά παίζουμε; βλ. λ. κολοκυθιά·
- τι νόμισες, πεντόβολα παίζουμε; ή τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε; ή τι νόμισες, (τα) κότσια παίζουμε; ή τι νόμισες, την τυφλόμυγα παίζουμε; ή τι νόμισες, (τις) αμάδες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις καβάλες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις κούκλες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις πούτσες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις ψωλές παίζουμε; ή τι νόμισες, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; ή τι νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; ή τι νόμισες, το κουπεπέ παίζουμε; ή τι νόμισες, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τι παιχνίδι παίζει; βλ. λ. παιχνίδι·
- τι ρόλο παίζει; βλ. λ. ρόλος·
- τις κούκλες παίζατε; βλ. λ. κούκλα·
- τις κουμπάρες παίζατε; βλ. λ. κουμπάρα·
- το παίζει, α. προσποιείται, υποκρίνεται: «κατά βάθος θέλει πάρα πολύ να μπει στην παρέα μας, αλλά το παίζει αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: γνώρισα μια παντρεμένη που γουστάρει τη στολή και στον άντρα της το παίζει λούφα και παραλλαγή).β. έχει υιοθετήσει ψεύτικο, επιτηδευμένο στιλ, όχι φυσικό, προσποιείται πως είναι κάτι: «ωραίος γκόμενος, δε λέω, αλλά το παίζει πολύ και χάνει»·
- το παίζει άνετος, βλ. λ. άνετος·
- το παίζει αφασία, βλ. λ. αφασία·
- το παίζει βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- το παίζει βαρύς, βλ. λ. βαρύς·
- το παίζει βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- το παίζει γούστο γουστίνο, βλ. λ. γούστο·
- το παίζει δίπορτο, βλ. λ. δίπορτο·
- το παίζει εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- το παίζει ερωτύλος, βλ. λ. ερωτύλος·
- το παίζει ζετέμ, βλ. λ. ζετέμ·
- το παίζει καμπαλέρος, βλ. λ. καμπαλέρος·
- το παίζει κάπως, βλ. λ. κάπως·
- το παίζει κουλ, βλ. λ. κουλ·
- το παίζει κυρία, βλ. λ. κυρία·
- το παίζει κυριλέ, βλ. λ. κυριλέ·
- το παίζει μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
- το παίζει μεγάλος και τρανός, βλ. λ. μεγάλος·
- το παίζει μπεμπέκα, βλ. λ. μπεμπέκα·
- το παίζει μπρούκλης, βλ. λ. μπρούκλης·
- το παίζει ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- το παίζει ντιμπισφιρίκ, βλ. λ. ντιμπισφιρίκ·
- το παίζει ντούμπλεξ, βλ. λ. ντούμπλεξ·
- το παίζει παιδούλα, βλ. λ. παιδούλα·
- το παίζει παράγοντας, βλ. λ. παράγοντας·
- το παίζει σόλο, βλ. λ. σόλο·
- το παίζει σταρ, βλ. λ. σταρ·
- το παίζει στιλάκι, βλ. λ. στιλάκι·
- το παίζει στο έτσι στιλ, βλ. λ. στιλ·
- το παίζει τζέντλεμαν, βλ. λ. τζέντλεμαν·
- το παίζει φίρμα, βλ. λ. φίρμα·
- το παίζει φρικιό, βλ. λ. φρικιό·
- το παίζει χάπι, βλ. λ. χάπι·
- το παίζει ψυχεδέλεια, βλ. λ. ψυχεδέλεια·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το παίζω διπλό, (για προπό) βλ. λ. διπλό·
- το παίζω τριπλό, (για προπό) βλ. λ. τριπλό·
- το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), βλ. λ. χέρι·
- το παίξε παίξε, φέρνει και το μπήξε μπήξε, βλ. λ. μπήγω·
- τον (την, το) παίζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), α. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τον παίζει». β. τραβώ μαλακία, μαλακίζομαι, αυνανίζομαι: «όταν έχει καιρό να πάει με γυναίκα, κάθεται και τον παίζει»·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, βλ. λ. γάτα·
- τον παίζουμε, τον κοροϊδεύουμε: «γιατί τον παίζετε τον άνθρωπο;»·
- τον παίζω στα δάχτυλά (μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του τις έπαιξε (ενν. τις μπάτσες, τις μπουνιές, τις σφαλιάρες κ.λπ.), τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τους τις έπαιξε κι ησύχασε»·
- τους παίζαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. καρέ.

πεθερά

πεθερά, η, ουσ. [θηλ. του ουσ. πεθερός], η πεθερά. Υποκορ. πεθερούλα κ. πεθερίτσα, η·
- αβάσταχτο κακό της πεθεράς η γκρίνια, δεν υποφέρεται η γκρίνια της πεθεράς: «μου έχουν τύχει διάφορες αναποδιές στη ζωή μου, όμως αβάσταχτο κακό της πεθεράς η γκρίνια». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- για να σ’ αγαπάει η πεθερά σου, φιλική έκφραση σε άτομο που κατά τη διάρκεια γεύματος διαλέγει και τρώει τη γωνία του ψωμιού·
- είναι κακιά πεθερά, (και για τα δυο φύλα) είναι δύστροπος, κακότροπος ή επιμένει να του δίνουμε λόγο των πράξεών μας, χωρίς να έχει ή χωρίς να του έχουμε δώσει αυτό το δικαίωμα: «πρόσεξε μην μπλέξεις με τον τάδε, γιατί είναι κακιά πεθερά και θα στενάξεις»·
- η νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, βλ. λ. νύφη·
- η πεθερά κι από ζάχαρη να είναι, πάντα πικρή είναι, όσο καλή μπορεί να είναι η πεθερά, πάντα έχει τη νοοτροπία της πεθεράς: «καλή, χρυσή όσο καλή κι αν είναι δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό πως, η πεθερά κι από ζάχαρη να είναι, πάντα πικρή είναι»·
- κάνει σαν κακιά πεθερά, (και για τα δυο φύλα) είναι δύστροπος, κακότροπος: «όπως και να της φερθείς, κάνει σαν κακιά πεθερά»·
- μαλώνουν όπως η νύφη με την πεθερά ή μαλώνουν σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. λ. νύφη·
- μου ’γινε κακιά πεθερά, ανακατεύεται στις υποθέσεις μου και επίμονα ζητάει λογαριασμό των πράξεών μου, χωρίς να έχει ή χωρίς να του έχω δώσει αυτό το δικαίωμα: «απ’ τη μέρα που άρχισα να τον κάνω παρέα, μου ’γινε κακιά πεθερά και συνεχώς μου ζητάει το λόγο»·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις δοκιμασίες και τις ταλαιπωρίες που περάσαμε κάποτε άδικα από κάποιον για να μην τυραννάμε άδικα κι εμείς τους άλλους: «τώρα που έγινε πλούσιος καταπιέζει τους ταλαίπωρους τους φτωχούς και ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά»·
- όσα βλέπει η πεθερά, ειρωνική έκφραση για επιφανειακή καθαριότητα ενός χώρου: «θα καθαρίσεις προσεχτικά το δωμάτιό σου κι όχι όσα βλέπει η πεθερά»·
- όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, το κρασί φέρνει ευθυμία και καλή διάθεση ακόμη και στους δύστροπους ανθρώπους: «στη δουλειά του δεν υπάρχει πιο στραβόξυλο, στο ποτήρι όμως, όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει»·
- ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, βλ. λ. γαμπρός·
- σ’ αγαπάει η πεθερά σου, φιλική έκφραση σε άτομο που μπαίνει στο χώρο μας την ώρα που στρώνουμε τραπέζι για φαγητό ή την ώρα που τρώμε·
- στη ζωή της πεθεράς μου! βλ. λ. ζωή·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. λ. νύφη.

