Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πέφτω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πέφτω, ρ. [<μσν. πέφτω <αρχ. πίπτω], πέφτω. 1. ξαπλώνω για να ξεκουραστώ, ιδίως για να κοιμηθώ: «κάν’ τε ησυχία, γιατί ο παππούς έπεσε λιγάκι». (Λαϊκό τραγούδι: μια και ανταμωθήκαμε κερνάω μια μισάδα κι όταν θα πάει δύο, πέφτουμε στρωματσάδα). 2. χάνω την καλή ψυχική μου διάθεση, δεν έχω όρεξη για κάτι, δεν έχω κέφι: «όταν πέφτει αυτός ο άνθρωπος, είναι για να τον κλαιν’ κι οι ρέγκες». 3. ανατρέπομαι, χάνω τη θέση μου ή την ισχύ μου: «έπεσε η κυβέρνηση». 4. εξασθενώ: «έπεσε πολύ μετά την τελευταία του αρρώστια». 5. καταντώ, ξεπέφτω: «πώς έπεσες έτσι, μωρέ παιδάκι μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκείνο επαράκουσε επήγε και ξεστράτισε, μια πέρδικα ορέχτη, σε ρούγα πάει και πέφτει. Ένας αϊτός γκρεμίστηκε και το βουνό εσείστηκε). 6. καταστρέφομαι οικονομικά: «απ’ τη μέρα που έπεσε, έχασε και τους φίλους που είχε». 7. ξεγελιέμαι ή πείθομαι από κάποιον να κάνω αυτό που επιθυμεί, αυτό που θέλει για προσωπικό του συμφέρον, για προσωπικό του όφελος: «τον είχε από κοντά όλο τ’ απόγευμα και προσπαθούσε  να τον πείσει να ρίξει λεφτά στη δουλειά του, αλλά ο δικός σου δεν έπεσε». 8. σκοτώνομαι, ιδίως με θάνατο που γίνεται στο όνομα κάποιας ιδέας, θυσιάζομαι: «έπεσε ηρωικά υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας του». 9. (για ενέργειες) λιγοστεύω, εξασθενίζω: «έπεσε η μπαταρία». 10. τυχαίνω, βρίσκομαι στη δικαιοδοσία ή περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου: «ήταν φαίνεται γραφτό μου να πέσω σε τέτοιο γραφειοκράτη και να μου βγάλει το λάδι, μέχρι να δώσει την υπογραφή του || έπεσες σε καλά χέρια από την πρώτη μέρα που έπιασες δουλειά, γι’ αυτό δεν ξέρεις τι θα πει εκμετάλλευση!». 11. προϋποθέτω, παρουσιάζομαι ξαφνικά, ενσκήπτω: «αν δε πέσει διάβασμα, δεν πρόκειται να την περάσεις την τάξη || για να χάσω αυτά τα δέκα κιλά, έπεσε πολλή πείνα || πρόσεξε την υγεία σου, γιατί έχει πέσει επιδημία φυματίωσης». 12. συμπίπτει κάτι χρονικά μ’ ένα άλλο γεγονός, τυχαίνει την τάδε ημερομηνία: «πότε πέφτει το Πάσχα φέτος; || τα γενέθλιά μου πέφτουν τη μέρα της γιορτής της κι έτσι κάνουμε μια γιορτή». 13. (και για τα δυο φύλα) ενδίδω στις ερωτικές προτάσεις κάποιου και συνάπτω ερωτικό δεσμό μαζί του: «επειδή είναι όμορφο παλικάρι έχει πάρει ψηλά τον αμανέ και δεν πέφτει εύκολα || την κυνηγούσα δυο μήνες, ώσπου στο τέλος έπεσε». (Λαϊκό τραγούδι: στο ξαναλέω, μην επιμένεις και δε θα πέσω,με συγχωρείτε, δε θα μπορέσω). 14. προστακτ. πέσε, δώσε μου τα λεφτά, πλήρωσε: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, πέσε». Συνοδεύεται με πρόταση του χεριού προς το συνομιλητή μας και με ανοιχτή την παλάμη. (Ακολουθούν 416 φρ.)·
- ακούς και την καρφίτσα που πέφτει, βλ. λ. καρφίτσα·
- άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις, βλ. λ. θάλασσα·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, βλ. λ. σπίτι·
- αν δεν πέφτω έξω, βλ. λ. έξω·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ.χέρι·
- αν πέσεις στα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- ας πέσει! βλ. φρ. να πέσει(;)·
- ας πέσουν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- άφησε να πέσει η υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- βαρύ μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει βαρύ·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! βλ. λ. χέρι·
- δε μου πέφτει λόγος, βλ. λ. λόγος·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πέφτει βελόνα, βλ. λ. βελόνα·
- δεν πέφτει βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- δεν πέφτει καρφίτσα, βλ. λ. καρφίτσα·
- έπεσα μέσα, βλ. λ. μέσα·
- έπεσα πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- έπεσα κουμπούρα, βλ. λ. κουμπούρα·
- έπεσα σαν κουρσούμι, βλ. λ. κουρσούμι·
- έπεσα σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- έπεσα στου λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- έπεσαν έξω τα καράβια σου; ή έπεσαν τα καράβια σου έξω; βλ. λ. καράβι·
- έπεσαν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- έπεσαν μαζί στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) βλ. λ. νήμα·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσαν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- έπεσαν οι μετοχές του, βλ. λ. μετοχή·
- έπεσαν οι τζίφρες, βλ. λ. τζίφρα·
- έπεσαν οι τιμές, βλ. λ. τιμή·
- έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- έπεσαν (όλοι) να τον φάνε, βλ. λ. τρώω·
- έπεσαν οι υπογραφές, βλ. λ. υπογραφή·
- έπεσαν πολλά κορμιά, βλ. λ. κορμί·
- έπεσαν σαν τα καρτάλια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. καρτάλι·
- έπεσαν σαν τα κοράκια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. κοράκι·
- έπεσαν σαν τα όρνια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. όρνιο·
- έπεσαν σαν τις ακρίδες, βλ. λ. ακρίδα·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. λ. μύγα·
- έπεσαν τα δόντια του, βλ. λ. δόντι·
- έπεσαν τα μαλλιά μου ή μου ’πεσαν τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- έπεσαν τα νεφρά μου ή μου ’πεσαν τα νεφρά, βλ. λ. νεφρό·
- έπεσαν τα σύρματα, βλ. λ. σύρμα·
- έπεσαν τα τέλια, βλ. λ. τέλι·
- έπεσαν τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έπεσαν τα φτερά μου ή μου ’πεσαν τα φτερά, βλ. λ. φτερό·
- έπεσε άδοξα, βλ. λ. άδοξα·
- έπεσε ακρίδα, βλ. λ. ακρίδα·
- έπεσε απ’ τη σελήνη, βλ. λ. σελήνη·
- έπεσε απ’ την Ακρόπολη (απ’ το Λευκό Πύργο) και στάθηκε όρθιος, βλ. λ. Ακρόπολη·
- έπεσε απ’ το μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- έπεσε απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- έπεσε απ’ τον ουρανό, βλ. λ. ουρανός·
- έπεσε απίστομα ή έπεσε τ’ απίστομα, βλ. λ. απίστομα·
- έπεσε άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- έπεσε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε για θάνατο, βλ. λ. θάνατος·
- έπεσε γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- έπεσε γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπεσε δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω, βλ. λ. έξω·
- έπεσε έξω η δουλειά ή έπεσε η δουλειά έξω, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω το καράβι ή έπεσε το καράβι έξω, βλ. λ. καράβι·
- έπεσε επιδημία, βλ. λ. επιδημία·
- έπεσε ζεστό το παραδάκι, βλ. λ. παραδάκι·
- έπεσε ζεστό το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έπεσε η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- έπεσε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- έπεσε η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπεσε η δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- έπεσε η κυβέρνηση, βλ. λ. κυβέρνηση·
- έπεσε η μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- έπεσε η σφαλιάρα σύννεφο, βλ. λ. σφαλιάρα·
- έπεσε η υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- έπεσε θρήνος, βλ. λ. θρήνος·
- έπεσε θύμα των τροχών, βλ. λ. τροχός·
- έπεσε καρφί, βλ. λ. καρφί·
- έπεσε Κατοχή, βλ. λ. Κατοχή·
- έπεσε κάτω απ’ τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε λεπίδι, βλ. λ. λεπίδι·
- έπεσε μαύρο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. λ. μαύρος·
- έπεσε μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- έπεσε με το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- έπεσε μια ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά·
- έπεσε να πεθάνει, βλ. λ. πεθαίνω·
- έπεσε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έπεσε ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έπεσε ο διακόπτης, (για πρόσωπα) βλ. λ. διακόπτης·
- έπεσε ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- έπεσε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- έπεσε παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- έπεσε πείνα, βλ. λ. πείνα·
- έπεσε πελέκι, βλ. λ. πελέκι·
- έπεσε περονόσπορος, βλ. λ. περονόσπορος·
- έπεσε πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε πολύ χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- έπεσε πολύ χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έπεσε σαν βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- έπεσε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. λ. βόμβα·
- έπεσε σαν γινωμένο σύκο, βλ. λ. σύκο·
- έπεσε σαν γινωμένο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- έπεσε σαν κεραυνός, βλ. λ. κεραυνός·
- έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, βλ. λ. κεραυνός·
- έπεσε σαν κοτόπουλο ή έπεσε σαν το κοτόπουλο, βλ. λ. κοτόπουλο·
- έπεσε σαν μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- έπεσε σαν πέρδικα ή έπεσε σαν την πέρδικα, βλ. λ. πέρδικα·
- έπεσε σαν ποντικός στη φάκα ή έπεσε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. λ. ποντικός·
- έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, βλ. λ. τούβλο·
- έπεσε σαν ώριμο σύκο, βλ. λ. σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- έπεσε σε βούρκο ή έπεσε στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- έπεσε σε χαντάκι ή έπεσε στο χαντάκι, βλ. λ. χαντάκι·
- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, βλ. λ. δίχτυ·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έπεσε στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- έπεσε σταλία, βλ. λ. σταλία·
- έπεσε στεναγμός, βλ. λ. στεναγμός·
- έπεσε στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- έπεσε στη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- έπεσε στη φάκα, βλ. λ. φάκα·
- έπεσε στην πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- έπεσε στην τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), βλ. λ. τσιμπίδα·
- έπεσε στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- έπεσε στο κενό, βλ. λ. κενό·
- έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
- έπεσε σφύριγμα, βλ. λ. σφύριγμα·
- έπεσε τακούνι, βλ. λ. τακούνι·
- έπεσε τέζα, βλ. λ. τέζα·
- έπεσε το γέλιο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έπεσε το κρύο, βλ. λ. κρύο·
- έπεσε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έπεσε το προσωπείο του, βλ. λ. προσωπείο·
- έπεσε του θανατά, βλ. λ. θανατάς·
- έπεσε του θανάτου, βλ. λ. θάνατος·
- έπεσε του πεθαμού, βλ. λ. πεθαμός·
- έπεσε τσεκούρι, βλ. λ. τσεκούρι·
- έπεσε φαρδιά πλατιά ή έπεσε φαρδύς πλατύς, βλ. λ. φαρδύς·
- έπεσε φυλλοξήρα, βλ. λ. φυλλοξήρα·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, βλ. λ. φωτιά·
- έπεσε χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε χοντρό θάψιμο, βλ. λ. θάψιμο·
- έπεσε χοντρό κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έπεσες στην περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- έπεφταν σαν κοτόπουλα ή έπεφταν σαν τα κοτόπουλα, βλ. λ. κοτόπουλο·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. λ. μύγα·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, βλ. λ. καιρός·
- έχει πέσει…, (ιδίως για κακό) έχει εκδηλωθεί, έχει εμφανιστεί: «τον τελευταίο καιρό έχει πέσει φτώχεια || θα διαλύσει η παρέα, γιατί έχει πέσει διχόνοια». (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που ’χει πέσει το κακό έχει παραγίνει. Με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει)· 
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει ή η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. λ. μύτη·
- θα πέσει (η) αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει πελέκι, βλ. λ. πελέκι·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- θα πέσω απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- θα πέσω στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- θα σου πέσει η μήτρα; βλ. λ. μήτρα·
- θα σου πέσει η μούρη; βλ. λ. μούρη·
- θα σου πέσει το καπέλο; βλ. λ. καπέλο·
- θα σου πέσουν τα νεφρά; βλ. λ. νεφρό·
- θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- και πολύ σου πέφτει, είναι πολύ περισσότερο αυτό που σου δίνω από αυτό που πρέπει να πάρεις ή να ωφεληθείς, σου είναι υπερβολικά πολύ: «πάρε αυτό το ποσό για την παλιοδουλειά που μου ’κανες και πολύ σου πέφτει || με τις γνώσεις που έχεις, θα σε πάρω για νυχτοφύλακα στο εργοστάσιό μου και πολύ σου πέφτει». Συνών. και πολύ σου είναι / και πολύ σου πάει·
- καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, βλ. λ. καρφίτσα·
- καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει, βλ. λ. καρφίτσα·
- κατά πού πέφτει; (για δρόμους ή τοποθεσίες),προς τα πού, προς ποια κατεύθυνση βρίσκεται(;): «κατά πού πέφτει αυτή η οδός; || κατά που πέφτει η Καλαμαριά;»·
- λίγο μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει λίγο·
- λίγο σου πέφτει! δε σου είναι αρκετό! δε σε ικανοποιεί! (ενώ στην πραγματικότητα σίγουρα θα έπρεπε να είσαι ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος ανάλογα με αυτό που αξίζεις ή προσφέρεις). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί ή το μήπως·
- μ’ έπεσαν τα πάχια, βλ. λ. πάχη·
- μας την πέσανε, μας επιτέθηκαν, μας μπλόκαραν, μας παγίδεψαν: «κι εκεί που ρίχναμε αβέρτα τα κόκαλα, μας την πέσανε οι μπάτσοι»·
- μας την πέσανε μεγάλε! βλ. λ. μεγάλος·
- μην πέσεις στα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- μην πέσεις στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- μην πέσεις στο στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- μου ’πεσε βαρύ, α. (για φαγητά) μου δημιούργησε πρόβλημα στο στομάχι: «έφαγα πάρα πολύ, γιατί ήταν πολύ νόστιμο το φαγητό, και μου ’πεσε βαρύ». β. (για πράγματα) αποδείχτηκε βαρύ για τις δυνάμεις μου: «νόμισα πως μπορούσα να σηκώσω μοναχός μου το κιβώτιο, αλλά μου ’πεσε βαρύ και το παράτησα»· βλ. και φρ. μου πέφτει βαρύ·
- μου ’πεσε ένα τυχερό, βλ. λ. τυχερό·
- μου ’πεσε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- μου ’πεσε ο λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, βλ. λ. αριθμός·
- μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- μου ’πεσε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε το λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το πρώτο λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- μου πέφτει (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), παύει να βρίσκεται σε κατάσταση στύσης, ιδίως τη στιγμή που πρόκειται να εισέλθει στον κόλπο της γυναίκας: «θα πρέπει να ’χω κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα γιατί, κάθε φορά που ετοιμάζομαι να της τον βάλω μέσα, μου πέφτει»·
- μου πέφτει βαρύ, δεν μπορώ να ενεργήσω με αυτόν το συγκεκριμένο σκληρό τρόπο, γιατί είναι έξω από τη φιλοσοφία ή την ψυχοσύνθεσή μου: «μου πέφτει βαρύ να τον κλείσω φυλακή για μερικά ψωροευρώ, που μου χρωστάει || δεν μπορώ ν’ αφήσω αβοήθητο το φίλο μου, γιατί μου πέφτει βαρύ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως· βλ. και φρ. μου ’πεσε βαρύ·
- μου πέφτει λίγο(ς), βλ. λ. λίγος·
- μου πέφτει ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου πέφτει πολύ, υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό την αξία μου, τις δυνάμεις μου, τις προσδοκίες μου ή τις ικανότητές μου: «δεν μπορώ ν’ αναλάβω μια τόσο υπεύθυνη θέση, γιατί μου πέφτει πολύ και θα τα κάνω θάλασσα || δεν μπορώ να πάρω ένα τόσο μεγάλο ποσό για λίγες ώρες δουλειάς, γιατί νομίζω πως μου πέφτει πολύ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως·
- μου πέφτουν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- μου την έπεσε, (και για τα δυο φύλα) με πλεύρισε και με λόγια ή πράξεις μου έδειξε πως θέλει να δημιουργήσει μαζί μου ερωτικό δεσμό ή να έχει μια σεξουαλική επαφή μαζί μου: «έμεινα έκπληκτος, όταν ήρθε και μου την έπεσε μια τέτοια γυναικάρα || εκεί που καθόμουν κι έπινα ήσυχα τον καφέ μου, μου την έπεσε ένα παίδαρος δυο μέτρα»·
- μου την έπεσε στα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- να πέσει; (ενν. η καρπαζιά, η σφαλιάρα, ο φούσκος), ερώτηση στην ομήγυρη για ομαδική χειροδικία εναντίον κάποιου που λέει ανοησίες, ασύστατα πράγματα ή που τερατολογεί. Συνήθως, κάποια στιγμή, ένα άτομο από την παρέα, που υποτίθεται πως δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο αυτά που λέει ο ομιλητής, αναφωνεί: να πέσει; Κατά κανόνα η ομήγυρη επιδοκιμάζοντάς τον με αλλεπάλληλα να πέσει! να πέσει! ρίχνει βροχή τις καρπαζιές στον ομιλητή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, αφήνει τις ανοησίες που λέει και προσπαθεί να καλυφθεί, να γλιτώσει. Συνών. ν’ ακουστεί; / να βροντήξει; / να του ’ρθει(;)·
- να πέσει κεραυνός να με κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει! βλ. λ. ταβάνι·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να πέσουν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- να πέφτει το μαλλί! βλ. λ. μαλλί!
- να πέφτει το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
- να πέφτει το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
- να πέφτουν τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- να το (τη) φυσήξεις, θα πέσει, (για σπίτια ή άλλες κατασκευές) βλ. λ. φυσώ·
- να τον φυσήξεις, θα πέσει, βλ. λ. φυσώ·
- οι κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. λ. κατάρα·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος σκάβει (ανοίγει) το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, βλ. λ. σπίτι·
- όταν ξεραθεί η λάσπη θα πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- πέσε πίτα να σε φάω, βλ. λ. πίτα·
- πέσε τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- πέσε το μαλλί! βλ. λ. μαλλί·
- πέσε το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
- πέσε το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, βλ. λ. νόμος·
- πέφτει γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πέφτει εύκολα, (ιδίως για γυναίκα) βλ. λ. εύκολος·
- πέφτει η κατανάλωση, (για προϊόντα) βλ. λ. κατανάλωση·
- πέφτει καμπάνα ή πέφτουν καμπάνες, βλ. λ. καμπάνα·
- πέφτει κράξιμο, βλ. λ. κράξιμο·
- πέφτει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- πέφτει νερό με το τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- πέφτει ξεφωνητό, βλ. λ. ξεφωνητό·
- πέφτει ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- πέφτει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- πέφτει ο υδράργυρος, βλ. λ. υδράργυρος·
- πέφτει παραμιλητό, βλ. λ. παραμιλητό·
- πέφτει παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- πέφτει πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτει σήμα, βλ. λ. σήμα·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτει στην αντίληψή μου (κάτι), βλ. λ. αντίληψη·
- πέφτει σύννεφο, βλ. λ. σύννεφο·
- πέφτει σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- πέφτει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ. κορόμηλο·
- πέφτει το θερμόμετρο, βλ. λ. θερμόμετρο·
- πέφτει φούμαρο, βλ. λ. φούμαρο·
- πέφτει ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- πέφτουν αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- πέφτουν βροχή, βλ. λ. βροχή·
- πέφτουν γροθιές, βλ. λ. γροθιά·
- πέφτουν καρεκλιές, βλ. λ. καρεκλιά·
- πέφτουν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτουν κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- πέφτουν μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- πέφτουν μύτες, βλ. λ. μύτη·
- πέφτουν ντουφεκιές, βλ. λ. ντουφεκιές·
- πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- πέφτουν στράκες, βλ. λ. στράκα·
- πέφτουν τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλέφαρο·
- πέφτουν τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω ανάσκελα ή πέφτω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- πέφτω απ’ τα σκατά στ’ απόσκατα, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω απ’ τα σύννεφα, βλ. λ. σύννεφο·
- πέφτω απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, βλ. λ. Σκύλλα·
- πέφτω απ’ το θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- πέφτω για στούφα ή πέφτω για στούφες, βλ. λ. στούφα·
- πέφτω για τούφα ή πέφτω για τούφες, βλ. λ. τούφα·
- πέφτω για ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- πέφτω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- πέφτω δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- πέφτω έξω, βλ. λ. έξω·
- πέφτω ηρωικά, βλ. λ. ηρωικά·
- πέφτω θύμα, βλ. λ. θύμα·
- πέφτω (και) στη θάλασσα (για κάποιον), βλ. λ. θάλασσα·
- πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. φωτιά·
- πέφτω κανονικά, βλ. λ. κανονικός·
- πέφτω με τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- πέφτω μονός διπλός, βλ. λ. διπλός·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω μπρούμυτα ή πέφτω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), βλ. λ. μύτη·
- πέφτω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- πέφτω ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- πέφτω ξερός, βλ. λ. ξερός·
- πέφτω πάνω (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. πάνω·
- πέφτω πάνω στα φρένα, βλ. λ. φρένο·
- πέφτω πάνω του να τον φάω, βλ. λ. πάνω·
- πέφτω πρώτος στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) βλ. λ. νήμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- πέφτω σε δυστυχία ή πέφτω στη δυστυχία, βλ. λ. δυστυχία·
- πέφτω σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε κελέκια, βλ. λ. κελέκι·
- πέφτω σε λάθη ή πέφτω σε λάθος, βλ. λ. λάθος·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω σε λακκούβα ή πέφτω στη λακκούβα, βλ. λ. λακκούβα·
- πέφτω σε λούκι, βλ. λ. λούκι·
- πέφτω σε μπλόκο, βλ. λ. μπλόκο·
- πέφτω σε μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- πέφτω σε ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
- πέφτω σε παγίδα ή πέφτω στην παγίδα, βλ. λ. παγίδα·
- πέφτω σε παλούκι ή πέφτω σ’ ένα παλούκι, βλ. λ. παλούκι·
- πέφτω σε σκόπελο, βλ. λ. σκόπελος·
- πέφτω σε ύφαλο, βλ. λ. ύφαλος·
- πέφτω στ’ άσπρα, βλ. λ. άσπρη·
- πέφτω στα βαθιά (ενν. νερά), βλ. λ. βαθύς·
- πέφτω στα βρόχια (κάποιου), βλ. λ. βρόχι·
- πέφτω στα γόνατα ή πέφτω στα γόνατά μου, βλ. λ. γόνατο·
- πέφτω στα γόνατά του, βλ. λ. γόνατο·
- πέφτω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήρια·
- πέφτω στα δίχτυα ή πέφτω στο δίχτυ, βλ. λ. δίχτυ·
- πέφτω στα δίχτυα της, βλ. λ. δίχτυ·
- πέφτω στα δυο (ενν. γόνατα), παρακαλώ κάποιον ταπεινά για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «πήγε στο διευθυντή κι έπεσε στα δυο για να πάρει το γιο του στο εργοστάσιο»·
- πέφτω στα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- πέφτω στα μαλακά, βλ. λ. μαλακά·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα ναρκωτικά, βλ. λ. ναρκωτικό·
- πέφτω στα νύχια του, βλ. λ. νύχι·
- πέφτω στα πλοκάμια (κάποιου), βλ. λ. πλοκάμι·
- πέφτω στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- πέφτω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
πέφτω στα σκληρά, βλ. λ. σκληρά·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πέφτω στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- πέφτω στα χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. χέρι·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), βλ. λ. γλώσσα·
- πέφτω στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- πέφτω στη ζήτα, βλ. λ. ζήτα·
- πέφτω στη λάντζα, βλ. λ. λάντζα·
- πέφτω στη λούμπα, βλ. λ. λούμπα·
- πέφτω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- πέφτω στη μικρή κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
- πέφτω στην αγκαλιά του, βλ. λ. αγκαλιά·
- πέφτω στην άσπρη, βλ. λ. άσπρη·
- πέφτω στην εκτίμηση (κάποιου), βλ. λ. εκτίμηση·
- πέφτω στην καπά(ν)τζα, βλ. λ. καπά(ν)τζα·
- πέφτω στην κονόμα, βλ. λ. κονόμα·
- πέφτω στην ξόβεργα, βλ. λ. ξόβεργα·
- πέφτω στην περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- πέφτω στην ποντικοπαγίδα, βλ. λ. ποντικοπαγίδα·
- πέφτω στην τσιμεντόπλακα, βλ. λ. τσιμεντόπλακα·
- πέφτω στο βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- πέφτω στο δόκανο, βλ. λ. δόκανο·
- πέφτω στο κανναβάτσο, βλ. λ. κανναβάτσο·
- πέφτω στο κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- πέφτω στο κενό, βλ. λ. κενό·
- πέφτω στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- πέφτω στο λάκκο με τα φίδια, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω στο μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- πέφτω στο μπρισίμι, βλ. λ. μπρισίμι·
- πέφτω στο νερό, βλ. λ. νερό·
- πέφτω στο πιοτό, βλ. λ. πιοτό·
- πέφτω στο πριγιόνι, βλ. λ. πριγιόνι·
- πέφτω στο ποτό, βλ. λ. ποτό·
- πέφτω στο στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- πέφτω στο στρώμα, βλ. λ. στρώμα·
- πέφτω στον γκρεμό, βλ. λ. γκρεμός·
- πέφτω στον πρώτο λύκο, βλ. λ. λύκος·
- πέφτω στον τόκο, βλ. λ. τόκος·
- πέφτω τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- πέφτω χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- πολύ μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει πολύ·
- πολύ του πέφτει! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα να κάνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος αυτό το οποίο κουβεντιάζουμε: «μη μου πεις ότι μπορεί να πάει και στην Αθήνα με τα πόδια; -Πολύ του πέφτει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το γιατί ή το μήπως και η φρ. κλείνει με το νομίζεις και είναι φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε κλείνει τη φρ. το νομίζεις·
- προς τα πού πέφτει; (για δρόμους ή τοποθεσίες), βλ. φρ. κατά πού πέφτει(;)·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- σιγά μην πέσεις! ειρωνική έκφραση σε άτομο που, υπερβάλλοντας τις δυνάμεις του ή λόγω μεγάλου ενθουσιασμού, μας ανακοινώνει πως θα κάνει πράγματα για τα οποία εμείς είμαστε σίγουροι πως δε θα τα καταφέρει, πως θα αποτύχει: «κι όμως, εγώ χωρίς λεφτά, θα στήσω ολόκληρη επιχείρηση. -Σιγά μην πέσεις!». Συνών. σιγά μην τρακάρεις(!)·
- τα πέφτω, πληρώνω χρήματα, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγορά κάνω, τα πέφτω αμέσως κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου»·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. λεφτά·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, βλ. λ. λόγος·
- τα χρήματα δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. χρήμα·
- την πέφτω, α. ξαπλώνω για ύπνο: «αν δεν την έπεφτα τα μεσημέρια, δε θα μπορούσα ν’ αντέξω στα ξενύχτια». β. ενεργώ προκλητικά εναντίον κάποιου με σκοπό να μαλώσω μαζί του: «όταν είναι νευριασμένος, την πέφτει στον καθένα, γιατί ψοφάει για καβγά»·
- την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- της πέφτω (από) δίπλα ή της την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- της την έπεσα στα ίσια, βλ. λ. ίσιος·
- της την πέφτω, πλευρίζω γυναίκα και με τα λόγια ή τις πράξεις μου της δίνω να καταλάβει πως θέλω να συνάψω μαζί της ερωτική σχέση: «μόλις δει καμιά όμορφη στο δρόμο, σιάχνει τη γραβάτα του και της την πέφτει»·
- το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, βλ. λ. μήλο·
- του ’πεσαν πολλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’πεσαν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του ’πεσαν τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- του ’πεσε ο τουπές, βλ. λ. τουπέ·
- του ’πεσε το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- του πέφτουν τα σάλια ή πέφτουν τα σάλια του, βλ. λ. σάλιο·
- του πέφτω (από) δίπλα ή του την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- του πέφτω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- του την έπεσα, α. ενήργησα προκλητικά σε βάρος του, τον προκάλεσα: «μόλις του την έπεσα, έβαλε την ουρά στα σκέλια του και την κοπάνησε». β. τον πλησίασα με σκοπό να του αποσπάσω κάτι, ιδίως χρήματα: «μόλις μπήκε στο μπαράκι του την έπεσα για κάτι λεφτά που μου χρειαζόταν, αλλά έσπασα τα μούτρα μου»·
- του την έπεσαν, του επιτέθηκαν, τον μπλόκαραν: «μόλις βγήκε απ’ το μπαρ, του την έπεσαν τρεις αστυνομικοί και τον έπιασαν»·
- χωρίς να πέσει ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά.

