Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πήδημα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πήδημα κ. πήδηγμα, το, ουσ. [<αρχ. πήδημα], το πήδημα. 1. η επιβολή της σεξουαλικής πράξης, το γαμήσι: «όποια γυναίκα κι αν του πει για πήδημα, δε λέει όχι». 2. η ψυχική ή σωματική πίεση ή ταλαιπωρία που υφίσταται, ιδίως ένας άντρας: «όσοι πήγαν στο στρατό, έμαθαν τι παναπεί πήδημα». 3. η απότομη αλλαγή θέματος, η έλλειψη συνοχής, λογικής ακολουθίας σε αυτά που σκέφτεται, λέει, γράφει ή κάνει κανείς: «για να καταλαβαίνουν και οι άλλοι τι εννοείς, προσπάθησε ν’ αποφεύγεις τα πηδήματα, γιατί, έτσι όπως τα λες, μόνο εσύ τα καταλαβαίνεις». Υποκορ. πηδηματάκι, το (βλ. λ.)·
- για ψύλλου πήδημα, βλ. λ. ψύλλος·
- δίνω (ένα) πήδημα, πηδώ: «μόλις τους είδα, έδωσα ένα πήδημα και βρέθηκα δίπλα τους»·
- ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, έκφραση με την οποία προκαλούμε κάποιον να αποδείξει έμπρακτα αυτό που ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει: «αν μπορείς να δείρεις αυτόν που λες, να τος, έρχεται κι αν είναι έτσι, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Συνών. άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί / θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου·
- κάνω (ένα) πήδημα, βλ. φρ. δίνω (ένα) πήδημα· 
- κάνω το μεγάλο πήδημα, βλ. συνηθέστ. κάνω το μεγάλο σάλτο, λ. σάλτο·
- πήδημα στο κενό, λέγεται για ενέργεια ή προσπάθεια μάταιη, χωρίς κέρδος, χωρίς όφελος, χωρίς αποτέλεσμα: «όλη του η προσπάθεια ήταν ένα πήδημα στο κενό κι έτσι αναγκάστηκε ν’ αρχίσει πάλι απ’ την αρχή»·
- της έριξα ένα πήδημα, της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «πολύ τη γουστάριζα αυτή τη γυναίκα και με την πρώτη ευκαιρία της έριξα ένα πήδημα»·
- της τράβηξα ένα πήδημα, βλ. φρ. της έριξα ένα πήδημα·
- το μεγάλο πήδημα, αποφασιστική ενέργεια προς τα μπροστά, προς το καλύτερο. (Λαϊκό τραγούδι: κράτα μάνα και θα γίνει το μεγάλο πήδημα. Λευτεριά και Ρωμιοσύνη είν’ αδέρφια δίδυμα)· βλ. και φρ. το μεγάλο σάλτο, λ. σάλτο·
- (το) πήδημα (του) θανάτου, βλ. συνηθέστ. σάλτο μορτάλε, λ. σάλτο.

σάλτο

σάλτο, το κ. σάλτος, ο, ουσ. [<ιταλ. salto]. 1. άλμα, πήδημα: «μόλις πλησίασε τ’ αυτοκίνητο, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στην καρότσα». 2. επικίνδυνο εμπορικό άνοιγμα: «η κατάσταση σήμερα είναι πολύ δύσκολη, γι’ αυτό δεν είναι για σάλτα». 3. (γενικά) κάθε παράτολμη, κάθε ριψοκίνδυνη ενέργεια: «άφησε τα σάλτα για τους άλλους κι εσύ κοίτα να ενεργείς συνετά». 4. (στη γλώσσα της αργκό) παράνομη δραστηριότητα: «ένα τελευταίο σάλτο σχεδιάζει να κάνει και μετά θ’ αποσυρθεί»·
- δίνω ένα σάλτο, πηδώ: «έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε δίπλα του || έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε στην καρότσα τ’ αυτοκινήτου»·
- κάνω ένα σάλτο, α. πηδώ: «μόλις τον είδε, έκανε ένα σάλτο και τον άρπαξε απ’ το γιακά || μόλις που πρόλαβε να κάνει ένα σάλτο και ν’ ανέβει στο τραμ που ξεκινούσε». β. κλέβω εισβάλλοντας αιφνιδιαστικά: «περιμένει το καλοκαίρι, που θα φύγει ο κόσμος στις διακοπές του, για να κάνει κανένα σάλτο». Εδώ η ερμηνεία της κλοπής έλκει από τον τρόπο κλοπής του σαλταδόρου και στο μυαλό μας πρέπει να έρθει η σκέψη πως ο κλέφτης δε θα επιχειρήσει να κλέψει ισόγειο διαμέρισμα·
- κάνω το μεγάλο σάλτο, ενεργώ πολύ παράτολμα, πολύ ριψοκίνδυνα, ιδίως εμπορικά: «όσο δύσκολοι κι αν είναι οι καιροί, εγώ αποφάσισα να κάνω το μεγάλο σάλτο και θ’ ανοίξω ένα σούπερ μάρκετ»·
- κάνω σάλτο μορτάλε, πραγματοποιώ πήδημα θανάτου και, κατ’ επέκταση, πραγματοποιώ πάρα πολύ παράτολμο, πάρα πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα: «η δουλειά θέλει μεγάλη προσοχή, γι’ αυτό δεν πρέπει να κάνεις κανένα σάλτο μορτάλε·
- κάνω το σάλτο μου, (γενικά) ενεργώ παράτολμα, ριψοκίνδυνα: «αν με βοηθήσεις θα κάνω το σάλτο μου». (Τραγούδι: δώσ’ τα όλα, φιλάρα, κι εγώ θα κάνω το σάλτο μου, σταμάτα όμως πια να τρως απ’ το πιάτο μου
- σάλτο μορτάλε, ακροβατικό πήδημα θανάτου και, κατ’ επέκταση, πάρα πολύ παράτολμο, πάρα πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα: «δε θ’ ανεχτώ άλλο σάλτο μορτάλε στη δουλειά σου, γιατί, αν το επιχειρήσεις ξανά, θα σου κόψω κάθε χρηματοδότηση»·
- σάλτο στο κενό, βλ. φρ. πήδημα στο κενό, λ. πήδημα.