ποτήρι

ποτήρι, το, ουσ. [<μσν. ποτήριν <αρχ. ποτήριον], το ποτήρι. 1. το περιεχόμενο του ποτηριού: «βάλε μου να πιω ένα τελευταίο ποτήρι και να φύγω». (Λαϊκό τραγούδι: ζητάς μεζέ, γουστάρεις και ποτήρι και μένα μες τα καπηλειά μ’ αφήνεις ξεροσφύρι). 2. η υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, η οινοποσία: «τον κατάστρεψε το ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: κόλπα όμορφα σκαρώνει ο Αγαθοκλής, στο χορό και στο ποτήρι είναι μερακλής).Υποκορ. ποτηράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι, ακόμα ένα τραγουδάκι). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- αγαπάει το ποτήρι ή τ’ αγαπάει το ποτήρι, του αρέσει να πίνει οινοπνευματώδη ποτά: «δεν μπορώ να πω ότι είναι κανένας μπεκρής, αλλά τ’ αγαπάει το ποτήρι»·
- άνθρωπος του ποτηριού, βλ. λ. άνθρωπος·
- βλέπει το ποτήρι μισοάδειο, γενικά είναι απαισιόδοξος: «με την παραμικρή του ατυχία φέρνει αμέσως την καταστροφή, γιατί πάντα βλέπει το ποτήρι μισοάδειο»·
- βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, γενικά είναι αισιόδοξος: «και στη μεγαλύτερη δυσκολία δε χάνει το κέφι του, γιατί είναι απ’ αυτούς που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- είναι γερό ποτήρι, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο ποτό, γιατί είναι γερό ποτήρι»·
- είναι δυνατό ποτήρι, βλ. φρ. είναι γερό ποτήρι·
- είναι να την πιεις στο ποτήρι, είναι πολύ όμορφη, πολύ λαχταριστή, πολύ ποθητή: «έχει μια κόρη ο τάδε, που είναι να την πιεις στο ποτήρι»·
- είναι τρύπιο ποτήρι, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί στο ποτό, γιατί είναι τρύπιο ποτήρι και τους μεθάει όλους». Από την εικόνα του πότη που αδειάζει συνέχεια το ποτήρι του, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως το ποτήρι του είναι τρύπιο. Το άτομο αυτό, πολλές φορές, μόλις αδειάζει το ποτήρι του, το σηκώνει επιδεικτικά και κοιτάζει, χάριν αστεϊσμού, απορημένο τον πάτο του ποτηριού, ψάχνοντας δήθεν να βρει ή να δει την τρύπα του ποτηριού·
- εις υγεία(ν) των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον, βλ. λ. υγεία·
- η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, βλ. λ. σταγόνα·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, θα υποστώ, θα υπομένω και αυτή την οδυνηρή κατάσταση ή περίπτωση που μου έτυχε: «δεν το περίμενα πως θα μπορούσε ποτέ να με προδώσει ο καλύτερος φίλος μου, όμως θα πιω κι αυτό το ποτήρι»·
- ξεχείλισε το ποτήρι, δενμπορώ να κάνω άλλο υπομονή, δεν αντέχω περισσότερο να ανέχομαι τις αδικίες, τις παρατυπίες ή την κακή διαγωγή κάποιου σε βάρος μου ή σε βάρος άλλου ή άλλων: «αν συνεχίσεις αυτή την γκρίνια, θα χωρίσουμε, γιατί ξεχείλισε το ποτήρι || από δω και πέρα, όποιος τολμήσει να κοροϊδέψει ξανά αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο, θα ’χει να κάνει καλά μαζί μου, γιατί ξεχείλισε το ποτήρι»·
- πικρό ποτήρι, οποιαδήποτε οδυνηρή περίπτωση ή κατάσταση τυχαίνει σε κάποιον: «πέρασε πολλά στη ζωή του, αλλά, όταν έμαθε πως ο γιος του πιάστηκε για κατάχρηση, δεν άντεξε κι αυτό το πικρό ποτήρι κι αυτοκτόνησε». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα ’χασα στον κόσμο έχω πια καταστραφεί και το πιο πικρό ποτήρι για μια γυναίκα το ’χω πιει). Πρβλ.: ἀπελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο·
- πίνουμε ένα (κάνα) ποτήρι (ποτηράκι), λέγεται σε περιπτώσεις οινοποσίας ή γενικά σε περιπτώσεις που πίνουμε με κάποιον οινοπνευματώδες ποτό, και ταυτίζεται με την έννοια της συντροφικής οινοποσίας, της παρέας, της συγκέντρωσης φίλων: «έλα απ’ το σπίτι το βράδυ, γιατί έχω καλέσει κι άλλους φίλους, να πιούμε ένα ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: Σαββατοκύριακο του κόσμου πανηγύρι, Σαββατοκύριακο ανάσα της ζωής, πάμε, κορίτσι μου, να πιούμε ένα ποτήρι,πάμε ν’ ακούσουμε μπουζούκι να χαρείς // αυτά με καταστρέψανε και μ’ άφησαν μπατίρη, τώρα δεν έχω δίφραγκο να πιω κάνα ποτήρι
- πίνω το πικρό ποτήρι, υπομένω κάποια οδυνηρή κατάσταση ή περίπτωση που μου έτυχε: «πίνω το πικρό ποτήρι της χρεοκοπίας του γιου μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα χέρια μου σε παίρνουν και στα χείλη μου μου φέρνουν το πικρότερο ποτήρι και να το πιω δίχως αναπνοή
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνω το ποτήρι, βλ. φρ. υψώνω το ποτήρι·
- στραγγίζω το ποτήρι, δεν αφήνω ούτε σταγόνα από το νερό ή το ποτό που υπάρχει μέσα στο ποτήρι, το πίνω όλο: «διψούσε τόσο πολύ, που στράγγιξε το ποτήρι»·
- το ρίχνω στο ποτήρι, αρχίζω να πίνω, ιδίως λόγω διάφορων προβλημάτων: «κάθε φορά που έχει προβλήματα, το ρίχνει στο ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε πάλι στο ποτήρι θα το ρίξω και στο μεθύσι το γλυκό θα ζαλιστώ και τα φαρμάκια μου μέσα σ’ αυτό θα πνίξω για να μπορέσω μια στιγμή να ξεχαστώ
- τραβώ το ποτήρι μου (το ποτηράκι μου), πίνω το περιεχόμενο του ποτηριού, που είναι πάντοτε αλκοόλ και συνήθως ούζο ή κρασί: «κάθε βράδυ πηγαίνει στην ταβέρνα και τραβάει τα ποτηράκια του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με συγκινούν αγάπες, φτάνει να καλοπερνώ· κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου
- τρικυμία σε ποτήρι, λέγεται ειρωνικά για ασήμαντη υπόθεση ή για ασήμαντο εμπόδιο στο οποίο δίνει κάποιος διαστάσεις χωρίς λόγο: «μα επειδή σου έφυγε ένας εργάτης, θέλεις να σταματήσεις τη δουλειά; Τρικυμία σε ποτήρι, φίλε μου»· 
- φίλοι του ποτηριού, λέγεται ειρωνικά για τις πρόσκαιρες και επιπόλαιες φιλίες που δημιουργούνται πίνοντας μέσα στα μπαρ και τις ταβέρνες: «οι φίλοι του ποτηριού πολλές φορές είναι μόνο για μια νύχτα». Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναπτυχθεί μεταξύ ανθρώπων που πίνουν μεγάλες και δυνατές φιλίες. Συνών. φίλοι της κούπας / φίλοι της ταβέρνας / φίλοι του καφενείου / φίλοι του μπαρ·
- υψώνω το ποτήρι μου, πίνω εις υγείαν κάποιου ή κάποιων, κάνω πρόποση: «μόλις υπόγραψαν τα συμβόλαια, ύψωσαν όλοι τα ποτήρια τους κι ευχήθηκαν καλά κέρδη».

σιωπή

σιωπή, η, ουσ. [αρχ. σιωπή], η σιωπή· η σιγή, η ησυχία: «μέσα στο σπίτι, επικρατούσε απόλυτη σιωπή»· σιωπή! (προστακτικά) μη μιλάς, μην κάνεις θόρυβο, σκάσε, σκασμός. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άκρα του τάφου σιωπή, βλ. λ. τάφος·
- βαθιά σιωπή, η απόλυτη: «μέσα στη νύχτα επικρατούσε βαθιά σιωπή»·
- η σιωπή είναι χρυσός, α. πολλές φορές, το να μη μιλάει κανείς, είναι μεγάλο κέρδος: «στην προκειμένη περίπτωση έκανες πάρα πολύ καλά που δεν είπες τίποτα, γιατί πολλές φορές η σιωπή είναι χρυσός». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς). β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «όταν υπάρχει κάπου κάποιο πρόβλημα, μη χώνεσαι να επιβάλεις τη γνώμη σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η σιωπή είναι χρυσός». Συνών. τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι·
- η σιωπή μου προς απάντησή σου, απαξιώ να σου απαντήσω: «είσαι ένας παλιάνθρωπος, που όλη σου την περιουσία την έκανες με κλεψιές και λοβιτούρες. -Η σιωπή μου προς απάντησή σου»·
- λύνω τη σιωπή μου, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα εκφέρω πάλι τη γνώμη μου, αποκαλύπτω κάτι που ξέρω και δεν το ανακοίνωνα: «τρία χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας δεκαοχτώ Έλληνες συγγραφείς έλυσαν τη σιωπή τους, δημοσιεύοντας το βιβλίο “18 Κείμενα”»·
- νεκρική σιωπή, η απόλυτη ησυχία, η απόλυτη σιωπή: «μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα επικρατούσε νεκρική σιωπή». Συνών. νεκρική σιγή·
- ο διψασμένος πίνει σιωπή, όταν έχεις την απόλυτη ανάγκη κάποιου, όταν περιμένεις από αυτόν τη σωτήρια βοήθεια, μένεις φρόνιμος μπροστά του, δε μιλάς και δεν αυθαδιάζεις: «αφού έχεις την ανάγκη του σκάσε μπροστά του και μη μιλάς, γιατί ο διψασμένος πίνει σιωπή». Συνών. βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. συνηθέστ. η σιωπή είναι χρυσός·
- ο νόμος της σιωπής, βλ. λ. νόμος·
- όποιος διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. φρ. ο διψασμένος πίνει σιωπή·
- σπάω τη σιωπή μου, βλ. φρ. λύνω τη σιωπή μου·
- συνωμοσία σιωπής, βλ. λ. συνωμοσία.

σκορδοστούμπι

σκορδοστούμπι, το, ουσ. [<σκόρδο + στουμπώνω], το σκορδόξιδο: «δεν μπορεί να φάει τον πατσά του, αν δε βάλει προηγουμένως σκορδοστούμπι»·
- ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας πληροφορεί πως κάποιο άτομο είναι θυμωμένο μαζί μας. Συνών. ας πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να πιει ξίδι να ξεθυμώσει / ας φάει σκόρδο ή ας φάει σκόρδο να ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει σκόρδο να ξεθυμώσει.

σόδα

σόδα, η, ουσ. [<ιταλ. soda], η σόδα·
- ας πιει σόδα, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε άτομο που μας πληροφορεί πως κάποιος δε μας συμπαθεί, δε μας χωνεύει. Από το ότι η σόδα, καθώς περιέχει ανθρακικό νάτριο, υποβοηθάει την πέψη, τη χώνεψη·
- να πιει σόδα, βλ. φρ. ας πιει σόδα.

σφουγγάρι

σφουγγάρι, το, ουσ. [<μσν. σφουγγάρι <μτγν. σφογγάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σφόγγος - σπόγγος], το σφουγγάρι·
- περνώ σφουγγάρι, ξεχνώ, συγχωρώ τα λάθη ή τις παρατυπίες κάποιου: «είναι η τελευταία φορά που περνώ σφουγγάρι στις ανοησίες σου». Από την εικόνα του δασκάλου ή του μαθητή, που καθαρίζει τον πίνακα με το σφουγγάρι·
- πίνει σαν σφουγγάρι, πίνει πολύ τα οινοπνευματώδη ποτά, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να τον παραβγεί στο ποτό, γιατί πίνει σαν σφουγγάρι». Από την εικόνα του σφουγγαριού που είναι πολύ απορροφητικό·
- ρουφάει σαν σφουγγάρι ή ρουφάει σαν το σφουγγάρι, λέγεται για οτιδήποτε πολύ απορροφητικό (όπως και το σφουγγάρι): «το διψασμένο χώμα ρουφούσε το νερό σαν σφουγγάρι»· βλ. και φρ. πίνει σαν σφουγγάρι·
- σβήνω με το σφουγγάρι (κάτι), το διαγράφω, το σβήνω από τη μνήμη μου, το ξεχνώ, ιδίως κάτι κακό: «είπαμε να σβήσουμε με το σφουγγάρι κάθε διαφορά μας και να κάνουμε μια καινούρια αρχή». Από την εικόνα του δασκάλου ή του μαθητή, που καθαρίζει τον πίνακα με το σφουγγάρι·
- τα σβήνω με το σφουγγάρι, (για χρέη) τα διαγράφω, τα παραγράφω: «όσα χρωστάς, τα σβήνω με το σφουγγάρι και στο εξής θ’ αγοράζεις μόνο μετρητοίς»·
- τραβάει σαν σφουγγάρι ή τραβάει σαν το σφουγγάρι, βλ. φρ. ρουφάει σαν σφουγγάρι·  