αέρας

αέρας κ. αγέρας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀήρ], ο αέρας. 1. αποτέλεσμα μηδέν, ψεύτικη υπηρεσία ή εκδούλευση: «για αέρα πράμα δε δίνω δραχμή». 2α. χρηματικό ποσό που εισπράττει κάποιος από εκείνον που του εκχώρησε την εμπορική του φίρμα ή τη φίρμα του καταστήματός του: «αν σου παραχωρήσω τη φίρμα μου, τι αέρα θα μου δώσεις;». β. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος για να ξενοικιάσει ένα κατάστημα: «για να ξενοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». γ. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος ιδιοκτήτης για να νοικιάσει κάποιο κατάστημά του σε κάποιον ενδιαφερόμενο: «για να σου νοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». 3. η παραχώρηση του δικαιώματος σε κάποιον να χτίσει σε ένα χτίσμα τους επιπλέον ορόφους πάνω από τον τελευταίο χτισμένο όροφο: «σου δίνω προίκα ένα σπίτι δίπατο μαζί με τον αέρα του». 4. ως επιρρ., πολύ γρήγορα: «μόλις τους σφύριξε κάποιος στ’ αφτί πως έρχονταν να τον πιάσουν, έφυγε αέρας». 5. ως επιθετικό επιφών. αέρααα! χαρακτηριστική επιθετική πολεμική κραυγή των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο του 1940: «οι Έλληνες μαχητές του 1940 με την ιαχή «αέρααα!» ορμούσαν με γενναιότητα κατά του φασιστικού στρατού του Μουσολίνι, που τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση». (Τραγούδι: ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει αέρα από τον τσολιά). Ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων 1912-1913 (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 33). Υποκορ. αεράκι και αγεράκι, το. (Ακολουθούν 137 φρ.)·
- αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
- αέρα δέρνω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα καβουρντίζω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα κοπανίζω, δεν καταφέρνω τίποτα, δε φέρνω κανένα αποτέλεσμα σε κάποια προσπάθειά μου, ματαιοπονώ: «απ’ το πρωί προσπαθεί να επιδιορθώσει το πλυντήριο, αλλά μέχρι τώρα αέρα κοπανίζει»·
- αέρα χαβανίζω, βλ. φρ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα λεφτά! α. χρήματα που κερδίσθηκαν χωρίς την διακινδύνευση ιδίων κεφαλαίων: «είναι ασφαλιστής και κερδίζει ένα σωρό λεφτά. -Αέρα λεφτά!». β. χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε ένα οικόπεδο πάνω στ’ άγρια βουνά. -Αέρα λεφτά! || ό,τι αγοράζω το εξετάζω πολύ καλά, γιατί δε θέλω να δίνω αέρα λεφτά!»·
- αέρα μπανά, (στη γλώσσα της αργκό) αερολογία, αερολογίες: «πες μου αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι κι όχι αέρα μπανά»·
- αέρα πατέρα! λέγεται γι’ αυτόν που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, τσαπατσούλικα, ασύδοτα: «πώς να μην πέσει έξω η δουλειά, απ’ τη στιγμή που όλοι οι μέτοχοι αέρα πατέρα!»·
- αέρας κοπανιστός, α. λόγια, συζήτηση χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, βλακείες, αηδίες: «σου μιλούσε τόση ώρα και τι σου ’λεγε; Αέρα κοπανιστό, σου ’λεγε». β. υποσχεμένη παροχή που δεν πραγματοποιήθηκε: «δε μ’ ενδιαφέρει τι σου υποσχέθηκε, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι πήρες αέρα κοπανιστό»·
- αέρας στη διπλή, πολύ ανόητος λόγος: «όλα όσα μας είπες ήταν αέρας στη διπλή». Ίσως αναφορά στη διπλή ταρίφα (βλ. λ.)·
- αέρας στο τετράγωνο, βλ. λ. αέρας στη διπλή·
- αέρας φρέσκος, βλ. συνηθέστ. αέρας κοπανιστός·
- αλλάζω αέρα ή αλλάζω τον αέρα μου, πηγαίνω σε άλλο μέρος από αυτό στο οποίο διαμένω, ιδίως για λόγους υγείας: «ο γιατρός μας συμβούλεψε ν’ αλλάξει το παιδί αέρα, γι’ αυτό θα πάμε στη Χαλκιδική». (Νησιώτικο τραγούδι: στην Πάρο και στη Νάξο τον αέρα μου θ’ αλλάξω
- αλλάζω τον αέρα, ανανεώνω τον αέρα ενός κλειστού χώρου, ανοίγοντας πόρτα ή παράθυρα: «κάθε πρωί η μητέρα αλλάζει τον αέρα του δωματίου μου»·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. φρ. υπάρχει άλλος αέρας·
- ανοίγω τον αέρα, παρέχω αέρα με το άνοιγμα κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «άνοιξε τώρα τον αέρα για να φουσκώσω το λάστιχο»·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), εκμεταλλεύομαι ταχύτατα κάτι: «όταν καταλάβει πως θ’ αποφέρει κάποια δουλειά, την αρπάζει στον αέρα»·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, αφήνω (κάποιο) ελεύθερο διάστημα, (κάποιο) περιθώριο: «σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αφήσεις έναν αέρα για να περάσουμε το καλώδιο»·
- βγάζει αέρα λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικά του κεφάλαια ή χωρίς να κοπιάζει πολύ: «είναι ασφαλιστής και βγάζει αέρα λεφτά»·
- βγάζω στον αέρα, α. αερίζω κάτι: «κάθε φορά που γυρίζω απ’ την ταβέρνα στο σπίτι, βγάζω στον αέρα τα ρούχα μου, γιατί βρομούν τσικνίλα». β. δημοσιοποιώ, κοινολογώ: «η απόφαση του συμβουλίου θα βγει στον αέρα μετά από μια βδομάδα». γ. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) μεταδίδω από το ραδιόφωνο, παρουσιάζω από την τηλεόραση: «ποιος θα βγάλει στον αέρα τις ειδήσεις των οχτώ;»·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «δε θα βγαίνει στον αέρα καμιά είδηση, αν δεν εγκρίνεται πρώτα από μένα || πότε βγήκε στον αέρα αυτή η είδηση;»·
- βγαίνω στον αέρα, (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) αρχίζω να παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «τι ώρα βγαίνω στον αέρα;»·
- βγήκε αέρας, άρχισε να φυσάει: «όλη τη μέρα ο καιρός ήταν καλός, αλλά προς το βράδυ βγήκε αέρας»·
- βρίσκομαι στον αέρα, βλ. φρ. είμαι στον αέρα·
- βρίσκω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. συνηθέστ. κάνω αέρα·
- γλυκός αέρας, που είναι απαλός: «καθώς περπατούσα στην παραλία, ένιωθα έναν γλυκό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου»·
- δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «από μικρός έχω μάθει να κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·  
- δε με σηκώνει ο αέρας, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβαρύνουν την υγεία μου: «πρέπει να εγκατασταθώ στην εξοχή, γιατί δε με σηκώνει ο αέρας της πόλης»· βλ. και φρ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! ειρωνική προτροπή σε άτομο που ζητάει ή λέει παράλογα πράγματα ή που τερατολογεί. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μήπως και συνέλθεις·
- διαβολεμένος αέρας, που είναι πολύ δυνατός, ανυπόφορος, τρομερός: «απ’ το πρωί φυσούσε ένας διαβολεμένος αέρας που μας κράτησε στο σπίτι»·
- δίνει άλλον αέρα, λέγεται όταν κάτι προσδίδει σε κάποιον ξεχωριστή άνεση στους τρόπους ή στη συμπεριφορά του, που του δίνει ξεχωριστή γοητεία, θελκτικότητα: «ένα σπορ αυτοκίνητο, δίνει άλλον αέρα στον άντρα || η ομορφιά δίνει άλλον αέρα στη γυναίκα || όσο να πεις, τα λεφτά δίνουν άλλον αέρα στον άνθρωπο || απ’ τη μέρα που του ’πεσαν στο λαχείο εκείνα τα εκατομμύρια, έχει άλλον αέρα || όταν φοράει το καινούριο του κουστούμι, έχει άλλον αέρα || είναι όμορφη γυναίκα, αλλά όταν φοράει την έξωμη τουαλέτα της, έχει άλλον αέρα»·
- δώσ’ του αέρα! (συμβουλευτικά) διώξ’ τον, απομάκρυνέ τον: «δώσ’ του αέρα του αλήτη αφού είναι τόσο συστηματικός κοπανατζής!»·
- έβγαλε αέρα, άρχισε να φυσάει: «μέχρι το μεσημέρι ο καιρός ήταν καλός, τ’ απόγευμα όμως έβγαλε αέρα»·
- έδωσε αέρα λεφτά, πλήρωσε άσκοπα, γιατί η αγορά που έκανε δεν άξιζε: «πήγε κι έδωσε αέρα λεφτά για ένα αυτοκίνητο που είναι σαραβαλιασμένο»·
- έγινε αέρας, (για περιουσία) κατασπαταλήθηκε, εξανεμίστηκε: «είχε βρει μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά με τα ξενύχτια και τα γλέντια έγινε αέρας»·
- είμαι στον αέρα, α. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «δεν μπορείς να τον δεις αυτή τη στιγμή, γιατί είναι στον αέρα». β. (για αεροπόρους και γενικά για πρόσωπα) πετώ με το αεροπλάνο: «ήμασταν δυο ώρες στον αέρα μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»·
- είναι στον αέρα, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει βάση ή κάποιο λογικό έρεισμα: «είναι σίγουρο πως θ’ αποτύχει στην προσπάθειά του, γιατί όλες του οι ενέργειες είναι στον αέρα». β. (για αεροπλάνα) πετάει: «πόσα αεροπλάνα είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή;»· βλ. και φρ. είμαι στον αέρα·
- έκοψε ο αέρας, σταμάτησε ή λιγόστεψε: «προς τ’ απόγευμα έκοψε ο αέρας»·
- έπεσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έπιασε αέρα, (για ποδοσφαιριστές) δεν κατάφερε να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι του, που χτύπησε στον αέρα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε κενή εστία κι έπιασε αέρα ο άχρηστος»·
- έπιασε αέρας, άρχισε να φυσάει: «ξαφνικά έπιασε αέρας»·
- έσπασε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έχει άλλον αέρα, βλ. φρ. δίνει άλλον αέρα·
- έχει έναν ( λίγο) αέρα, δεν ενώνει, δεν εφάπτεται απόλυτα: «σ’ αυτό το σημείο τα σανίδια έχουν έναν αέρα και πρέπει να ενώσουν»·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! α. έχω άνεση, θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με άνεση: «είναι καινούριος στην παρέα μας, αλλά έχει έναν αέρα λες και είναι χρόνια!». β. έχω φινέτσα, χάρη: «έχει αέρα αυτή η γυναίκα στο περπάτημά της»·
- έχω έναν αέρα, προπορεύομαι έναντι κάποιου σε μια αναμέτρηση: «από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, ο τάδε έχει έναν αέρα έναντι του αντιπάλου του»·
- έχω πολύ αέρα, έχω μεγάλη άνεση, μεγάλο θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση: «αν και καινούριος στην παρέα μας, έχει πολύ αέρα με όλους μας»·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, α. είμαι πολύ φτωχός, άπορος: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, ζει με αέρα». β. τρώω πολύ λίγο, είμαι λιτοδίαιτος: «επειδή φροντίζει τη σιλουέτα του, γι’ αυτό ζει με τον αέρα»·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! ήρθε με μια έπαρση, με ένα θάρρος, με ένα θράσος(!): «ήρθε μ’ έναν αέρα και μου ζητούσε δανεικά, λες και τον ήξερα χρόνια!»·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «εσύ θα δείρεις εμένα; Το μόνο που μπορείς είναι να μου τα κάνεις αέρα!»·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, (απειλητικά) θα σε διώξω, ιδίως από τη δουλειά μου: «αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου»·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- θα τον πάρει ο αέρας, είναι πάρα πολύ λεπτός, αδύνατος: «βγήκε προχτές απ’ το νοσοκομείο κι αν τον δεις, νομίζεις πως θα τον πάρει ο αέρας»·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, (ιδίως για είδη ένδυσης) χρειάζεται λίγο φάρδος: «είναι καλό το σακάκι σου, αλλά εκεί στις μασχάλες θέλει έναν αέρα, γιατί μου φαίνεται κάπως στενό»·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τα αρχίδια μας), πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί δεν μπορώ να σ’ ακούω άλλο ή γιατί δεν πιστεύω αυτά που μου λες: «κάν’ τα μας αέρα, ρε φίλε, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάνω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν καταφέρνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου, χτυπώ με το πόδι μου αέρα: «κι ενώ ήταν μοναχός του μπροστά σ’ άδειο τέρμα, έκανε αέρα κι έχασε το γκολ»·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), φυσώ με το στόμα μου ή δημιουργώ αέρα με άλλο τεχνητό μέσο: «έκανε αέρα πάνω στο σημείο που κάηκε ο φίλος του, φυσώντας δυνατά με το στόμα του || άρχισε να κάνει αέρα μ’ ένα φυσερό για να δυναμώσει τη φωτιά»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- καυτός αέρας, που είναι πάρα πολύ θερμός: «στις ακτές της Αφρικής φυσάει καυτός αέρας»·
- κενό αέρος, διαφορά υψομετρικής πίεσης που προκαλεί  στο αεροπλάνο που πετάει απότομη απώλεια του ύψους του: «κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, πέσαμε σε αρκετά κενά αέρος και πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη»·
- κι αέρα στα πανιά σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και που μας χαροποιεί. Αποτελεί μέρος της φρ. ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πολύ πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. Συνών. (και) να μας γράφεις / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κλείνω τον αέρα, βλ. φρ. κόβω τον αέρα (β)·
- κόβω τον αέρα, α. μετριάζω την ορμή του αέρα με κάποιο τεχνητό μέσο: «έβαλε στο άνοιγμα μια λαμαρίνα για να κόβει τον αέρα». β. διακόπτω την παροχή ή την εξαγωγή αέρα με το κλείσιμο κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «μόλις φούσκωσε το λάστιχο, έκοψε τον αέρα για να μη σκάσει || μόλις ξεφούσκωσε αρκετά το λάστιχο, έβαλε την ασφάλεια για να κόψει τον αέρα»· βλ. και φρ. του κόβω τον αέρα·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·  
- λόγια του αέρα, βλ. λ. λόγος
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, με την πρώτη ελάχιστη πίεση ή δυσκολία: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με το πρώτο φύσημα τ’ αέρα την κοπάνησε». (Τραγούδι: πόσο γελάστηκα μητέρα, έφυγε εκείνη μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα κι έμεινες πλάι μου με πιο πολλή στοργή, για να γιατρέψεις τη δική μου την πληγή
- μ’ έναν αέρα διαφορά, δηλώνει ελάχιστη απόσταση, ελάχιστη ποσότητα σε περίπτωση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού: «ο τάδε δρομέας είναι μπροστά απ’ τον δεύτερο μ’ έναν αέρα διαφορά || ο τάδε υποψήφιος, μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, προηγείται του αντιπάλου του μ’ έναν αέρα διαφορά»· βλ. και φρ. με διαφορά στήθους, λ. στήθος·
- μαλάκωσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- με αέρα; βλ. συνηθέστ. με κώλο; λ. κώλος·
- με αέρα, με άνεση, με ευχέρεια: «μιλούσε με αέρα || κινούνταν με αέρα»·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. φρ. με τον αέρα του νικητή·
- με τον αέρα της νιότης, με τη δύναμη, την ορμή, την αυτοπεποίθηση που δίνουν σε κάποιον τα νιάτα: «με τον αέρα της νιότης που διέθετε, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να κατακτήσει όλον τον κόσμο»·
- με τον αέρα του νικητή, με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσει, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «ο υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου χαιρετούσε τους παρευρισκομένους με τον αέρα του νικητή || μετά τη συντριπτική νίκη τους, ο αρχηγός της ομάδας μίλησε στους δημοσιογράφους με τον αέρα του νικητή»·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! μιλάει με άνεση, με ευκολία,με ευχέρεια: «πάντοτε αυτό το παιδί μιλούσε με αέρα || πριν από λίγο τον βάλαμε στην παρέα μας και μιλάει μ’ έναν αέρα, λες και μας ξέρει χρόνια!»·
- μιλώ στον αέρα, α. μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν, αλλά μιλούσε στον αέρα». β. αερολογώ: «δεν τον προσέχει κανείς, γιατί μιλάει στον αέρα»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μου έκανε απολύτως τίποτα από όσα απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου τα ’κανε αέρα»·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- πάει να πάρει τον αέρα του, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι·
- παίρνει αέρα, είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας: «μην τον συνερίζεσαι, αν κάνει και καμιά βλακεία, γιατί παίρνει αέρα ο φουκαράς»·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω αέρα, αποκτώ οικειότητα, θάρρος, ξεθαρρεύω: «λίγο να του χαμογελάσεις, αμέσως παίρνει αέρα»·
- παίρνω λίγο αέρα, σταματώ προσωρινά τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ: «κάποια στιγμή σταμάτησε το σκάλισμα του κήπου για να πάρει λίγο αέρα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κουράζεται, σταματάει για να πάρει αναπνοή ·
- παίρνω τον αέρα, αποκτώ ευχέρεια σε μια δουλειά ή σε μια διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρε τον αέρα της δουλειάς, δεν τον σταματάει τίποτα». Συνών. παίρνω το κολάι·
- παίρνω τον αέρα μου, α. κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα ή στο παράθυρο του σπιτιού μου και γενικά σε ανοιχτό χώρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνω τον αέρα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μου». β. πάω μια βόλτα, βολτάρω: «κάθε απόγευμα παίρνω τον αέρα μου στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ώσπου να χειμωνιάσουμε εδώ θα την περάσουμε· θα μας τρώει η ρουτίνα κάθε μέρα, και μονάχα την Κυριακή θα παίρνουμε αέρα, γιατί δε φτάνει ο μισθός να πάμε πέρα-πέρα).γ. πάω στην εξοχή, πάω για παραθερισμό: «το καλοκαίρι θα πάω να πάρω τον αέρα μου στη Χαλκιδική». δ. ξεκουράζομαι ύστερα από εντατική εργασία, κάνω διάλειμμα: «σκοτώθηκε όλο το πρωί μέχρι να βάψει το δωμάτιο και τώρα είναι στην αυλή και παίρνει τον αέρα του». ε. με διώχνουν από τη δουλειά στην οποία εργάζομαι: «το παράκανα με τις κοπάνες, γι’ αυτό κάποια μέρα πήρα τον αέρα μου»· βλ. και φρ. του παίρνω τον αέρα·
- πήγε στον αέρα, αποδείχτηκε μάταιο, άσκοπο, δεν έφερε αποτέλεσμα: «όλη μου η προσπάθεια να τον συνετίσω πήγε στον αέρα || οι συμβουλές μου πήγαν στον αέρα»·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήρε αέρας, άρχισε να φυσάει: «τ’ απόγευμα ξαφνικά πήρε αέρας»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε πολύ αέρα, απόκτησε πολλή οικειότητα, πολύ θάρρος, ιδίως χωρίς να του έχει δώσει κανένας αυτό το δικαίωμα: «να πεις του φίλου σου να καθίσει φρόνιμα, γιατί πήρε πολύ αέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνω αέρα, α. τα δάχτυλά μου, οι παλάμες μου κλείνουν χωρίς να καταφέρω να πιάσω κάτι που μου πετάνε από κάποια απόσταση: «μου πέταξε τον αναπτήρα του από τη θέση που καθόταν, αλλά έπιασα αέρα κι έπεσε μέσα στις λάσπες». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω αέρα·
- πνέει αέρας…, βλ. φρ. φυσάει αέρας(…)·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. φρ. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «ποιος αέρας σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα φουκαρά με τις συμβουλές που σου ’δινα!». Συνών. ποιος δρόμος σ’ έφερε(…)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. φρ. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ(;)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιον λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ(;)·   
- πουλώ αέρα (κοπανιστό), α. κερδίζω χρήματα προσφέροντας ψεύτικες υπηρεσίες ή εκδουλεύσεις: «μπορεί να πουλάει αέρα, αλλά τα κονομάει». β. λέω ανοησίες, λέω ψέματα, αερολογώ: «τους μάζεψε όλους γύρω του και τους πουλούσε αέρα κοπανιστό»·
- ρίχνω στον αέρα, α. πυροβολώ στον αέρα, ιδίως για εκφοβισμό: «οι αστυνομικοί έριξαν στον αέρα για να τον εκφοβίσουν» β. πυροβολώ στον αέρα από ενθουσιασμό: «μόλις η νύφη κι ο γαμπρός βγήκαν απ’ την εκκλησία, οι φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα»·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; απειλητική έκφραση σε κάποιον, όταν θέλουμε να του αφαιρέσουμε τη μεγάλη οικειότητα που του δώσαμε ή που ο ίδιος πήρε από μόνος του·
- σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά: «ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και σηκώθηκε αέρας»·
- σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλώ ασυλλόγιστα, εξανεμίζω: «του άφησε ο πατέρας του ατράνταχτη περιουσία, αλλά με τις παλιοπαρέες που πήγε κι έμπλεξε, τη σκόρπισε στον αέρα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- στέκεται στον αέρα, α. δεν έχει σταθερή βάση, είναι ετοιμόρροπος: «μετά το σεισμό πολλά σπίτια στέκονται στον αέρα». β. είναι ανεφάρμοστος: «τα επιχειρήματά σου στέκονται στον αέρα»·
- στηρίζεται στον αέρα, βλ. φρ. στέκεται στον αέρα·
- στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει έξω απ’ την πόλη στον καθαρό αέρα»·
- σφυρίζω στον αέρα, προσποιούμαι πως δεν ακούω, πως δεν καταλαβαίνω, αδιαφορώ: «όταν μου λένε κάτι που είναι ενάντια στα συμφέροντά μου, σφυρίζω στον αέρα». (Τραγούδι: κι όσους τα βράδια συναντώ μου λένε καλησπέρα, μα εγώ δεν ξέρω τι να πω, σφυρίζω στον αγέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι), καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: «έβαλαν δυναμίτη και τίναξαν τη γέφυρα στον αέρα»·
- τινάζω στον αέρα (κάποιον ή κάτι), διαλύω, καταστρέφω κάποιον, μια δουλειά, μια επιχείρηση, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση από κακό υπολογισμό ή χειρισμό ή και από αδιαφορία: «είχε για συμβουλάτορά του τον τάδε και τον τίναξε στον αέρα τον άνθρωπο με τις συμβουλές που του ’δινε || τόσα χρόνια σκληροί κόποι και αγώνες για να στήσει ο πατέρας του αυτή τη δουλειά, κι ήρθε ο γιος του και την τίναξε στον αέρα || σχέση πέντε χρόνων και για μια ανοησία την τίναξε στον αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, θα τινάξεις στον αέρα την αγάπη μας, κάτσε καλά, όλα τελειώνουν μια φορά
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, βλ. λ. δίχτυ·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, βλ. λ. δουλειά·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, βλ. λ. μπάνκα·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- το πιάνει (ο) αέρας, το βρίσκει, το χτυπάει: «μην αγοράσεις το βορινό διαμέρισμα, γιατί το πιάνει ο αέρας»·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, τον έδιωξα από τη δουλειά μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, τον έστειλα να πάρει τον αέρα του»·
- του δίνω αέρα, του συμπεριφέρομαι με μεγάλη οικειότητα: «μόλις του δώσαμε λίγο αέρα, άρχισε να κινείται με περισσότερη άνεση μέσα στην παρέα μας || μην του δίνεις πολύ αέρα αυτού του ανθρώπου, γιατί θα σε καβαλικέψει χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- του κόβω τον αέρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, τον βάζω στη θέση του: «μπήκε μέσα χαμογελαστός κι άρχισε τις χαιρετούρες, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε αμέσως τον αέρα». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να ξανοιχτεί στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τον αέρα». γ. εμποδίζω με το σώμα μου ή με άλλο μέσο τον αέρα να φτάσει σε αυτόν: «μόλις κατάλαβα πως του ’κοβα τον αέρα, έφυγα από μπροστά του»· βλ. και φρ. κόβω τον αέρα·
- του παίρνω τον αέρα, α. του επιβάλλομαι: «βρήκα τον τρόπο και του πήρα τον αέρα». β. παύω να τον φοβάμαι: «από τη μέρα που του πήρε τον αέρα, τον κάνει ό,τι θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- τρελός αέρας, πολύ δυνατός αέρας: «απ’ το πρωί φυσούσε τρελός αέρας και δε βγήκα απ’ το σπίτι μου»·
- τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτα, είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω τροφή: «το ’χει ρίξει στη δίαιτα για ν’ αδυνατίσει, και τρώει αέρα κοπανιστό || τον δέρνει τέτοια φτώχεια, που τρώει αέρα κοπανιστό»·
- υπάρχει άλλος αέρας, υπάρχει κάτι που προσδίδει ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση σε ένα άτομο ή ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο: «μ’ αρέσει η τάδε παρέα, γιατί αποτελείται από ευγενικούς κι ευχάριστους ανθρώπους, οπότε υπάρχει άλλος αέρας || πηγαίνω και τρώω πάντα στο τάδε μαγαζί, γιατί, εκτός από ωραίο φαγητό, έχει προσεγμένο διάκοσμο και διακριτικό φωτισμό, οπότε υπάρχει άλλος αέρας»·     
- φρέσκος αέρας, ο καθαρός αέρας της εξοχής ή της θάλασσας: «πήγαμε εκδρομή στο βουνό κι αναπνεύσαμε φρέσκο αέρα»·
- φυσάει αέρας…, (με αισιόδοξη διάθεση)επικρατεί κλίμα, διάθεση…: «φυσάει αέρας αλλαγής || φυσάει αέρας ανανέωσης». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένας·
- χάνει αέρα, α. είναι μειωμένης διανοητικής αντίληψης: «μην παίρνεις σοβαρά  αυτά που σου λέει, γιατί χάνει αέρα ο άνθρωπος». β. (για σωλήνες) παρουσιάζει διαφυγή αέρα: «η σωλήνα έκανε μια τρυπίτσα και χάνει αέρα». γ. (για φούσκες, μπάλες ή σαμπρέλες) ξεφουσκώνει λόγω διαφυγής αέρα: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε η μπάλα στα σύρματα, χάνει αέρα»·
- χορταίνω αέρα, ζω έντονα, ιδίως με γλέντια και διασκεδάσεις: «από τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, χορταίνει κι αυτός αέρα»·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω στον αέρα, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ: «πολλοί με το μυαλό τους χτίζουν κάστρα στον αέρα κι όταν συνέρχονται προσγειώνονται ανώμαλα». Συνών.  χτίζω στην άμμο·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα.