ψύλλος

ψύλλος, ο, ουσ. [<μτγν. ψύλλος <αρχ. ψύλλα ἡ], ο ψύλλος. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- αδειανός καλόγερος ψύλλους εμουνούχιζε, βλ. λ. καλόγερος·
- αρχίζουν να με τρών’ οι ψύλλοι, βλ. συνηθέστ. μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά·
- για τον ψύλλο καίει το πάπλωμα, βλ. λ. πάπλωμα·
- για ψύλλου πήδημα, για ασήμαντο λόγο, για ασήμαντη αφορμή ή αιτία, για το τίποτα: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που για ψύλλου πήδημα μπορεί να δημιουργήσει ολόκληρη φασαρία». (Λαϊκό τραγούδι: τον άντρα κάνει τον σκληρό και τη δουλειά βαριέται και για του ψύλλου πήδημα ευθύς παραξηγιέται
- γυρεύω ψύλλο στ’ άχυρα ή γυρεύω ψύλλους στ’ άχυρα, βλ. φρ. ψάχνω ψύλλο στ’ άχυρα·
- δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, βλ. φρ. καλιγώνει τον ψύλλο· 
- ζητώ ψύλλο στ’ άχυρα ή ζητώ ψύλλους στ’ άχυρα, βλ. συνηθέστ. ψάχνω ψύλλο στ’ άχυρα·
- καλιγώνει τον ψύλλο ή καλιγώνει ψύλλο, είναι πολύ ικανός, πολύ επιτήδειος, είναι παμπόνηρος, καπάτσος, τα καταφέρνει και στις πιο δύσκολες δουλειές, αντιμετωπίζει με επιτυχία και τις πιο δύσκολες καταστάσεις, πράγμα που πολλές φορές τον κάνει επικίνδυνο: «ό,τι και να του αναθέσεις τα καταφέρνει, γιατί αυτός καλιγώνει τον ψύλλο || να ’χεις το νου σου μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί καλιγώνει ψύλλο κι έχει βάλει στο χέρι πολύ κόσμο». Συνών. βελονιάζει την τρίχα ή βελονιάζει τρίχα·
- κάνει τον ψύλλο καμήλα, βλ. λ. καμήλα·
- μου μπαίνουν ψύλλοι (ενν. στ’ αφτιά), βλ. φρ. μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν το παίζεις ερωτύλος κι όλο στα μάτια με κοιτάς, τότε μου μπαίνουνε οι ψύλλοι πως ίσως να μου τα φοράς
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, υποψιάζομαι, υποπτεύομαι κάτι κακό που με κάνει και ανησυχώ: «μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά πως με απατά η γυναίκα μου, και δεν ξέρω τι να κάνω». (Λαϊκό τραγούδι: ψύλλοι στ’ αφτιά μου μπήκανε, βρε πω πω, πως κάποιος άλλος ήτανε κι αν είναι αλήθεια, δυστυχώς, κυρά μου, στη μάνα σου ολοταχώς
- όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, βλ. λ. σκύλος·
- ούτε ψύλλος στον κόρφο του! βρίσκεται ή θα βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση, στην οποία για κανέναν λόγο δε θα ήθελα να βρεθώ: «αν αντιληφθεί ο πατέρας του πως έβαλε χέρι στο ταμείο, ούτε ψύλλος στον κόρφο του!»·
- πεταλώνει τον ψύλλο ή πεταλώνει ψύλλο, βλ. φρ. καλιγώνει τον ψύλλο·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, τον κάνω να υποψιαστεί, να υποπτευθεί κάτι κακό: «αν δεν του ’βαζα ψύλλους στ’ αφτιά δε θα ’πιανε τη γυναίκα του παρέα με τον γκόμενό της»·
- ψάχνω ψύλλο στ’ άχυρα ή ψάχνω ψύλλους στ’ άχυρα, α. χάνω άδικα τον καιρό μου, ματαιοπονώ στην προσπάθειά μου να βρω κάτι που λόγω πληθώρας πραγμάτων ή στοιχείων είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί: «προσπαθεί να βρει μέσα στο χαρτομάνι του γραφείου του ένα χαρτάκι, όπου είχε σημειώσει τον αριθμό ενός τηλεφώνου, αλλά μου φαίνεται πως ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα». β. λεπτολογώ ασήμαντο γεγονός, ασήμαντο ζήτημα: «παιδιά είναι, είπαν κι ένα λόγο παραπάνω, μην κάθεσαι τώρα και ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα για το ποιος φταίει ή όχι».