τρώω

τρώω κ. τρώγω, ρ. [<αρχ. τρώγω (= ροκανίζω με τα δόντια μου)], τρώω. 1. γευματίζω: «μην πας να τους επισκεφθείς αυτή την ώρα, γιατί τρώνε». 2. δεν τηρώ νηστεία: «ακόμα και τη Μεγάλη Βδομάδα τρώει και δεν ντρέπεται καθόλου». 3. σκοτώνω, δολοφονώ: «του ’στησε καρτέρι, και με δυο κουμπουριές τον έφαγε τον άνθρωπο». 4. προκαλώ φθορά με τριβή, φθείρω: «κάνει καθιστική δουλειά, γι’ αυτό κάθε τόσο τρώει το παντελόνι του || τρώει τέσσερα με πέντε ζευγάρια παπούτσια το χρόνο, γιατί είναι πλασιέ σε μια επιχείρηση και γυρίζει συνέχεια μέσα στους δρόμους || χρόνια τώρα τα κύματα τρώνε τους βράχους». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα). 5. ξοδεύω, σπαταλώ: «τρώει τα λεφτά του δεξιά κι αριστερά». 6. ξοδεύω τον καιρό μου: «έφαγε όλο το πρωινό της στα μαγαζιά». 7. καταχρώμαι: «έφαγε ένα σωρό λεφτά απ’ την επιχείρηση που δούλευε και τον τραβούν στα δικαστήρια». 8. κλέβω: «ποιος έφαγε τον αναπτήρα μου;». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπάμε τις παντόφλες, για να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες). 9. τσιμπώ: «όλο το καλοκαίρι μας έφαγαν τα κουνούπια». (Ακολουθούν 612 φρ.)·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- αλτ και σε ’φαγα! βλ. λ. αλτ·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, βλ. λ. νύχι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- άντε φάε τη φρουτόκρεμά σου! ή φάε πρώτα τη φρουτόκρεμά σου! βλ. λ. φρουτόκρεμα·
- απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος ή ο λύκος τρώει απ’ τα μετρημένα, βλ. λ. λύκος·
- απ’ το λέγε λέγε την έφαγε ο μπουνταλάς, βλ. λ. μπουνταλάς·
- απάνω τους και τους φάγαμε! βλ. λ. απάνω·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. λεφτά·
- από μυαλό να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. μυαλό·
- από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί, βλ. λ. πίτα·
- αρνί που το βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ τη στρούγκα, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αρχίζουν να με τρών’ οι ψύλλοι, βλ. λ. ψύλλος·
- ας φάει σκόρδο ή ας φάει σκόρδο να ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει σκόρδο να ξεθυμώσει, βλ. λ. σκόρδο·
- γλιστρίδα έφαγες; βλ. λ. γλιστρίδα·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα, βλ. λ. γριά·
- δε θα σε φάμε! ή δε θα σε φάω! ειρωνική έκφραση σε άτομο που φοβάται να μας πλησιάσει, με την έννοια μη φοβάσαι, δε θα σου κάνω κάποιο κακό: «έλα πιο κοντά, ρε παιδάκι μου, δε θα σε φάμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πρβλ.: είμαι πρεζάκιας μάθε το κι όπου κι αν πάγω, οι φίλοι δε με θέλουνε νομίζουν θα τους φάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε θα το φάμε! ή δε θα το φάω! ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε μας δίνει να δούμε κάτι που κρατάει, με την έννοια μη φοβάσαι πως δε θα σου το επιστρέψουμε, πως θα το οικειοποιηθούμε ή πως θα το καταστρέψουμε: «δώσε μου, ρε, να δω αυτό που κρατάς, δε θα στο φάμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. λ. γλώσσα·  
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί ή δε φάγαμε γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχει ψωμί να φάει, βλ. λ. ψωμί·
- δεν προλαβαίνω να φάω, βλ. λ. προλαβαίνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, α. απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μας επιβληθεί, με την έννοια πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποκύψουμε: «σ’ εμένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί δεν τα τρώω αυτά». Συνών. δεν τα μασάω αυτά / δεν τα σηκώνω αυτά. β. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω αυτά που μου λες και, κατ’ επέκταση, δε θα με ξεγελάσεις, δε θα με κοροϊδέψεις, δε θα με εξαπατήσεις: «εμένα μη μου λες τέτοια πράγματα, γιατί δεν τα τρώω αυτά || άσε τα μεγάλα λόγια, γιατί δεν τα τρώμε αυτά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε μετά το ρ. ακολουθεί το εγώ ή το εμείς. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά·
- δεν τρώει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τρως, συμβουλευτική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με μια γυναίκα, με την έννοια πως θα αποτύχει: «αν θέλεις κάν’ της την πρόταση, αλλά, σου λέω, δεν τρως». (Λαϊκό τραγούδι: ασ’ τα κόλπα και μη μου κουρντίζεσαι σε μένα για γαμπρός, πάλι στο ’πα τέτοιο μπαρμπούνι, βρε μαγκίτη μου, δεν τρως
- δεν τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε άχυρο, βλ. λ. άχυρο·
- δεν τρώω βαλανίδια ή δεν τρώμε βαλανίδια, βλ. λ. βαλανίδι·
- δεν τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- δεν τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- δεν τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι, βλ. λ. καλαμπόκι·
- δεν τρώω καναβούρι ή δεν τρώμε καναβούρι, βλ. λ. καναβούρι·
- δεν τρώω κουκιά ή δεν τρώμε κουκιά, βλ. λ. κουκί·
- δεν τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα, βλ. λ. κούμαρο·
- δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα, βλ. λ. λάχανο·
- δεν τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα, βλ. λ. λαχανόφυλλο·
- δεν τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι, βλ. λ. λουλάκι·
- δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια, βλ. λ. μαρούλι·
- δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα, βλ. λ. μαρουλόφυλλο·
- δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα, βλ. λ. μούσμουλο·
- δεν τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα, βλ. λ. ξυλοκέρατο·
- δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα, βλ. λ. πίτουρο·
- δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια, βλ. λ. πριονίδι·
- δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια, βλ. λ. ροκανίδι·
- δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό, βλ. λ. σανός·
- δεν τρώω φουντούκια ή δεν τρώμε φουντούκια, βλ. λ. φουντούκι·
- δεν τρώω χάπια ή δεν τρώμε χάπια, βλ. λ. χάπι·
- δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια, βλ. λ. χαρούπι·
- δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις, βλ. λ. δουλεύω·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- έκαψα την κάπα μου να μην την τρώνε οι ψείρες, βλ. λ. κάπα·
- εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα, βλ. λ. άδικος·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- έπεσαν όλοι να τον φάνε, δηλώνει καθολική αντίδραση, καθολική επιθετικότητα: «μόλις ο δολοφόνος βγήκε απ’ τ’ αυτοκίνητο της αστυνομίας, έπεσαν όλοι να τον φάνε || μόλις ο πρόεδρος ανακοίνωσε τη διάλυση του σωματείου, έπεσαν όλοι να τον φάνε»·
- έφαγα γονατιά, βλ. λ. γονατιά·
- έφαγα ένα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- έφαγα ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- έφαγα ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- έφαγα ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- έφαγα ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- έφαγα έναν πούτσο ή έφαγα τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- έφαγα ήττα, βλ. λ. ήττα·
- έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έφαγα με τις χούφτες (κάτι), βλ. λ. χούφτα·
- έφαγα με το κουτάλι (κάτι), βλ. λ. κουτάλι·
- έφαγα μια γλίστρα ή έφαγα γλίστρα, βλ. λ. γλίστρα·
- έφαγα μια τούμπα ή έφαγα τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- έφαγα πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- έφαγα πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- έφαγα ρούμπωμα, βλ. λ. ρούμπωμα·
- έφαγα σαγονιά, βλ. λ. σαγονιά·
- έφαγα σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- έφαγα σαν γάιδαρος, βλ. λ. γάιδαρος·
- έφαγα τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- έφαγα τα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- έφαγα τα συκώτια μου, βλ. λ. συκώτι·
- έφαγα τη γη, βλ. λ. γη·
- έφαγα το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- έφαγα τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έφαγα τον τόπο, βλ. λ. τόπος·
- έφαγα φέσι, βλ. λ. φέσι·
- έφαγα φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- έφαγα φρίκη, βλ. λ. φρίκη·
- έφαγα χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα·
- έφαγαν τα μουστάκια τους, βλ. λ. μουστάκι·
- έφαγε άδειασμα, βλ. λ. άδειασμα·
- έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- έφαγε βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- έφαγε γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- έφαγε γροθιές ή έφαγε τις γροθιές του, βλ. λ. γροθιά·
- έφαγε ζίλια ή έφαγε τα ζίλια του, βλ. λ. ζίλι·
- έφαγε η μούρη του χώμα, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. λ. μύτη·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, βλ. λ. πλάτη·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. λ. ράχη·
- έφαγε και τα κοτσάνια ή έφαγε και το κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
- έφαγε καρπαζιές ή έφαγε τις καρπαζιές του, βλ. λ. καρπαζιά·
- έφαγε κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- έφαγε κλοτσιές ή έφαγε τις κλοτσιές του, βλ. λ. κλοτσιά·
- έφαγε κλότσο, βλ. λ. κλότσος·
- έφαγε μια ανάποδη, βλ. λ. ανάποδη·
- έφαγε (μια) παπάρα ή έφαγε την παπάρα ή έφαγε την παπάρα του, βλ. λ. παπάρα·
- έφαγε μπάτσα ή έφαγε μπάτσες ή έφαγε τα μπάτσα του ή έφαγε τις μπάτσες του, βλ. λ. μπάτσα·
- έφαγε μπουνιές ή έφαγε τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε όσες τρώει το νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- έφαγε όσες τρώει το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα, βλ. λ. τεσσαράκοντα·
- έφαγε σκαμπίλια ή έφαγε τα σκαμπίλια του, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- έφαγε σφαλιάρες ή έφαγε τις σφαλιάρες του, βλ. λ. σφαλιάρα·
- έφαγε τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- έφαγε τα λυσσακά του ή έφαγε τα λυσσιακά του, βλ. λ. λυσσακά·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. λ. μούτρο·
- έφαγε τα μπουκέτα του, βλ. λ. μπουκέτο·
- έφαγε τα νιάτα του, βλ. λ. νιάτα·
- έφαγε τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- έφαγε τάπα, βλ. λ. τάπα·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, βλ. λ. ζωή·
- έφαγε τη ζωή του, βλ. φρ. ζωή·
- έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, βλ. λ. θάλασσα·
- έφαγε τη μούρη του, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε τη χυλόπιτα ή έφαγε χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα·
- έφαγε της χρονιάς του, βλ. λ. χρονιά·
- έφαγε τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- έφαγε το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- έφαγε το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα ή έφαγε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το χάπι, βλ. λ. χάπι·