ακρίδα

ακρίδα, η, ουσ. [<αρχ. ἀκρίς], η ακρίδα· άνθρωπος πολύ αδύνατος, καχεκτικός: «αυτός είναι ωραίο παλικάρι, αλλά ο φίλος του, που τον συνοδεύει, είναι σαν ακρίδα»·
- έπεσαν σαν τις ακρίδες, λέγεται συνήθως για πεινασμένη ομάδα ατόμων, που όρμησε με διάθεση να καταφάει όλα τα φαγητά που υπάρχουν στο τραπέζι: «μόλις είδαν στρωμένο τραπέζι, άφησαν καταμέρος τις ευγένειες κι έπεσαν σαν τις ακρίδες». Από το φαινόμενο των ακριδών που κατά σμήνη αφανίζουν τις σοδειές από τους κάμπους·
- έπεσε ακρίδα, λέγεται ειρωνικά ή με δυσφορία, όταν ενεργεί συστηματικά κάποιος τρακαδόρος, ιδίως τη στιγμή που ανοίγουμε το πακέτο μας για να πάρουμε τσιγάρο: «δεν ξανανοίγω το πακέτο μου για να πάρω τσιγάρο, γιατί έπεσε ακρίδα»· βλ. και φρ. έπεσαν σαν τις ακρίδες·
- η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες, βλ. λ. αλεπού·
- πλάκωσαν σαν τις ακρίδες, υπήρξε αθρόα προσέλευση κόσμου: «μόλις έμαθαν πως θα έμπαιναν μέσα χωρίς εισιτήριο, πλάκωσαν όλοι σαν τις ακρίδες»·
- πλάκωσε ακρίδα, βλ. φρ. έπεσε ακρίδα.

Ακρόπολη

Ακρόπολη, η, κύρ. όν. [<αρχ. Ἀκρόπολις], η Ακρόπολη· (ειρωνικά) γυναίκα πολύ προχωρημένης ηλικίας: «δεν είναι για γέλια, όταν σου λέει αυτή η Ακρόπολη ότι μόλις που πλησιάζει τα εξήντα;»·
- απ’ την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. εποχή·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. καιρός·
- έπεσε απ’ την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος, (γενικά) υπήρξε πολύ τυχερός. Οι Θεσσαλονικείς αναφέρουν το Λευκό Πύργο·
- πριν (προτού) χτιστεί η Ακρόπολη, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, λ. καιρός.

αλεπού

αλεπού, η, ουσ. [<μσν. ἀλουπού <αρχ. ἀλώπηξ], η αλεπού. 1. άνθρωπος παμπόνηρος, πανούργος: «πρόσεχέ τον καλά, γιατί είναι μεγάλη αλεπού και μπορεί να σε ξεγελάσει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν δω πως μου πατάς πολύ τον κάλο κι αν έχω κάποιο ντέρτι θα το βγάλω κι αλλού τον έρωτα θα κυνηγώ και θα σου δείξω αλεπού ποιος είμ’ εγώ). 2. ο κλέφτης: «έλα δω, ρε αλεπού, εσύ πήρες τον αναπτήρα μου;». Από το ότι η αλεπού είναι πολύ επιτήδεια να μπαίνει μέσα στα κοτέτσια και να αρπάζει τις κότες. 3. παλτό, ιδίως γυναικείο, από γούνα αλεπούς: «όταν του αρέσει πολύ μια γκόμενα, της κάνει δώρο αμέσως μια αλεπού». Υποκορ. αλεπουδίτσα, η κ. αλεπουδάκι, το (βλ. λ.) κ. αλεπόπουλο, το. (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, λέγεται στην περίπτωση που αναθέτουν τη φύλαξη κάποιων πραγμάτων σε άτομο που είναι αναξιόπιστο. Συνών. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα·
- έγινε της αλεπούς ο γάμος, βλ. λ. γάμος·
- είναι μια αλεπού! ή σου είναι μια αλεπού! είναι πανέξυπνος, παμπόνηρος: «πρέπει να ’χεις το νου σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μια αλεπού!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι αλεπού(!)·
- είναι μια γριά αλεπού! ή σου είναι μια γριά αλεπού! λέγεται για ηλικιωμένο άτομο που είναι πανέξυπνο, παμπόνηρο: «είσαι μικρός ακόμα για να κάνεις τον έξυπνο στον τάδε, γιατί σου είναι μια γριά αλεπού!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει·
- είναι πονηρή αλεπού, βλ. φρ. είναι μια αλεπού(!)·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει πού είναι ο τάδε ή πού πήγε ο τάδε ή που είναι αφημένο το τάδε αντικείμενο·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, ακόμη και οι έξυπνοι άνθρωποι βρίσκουν το μάστορά τους από άλλους, που είναι πιο έξυπνοι από τους ίδιους: «εσύ μας κάνεις τον πονηρό και τον έξυπνο, αλλά έχε και το νου σου, γιατί κι η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει»·  
- η αλεπού εκατό, τ’ αλεπουδάκια εκατόν πέντε, γίνεται; (ενν. χρονών), λέγεται ειρωνικά, όταν κάποιος νέος θέλει να δείξει πως είναι πιο έξυπνος ή πιο έμπειρος από έναν μεγαλύτερό του, ο οποίος όμως λόγω ηλικίας διαθέτει και πιο μεγάλη πείρα και πιο πολλές γνώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής από αυτόν. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δε γίνεται. Συνών. έλα παππού μου να σου δείξω πού το ’χ’ η γιαγιά μου·
- η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες, λέγεται για τους ισχυρούς, τους έξυπνους ή τους πλεονέκτες που δε μένουν ικανοποιημένοι με μικρά οφέλη: «με την προμήθεια που μου ζητούσε για να μου δώσει τη δουλειά, ίσα που έβγαζα τα έξοδά μου, γιατί η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει, βλ. φρ. η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, τα παιδιά παίρνουν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «προκομμένοι οι γονείς, προκομμένα και τα παιδιά τους, γιατί η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε»·  
- η αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει, ο έξυπνος άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κάποια δύσκολη θέση, ξέρει και ελίσσεται: «είναι καπάτσος άνθρωπος, κι όταν έχει ανάγκη ρίχνει τα μούτρα του, γιατί η αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει»·  
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «από καιρό έχει βάλει στο μάτι τη θέση του διευθυντή, γιατί, βλέπεις, η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που επιθυμούμε πολύ μια γυναίκα που όμως μας είναι αδύνατο να την κατακτήσουμε. Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται / όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, ο έξυπνος άνθρωπος, δεν κάνει το ίδιο σφάλμα δυο φορές: «αφού την πάτησε μια φορά δεν την ξαναπατάει, γιατί η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα». Πρβλ. τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός σοφοῦ·
- η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται, όσο έξυπνος και είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μη μας κάνεις τον πονηρό και τον έξυπνο, γιατί η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται». Συνών. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- κολοβή αλεπού, άνθρωπος πανέξυπνος, που για το λόγο αυτό είναι επικίνδυνος για μας: «πρόσεχε τι δουλειά θα κάνεις μαζί του, γιατί είναι κολοβή αλεπού». Αναφορά στον αισώπειο μύθο σύμφωνα με τον οποίο, η αλεπού, η οποία έχασε την ουρά της σε κάποιο δόκανο, προσπαθούσε να πείσει τις άλλες αλεπούδες πως γι’ αυτό το λόγο ήταν ομορφότερη από αυτές, με την ελπίδα να κόψουν και οι άλλες τις ουρές τους, ώστε να μη νιώθει μειονεκτικά·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, ό,τι δε μπορεί κάποιος να πετύχει, το θεωρεί ανάξιο λόγου και προσποιείται πως δεν ενδιαφέρεται. (Λαϊκό τραγούδι: τα βρίσκεις όλα μπόσικα, μα όμως, τι χαμπάρια, όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια).Αναφορά στον αισώπειο μύθο·
- όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, ο πονηρός ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, προσποιείται τον φρόνιμο, τον αδιάφορο, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή για να δράσει προς όφελός του: «πρόσεχέ τον, και μην τον βλέπεις έτσι μουλωχτό. Απλώς έχει κάτι οικονομικές σφίξεις κι όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται»·
- ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω, λέγεται για όσους δεν έχουν δοσοληψίες, πάρε δώσε με τους άλλους και για το λόγο αυτό, δε δίνουν δικαιολογία, αφορμή για προστριβές: «εγώ έχω το κεφάλι μου ήσυχο και δεν έχω να χωρίσω τίποτα με κανέναν, γιατί ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω»·
- σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- σώγαμπρος, αλεπού γδαρμένη, βλ. λ. σώγαμπρος·
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; βλ. φρ. τι θέλει η αλεπού στο παζάρι(;)·
- τι ζητά η αλεπού στο παζάρι; βλ. φρ. τι θέλει η αλεπού στο παζάρι(;)·
- τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; α. λέγεται για άτομα, που βρίσκονται σε ένα χώρο όπου εκθέτουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σε κίνδυνο ή που αναμειγνύονται σε υποθέσεις που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους ή που δεν τους αφορούν. β. λέγεται από ένοχο, που αποφεύγει τον τόπο όπου μπορεί να αποκαλυφθεί το έγκλημά του, το παράπτωμά του.

ανάσκελα

ανάσκελα, επίρρ. [<μσν. ανάσκελα], ανάσκελα. 1. με τη ράχη προς τη γη, προς το κρεβάτι: «ξάπλωσε ανάσκελα στην αμμουδιά για να κάνει ηλιοθεραπεία || όταν κοιμάται ανάσκελα, ροχαλίζει». 2. ο τρόπος που κολυμπάει κανείς όταν έχει την πλάτη του στη θάλασσα και βλέπει τον ουρανό: «όταν κουράζεται στο κολύμπι, αρχίζει να κολυμπάει ανάσκελα»·
- πέφτω ανάσκελα ή πέφτω τ’ ανάσκελα, α. καθώς περπατώ ή τρέχω, γλιστρώ και πέφτω στο έδαφος με τη ράχη προς τα κάτω: «όπως περπατούσε, πάτησε μια μπανανόφλουδα κι έπεσε ανάσκελα». β. πέφτω στο έδαφος νικημένος: «του ’δωσε μια γροθιά ο δικός σου κι έπεσε ο άλλος τ’ ανάσκελα». γ. ειρωνική έκφραση για να δηλώσουμε κάποια υποτιθέμενη χαρά μας, κάποιον υποτιθέμενο ενθουσιασμό μας για κάποια μηδαμινή παροχή που μας δόθηκε ή για την ενέργεια ατόμου, που, υποτίθεται ότι έγινε προς όφελός μας: «εγώ είχα σοβαρή ανάγκη από βοήθεια κι έπεσα τ’ ανάσκελα με τα δέκα χιλιάρικα που μου ’δωσε! || πήγε στον αντίδικό μου για να του πει ν’ αποσύρει τη μήνυσή του κι εγώ έπεσα τ’ ανάσκελα»·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- τ’ ανάσκελα, βλ. ανάσκελα (2)
- τη βάζω ανάσκελα ή τη βάζω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. τη ρίχνω ανάσκελα·
- τη ρίχνω ανάσκελα ή τη ρίχνω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχε, από κει την είχε, στο τέλος την έριξε τ’ ανάσκελα»·
- τον βάζω ανάσκελα ή τον βάζω τ’ ανάσκελα, βλ. φρ. τον ρίχνω ανάσκελα·
- τον ρίχνω ανάσκελα ή τον ρίχνω τ’ ανάσκελα, τον νικώ, τον υποχρεώνω να φάει η πλάτη του χώμα: «του ’κανε μια λαβή και τον έριξε ανάσκελα».

αριθμός

αριθμός, ο, ουσ. [<αρχ. ἀριθμός], ο αριθμός·
- αριθμός κυκλοφορίας, ο αριθμός που αναγράφεται στις πινακίδες των οχημάτων: «θέλω να βρείτε τον οδηγό του αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας τάδε». Συχνά ακούγεται σε χώρους όπου είναι συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι (γήπεδα, κέντρα διασκέδασης) η εξής στερεότυπη φράση: «ο οδηγός αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας τάδε να έρθει να το μετακινήσει, γιατί εμποδίζει την είσοδο·
- μεγάλος αριθμός, (γενικά) πλήθος: «μεγάλος αριθμός ανθρώπων || μεγάλος αριθμός πραγμάτων»·
- μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, α. κέρδισα τον πρώτο αριθμό λαχείου: «τώρα που μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, θα βγάλω τ’ απωθημένα μου». (Λαϊκό τραγούδι: βόηθα Χριστέ και Παναγιά, λαχείο σαν θα πάρω, να πέσ’ ο πρώτος αριθμός,τη βόλτα μου να κάνω).β. μου προέκυψε ανέλπιστα κάτι πολύ ευχάριστο, πολύ επιθυμητό: «αυτή η δουλειά που πέτυχα, ήταν σα να μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός». γ. (και για τα δυο φύλα) πέτυχα απόλυτα στην εκλογή συντρόφου, συζύγου: «η γυναίκα που παντρεύτηκα είναι σαν να μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός». δ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας πως μου προέκυψε αναπάντεχα κάτι πολύ δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: «είδα τυχαία την πεθερά σου στο δρόμο και μου ’πε πως θα ’ρθει να μείνει στο σπίτι σας για μια βδομάδα. -Μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός». Συνήθως, στην τελευταία περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- μου ’τυχε ο πρώτος αριθμός, βλ. φρ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός·
- ο υπ’ αριθμόν ένα, ο πιο σπουδαίος, ο πιο σημαντικός σε καλό ή σε κακό: «ο τάδε είναι ο υπ’ αριθμόν ένα γιατρός || ο τάδε είναι ο υπ’ αριθμόν ένα απατεώνας». Πολλές φορές, η φρ. σε συντομία στον τύπο ο υπ’ αρίθμ. ένα·
- ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, βλ. λ. κίνδυνος·
- πήρα τον πρώτο αριθμό, βλ. φρ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός·
- σε αριθμό, δηλώνει ποσότητα  ή πλήθος: «στο λιμάνι κατέπλευσαν πολλά πλοία σε αριθμό || το τάδε κόμμα έχει πολλούς σε αριθμό οπαδούς».

αρκούδα

αρκούδα, η, ουσ. [<μσν. ἀρκούδα <ἀρκούδιον, υποκορ. του μτγν. ἄρκος <αρχ. ἄρκτος], η αρκούδα. 1. γυναίκα μεγαλόσωμη και άχαρη: «χώρισε την τάδε, που ήταν σαν μπιμπελό, και πήγε και τα ’φτιαξε μ’ αυτή την αρκούδα». 2. άντρας μεγαλόσωμος και τριχωτός: «μόνο που βλέπεις αυτή την αρκούδα, τρομάζεις, κι εσύ μου λες να μαλώσω μαζί του!». 3. χαρακτηρισμός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ως αντίπαλο δέος των Η.Π.Α.: «αν υπήρχε σήμερα η αρκούδα, δε θα υπήρχε πλανητάρχης». 4. (και για τα δυο φύλα) λέγεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «α, μωρή αρκούδα, πάρε δρόμο από δω». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου με μας τα παλικάρια). Υποκορ. αρκουδάκι, το και αρκουδίτσα, η·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), λέγεται στην περίπτωση που, ενώ περιμένουμε, ενώ προσπαθούμε για κάτι καλό, μας βρίσκει, μας έρχεται το χειρότερο: «είχα μεγάλη ατυχία που έχασα τη δουλειά γιατί, δεν ξέρω τι έγινε την τελευταία στιγμή κι αντί για λαγό έβγαλε αρκούδα»·      
- έπεσε το γέλιο της αρκούδας, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έχουμε την αρκούδα και ψάχνουμε τα ίχνη της, λέγεται στην περίπτωση που κατατριβόμαστε με μικρολεπτομέρειες, ενώ το πρόβλημα είναι ολοκάθαρα μπροστά μας. Από το αρχαϊστικό ἄρκτου παρούσης τά ἴχνη ζητεῖ·
- ιστορίες γι’ αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες, βλ. λ. ιστορία·
- κάνει αρκούδες, κάνει ανοησίες, βλακείες, συμπεριφέρεται γελοία: «δεν τον παίρνουμε πια μαζί μας, γιατί, όπου πάμε, κάνει αρκούδες και γινόμαστε ρεζίλι». Αναφορά στην αρκούδα του αρκουδιάρη που με τα καμώματά της κάνει τον κόσμο να γελάει·
- της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, μόνο όταν δώσεις την ελευθερία σε έναν άνθρωπο, θα μπορέσεις να καταλάβεις ποιος είναι ο πραγματικός του χαρακτήρας, αν είναι καλός ή κακός: «μην κοιτάς που σε προσέχει τώρα που είναι υπάλληλός σου και λέει πως σ’ αγαπάει, γιατί, της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια».   