- έφαγε τον αβλέμονα, βλ. λ. αβλέμονας·
- έφαγε τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- έφαγε τον άμπακα, βλ. λ. άμπακας·
- έφαγε τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- έφαγε τσατάλα, βλ. λ. τσατάλι·
- έφαγε φάπες ή έφαγε τις φάπες του, βλ. λ. φάπα·
- έφαγε φασόλια, βλ. λ. φασόλι·
- έφαγε φλιτ, βλ. λ. φλιτ·
- έφαγε φλιτάρισμα, βλ. λ. φλιτάρισμα·
- έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, βλ. λ. χαστούκι·
- έφαγε χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έφαγε χώμα, βλ. λ. χώμα·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. λ. καρβέλι· 
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, βλ. λ. ψωμί·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, βλ. λ. δουλειά·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- η φτήνια τρώει τον παρά, βλ. λ. φτήνια·
- η ψείρα τρώει απ’ τον αφέντη της, βλ. λ. ψείρα·
- ήταν στραβό το κλήμα το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα με φάει! θα με δείρει πολύ άσχημα, θα μου προκαλέσει σοβαρή σωματική βλάβη, θα μου δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα: «αν μάθει ο πατέρας μου πως μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά, θα με φάει!»·
- θα με φάει (κάτι), θα καταστρέψει την υγεία μου: «το τσιγάρο θα με φάει τα πνευμόνια». (Λαϊκό τραγούδι: θα με φάει τ’ αγιάζι, η παγωνιά, μπρος απ’ του σπιτιού σου τη γωνιά
- θα σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε φάει η μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σε φάω! (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άσχημα, θα σου προκαλέσω σοβαρή σωματική βλάβη, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναγυρίσεις μεθυσμένος στο σπίτι, θα σε φάω! || αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε φάω, παλιοαλήτη!»·
- θα σε φάω ζωντανό! βλ. λ. ζωντανός·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου φάω τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- θα σου φάω τα συκώτια, βλ. λ. συκώτι·
- θα σου φάω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου φάω το μουστάκι, βλ. λ. μουστάκι·
- θα τα φάω ή θα το φάω, αποφασίζω να πιστέψω αυτά που μου λέει κάποιος, παρόλο που ξέρω πως είναι ψέμα, μόνο και μόνο για να μη δώσω διάσταση ή συνέχεια σε κάποια δυσάρεστη υπόθεση, σε κάποιο δυσάρεστο θέμα: «παρόλο που ξέρω πως μου λέει ψέματα, θα τα φάω, για να τελειώσει αυτή η υπόθεση || αν και ξέρω πως με κοροϊδεύει, θα το φάω, για να κλείσει το θέμα»·
- θα τις φας! (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μάπες, τις ξυλιές, τις φάπες), (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα φας ξύλο: «κάθισε φρόνιμα, γιατί θα τις φας!». (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα αντριλίκια μην πουλάς, γιατί, στο λέω, θα τις φας).Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία επιδεικνύουμε κάθετα την παλάμη μας που κινείται αλλεπάλληλα από τον καρπό πάνω κάτω·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (κεφαλάκι σου), βλ. λ. κεφάλι·
- θα τρώμε με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, βλ. λ. καρβέλι·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, βλ. λ. ψωμί·
- θα φάμε τ’ αρχίδια μας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φάμε τα μουστάκια μας, βλ. λ. μουστάκι·
- θα φας καλά! βλ. λ. καλός·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φας τις φάπες σου ή θα φας φάπες, βλ. λ. φάπα·
- θα φάω τα σίδερα για να…, βλ. λ. σίδερο·
- θα φάω το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, βλ. .λ. λύκος·
- κάθομαι και την τρώω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. κάθομαι·
- κάθομαι και το τρώω (ενν. το παραμύθι), βλ. λ. κάθομαι·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει), παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατέβα να φάμε! βλ. λ. κατεβαίνω·
- κάτι με τρώει μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- κουκιά έφαγε, κουκιά μαρτυράει ή κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει, βλ. λ. κουκί·
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- μ’ έφαγαν οι πόνοι, βλ. λ. πόνος·
- μ’ έφαγαν τα βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μ’ έφαγαν τα μαύρα φίδια ή μ’ έφαγαν τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μ’ έφαγαν τα σημάδια, βλ. λ. σημάδια·
- μ’ έφαγε ή μ’ έχει φάει, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε: «μ’ έφαγε αυτό το παιδί, μέχρι να το μεγαλώσω! || μ’ έφαγε με τη γκρίνια της!». (Λαϊκό τραγούδι: Κατερίνα, Κατερίνα, μη μου κάνεις τη βαριά, με την τσαχπινιά σου μ’ έφαγες,κακιά, Κατερίνα Θεσσαλονικιά). β. με κατέστρεψε: «μ’ έφαγε με τις συμβουλές που μου ’δινε». γ. (για κάτι) με έφθειρε οικονομικά, σωματικά ή ψυχικά: «μ’ έφαγε το ξενύχτι». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σαν να ’μουνα σκουπίδι). δ.με βάσκανε, με μάτιασε μιλώντας συνέχεια για τις επιτυχίες μου ή την ευτυχία μου, με γλωσσόφαγε: «μ’ έφαγε με το να μακαρίζει συνέχεια την καλή μου τύχη, γιατί άρχισαν όλα να μου ’ρχονται στραβά». ε. μου έγινε φορτικός: «μ’ έφαγε απ’ το πρωί να του δανείσω κάτι λεφτά, ώσπου του τα δάνεισα, για να φύγει πάνω απ’ το κεφάλι μου»·
- μ’ έφαγε η σκουριά, βλ. λ. σκουριά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έφαγε ο ποδαρόδρομος, βλ. λ. ποδαρόδρομος·
- μ’ έφαγε στο ζύγι, βλ. λ. ζύγι·
- μ’ έφαγε στο καντάρι, βλ. λ. καντάρι·
- μ’ έφαγε το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- μαζί φάγανε τα ίδια σκατά, βλ. λ. σκατά·
- μαύρο φίδι που σ’ έφαγε! βλ. λ. φίδι·
- μαύρος λύκος να σε φάει! βλ. λ. λύκος·
- μαχαίρι έχεις, πεπόνι τρως, βλ. λ. πεπόνι·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με τρώει (κάτι), μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, με βασανίζει  κάτι: «είναι καιρός τώρα που με τρώει ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο». (Τραγούδι: κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη).Συνών. με ξύνει (κάτι) / με φαγουρίζει (κάτι)·
- με τρώει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου), νιώθω ένα ενοχλητικό, δυσάρεστο ερεθισμό, κνησμό σε κάποιο σημείο του σώματος, του δέρματός μου, που πρέπει να το ξύσω για να ηρεμήσω: «με τρώει η μασχάλη μου || με τρώει η καράφλα μου». Συνών. με ξύνει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου) / με φαγουρίζει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου)·
- με τρώει η γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- με τρώει η παλάμη μου, βλ. λ. παλάμη·
- με τρώει ο καημός, βλ. λ. καημός·
- με τρώει που…, κατέχομαι από επίμονη, από βασανιστική σκέψη για κάτι: «πολύ με τρώει που δεν έχει ο γιος μου μια μόνιμη δουλειά».
- με τρώει το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- με τρώει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- με τρώει το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- με τρώει το μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- με τρώει το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- με τρώνε οι αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- με τρώνε οι διαδρομές, βλ. λ. διαδρομή·
- με τρώνε οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- με τρώνε οι έγνοιες, βλ. λ. έγνοια·
- με τρώνε τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. λύκος·
- μη φας! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θες ή όπως σε συμφέρουν: «μόλις αναλάβω αυτή τη δουλειά, θα τρελαθώ στο τάλιρο. -Μη φας!», δηλ. αποκλείεται να την αναλάβεις·
- μη φας, θα σου ’χω γλάρο, βλ. λ. γλάρος·
- μη φας, θα σου ’χω γλαρόσουπα, βλ. λ. γλαρόσουπα·
- μη φας, θα σφάξουμε πούστη, βλ. λ. πούστης·
- μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο, βλ. λ. φτερούγα·
- μην τρως ή μην τα τρως, μην πιστεύεις αυτά που σου λένε: «μην τα τρως αυτά που σου λέει, γιατί θέλει να σε βάλει στο χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: ο Γιώργος είναι πονηρός κι αυτά που λέει μην τα τρως
- μην τρως παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- μου τρώει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου τρώει την ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μου τρώει το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- μου τρώει το χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου τρώει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου τρώει χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μου ’φαγε (κάτι), α. μου κέρδισε τα χρήματα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε τα δυο μας χαρτιά και μου ’φαγε χίλια ευρώ». β. μου έκλεψε κάτι: «ξέρω καλά πως αυτός μου ’φαγε τον αναπτήρα»· 
- μου ’φαγε μεσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου ’φαγε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει φάει τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- μου ’φαγε τα σπλάχνα ή μου ’χει φάει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου ’φαγε τα συκώτια ή μου ’φαγε το συκώτι ή μου ’χει φάει τα συκώτια ή μου ’χει φάει το συκώτι, βλ. λ. συκώτι·
- μου ’φαγε τα σωθικά ή μου ’χει φάει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου ’φαγε τα τζιγέρια ή μου ’χει φάει τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου ’χει φάει την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- να σε φάει ο λύκος! βλ. λ. λύκος·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να τρώει ο γέρος και στη γριά να μη δίνει ή να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει, βλ. λ. γέρος·
- … να φάν’ κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- να φας σκατά! ή σκατά να φας! βλ. λ. σκατά·
- να φας το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να φας του γαϊδάρου πό ’χει, βλ. λ. γάιδαρος·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, βλ. λ. κοιμάμαι·
- ξεραίνει το σκατό του και το τρώει, βλ. λ. σκατό·
- ξέρει και τρώει, είναι πολύ εκλεκτικός στο φαγητό του: «όταν τρώει έξω, παραγγέλνει το καλύτερο ψάρι, γιατί ξέρει και τρώει»· βλ. και φρ. ξέρει να τρώει·
- ξέρει να τρώει, είναι γνώστης των καλών τρόπων και του σαβουάρ βιβρ, όταν κάθεται να φάει σε ένα επίσημο γεύμα: «μετά το κυρίως γεύμα καθάρισε το πορτοκάλι με μαχαιροπίρουνο, γιατί είναι από αριστοκρατικό σόι και ξέρει να τρώει»· βλ. και φρ. ξέρει και τρώει·
- ξέρει τι τρώει, βλ. λ. ξέρω·
- ξύλο που θα φας! βλ. λ. ξύλο·
- ο ακαμάτης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει, βλ. λ. ακαμάτης·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- ο τύπος τρώει την ουσία, βλ. λ. ουσία·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