άσπρη

άσπρη, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. άσπρος], (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ηρωίνη, η κοκαΐνη: «η άσπρη οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο». Από το ότι τα ναρκωτικά αυτά έχουν άσπρο χρώμα. (Λαϊκό τραγούδι: ζάρια ρίχναν στις κουβέρτες, άσπρες μαύρες είν’ αβέρτες
- είμαι στην άσπρη, βλ. φρ. είμαι στ’ άσπρα, λ. άσπρο·
- πέφτω στην άσπρη, βλ. φρ. πέφτω στ’ άσπρα, λ. άσπρο.

βαθύς

βαθύς, -ιά, -ύ, επίθ. [<αρχ. βαθύς], βαθύς. 1α. που έχει βάθος: «βαθύς ποταμός || βαθιά θάλασσα || βαθύ πηγάδι». β. που προχωρεί, που εισχωρεί σε βάθος: «ο πλάτανος έχει βαθιές ρίζες». 2. που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των πραγμάτων, που δε μένει στην επιφάνεια, που είναι διεισδυτικός: «ο τάδε είναι βαθύς γνώστης των προβλημάτων της υπαίθρου || δεν καταλαβαίνεις πάντα τι λέει, γιατί τα λόγια του έχουν βαθιά νοήματα». 3. (για έπιπλα) που είναι με τέτοιο τρόπο κατασκευασμένο, ώστε να κάθεται κάποιος πολύ μαλακά και αναπαυτικά, έχοντας παράλληλα την εντύπωση πως, την ώρα που κάθεται, βουλιάζει: «βαθύς καναπές || βαθιά πολυθρόνα». 4. το ουδ. ως ουσ. το βαθύ, ο γκρεμός: «δεν πρέπει να προχωρήσουμε απ’ αυτό το μονοπάτι, γιατί πιο πέρα υπάρχει ένα βαθύ, που είναι απέραστο». Επίρρ. βαθιά, α. σε μεγάλο βάθος: «το μονοπατάκι προχωρούσε βαθιά μέσα στο δάσος». β. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ, έντονα: «είμαι βαθιά συγκινημένος που με βοήθησες || είμαι βαθιά πικραμένος απ’ την αδιαφορία σου». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρμενίζω βαθύ ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, βλ. λ. νερό·
- αρμενίζω στα βαθιά (ενν. νερά), (στη γλώσσα της αργκό) καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «όσο είχα το μαγαζάκι μου, τα κονομούσα μια χαρά, μόλις όμως άρχισα ν’ αρμενίζω στα βαθιά, είμαι όλο προβλήματα»·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βαθιά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·
- βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- βαθιά σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- βαθιά υπόκλιση, βλ. λ. υπόκλιση·
- βαθιά χαράματα, βλ. λ. χαράματα·
- βαθύ κάθισμα, βλ. λ. κάθισμα·
- βαθύ μυστήριο, βλ. λ. μυστήριο·
- βαθύς ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- είναι βαθιά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- έχει βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει βαθύ πάγκο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. πάγκος·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- κοιμάμαι βαθιά, δεν ξυπνώ εύκολα: «όσο θόρυβο και να κάνεις δεν πρόκειται να ξυπνήσει, γιατί κοιμάται βαθιά»·
- κολυμπώ στα βαθιά, βλ. φρ. αρμενίζω στα βαθιά·
- μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, (για τάβλι) έκφραση παίχτη που αφήνει ένα πιασμένο αντίπαλο πούλι για να πιάσει ένα άλλο, που βρίσκεται πιο κοντά προς τη μάνα, εννοώντας ότι με αυτό το νέο πιάσιμο, εξασφαλίζει περισσότερο τη νίκη του. Η έκφραση με καθαρά σεξουαλικό υπονοούμενο. Επίσης ακούγεται πολλές φορές και ως ιαχή στα γήπεδα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ, που απευθύνεται προς τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας από τους οπαδούς της ομάδας που κερδίζει με μεγάλη διαφορά στο σκορ. Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με τα δυο τα χέρια να τεντώνονται ψηλά και με σφιγμένες τις γροθιές, να έρχονται με δύναμη στα πλάγια της μέσης από τη μια και την άλλη πλευρά, στο ύψος περίπου των γεννητικών οργάνων, σαν να πιάνει κανείς κάποιον και να του επιβάλει άγρια τη σεξουαλική πράξη·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω βαθιά ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- πάω (στα) βαθιά (ενν. νερά), ξανοίγομαι στη θάλασσα, ιδίως κολυμπώντας: «μην πας βαθιά, γιατί θα πνιγείς»·
- πέφτω στα βαθιά (ενν. νερά), καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «το ’χει μανία να πέφτει στα βαθιά και, όταν την πάθει, χτυπάει το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: και να καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- σκοτάδι βαθύ, βλ. λ. σκοτάδι·
- στα βαθιά (ενν. νερά), που έχουν μεγάλο βάθος: «δεν κολυμπάει στα βαθιά, γιατί δεν ξέρει καλό κολύμπι»·
- τα ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες, βλ. λ. βουνό·
- το βαθύ κράτος, βλ. λ. κράτος·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, βλ. λ. ποτάμι·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση.

βλέφαρο

βλέφαρο, το, ουσ. [<αρχ. βλέφαρον <βλέπω], το βλέφαρο, συνήθως στον πλ. τα βλέφαρα, τα ματόφυλλα·
- ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλεφαρίζω·
- βαραίνουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- δεν κλείνω βλέφαρο, βλ. συνηθέστ. δεν κλείνω μάτι, λ. μάτι·
- κλείνουν τα βλέφαρά μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα βλέφαρά μου»·
- κλείνω τα βλέφαρα ή κλείνω τα βλέφαρά μου, κοιμάμαι: «έρχεται κάθε βράδυ με τέτοια κούραση, που, μόλις ξαπλώσει στο κρεβάτι, κλείνει τα βλέφαρα»·
- κλείνω τα βλέφαρά μου μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, λ. μάτι·
- νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου, νυστάζω: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου»·
- πέφτουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- πεταρίζω τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου·
- ρίχνω ένα βλέφαρο, κοιτάζω βιαστικά, ρίχνω μια βιαστική ματιά: «ρίξ’ ένα βλέφαρο στο μπαράκι κι αν είναι ο αδερφός μου, πέσ’ του πως τον θέλω || δε θυμάμαι πώς ακριβώς ήταν, γιατί έριξα ένα βλέφαρο μόνο»·
- του κλείνω τα βλέφαρα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω τα μάτια, λ. μάτι.

βόμβα

βόμβα, η, ουσ. [<ιταλ. bomba], η βόμβα. 1α. οτιδήποτε προξενεί μεγάλη έκπληξη, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλο θόρυβο (όπως και η βόμβα που σκάζει): «είδηση βόμβα || ανοιχτή επιστολή βόμβα». β. οτιδήποτε προξενεί μεγάλη καταστροφή: «ο σύγχρονος τρόπος ζωής αποτελεί βόμβα στα θεμέλια της οικογένειας || η κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος είναι βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ) ισχυρό σουτ από μεγάλη απόσταση προς την αντίπαλη εστία (στο ποδόσφαιρο), ή βολή έξω από τα 6,25 μ. (στο μπάσκετ), που μετράει για τρεις πόντους, το τρίποντο: «ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε να πιάσει τη βόμβα που εξαπέλυσε ο τάδε || η τελευταία βόμβα του τάδε παίχτη μας έξω απ’ τα 6,25 μας έδωσε τη νίκη»· βλ. και λ. μπόμπα·
- βόμβα μολότοφ, αυτοσχέδια βόμβα, που εκσφενδονίζεται με το χέρι και που αποτελείται από ένα μπουκάλι με εύφλεκτο υλικό (βενζίνα) και ένα κομμάτι πανί να εξέχει από το λαιμό του, που το ανάβουν και παίζει το ρόλο του φιτιλιού, όταν σπάσει το μπουκάλι μετά την εκσφενδόνισή του: «οι αναρχικοί πετούσαν κάθε τόσο στους αστυνομικούς βόμβες μολότοφ». Από το όνομα του σοβιετικού πολιτικού Molotov, ο οποίος πρώτος επινόησε και χρησιμοποίησε τη βόμβα αυτή, κατά των γερμανικών τανκς το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο·
- βόμβα κοκτέιλ, βλ. συνηθέστ. βόμβα μολότοφ·
- είναι ωρολογιακή βόμβα (μια κατάσταση, κάτι), είναι πολύ επικίνδυνο ή θα γίνει πολύ επικίνδυνο αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα και ριζικά: «το ασφαλιστικό είναι ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας, γι’ αυτό πρέπει ν’ αρχίσει άμεσα ο διάλογος με τους ενδιαφερόμενους για την εύρεση μιας βιώσιμης λύσης»· 
- έπεσε σαν βόμβα, βλ. φρ. έσκασε σαν βόμβα·  
- έπεσε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. φρ. έσκασε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων·
- έσκασε σαν βόμβα, συνέβη ή ακούστηκε ξαφνικά ή αναπάντεχα κάτι, που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη ή αίσθηση στην κοινή γνώμη: «η παραίτηση του τάδε υπουργού έσκασε σαν βόμβα»·
- έσκασε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, συνέβη ή ακούστηκε ξαφνικά ή αναπάντεχα κάτι, που συντάραξε την κοινή γνώμη, που προκάλεσε σάλο: «η είδηση πως χρηματιζόταν ο τάδε υπουργός έσκασε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων»·
- κάθομαι πάνω σε ωρολογιακή βόμβα, α. αγωνιώ, ανυπομονώ πάρα πολύ: «μέχρι να γυρίσουν κάθε βράδυ τα παιδιά μου στο σπίτι, κάθομαι πάνω σε ωρολογιακή βόμβα». β. αντιμετωπίζω πολύ επικίνδυνη κατάσταση: «είμαι στην πτέρυγα του νοσοκομείου που νοσηλεύει ασθενείς που έχουν προσβληθεί από τον ιό του έιτζ κι έτσι καθημερινά κάθομαι πάνω σε ωρολογιακή βόμβα».

βούρκος

βούρκος, ο, ουσ. [<μσν. τα βοῦρκα και βοῦλκος, άγν. ετυμολ.], ο βούρκος. 1. η έσχατη ανηθικότητα, η έσχατη διαφθορά. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ ένα κορμί χαμένο ένας άσωτος υιός, απ’ το σπίτι μου φευγάτος κι απ’ τον τόπο μου μακριά, κάθε μέρα κατεβαίνω μες το βούρκο πιο βαθιά). 2. (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός: «όσο όμορφη και να ’ναι, δεν τονε βάζω στο βούρκο της». Από παρομοίωση των κοπράνων, που αποβάλλονται από τον πρωκτό με τα λύματα των κατοικημένων περιοχών· 
- έπεσε σε βούρκο ή έπεσε στο βούρκο, έχει διαφθαρεί εντελώς, έγινε εντελώς ανήθικος: «έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έπεσε στο βούρκο χωρίς να το καταλάβει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το της ακολασίας·
- ζει στο βούρκο, βλ. φρ. έπεσε στο βούρκο· 
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στο βούρκο ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στο βούρκο, βλ. λ. γουρούνι·
- κυλώ στο βούρκο ή κυλιέμαι στον βούρκο, διαφθείρομαι εντελώς, γίνομαι εντελώς ανήθικος: «έμπλεξε με κακές παρέες και τον κύλησαν στο βούρκο». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο, που με πέταξες, κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το της ακολασίας.

βρόχι

βρόχι, το, ουσ. [όψιμο μσν. βρόχιον, υποκορ. του ουσ. βρόχος], συνήθως στον πλ. τα βρόχια, μικρή θηλιά που χρησιμοποιείται για την αιχμαλώτιση, τη σύλληψη μικρών πτηνών και ζώων από το λαιμό: «έπιασε το περιστέρι στα βρόχια»·
-πέφτω στα βρόχια (κάποιου), βλ. φρ. πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου)·
- πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου), α. παγιδεύομαι: «οι δραπέτες πιάστηκαν στα βρόχια της αστυνομίας». β. υποκύπτω στις απατηλές υποσχέσεις ή στα θέλγητρα κάποιου, πέφτω θύμα πλεκτάνης: «πιάστηκε στα βρόχια της ομορφιάς της και θα τινάξει το σπίτι του στον αέρα || πιάστηκε στα βρόχια ενός λωποδύτη και δεν μπορεί να ξεμπλέξει». γ. οτιδήποτε λειτουργεί ως θέλγητρο για την αιχμαλώτιση, την παγίδευση κάποιου: «είναι δύσκολη η ζωή σε όποιον πιαστεί στα βρόχια του έρωτά της». (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι
- στήνω βρόχια ή στήνω τα βρόχια, (γενικά) στήνω παγίδα: «έστησε τα βρόχια σ’ ένα σημείο απ’ όπου περνούν πολλοί λαγοί»
- τυλίγομαι στα βρόχια (κάποιου), βλ. φρ. πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου).