- όποιος  ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, βλ. λ. όποιος·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, ειρωνική έκφραση σε άτομο, που λόγω υπαιτιότητάς του απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του·
- όρμηξε να τον φάει! ή όρμησε να τον φάει! βλ. λ. ορμώ·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
- ό,τι φάμε (κι) ό,τι πιούμε, βιαστικές ενέργειες για υλικές απολαύσεις λόγω μικρής διάρκειας της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε, να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- πανούκλα να σε φάει! βλ. λ. πανούκλα·
- πέσε πίτα να σε φάω, βλ. λ. πίτα·
- πέφτω πάνω του να τον φάω, βλ. λ. πάνω·
- πήγε να με φάει, βλ. λ. πάω·
- πίσω και σ’ έφαγα! βλ. λ. πίσω·
- ποιος να φάει, ποιος να γιάνει, βλ. λ. γιαίνω·
- πότε θα φάμε κουφέτα; ή πότε θα φάμε τα κουφέτα; βλ. λ. κουφέτο·
- (που) να φας τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, βλ. λ. μάτι·
- σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε, βλ. λ. αφέντης·
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ.γάτα·
- σπόρια τρώμε; βλ. λ. σπόρια·
- στο ψωμί που τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει, βλ. λ. κόρακας·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, βλ. λ. λύκος·
- τα ’φαγε στα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- τα ’φαγε στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- τα ’φαγε τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- τα ’φαγε τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- τα τρώω (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω, τα σπαταλώ, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζω απ’ τη δουλειά μου, τα τρώω, γιατί θέλω να γλεντήσω τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσα άστρα έχει ο ουρανός, να τα ’χα δεκαράκια, να τα ’τρωγα,να τα ’πινα με τα παλικαράκια
- τα τρώω ή το τρώω, πιστεύω εύκολα αυτά που μου λένε, είμαι ευκολόπιστος: «ό,τι πάει και του λέει κάποιος, το τρώει»· βλ. κ. φρ. θα τα φάω·
- τα τρώω μέχρι δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- τα τρώω μέχρι δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- τα τρώω μέχρι φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- τζίλα, τζίλα, να φας μήλα! βλ. λ. μήλο·
- τη φάγαμε, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) νικηθήκαμε: «δεν έπαιζαν οι βασικοί παίχτες στην ομάδα, γι’ αυτό τη φάγαμε»·
- την έφαγα (ενν. την πούτσα, την ψωλή), ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «πίστευα πως ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά την έφαγα, γιατί αποδείχτηκε μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- την έφαγα, α. (για γυναίκες) της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «ξέρω πάρα πολύ καλά πως δεν είναι παρθένα, γιατί την έφαγα πριν από δυο χρόνια». β. την απόσπασα από τον άντρα που είχε δεσμό μαζί του: «αυτή τη γυναικάρα την έφαγα απ’ τον τάδε, γιατί δε της φερόταν εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσει η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου την γκομενίτσα δε θα μου τη φας)·
- την έφαγα από πίσω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. φρ. την έφαγα (ενν. την πούτσα, την ψωλή)·
- την έφαγε (ενν. τη χυλόπιτα, την παπάρα), απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα: «ήταν σίγουρος πως θα του πει το ναι, αλλά την έφαγε και το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- την τρώω, α. (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, χωρίς να έχω απαραίτητα δεσμό μαζί της: «αυτή τη γυναίκα την τρώω, όποτε θέλω, γιατί παλιά ήταν ερωτευμένη μαζί μου». β. έχω ερωτικό δεσμό μαζί της: «ποιος την τρώει αυτή τη γυναίκα; || μην της τα ρίχνεις, γιατί την τρώει ο τάδε»· 
- την τρώω με τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- της έφαγε τον άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τις έφαγε (ενν. τις μπουνιές, τις γροθιές κτλ.), ξυλοκοπήθηκε και, κατ’ επέκταση νικήθηκε: «πήγε να του κάνει τον παλικαρά, αλλά τις έφαγε»·
- τις έφαγε με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τις έφαγε με τη βίτσα, βλ. λ. βίτσα·
- τις έφαγε με την παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- τις έφαγε με το ζωνάρι, βλ. λ. ζωνάρι·
- τις έφαγε με το ζωστήρα, βλ. λ. ζωστήρας·
- τις έφαγε με το λουρί, βλ. λ. λουρί·
- τις τρώω (ενν. τις μπουνιές, τις γροθιές, κ.λπ.), ξυλοκοπούμαι και, κατ’ επέκταση, νικιέμαι: «αφού απ’ αυτόν τον άνθρωπο τις τρώω, γιατί να μαλώσω μαζί του;»·
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το μεγάλο ψάρι, τρώει το μικρό, βλ. λ. ψάρι·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. λ. κεφάλι·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- το τρως όλο το φαΐ σου; ή το τρως το φαΐ σου; βλ. λ. φαΐ·
- το τρώω και με τρώει, α. δεν ευχαριστιέμαι το φαγητό που τρώω, καθώς αναλογίζομαι πόσο ακριβό είναι: «είναι πολύ νόστιμο αυτό το ψάρι, αλλά το τρώω και με τρώει, όσο σκέφτομαι την ώρα του λογαριασμού». β. δεν αισθάνομαι τη γεύση του φαγητού που τρώω, δεν ευχαριστιέμαι το φαγητό που τρώω, γιατί κατέχομαι από μεγάλη ανησυχία: «πού να καταλάβω τι φαγητό τρώω! Με τέτοια έγνοια που ’χω, αγόρι μου, το τρώω και με τρώει»·
- το ’φαγα, (για αντικείμενα) το έκλεψα: «από ποιον το ’φαγες πάλι αυτό το τσακμάκι;». (Εβραίικο τραγούδι: στης ταβέρνας τον πελάτη που ’ναι σικ και με γυαλιά, του κολλάω σαν τσιμπούρι να του φάω το μασούρι
- το ’φαγα, (ενν. το παραμύθι) δεν αντιλήφθηκα πως ήταν ψέμα αυτό που μου έλεγε κάποιος, και ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «μου τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που το ’φαγα»·
- το ’φαγα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’φαγα το κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’φαγα το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το ’φαγε η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- το ’φαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή το ’φαγε το σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- το ’φαγε το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- το ’φαγε το χάπι, βλ. λ. χάπι·
- τον έφαγα, τον κέρδισα, τον ξεπέρασα, τον νίκησα: «παίξαμε τάβλι και τον έφαγα || παραβγήκαμε στο τρέξιμο και τον έφαγα || πιαστήκαμε στα χέρια και τον έφαγα»·
- τον έφαγα (για κάτι), τον παρακίνησα, τον προέτρεψα φορτικά να κάνει ή να μην κάνει κάτι: «τον έφαγα να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έσπασε τα μούτρα του || τον έφαγα να παντρευτεί αυτή τη γυναίκα και καλά που μ’ άκουσε»·
- τον έφαγα στη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- τον έφαγαν λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τον έφαγαν με μπαμπεσιά, βλ. λ. μπαμπεσιά·
- τον έφαγαν μπαμπέσικα, βλ. λ. μπαμπέσικος·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- τον έφαγαν οι τόκοι, βλ. λ. τόκος·
- τον έφαγαν τα λούσα, βλ. λ. λούσο·
- τον έφαγαν τα σκουλήκια, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον έφαγε, τον σκότωσε: «τον έφαγε μ’ ένα τραπεζομάχαιρο την ώρα που κοιμόταν». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη
- τον, την έφαγε (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), α. δέχτηκε να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «στην αρχή έκανε πως δεν ήθελε αλλά στο τέλος τον έφαγε». β. έπεσε θύμα απάτης, ξεγελάστηκε: «από το πες πες την έφαγε ο άνθρωπος κι έχασε τα λεφτά του»·
- τον έφαγε ζωντανό, βλ. λ. ζωντανός·
- τον έφαγε η αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- τον έφαγε η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τον έφαγε η μαρμάγκα, βλ. λ. μαρμάγκα·
- τον έφαγε η μαύρη γη, βλ. λ. γη·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- τον έφαγε ο καημός, βλ. λ. καημός·
- τον έφαγε ο κύκλος του, βλ. λ. κύκλος·
- τον έφαγε ο ποδόγυρος, βλ. λ. ποδόγυρος·
- τον έφαγε ο πόνος ή τον έφαγαν οι πόνοι, βλ. λ. πόνος·
- τον έφαγε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον έφαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή τον έφαγε το σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα ή τον έφαγε το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον (την, το) τρώει (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. συνηθέστ. τον (την, το) παίρνει, λ. παίρνω·
- τον τρώει η ζήλια (του), βλ. λ. ζήλια·
- τον τρώει η κασίδα του, βλ. λ. κασίδα·
- τον τρώει η μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- τον τρώει η πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- τον τρώει η ράχη του, βλ. λ. ράχη·
- τον τρώει ο κώλος (του), βλ. λ. κώλος·
- τον τρώει ο πισινός (του), βλ. λ. πισινός·
- τον τρώει το ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- τον τρώει το σαράκι, βλ. λ. σαράκι·
- τον τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον τρώει το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- τον τρώνε οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- τον τρώω, α. τον κερδίζω, τον ξεπερνώ, τον νικώ: «ξέρει πως τον τρώω, γι’ αυτό δε θέλει να παραβγεί μαζί μου». β. τον παρακινώ, τον προτρέπω φορτικά να κάνει ή να μην κάνει κάτι: «καιρός είναι τώρα που τον τρώω να μην μπερδευτεί μ’ αυτή τη δουλειά, αλλά δεν ξέρω ακόμα τι απόφαση έχει πάρει»·
- τον τρώω για πρωινό, βλ. λ. πρωινός·
- τον τρώω λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τον τρώω στη μάπα, βλ. λ. μάπα·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, βλ. λ. δόντι·
- του  τα ’φαγε (ενν. τα λεφτά), με διάφορες υποσχέσεις ή άλλους απατηλούς τρόπους του απέσπασε λεφτά ή τον υποχρέωσε να τα ξοδέψει γι’ αυτόν τον ίδιο: «του ’πεσε μια πιτσιρίκα από δίπλα και του τα ’φαγε μέχρι δεκάρας». Πρβλ.: στη Δραπετσώνα  τα ’φαγες του Παύλου και του Γκίκα και στα Ταμπούρια του Μηνά, του φουκαρά, που του ’μεινε η γλύκα (Λαϊκό τραγούδι)·
- του τα τρώω (ενν. τα λεφτά), του αποσπώ λεφτά με διάφορες υποσχέσεις ή άλλους απατηλούς τρόπους ή τον υποχρεώνω να ξοδεύει για μένα: «επειδή κάνω στενή παρέα μαζί του, οι άλλοι έχουν την εντύπωση πως του τα τρώω». (Λαϊκό τραγούδι: άλλονε να πας να βρεις, να του τα τρως όσα μπορείς
- του την έφαγα, (για γυναίκες) την απέσπασα από κοντά του και δημιούργησα μαζί της ερωτικό δεσμό, την έκανα δική μου: «αφού ήταν βλάκας και δεν εκτιμούσε τι άνθρωπο είχε δίπλα του, του την έφαγα κι από τότε είμαι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: και την γκόμενα την πρώτη σου τη φάγαν Παναγιώτη
- του τρώει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- του τρώει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’φαγα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- του ’φαγα το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- του ’φαγα το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του ’φαγα τη θέση, βλ. λ. θέση·
- του ’φαγα τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- του ’φαγαν το πετσί, βλ. λ. πετσί·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- του ’φαγε το ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- του ’φαγε τον άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τους τρώμε, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) τους νικάμε, κατά κανόνα τους νικάμε, είμαστε ανώτεροι από αυτούς: «ό,τι και να κάνουν, όσους καινούριους παίχτες και να πάρουν, πάλι στους τρώμε»·
- τους φάγαμε λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τρώγοντας ανοίγει η όρεξη ή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, βλ. λ.όρεξη·
- τρώει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- τρώει άντερα ή τρώει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- τρώει άχυρα ή τρώει άχυρο, βλ. λ. άχυρο·
- τρώει βαλανίδια, βλ. λ. βαλανίδι·
- τρώει βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- τρώει βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- τρώει για δέκα, βλ. λ. δέκα·
- τρώει έν’ αρνί στην καθισιά, βλ. λ. αρνί·
- τρώει ένα βόδι στην καθισιά, βλ. λ. βόδι·
- τρώει και πίνει, δε στερείται τίποτα στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, τρώει και πίνει και ο μήνας έχει εννιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ, πασά μου, φάε και πιες και γλέντα σαν κυρία και καθαρίζω εγώ για σε μ’ όλη την κοινωνία
- τρώει και σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τρώει καλαμπόκι, βλ. λ. καλαμπόκι·
- τρώει καναβούρι, βλ. λ. καναβούρι·
- τρώει κέρατο, βλ. λ. κέρατο·
- τρώει κουκιά, βλ. λ. κουκιά·
- τρώει κούμαρα, βλ. λ. κούμαρο·
- τρώει κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- τρώει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- τρώει λάχανα, βλ. λ. λάχανο·
- τρώει λαχανόφυλλα, βλ. λ. λαχανόφυλλο·
- τρώει λουλάκι, βλ. λ. λουλάκι·
- τρώει μαρούλια, βλ. λ. μαρούλι·
- τρώει μαρουλόφυλλα, βλ. λ. μαρουλόφυλλο·
- τρώει μαύρο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι·
- τρώει με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- τρώει με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- τρώει μούσμουλα, βλ. λ. μούσμουλο·
- τρώει ξυλοκέρατα, βλ. λ. ξυλοκέρατο·
- τρώει ό,τι του δίνουν, πιστεύει αμέσως, αβασάνιστα ό,τι του λένε, είναι πολύ ευκολόπιστος: «είναι απ’ αυτούς που μπορείς να τον ξεγελάσεις αμέσως, γιατί τρώει ό,τι του δίνουν»·
- τρώει παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τρώει πίτουρα, βλ. λ. πίτουρο·
- τρώει πριονίδια, βλ. λ. πριονίδι·
- τρώει ροκανίδια, βλ. λ. ροκανίδι·
- τρώει σαν βόδι ή τρώει σαν το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- τρώει σαν γουρούνι ή τρώει σαν το γουρούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τρώει σαν δράκος ή τρώει σαν το δράκο, βλ. λ. δράκος·
- τρώει σαν ζώο ή τρώει σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- τρώει σαν λύκος ή τρώει σαν τον λύκο, βλ. λ. λύκος·
- τρώει σανό, βλ. λ. σανός·
- τρώει σαν πουλάκι ή τρώει σαν το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- τρώει σαν πούστης ή τρώει σαν τον πούστη, βλ. λ. πούστης·
- τρώει σαν φίδι ή τρώει σαν το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- τρώει σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τρώει τα κρέατά του, βλ. λ. κρέας·
- τρώει τα μανίκια του, βλ. λ. μανίκι·
- τρώει τα νύχια του για καβγά, βλ. λ. νύχι·
- τρώει τα παιδιά του (της), βλ. λ. παιδί·
- τρώει τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- τρώει τις σάρκες του, βλ. λ. σάρκα·
- τρώει το σκατό του, βλ. λ. σκατό·
- τρώει το ψωμί χαράμι, βλ. λ. ψωμί·
- τρώει του φτωχού τ’ αρνί, βλ. λ. φτωχός·
- τρώει φουντούκια, βλ. λ. φουντούκι·
- τρώει χάπια, βλ. λ. χάπι·
- τρώει χαρούπια, βλ. λ. χαρούπι·
- τρώει χόρτα ή τρώει χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες, βλ. λ. ώρα· 
- τρώμε τα σάλια μας, βλ. λ. σάλιο·
- τρώω αέρα κοπανιστό, βλ. λ. αέρας·
- τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- τρώω απ’ τα έτοιμα, βλ. λ. έτοιμα· 
- τρώω απ’ τις σάρκες μου, βλ. λ. σάρκα·
- τρώω αστροπελέκια, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τρώω βίδωμα, βλ. λ. βίδωμα·
- τρώω βιράρισμα ή τρώω ένα βιράρισμα, βλ. λ. βιράρισμα·
- τρώω βουβόχορτο, βλ. λ. βουβόχορτο·
- τρώω βρόμικο ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω βρομόξυλο ή τρώω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- τρώω γαϊδουρινά, βλ. λ. γαϊδουρινά·
- τρώω γερή φάπα, βλ. λ. φάπα·
- τρώω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- τρώω γλιστρίδα, βλ. λ. γλιστρίδα·
- τρώω γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω γροθιές ή τρώω τις γροθιές μου, βλ. λ. γροθιά·
- τρώω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- τρώω δούλεμα, βλ. λ. δούλεμα·
- τρώω ελαφρά, βλ. λ. ελαφρός·
- τρώω έξω, βλ. λ. έξω·
- τρώω ζίλια ή τρώω τα ζίλια μου, βλ. λ. ζίλι·
- τρώω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- τρώω κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τρώω καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- τρώω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- τρώω καλά, βλ. λ. καλός·
- τρώω καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- τρώω καραμπογιά, βλ. λ. καραμπογιά·
- τρώω καρπαζιές ή τρώω τις καρπαζιές μου, βλ. λ. καρπαζιά·
- τρώω κελέκια ή τρώω τα κελέκια μου, βλ. λ. κελέκι·
- τρώω κλοτσιές ή τρώω τις κλοτσιές μου, βλ. λ. κλοτσιά·
- τρώω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- τρώω κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- τρώω κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- τρώω λάχανο (κάτι), βλ. λ. λάχανο·
- τρώω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τρώω μαύρισμα, βλ. λ. μαύρισμα·
- τρώω μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- τρώω μαχαιριά, βλ. λ. μαχαιριά·
- τρώω με τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τρώω με το κουτάλι (κάτι), βλ. λ. κουτάλι·
- τρώω μέχρι σκασμού ή τρώω το σκασμό ή τρώω του σκασμού, βλ. λ. σκασμός·
- τρώω μια κατσάδα ή τρώω κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- τρώω μια σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τρώω μια τράκα ή τρώω τράκα, βλ. λ. τράκα·
- τρώω μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- τρώω μπάτσα ή τρώω μπάτσες ή τρώω τα μπάτσα μου ή τρώω τις μπάτσες μου, βλ. λ. μπάτσα·
- τρώω μπινελίκια ή τρώω τα μπινελίκια μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω μπουγιουρντί, βλ. λ. μπουγιουρντί·
- τρώω μπουνιές ή τρώω τις μπουνιές μου, βλ. λ. μπουνιά·
- τρώω ξύλο ή τρώω ένα χέρι ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τρώω ξυστρί, βλ. λ. ξυστρί·
- τρώω παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- τρώω παραμύθι ή τρώω το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τρώω παρμάκι, βλ. λ. παρμάκι·
- τρώω πικρό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- τρώω πόστα, βλ. λ. πόστα·
- τρώω πούλημα, βλ. λ. πούλημα·
- τρώω πουστριλίκια ή τρώω τα πουστριλίκια μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω σαβούρντα, βλ. λ. σαβούρντα·
- τρώω σαν γλάρος, βλ. λ. γλάρος·
- τρώω σίδερα, βλ. λ. σίδερα·
- τρώω σικτίρισμα ή τρώω το σικτίρισμά μου, βλ. λ. σικτίρισμα·
- τρώω σκαμπίλια ή τρώω τα σκαμπίλια μου, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- τρώω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- τρώω σούτια, βλ. λ. σούτι·
- τρώω στη μάπα, βλ. λ. μάπα·
- τρώω στη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- τρώω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τρώω σφαλιάρες ή τρώω τις σφαλιάρες μου, βλ. λ. σφαλιάρα·
- τρώω σφύριγμα, βλ. λ. σφύριγμα·
- τρώω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- τρώω τα λόγια μου, βλ. λ. λόγος·
- τρώω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. λ. μέρα·
- τρώω τη φόλα ή τρώω φόλα, βλ. λ. φόλα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- τρώω το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- τρώω το ξεσκιζόλ μου, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- τρώω το χρόνο (κάποιου), βλ. λ. χρόνος·
- τρώω το χρόνο, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), βλ. λ. χρόνος·
- τρώω το ψωμί του, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω τον αβλέμονα, βλ. λ. αβλέμονας·
- τρώω τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- τρώω τον άμπακα, βλ. λ. άμπακας·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- τρώω τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- τρώω (γερό, μεγάλο) τράκο, βλ. λ. τράκο·
- τρώω τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- τρώω φάιροπ, βλ. λ. φάιροπ·
- τρώω φάπες ή τρώω τις φάπες μου, βλ. λ. φάπα·
- τρώω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τρώω φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τρώω φούμο, βλ. λ. φούμο·
- τρώω φούσκους ή τρώω τους φούσκους μου, βλ. λ. φούσκος·
- τρώω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τρώω φύσημα, βλ. λ. φύσημα·
- τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, βλ. λ. χαστούκι·
- τρώω ψωμί κι ελιά ή τρώω ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- τώρα φά’ τα! (ενν. τα σκατά) βλ. λ. τώρα·
- τώρα φά’ τον! (φά’ την, φά’ το, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τώρα·
- φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, βλ. λ. ψωμί·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. βόδι·
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
- φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα ή φάγαμε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- φάε έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- φάε ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι·
- φάε λίγο να σε πιάσει, να μη νιώθεις το αίσθημα της πείνας, να σε κρατήσει χορτάτο: «δεν προλαβαίνεις να φας σαν άνθρωπος, αλλά φάει λίγο να σε πιάσει»·
- φάε λίγο να σε στυλώσει, να σε δυναμώσει, να σε τονώσει σωματικά: «μια κι είσαι πεινασμένος, φάε λίγο να σε στυλώσει»·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- φίδι που τον έφαγε! βλ. λ. φίδι·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, βλ. λ. φίλος·
- χαράμι το ψωμί που τρώει, βλ. λ. ψωμί·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