γέλιο

γέλιο, το, ουσ. [<μσν. γέλιο <γελῶ], το γέλιο. (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αρχίζω τα γέλια ή αρχίζω το γέλιο, γελώ: «είναι τόσο αστείος άνθρωπος και, κάθε φορά που τον βλέπω, αρχίζω τα γέλια»·
- βαστώ τα γέλια μου, βλ. φρ. κρατώ τα γέλια μου·
- βαστώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή βαστώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- βγάζει γέλιο, (για ηθοποιούς, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα)προκαλεί το γέλιο: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί βγάζει γέλιο || μ’ αρέσει ο τάδε κωμικός, γιατί βγάζει γέλιο»·
- γίνεται γέλιο, βλ. συνηθέστ. πέφτει γέλιο·
- δεν είναι για γέλια, (για δουλειές ή υποθέσεις) παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες ή έχει σοβαρό ενδιαφέρον: «πρόσεξε καλά, γιατί η δουλειά δεν είναι για γέλια || η υπόθεση δεν είναι για γέλια, γιατί, αν φτάσει σε αίσιο τέλος, θα ωφεληθούμε όλοι»·
- δουλειά για γέλια, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλα τα γέλια ή έβαλα το γέλιο, βλ. φρ. μ’ έπιασαν τα γέλια·
- έγινε γέλιο, βλ. συνηθέστ. έπεσε γέλιο·
- είμαι για γέλια, κατάντησα αστείος, γελοίος: «ύστερα από τέτοια γκάφα που έκανα μπροστά σε τόσο κόσμο, είμαι για γέλια»· βλ. και φρ. είναι για γέλια·
- είναι για γέλια, α. (για πρόσωπα) είναι αστείος, γελοίος: «κάθε φορά που ντύνεται μοντέρνα αυτός ο γέρος, είναι για γέλια». β.(για δουλειές) είναι πανεύκολη: «ανάθεσέ μου κάτι πιο δύσκολο, γιατί, αυτό που μου ’δωσες να κάνω, είναι για γέλια». γ. (για κατασκευές), είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη: «παιδευόσουν δυο μέρες να στήσεις ένα φράχτη κι αυτό που έκανες είναι για γέλια»· βλ. και φρ. είμαι για γέλια·
- είναι για γέλια και για κλάματα, λέγεται για κωμικοτραγικές καταστάσεις, στις οποίες δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, γυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους κι είναι για γέλια και για κλάματα ο φουκαράς»·
- είναι με το γέλιο στο στόμα, είναι χαμογελαστός, έχει καλή διάθεση: «απ’ το πρωί που σηκώνεται μέχρι το βράδυ που πλαγιάζει, είναι με το γέλιο στο στόμα». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το πάντα·
- είχαμε γέλιο ή είχαμε πολύ γέλιο, α. μας συνέβησαν τόσο αστείες, τόσο φαιδρές καταστάσεις, που προκαλούσαμε με το πάθημά μας έντονο γέλιο στους άλλους: «όταν βγήκαμε απ’ τη λακκούβα με τις λάσπες, είχαμε πολύ γέλιο και στο τέλος αρχίσαμε να γελάμε κι εμείς με τα χάλια μας». β. περάσαμε πάρα πολύ χαρούμενα, πάρα πολύ ευχάριστα, βρισκόμασταν σε μεγάλη ευθυμία: «είχαμε πολύ γέλιο, όταν άρχισε να μας λέει ο τάδε τα πετυχημένα του ανέκδοτα»·
- έκλαψα απ’ τα γέλια ή έκλαψα απ’ το γέλιο, γέλασα πάρα πολύ: «ήταν τόσο αστεία η κατάσταση, που έκλαψα απ’ το γέλια». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές το έντονο γέλιο να φέρνει δάκρυα στα μάτια·
- έπεσε γέλιο ή έπεσε πολύ γέλιο, α. δημιουργήθηκε αστεία, γελοία κατάσταση σε βάρος κάποιου, που διασκέδασε την ομήγυρη: «την ώρα που τα ’ριχνε στην γκόμενα, του πέταξε ο τάδε από μακριά ένα κεσεδάκι γιαούρτι κι έπεσε πολύ γέλιο». β. γελάσαμε, περάσαμε καλά, διασκεδάσαμε, ευχαριστηθήκαμε πολύ: «στο πάρτι του τάδε έπεσε γέλιο»·
-έπεσε κάτω απ’ τα γέλια, συνταράχτηκε από τα γέλια, δεν μπόρεσε να κρατηθεί όρθιος από τα δυνατά γέλια: «του είπα τόσο πετυχημένο ανέκδοτο, που έπεσε κάτω απ’ τα γέλια»·  
-έπεσε το γέλιο της αρκούδας, δημιουργήθηκε τόσο αστεία, τόσο φαιδρή κατάσταση που όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν έντονα: «έλεγε τόσο πετυχημένα ανέκδοτα, που έπεσε το γέλιο της αρκούδας || μόλις τον είδαμε να γλιστράει και να κυλιέται με τα καλά του μέσα στις λάσπες, έπεσε το γέλιο της αρκούδας». Από το γέλιο που προκαλούν στην ομήγυρη τα καμώματα της αρκούδας. Αξέχαστο θα μας μείνει το πώς κοιμάται η Βουγιουκλάκη(;)·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. φρ. έπεσε το γέλιο της αρκούδας·
- έσκασα απ’ τα γέλια ή έσκασα στα γέλια ή έσκασα στο γέλιο, γέλασα υπερβολικά, ασταμάτητα, ξεκαρδίστηκα μέχρι του σημείου να νιώσω δυσφορία: «μόλις τον είδα να γλιστρά και να πέφτει με το καινούριο του κουστούμι μέσα στις λάσπες, έσκασα στα γέλια». (Λαϊκό τραγούδι: βρε του γελάω δε μου ξηγιέται, σκάει απ’ τα γέλια κι όλο κουνιέται
- έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. συνηθέστ. είναι με το γέλιο στο στόμα·
- κάναμε γέλιο, βλ. φρ. έπεσε γέλιο·
- κάνω γέλια ή κάνω γέλιο, γελώ κάπως έντονα: «κάθε φορά που μου λέει ανέκδοτα αυτός ο άνθρωπος, κάνω γέλια»·
- κατάπια τα γέλια μου ή κατάπια το γέλιο μου, πίεσα τον εαυτό μου για να μη γελάσω: «μόλις τον είδα κάποια στιγμή ν’ αγριεύει, κατάπια τα γέλια μου»·
- κατουρήθηκα απ’ τα γέλια ή κατουρήθηκα στα γέλια ή κατουρήθηκα στο γέλιο, γέλασα υπερβολικά, ξεκαρδίστηκα: «έγινε τέτοια πλάκα, που κατουρήθηκα στα γέλια». Από το ότι συμβαίνει μερικές φορές το έντονο γέλιο να προκαλεί ακράτεια·
- κρατώ τα γέλια μου, τα συγκρατώ, συγκρατιέμαι να μη γελάσω: «έλεγε τέτοιες κοτσάνες, αλλά κρατούσα τα γέλια μου, γιατί δίπλα μου καθόταν η γυναίκα του»·
- κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή κρατώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- λιγώθηκα απ’ τα γέλια ή λιγώθηκα στα γέλια ή λιγώθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που μου ήρθε ζάλη: «ήταν τόσο αστεία η φάση, που λιγώθηκα απ’ τα γέλια»·  
- λύθηκα απ’ τα γέλια ή λύθηκα στα γέλια ή λύθηκα στο γέλιο, βλ. φρ. κατουρήθηκα απ’ τα γέλια·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ’ τα γέλια ή  μου λύθηκε ο αφαλός απ’ τα γέλια, βλ. λ. αφαλός·
- μ’ έπιασαν τα γέλια ή μ’ έπιασε το γέλιο, άρχισα να γελώ: «μόλις τον είδα ντυμένο σαν παλιάτσο, μ’ έπιασαν τα γέλια»·
- με πνίγουν τα γέλια ή με πνίγει το γέλιο, ξεκαρδίζομαι, μου κόβεται η ανάσα από το έντονο γέλιο: «κάθε φορά που λέει ανέκδοτο αυτός ο άνθρωπος, με πνίγουν τα γέλια»·
- μη γελάσω! εκφράζει έντονη δυσφορία σε αυτά που λέει κάποιος, γιατί είμαστε πέρα για πέρα αντίθετοι με αυτά, γιατί πιστεύουμε ότι είναι ψέματα, ότι υπερβάλει ή, γιατί, ό,τι είπε το είπε από φθόνο: «με κατηγόρησε πως ήμουν ένα με τους χουντικούς κατά την περίοδο της δικτατορίας, όμως μη γελάω! Εγώ βρισκόμουν τότε στη Μακρόνησο μαζί με τον τάδε και τον τάδε!»· 
- μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια, νιώθω έντονη τη διάθεση να γελάσω: «είναι τόσο αστείος άνθρωπος και, κάθε φορά που τον βλέπω, μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια»·
- μπήγω τα γέλια, γελώ έντονα, δυνατά, ξεκαρδίζομαι: «μόλις του πεις κανένα πετυχημένο ανέκδοτο, μπήγει τα γέλια και δεν μπορεί να σταματήσει»·
- ξελιγώθηκα απ’ τα γέλια ή ξελιγώθηκα στα γέλια ή ξελιγώθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, εξαντλήθηκα από το πολύ γέλιο: «επακολούθησε τέτοια σκηνή, μόλις τον έπιασε η γυναίκα του να σαλιαρίζει με την γκόμενά του, που ξελιγώθηκα στα γέλια»·  
- ξεράθηκα απ’ τα γέλια ή ξεράθηκα στα γέλια ή ξεράθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να κουνηθώ: «όταν είδα τις δυο γυναίκες να πιάνονται απ’ τα μαλλιά στη μέση του δρόμου, ξεράθηκα απ’ τα γέλια»·
- ξέσπασα στα γέλια ή ξέσπασα στο γέλιο, δεν μπόρεσε να κρατηθώ άλλο και άρχισα να γελώ απότομα και έντονα: «μόλις τον είδα να πέφτει μέσα στο δρόμο και να σκορπίζουν τα πράγματα που κουβαλούσε, ξέσπασα στα γέλια»·
- πατώ τα γέλια ή πατώ το γέλιο, γελώ έντονα: «κάθε φορά που ακούω κάποιο πετυχημένο ανέκδοτο, πατώ τα γέλια»·
- πέθανα απ’ τα γέλια ή πέθανα στα γέλια ή πέθανα στο γέλιο, βλ. φρ. έσκασα απ’ τα γέλια·
- πέφτει γέλιο ή πέφτει πολύ γέλιο, έχει δημιουργηθεί αστεία, γελοία κατάσταση σε βάρος κάποιου, που διασκεδάζει την ομήγυρη: «πάμε γρήγορα στο καφενείο, γιατί μου είπαν πως άρχισε πάλι ο τάδε τα δικά του και πέφτει πολύ γέλιο»·
- πιάνω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή πιάνω την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- πνίγηκα απ’ τα γέλια ή πνίγηκα στα γέλια ή πνίγηκα στο γέλιο, βλ. φρ. έσκασα απ’ τα γέλια·
- πνιχτά γέλια ή πνιχτό γέλιο, που εκδηλώνεται με τρόπο, ώστε να μην ακουστεί, που πιέζει τον εαυτό του, ώστε να μην ακουστεί: «απ’ το βάθος της σάλας, μόλις που ακούστηκαν τα πνιχτά γέλια του τάδε»·
- ρίχνω γέλια ή ρίχνω γέλιο, γελώ έντονα: «έριξα τέτοια γέλια, μόλις τον είδα να πέφτει μέσα στις λάσπες, που μου ’ρθαν δάκρυα στα μάτια!»·
-ρίχνω το γέλιο, γελώ πάρα πολύ έντονα, ξεκαρδίζομαι: «έριξα το γέλιο, μόλις είδα τις δυο νύφες να πιάνονται απ’ τα μαλλιά». Η έκφραση λέγεται με το το τονισμένο·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, λέγεται στην περίπτωση που γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως έπειτα από αυτό θα μας προκύψει μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ. θα μας βγει ξινό το γέλιο. Η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι για να αποφύγουμε τη δυσάρεστη έκβαση μιας τέτοιας κατάστασης. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου, και είναι φορές, που μετά το ρ. της φρ. ακούγεται και το τα τόσα ή το τόσο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σπαρτάρισα απ’ τα γέλια ή σπαρτάρισα στα γέλια ή σπαρτάρισα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που το κορμί μου παλλόταν από την ένταση: «μόλις έφαγε τη χυλόπιτα απ’ την γκόμενα, πήρε τέτοια έκφραση ο καημένος, που σπαρτάρισα απ’ τα γέλια»·
- σπαρταριστό γέλιο, που είναι τόσο έντονο ώστε κάνει το κορμί να πάλλεται: «το σπαρταριστό του γέλιο, ακουγόταν σ’ όλο το σπίτι»·
- τα γέλια θα σου βγουν σε κακό ή το γέλιο θα σε βγει σε κακό, βλ. φρ. τα γέλια θα σου βγουν ξινά·
- τα γέλια θα σου βγουν ξινά ή το γέλιο θα σου βγει ξινό, προειδοποίηση σε άτομο που γελάει σε βάρος μας πως θα υποστεί μελλοντικά τις συνέπειες της πράξης του και θα στενοχωρηθεί πολύ: «τώρα γέλα, που μ’ έριξες στη συναλλαγή, αλλά να θυμάσαι πως τα γέλια θα σου βγουν ξινά»·
- το ’ριξα στα γέλια ή το ’ριξα στο γέλιο, άρχισα να γελώ έντονα: «ήταν πολύ γελοία η κατάσταση να βλέπεις δυο οδηγούς να μαλώνουν και να βρίζονται στη μέση του δρόμου, επειδή τράκαραν λίγο τ’ αυτοκίνητά τους και, καθώς τους έβλεπα, το ’ριξα στο γέλιο»· 
- τρελάθηκα απ’ τα γέλια ή τρελάθηκα στα γέλια ή τρελάθηκα στο γέλιο, γέλασα έξαλλα, με μικρά πηδήματα και χειρονομίες: «τρελάθηκα στα γέλια, μόλις τον είδα να γίνεται παπί απ’ τα νερά που του πέταξε κάποια ηλίθια νοικοκυρά απ’ το μπαλκόνι της»·
- χάνεται απ’ τα γέλια ή χάνεται στα γέλια ή χάνεται στο γέλιο, γελάει τόσο πολύ, που παθαίνει σκοτοδίνη από το γέλιο: «όταν αρχίζει να γελάει, χάνεται απ’ τα γέλια».

γκάφα

γκάφα, η, ουσ. [<γαλλ. gaffe], απερίσκεπτος λόγος, άστοχη ενέργεια ή λανθασμένος υπολογισμός, που γίνεται από άγνοια ή επιπολαιότητα, και που εκθέτει αυτόν που την κάνει, και πολλές φορές, έχει δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του ή και σε βάρος άλλων: «οι γκάφες πληρώνονται, φίλε μου || δε χρωστάω τίποτα, να ’χω τραβήγματα για δικές σου γκάφες»·
- άσχημη γκάφα, βλ. φρ. χοντρή γκάφα·
- γκάφα πρώτου μεγέθους, βλ. φρ. χοντρή γκάφα·
- κάνω γκάφα, μιλώ απερίσκεπτα, ενεργώ άστοχα ή υπολογίζω λανθασμένα από άγνοια ή επιπολαιότητα, πράγμα, που με εκθέτει και πολλές φορές έχει δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος μου ή και σε βάρος άλλων: «δεν τον παίρνω μαζί μου, γιατί κάνει συνέχεια γκάφες και μας κάνει άνω κάτω»·
- πέφτω σε γκάφα, βλ. φρ. κάνω γκάφα·
- χοντρή γκάφα, πολύ απερίσκεπτος λόγος, πολύ άστοχη ενέργεια ή λανθασμένος υπολογισμός, που γίνεται από άγνοια ή επιπολαιότητα, και εκθέτει πολύ σοβαρά αυτό που την κάνει, και πολλές φορές έχει πολύ δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του ή και σε βάρος άλλων: «από μια χοντρή γκάφα κινδυνεύει να χάσει τη θέση του».