τσιγάρο

τσιγάρο, το, ουσ. [<ιταλ. cigaro <ισπαν. cigaro, από τη γλώσσα των ιθαγενών της Κούβας], το τσιγάρο. Υποκορ. τσιγαράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι). Μεγεθ. τσιγαρούκλα, η. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βαρύ τσιγάρο, το σέρτικο. (Λαϊκό τραγούδι: πιάσε τα βαριά τσιγάρα μου, μάνα μου, για να σβήσω τη λαχτάρα μου, με κυνηγάει η κατάρα μου
- βγάζω τα τσιγάρα μου, κερδίζω ελάχιστα χρήματα: «δεν ήταν καμιά σπουδαία δουλειά, γιατί μόλις που έβγαλα τα τσιγάρα μου»·
- για τα τσιγάρα μου, λέγεται στην περίπτωση που, εκτός από την κύρια εργασία μας, αναλαμβάνουμε διάφορες ευκαιριακές δουλειές, για να καλύπτουμε τα μικροέξοδά μας: «έχω μια μόνιμη εργασία, αλλά κάνω και διάφορες ψιλοδουλειές, για τα τσιγάρα μου»·
- δεν έχει τσιγάρο να καπνίσει, είναι πάμφτωχος: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, δεν έχει τσιγάρο να καπνίσει». Πρβλ.: ξεκίνησα μια Κυριακή, στον Πειραιά τραβάω, ούτε τσιγάρο είχα ’γω, ούτε ψωμί να φάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- ένα τσιγάρο δρόμος ή μια τσιγάρα δρόμος, η απόσταση που διανύει κανείς, ιδίως με τα πόδια και διαρκεί περίπου όσο και το κάπνισμα ενός τσιγάρου: «δεν είναι πολύ μακριά, ένα τσιγάρο δρόμος είναι»·
- η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, βλ. λ. υπόθεση·
- καίω ένα τσιγάρο, καπνίζω: «σταμάτα για λίγο τη δουλειά σου να κάψουμε ένα τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρισα το ακρογιάλι, που ’ναι όμορφη βραδιά· να κάψουμε ένα τσιγαράκι στη μοναξιά
- κάνω ένα τσιγάρο ή κάνω τσιγάρο, καπνίζω: «καθίσαμε στην άκρη της παραλίας να κάνουμε τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: έκανες-έκανες ένα τσιγάρο, πέθανες-πέθανες ένα φαντάρο)· βλ. και φρ. στρίβω τσιγάρο·
- καρυδώνω το τσιγάρο μου, (στη γλώσσα της αργκό) για κάποιο λόγο και επειδή είναι ακόμη μεγάλο, με τον αντίχειρα και το δείκτη το πιέζω στη βάση της καύτρας του για να την πετάξω, ώστε να το καπνίσω αργότερα: «μόλις είδε το διευθυντή του καρύδωσε το τσιγάρο του και το ’χωσε μέσα στην τσέπη του». Από παρομοίωση της πίεσης γύρω από την καύτρα του τσιγάρου με το σφίξιμο γύρω από το λαιμό κάποιου· 
- κόβω το τσιγάρο, σταματώ το κάπνισμα, παύω να καπνίζω: «ο γιατρός με προειδοποίησε πως θα έχω πρόβλημα με τα πνευμόνια μου, αν δεν κόψω το τσιγάρο»·
- πίνω τσιγάρο, καπνίζω: «από πότε άρχισες να πίνεις τσιγάρο;». (Λαϊκό τραγούδι: όσο χρειάστηκες να πιεις ένα τσιγάρο έγιν’ η αγάπη σου κι ο έρωτας καπνός, γιατί τον πίκρανες απόψε το φαντάρο ένα φαντάρο που κοιμάται μοναχός
- πνίγω το τσιγάρο μου, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. καρυδώνω το τσιγάρο μου·
- σπάσ’ ένα τσιγάρο, (στη γλώσσα της αργκό) δώσε μου ένα τσιγάρο: «σπάσ’ ένα τσιγάρο, γιατί τέλειωσαν τα δικά μου»·
- στρίβω τσιγάρο, φτιάχνω πρόχειρα τσιγάρο, περιτυλίγοντας το τσιγαρόχαρτο μέσα στο οποίο έχω βάλει καπνό ή χασίσι: «είμαι τόσο χοντροδάχτυλος, που ποτέ μου δεν έμαθα να στρίβω τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισα να στρίβω το σιγαρέτο και μέρα νύχτα το τραβάω σαν τρελή πω, πω, τι γλύκα που τη βρήκα, να μεθάει πιο πολύ κι απ’ το φιλί
- τραβώ το τσιγάρο μου, το καπνίζω: «μαζί με τον καφέ που πίνω, θέλω πάντα να τραβώ και το τσιγάρο μου». (Λαϊκό τραγούδι: στα εστιατόρια κάθομαι χώρια και, μόλις πάω, το τσιγάρο μου τραβώ κι αν με κοιτούνε κι αν με γελούνε, εγώ δε βλέπω κι όλο κάνω τον στραβό
- ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο, σε σύντομο χρονικό διάστημα: «δώσε μου τ’ αυτοκίνητό σου που το χρειάζομαι για μια δουλειά και ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο θα σου το επιστρέψω».

χάρη

χάρη, η, ουσ. [<αρχ. χάρις], η χάρη. 1. η ωραία εξωτερική εμφάνιση, η κομψότητα: «ήταν ντυμένη με χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα ζωντανή με ομορφιά και χάρη, εγώ σ’ αγάπησα τρελά κι άλλος δε θα σε πάρει). 2. παροχή υπηρεσίας ή εξυπηρέτησης από εύνοια, το ρουσφέτι: «από δω και πέρα δεν έχει άλλες χάρες κι ό,τι κάνεις, θα το κάνεις με την αξία σου». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να πάει στο λοχαγό του και συλλογιέται τι να του πει, να του γυρέψει και καμιά χάρη, φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί). 3. στον πλ. οι χάρες, τα έμφυτα ψυχικά, πνευματικά, σωματικά ή καλλιτεχνικά χαρίσματα που έχει κάποιος: «αυτό το παιδί είναι όλο χάρες». (Λαϊκό τραγούδι: για την Πάτρα και την Μαίρη κάτι πάντοτε θα ξέρει και τις χάρες της Βασίλως εκθειάζει καταλλήλως). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), υπερτερεί κάτι από κάτι άλλο: «άλλη χάρη έχει ένα μεγάλο αυτοκίνητο από ένα κατσαριδάκι»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- για χάρη, εξαιτίας κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, για το συμφέρον, προς ικανοποίηση: «ξόδεψε όλη την περιουσία του για χάρη της πατρίδας»·
- για χάρη σου, για να σε ευχαριστήσω, για να σε ικανοποιήσω, για το χατίρι  σου: «αγόρασα αυτό το δαχτυλίδι για χάρη σου». (Λαϊκό τραγούδι: μια μπαμπεσιά γυρέψανε προχτές να μου σκαρώσουν και τη βουβή για χάρη σου να μου τηνε καρφώσουν  
- για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα, λέγεται για κείνους, που ενώ δεν το αξίζουν, επωφελούνται κοντά σε κάποιους άλλους που αξίζουν: «αν δεν ήταν συνέταιρος κι ο αδερφός του, δε θα ’δινα σ’ αυτόν καμιά δουλειά, αλλά επειδή εκείνος είναι πολύ καλό παιδί, για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»·
- για χάρη γούστου ή για χάριν γούστου, βλ. λ. γούστο·
- δίνω χάρη, χαρίζω την ποινή που επιβλήθηκε σε κάποιον από δικαστήριο: «έφαγε δέκα χρόνια φυλακή, αλλά στα τελευταία τρία του δώσανε χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έφταιξε σε τίποτα και χάρη δεν του δίνουν, τα δάκρυα της μάνας του κατάρα θα τους γίνουν
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
- έχε χάρη που..., να χρωστάς ευγνωμοσύνη που…: «έχε χάρη που είσαι γνωστός του αδερφού μου, γιατί αλλιώς θα σε σακάτευα στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι μου ζητάς στο δίνω, σαν κορόιδο σ’ αγαπώ, κι αν μου μάσησες τα φράγκα, βρε τρελόπαιδο, έχε χάρη που ’σαι μάγκας κι ομορφόπαιδο
- έχει κλινικές χάρες, βλ. λ. κλινικός·
- έχει τη χάρη να…, έχει το χάρισμα να…: «έχει τη χάρη να τραγουδάει πολύ ωραία || έχει τη χάρη να μιλάει πολύ όμορφα»·
- ζητώ χάρη (από κάποιον), α. παρακαλώ κάποιον να με εξυπηρετήσει σε κάτι: «ζήτησα χάρη απ’ το διευθυντή, να μου δώσει μια μέρα άδεια». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ μάνα μ’ θα πεθάνω και μια χάρη σου ζητώ, δυο στεφάνια πικροδάφνη μες στον τάφο μου να βρω). β. υποβάλλω αίτηση να μου χαριστεί κάποια ποινή ή συνήθως το υπόλοιπο από κάποια ποινή που εκτίω στη φυλακή: «το δικαστήριο του επέβαλε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση και, μόλις εκτίσει τα δέκα, θα ζητήσει χάρη για τα υπόλοιπα». (Τραγούδι: τώρα παραδίνομαι εσύ να με δικάσεις, δε θα ζητήσω χάρη αν με καταδικάσεις
- η Θεία Χάρη ή η Θεία Χάρις, η εκδήλωση αγάπης και εύνοιας από το Θεό στον άνθρωπο: «η Θεία Χάρη Του σκεπάζει όλους τους ανθρώπους»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη, πρέπει να ανταποδώσουμε το καλό που μας έκανε κάποιος: «επειδή κάποτε με βοήθησε, τώρα που βρίσκεται σε δύσκολη θέση θα τον βοηθήσω κι εγώ, γιατί η χάρη θέλει αντίχαρη»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη, πρέπει να ανταποδώσεις το καλό που σου έκανε κάποιος, αν θέλεις να σου κάνει πάλι να σου κάνει κάποιο καλό και στο μέλλον: «επειδή δεν ξέρεις πως έρχονται τα πράγματα στη ζωή, αφού σου ’κανε καλό ανταπόδωσέ το, γιατί η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη μένει, αυτός που ευεργετήθηκε από κάποιον είναι υποχρεωμένος να του την ανταποδώσει, αλλά και πάλι εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένος·
- η Χάρη Της, λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας, όταν αναφερόμαστε στην Παναγία: «άναψε ένα κερί στη Χάρη Της, για να κάνει καλά το γιο της»·
- κάνε μου τη χάρη, α. παρακλητική έκφραση για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «κάνε μου τη χάρη να μην αναφέρεις στο διευθυντή την πρωινή μου καθυστέρηση || κάνε μου τη χάρη να προσέχεις λίγο τη βαλίτσα μου». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πίσω συντροφιά μου, έλα, κάνε μου τη χάρη, είναι κρίμα ν’ αγκαλιάζω το μικρό σου μαξιλάρι). β. αυστηρή ή απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί: «κάνε μου τη χάρη κι άσε με στην ησυχία μου». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου, κατεργάρη, φύγε, κάνε μου τη χάρη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
- κάνω χάρες, α. (γενικά) είμαι εξυπηρετικό άτομο: «το ’χει μέσ’ στο αίμα του να κάνει χάρες || εγώ δεν μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω κι αν θέλεις, πάνε στον τάδε, που κάνει χάρες». β. παρέχω υπηρεσίες ή εξυπηρετήσεις από εύνοια: «μόλις έγινε υπουργός άρχισε να κάνει χάρες»·
- κάνω χάρη, εξυπηρετώ κάποιον από εύνοια: «είναι τόσο γραφειοκρατικός υπάλληλος, που δεν κάνει χάρη ούτε στον αδερφό του»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, βλ. λ. λόγος·
- με της Παναγίας τη χάρη, βλ. λ. Παναγία·
- με του Θεού τη χάρη, βλ. λ. Θεός·
- με χάρη, με κομψότητα: «ντύνεται με χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει χτενίσματα με γούστο και με χάρη, κι από τις Παριζιάνες ξέρει πιο πολλά· με πλάνεψες μ’ αυτό σου το όμορφο καμάρι, Καλλιπολίτισσα, ναζιάρα μου γλυκιά
- μεγάλη η χάρη σου! α. (μετά από πολλή σκέψη ή διάφορους ενδοιασμούς) θα σου κάνω το χατίρι, θα σε βοηθήσω, αλλά, να ξέρεις, είναι δύσκολο αυτό που μου ζητάς,: «θα σου δώσω αυτό που μου ζητάς, αλλά να το ξέρεις, μεγάλη η χάρη σου!». β. λέγεται και ειρωνικά όταν αποφασίζουμε να μην ανταποκριθούμε στους παραπάνω λόγους, αποκλείεται: «μεγάλη η χάρη σου, που θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά!»·
- Μεγάλη η Χάρη Της! λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας όταν αναφερόμαστε στην Παναγία: «της Παναγίας, Μεγάλη η Χάρη Της, αρραβωνιάζω την κόρη μου»·
- Μεγάλη η Χάρη Του! λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας, όταν αναφερόμαστε σε έναν άγιο: «εγώ έχω για προστάτη τον Άγιο Γεώργιο, Μεγάλη η Χάρη Του!»·
- μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, βλ. λ. μεζές·
- μέχρις εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. φρ. ως εκεί έφτασε η χάρη του(!)·
- μου κάνεις τη χάρη να…, παρακλητική έκφραση αλλά που ενέχει και απειλή: «μου κάνεις τη χάρη να πάψεις, επιτέλους, να γκρινιάζεις; || μου κάνεις τη χάρη να μου αδειάσεις τη γωνιά;»·
- να με συμπαθάει η χάρη σου, βλ. φρ. (να) με συχωρεί η χάρη σου·
- να με συχωρεί η χάρη σου, έκφραση με την οποία διαφωνούμε σε αυτά που μας λέει κάποιος, παρόλο που μπορεί και να τον συμπαθούμε: «να με συγχωρεί η χάρη σου, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως μας τα λες»· 
- να μου λείπει η χάρη σου, έκφραση άρνησης σε κάποια πρόταση που μας γίνεται από άτομο που μπορεί και να το συμπαθούμε: «το ξέρεις πως σε συμπαθώ, αλλά να μου λείπει η χάρη σου, γιατί δεν μπορώ να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη»· βλ. και φρ. να με συχωρεί η χάρη σου·
- να το , να το χάρες γεμάτο! έκφραση σε μικρό παιδί ή σε αγαπημένο πρόσωπο εν είδει ταχταρίσματος·
- να ’χεις χάρη που..., να ευγνωμονείς που..., να το χρωστάς…: «να ’χεις χάρη που είμαι φίλος με τον πατέρα σου και δε σε ξυλοφορτώνω». (Λαϊκό τραγούδι: το δικό σου το μαράζι θα με φάει, πάει χαμένη η ζωή μου, τώρα πάει και με δίχως να ντραπώ, δώσε βάση τι θα πω να ’χεις χάρη μάγκα που σε αγαπώ
- να ’χεις χάρη τον..., να ευγνωμονείς τον..., να χρωστάς χάρη στον…: «να ’χεις χάρη τον τάδε, που δε σε τιμώρησα»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- οι τρεις Χάριτες, ειρωνικός χαρακτηρισμός παρέας που αποτελείται από τρεις άσχημες και ιδιότροπες γυναίκες: «κάθε φορά που έρχονται στο μπαράκι αυτές οι τρεις Χάριτες, όλοι αποτραβιούνται από κοντά τους». Αναφορά στις τρεις θεότητες της ελληνικής μυθολογίας που συμβόλιζαν την ομορφιά, την ευφροσύνη και τη χάρη·
- οφείλω χάρη (σε κάποιον), βλ. φρ. χρωστάω χάρη (σε κάποιον)·
- παίρνω χάρη, χαρίζεται ένα μέρος της ποινής που μου επέβαλε κάποιο δικαστήριο: «έκανε αίτηση για να πάρει χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: λίγο πριν να φέξει η μέρα και χαράξει η αυγή, πήρε χάρη το παιδί της, αχ, μα η μάνα είναι νεκρή
- παραδείγματος χάρη ή παραδείγματος χάριν, βλ. λ. παράδειγμα·
- ποιος τη χάρη του! λέγεται θαυμαστικά για κάποιον που του συνέβη κάτι ευχάριστο: «ποιος τη χάρη του, που του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου! || έμαθε πως έρχεται ο γιος του με άδεια απ’ το στρατό και ποιος τη χάρη του!». Πολλές φορές, άλλοτε πριν και άλλοτε μετά τη φρ. ακολουθεί το τώρα·
- πού τέτοια χάρη! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με παράπονο πως δεν περιμένουμε να μας συμβεί κάποιο παρόμοιο καλό με αυτό που μας αναφέρει ο συνομιλητής μας: «έπεσα σ’ έναν διευθυντή που δείχνει μεγάλη κατανόηση στα προβλήματα των υφισταμένων του. -Πού τέτοια χάρη, γιατί ο δικός μου είναι μεγάλο στραβόξυλο!»·   
- χάρη γούστου ή χάριν γούστου, βλ. λ. γούστο·
- χάρη σε… ή χάρη στο(ν)…, με τη βοήθεια κάποιου προσώπου ή πράγματος: «χάρη σε σένα γλίτωσα τη χρεοκοπία, γιατί με βοήθησες ουσιαστικά || χάρη στον τάδε έβαλα το γιο μου σε μια δουλειά || χάρη στο γρήγορο αυτοκίνητό μου ήρθα απ’ την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη μέσα σε τέσσερις ώρες»·  
- χάρη σου κάνω, λέγεται στην περίπτωση που κάνουμε κάτι όχι γιατί πρέπει να το κάνουμε, αλλά μόνο και μόνο για την εξυπηρέτηση κάποιου, ενέχοντας πολλές φορές και την έννοια της παρατυπίας: «χάρη σου κάνω να σου δώσω να διαβάσεις αυτό το έγγραφο, γιατί, αν το μάθουν απ’ τη διεύθυνση, μπορεί να ’χω και τραβήγματα»·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. φρ. για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα·
- χάριν ευκολίας, βλ. λ. ευκολία·
- χάριν φιλίας, βλ. λ. φιλία·
- χρωστάω χάρη (σε κάποιον), είμαι ευγνώμων σε κάποιον: «χρωστάω χάρη στον τάδε, γιατί βόλεψε το γιο μου σε κάποια δουλειά»·
- ως εκεί έφτασε η χάρη του! α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο, που η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ μακριά ή λέγεται θαυμαστικά για ταξιδευτή, που έφτασε σε πολύ μακρινά μέρη: «το βιβλίο του μεταφράστηκε στα Ισλανδικά. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του! || ο τάδε πήγε στη Γη του Πυρός. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του!». β. λέγεται συνήθως για άτομο του οποίου ο κακός του χαρακτήρας ή οι παρανομίες του έγιναν γνωστές πολύ μακριά από τον τόπο στον οποίο συντελέστηκαν: «μπήκα σ’ ένα μπαράκι των Χανίων και μόλις ανέφερα τ’ όνομά του, θα με σακάτευαν στο ξύλο. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό βρε ή το σώπα, ρε παιδί μου.