γκρεμός

γκρεμός κ. γκρεμνός, ο, ουσ. [<αρχ. κρημνός], ο γκρεμός· η καταστροφή: «με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, βαδίζει προς τον γκρεμό». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος για σένα και εχθρός και η ζωή μου ένας γκρεμός
- βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού ή είμαι στο χείλος του γκρεμού ή φτάνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
- μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, επικίνδυνη κατάσταση, όπου δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. (Λαϊκό τραγούδι: μπρος γκρεμός, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα είναι η αγάπη σου, θυσιάστηκα για σένα, μα όλα χαλάλι σου
- τον φέρνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
- πέφτω στον γκρεμό, (γενικά) καταστρέφομαι: «είχε παρατήσει τη δουλειά του για τις παλιοπαρέες, ώσπου έπεσε στον γκρεμό κι ησύχασε». (Λαϊκό τραγούδι: παντρέψου κάναν άλλο, νοικοκύρη και πνίξε της καρδιάς σου τον καημό. Μ’ εμένα το ρεμπέτη και μπατίρη, στα σίγουρα θα πέσεις στο γκρεμό).

δίπλα

δίπλα, η, ουσ. [<ρ. διπλώνω (υποχωρητ.]. 1. τεχνητή πτυχή σε ρούχο ή σε ύφασμα: «το φόρεμά της είχε όλο δίπλες». Συνών. πιέτα, σούρα, τσάκιση. 2.παραδοσιακό γλύκισμα, που γίνεται με φύλλο διπλωμένο σε ρολό. 3. συνήθως στον πλ. οι δίπλες, τα παχάκια γύρω από το στομάχι: «τον είδα το καλοκαίρι στην παραλία και τον λυπήθηκα με τόσες δίπλες που έχει κάνει»·
- γίνομαι δυο δίπλες, α. υποφέρω από έντονο στομαχόπονο, που αναγκάζομαι να διπλώσω στα δυο: «μ’ έπιασε τέτοιος πόνος στο στομάχι, που έγινα δυο δίπλες». β. δέχομαι δυνατό χτύπημα στο στομάχι που με αναγκάζει να διπλωθώ στα δυο: «έφαγε τέτοια μπουνιά στο στομάχι, που έγινε δυο δίπλες». γ. δείχνω μεγάλη προθυμία, μεγάλη διάθεση να εξυπηρετήσω κάποιον: «έγινε δυο δίπλες το παιδί να μας βρει ξενοδοχείο»·
- τον κάνω δυο δίπλες, α. τον χτυπώ δυνατά με την γροθιά μου στο στομάχι (και πιο σπάνια με το πόδι μου) που τον αναγκάζω να διπλωθεί στα δυο από τον πόνο: «του ’δωσα μια με τ’ αριστερό στο στομάχι και τον έκανα δυο δίπλες». β. τον νικώ, τον κατανικώ: «τον κάνω δυο δίπλες όποια ώρα θέλω».

διπλός

διπλός, -η, -ό, επίθ. [<μτγν. διπλός <αρχ. διπλοῦς], ο διπλός. 1. που είναι δυο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από έναν άλλον, ο διπλάσιος: «διπλός όγκος || διπλή μερίδα». 2. που είναι διπλωμένος στα δυο: «σκεπάστηκα με την κουβέρτα διπλή, γιατί κρύωνα». 3. που συναντιέται και σε δεύτερο αντίτυπο, που δεν είναι μοναδικός: «πάρε όποιο γραμματόσημο θέλεις απ’ αυτά, γιατί τα ’χω διπλά». 4.  που αποτελείται από δυο μέρη: «ζήτησα μια διπλή κόλλα, γιατί είχα να γράψω πολλά ακόμη για το διαγώνισμα». 5. που έχει δυο σημασίες ή δυο εκδοχές: «πέταξε μια κουβέντα που είχε διπλό νόημα». 6. το θηλ. ως ουσ. η διπλή (βλ. λ.). 7. το θηλ. στον πλ. ως ουσ. οι διπλές (βλ. λ.). 8. το ουδ. ως ουσ. το διπλό (βλ. λ.). 9. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα διπλά (βλ. λ.). Επίρρ. διπλά, α. διπλάσια: «αν μου τελειώσεις πιο γρήγορα τη δουλειά, θα σου δώσω διπλά απ’ όσα συμφωνήσαμε» .β. για δυο αιτίες: «φοβάμαι διπλά ότι θα αποτύχεις: πρώτον, γιατί είσαι επιπόλαιος και δεύτερον, γιατί δεν πολυαγαπάς τη δουλειά». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- γίνομαι διπλός, παχαίνω υπερβολικά: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και καθισιό, έγινα διπλός»·
- διπλά βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- διπλή γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- διπλή ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- διπλό διαφορικό, βλ. λ. διαφορικό·
- διπλό κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- διπλό σεντόνι, βλ. λ. σεντόνι·
- δουλεύει με διπλό καρμπιρατέρ, βλ. λ. καρμπιρατέρ·
- είναι διπλή προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- έχει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- έχει διπλή προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- ζει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- θα τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- και του χρόνου διπλός! (διπλή!), α. ευχή σε άντρα ή σε γυναίκα τον επόμενο χρόνο να βρει το ταίρι του (της), να παντρευτεί. β. ευχή σε νιόπαντρη γυναίκα του χρόνου να είναι έγκυος ή συνηθέστερα με παιδί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε·
- κάνει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει, βλ. λ. μονός·
- παίζει διπλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει διπλό ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει σε διπλό ταμπλό ή το παίζει σε διπλό ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- πέφτω μονός διπλός, βλ. λ. μονός·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα βλέπω όλα διπλά, α. είμαι πολύ ζαλισμένος, ιδίως έπειτα από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: «μόλις πιω δυο τρία ποτηράκια, τα βλέπω όλα διπλά». β. είμαι ζαλισμένος, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «μόλις έφαγα την πέτρα στο κεφάλι, άρχισα να τα βλέπω όλα διπλά»·
- τρώει με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα.

δόντι

δόντι, το, ουσ. [<μσν. δόντι(ον) <ὀδόντιον, υποκορ. του ουσ. ὀδούς], το δόντι. 1. άτομο που ασκεί επιρροή, που έχει δύναμη πολιτική, κοινωνική, οικονομική ή στρατιωτική, το μέσο: «χωρίς δόντι σήμερα δε γίνεται γρήγορα η δουλειά σου». 2. οποιαδήποτε προεξοχή που, από το σχήμα της, μπορούμε να την παρομοιάσουμε με δόντι: «τα δόντια της χτένας». Οι στρατιώτες, ιδίως τον τελευταίο μήνα της απόλυσής τους, χρησιμοποιούν τη χτένα ως αριθμητήριο και αφαιρούν ένα δόντι της για κάθε μέρα που περνά και τους φέρνει πιο κοντά στη μέρα της απόλυσής τους. Πρβλ.: αχ να μέτραγα στη χτένα πότε θα ’ρθει η βραδιά που θα μ’ έφερναν τα τρένα στη γλυκειά σου αγκαλιά (Λαϊκό τραγούδι). Υποκορ. δοντάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. δοντάρα, η. (Ακολουθούν 62 φρ.)·
- ακονίζω τα δόντια μου, προετοιμάζομαι να φάω με μεγάλη όρεξη: «πήρα θέση στο τραπέζι κι ακόνιζα τα δόντια μου, μέχρι να φέρει η μητέρα το φαγητό»· βλ. και φρ. τροχίζω τα δόντια μου·
- αλλάζει δόντια, (για παιδιά) πέφτουν τα δόντια της πρώτης οδοντοφυΐας του και βγαίνουν της δεύτερης: «το παιδί έφτασε σε τέτοια ηλικία, που άρχισε ν’ αλλάζει δόντια». Υπήρχε η παράδοση το πρώτο δόντι που έπεφτε, να το πετάνε πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού με την εξής φράση: το πετάω κοκαλένιο για να μου ’ρθει σιδερένιο, ευχή δηλαδή ή παράκληση τα νέα δόντια που θα βγουν να είναι γερά·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, λέγεται στην περίπτωση που το ποτό, ιδίως η τροφή που μας δίνει κάποιος, είναι σε πολύ ελάχιστη ποσότητα: «πώς να χορτάσω μ’ αυτό που μου ’βαλες, αφού αυτό είναι για το κούφιο δόντι». Από το ότι η λιγοστή τροφή μπορεί να μπει στην κουφάλα του χαλασμένου μας δοντιού, οπότε εμείς δε θα ευχαριστηθούμε ή δε θα χορτάσουμε ούτε στο ελάχιστο· 
- βάζω δόντι, χρησιμοποιώτις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές ή πνευματικές γνωριμίες μου, κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, ιδίως σε σχέση με το δημόσιο: «αν δεν έβαζα δόντι, θα έτρεχα ακόμα να τελειώσω τη δουλειά μου || έβαλα δόντι για να πάρω άδεια τις γιορτές». Συνών. βάζω βύσμα / βάζω γλείψιμο / βάζω μέσο·
- βαστώ με τα δόντια (κάτι), βλ. φρ. κρατώ με τα δόντια (κάτι)·
- βγάζει δόντια, (για βρέφη) φυτρώνουν τα πρώτα του δόντια: «το μωρό κλαίει όλη τη νύχτα, γιατί βγάζει δόντια και πονάει»· βλ. και φρ. βγάζω δόντια·
- βγάζω δόντια, έχω τα νεύρα μου, γκρινιάζω συνέχεια: «δεν είναι ώρα να του μιλήσεις, γιατί απ’ το πρωί βγάζει δόντια». Από παρομοίωση του εκνευρισμένου ατόμου με το μωρό, που, όταν βγάζει δόντια, είναι αναστατωμένο από τον πόνο που νιώθει και κλαίει συνέχεια· βλ. και φρ. του βγάζω τα δόντια ·
- βρίζω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βρίζω μουρμουριστά για να μη γίνω αντιληπτός, είτε γιατί φοβάμαι είτε γιατί υπάρχει κάποιος άλλος λόγος: «καθόταν στη γωνία και κάθε τόσο έβριζε μεσ’ απ’ τα δόντια του»·
- γλίτωσα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος·
- γλυκαίνω το δόντι μου, τρώω κάποιο φαγώσιμο που μου αρέσει ή που έχω να το φάω πολύ καιρό: «άφησέ μου να πάρω μια κουταλιά στιφάδο να γλυκάνω το δόντι μου»·
- δείχνω τα δόντια μου, κάνω δυναμική την παρουσία μου, αγριεύω: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, δείξε κι εσύ τα δόντια σου!». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν αγριεύει, δείχνει τα δόντια του· βλ. και φρ. του δείχνω τα δόντια μου ·
- δεν είναι για τα δόντια σου, α. (για δουλειές) είναι πάρα πολύ δύσκολη σχετικά με τις γνώσεις ή τις ικανότητές σου ή είναι πάρα πολύ μεγάλη σχετικά με την οικονομική σου κατάσταση: «μην μπλεχτείς μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν είναι για τα δόντια σου». β. (για γυναίκες) είναι πολύ πιο όμορφη, ιδίως είναι πολύ ανώτερη κοινωνικά ή οικονομικά, από σένα, οπότε, είναι πολύ δύσκολο να συνάψεις ερωτικό δεσμό μαζί της: «δεν είναι για τα δόντια σου αυτή η γυναίκα, γιατί είναι κόρη εφοπλιστή κι εσύ είσαι γιος εργάτη»·
- δεν έχει να ξύσει το δόντι του, είναι πάμφτωχος: «πήγε να γραφεί στην Πρόνοια, γιατί δεν έχει να ξύσει το δόντι του». Από την εικόνα του ατόμου που λόγω φτώχειας δεν έχει να φάει, οπότε δεν υπάρχει λόγος να ξύσει με οδοντογλυφίδα κάποιο δόντι του για να αφαιρέσει τυχόν τροφές·
- δόντια μαργαριτάρια ή δόντια σαν μαργαριτάρια, δόντια ολόασπρα και γυαλιστερά: «όταν χαμογελάει, φαίνονται τα δόντια της σαν μαργαριτάρια»·
- είναι αρματωμένος (οπλισμένος) ίσαμε τα δόντια ή είναι αρματωμένος (οπλισμένος) μέχρι τα δόντια, είναι τρομερά εξοπλισμένος, είναι πάνοπλος: «ο εχθρός ήταν αρματωμένος ίσαμε τα δόντια»·
- έπεσαν τα δόντια του, έχασε τη δύναμή του, την ισχύ του σε ένα χώρο: «όσο ήταν στο κόμμα, ήταν υπολογίσιμος, απ’ τη μέρα όμως που τον διέγραψαν, έπεσαν τα δόντια του». Από την εικόνα του ατόμου που χάνει τα δόντια του λόγω προχωρημένης ηλικίας. (Λαϊκό τραγούδι: στάχτη γενήκαν τα θεριά. Πέσαν τα δόντια του Βοριά. Γέμισ’ η πλάση με παιδιά και νιόπαντρα ζευγάρια. Χαρά στα παλικάρια)· 
- έχω γερό δόντι, διαθέτω ισχυρή γνωριμία, που ασκεί επιρροή, διαθέτω ισχυρό μέσο: «όλα του τα δάνεια τα παίρνει στο πι και φι, γιατί έχει γερό δόντι στην τράπεζα»·
- έχω δόντι, διαθέτω γνωριμία, που τη χρησιμοποιώ κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, ιδίως σε σχέση με το δημόσιο: «αν δεν έχεις σήμερα δόντι, δεν τελειώνεις εύκολα τη δουλειά σου || αν έχεις δόντι, είσαι κορόιδο που υπηρετείς ακόμη στα σύνορα». Συνών. έχω βύσμα / έχω γλείψιμο / έχω μέσο (α)·
- έχω μεγάλο δόντι, βλ. φρ. έχω γερό δόντι·
- ήλιος με δόντια, βλ. λ. ήλιος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), βλ. λ. γάιδαρος·
- κόβουν τα δόντια του, διαθέτει ισχυρά μέσα, τα οποία μπορεί και να χρησιμοποιήσει: «μην του πηγαίνεις κόντρα, όταν υπάρχουν κι άλλοι εργάτες μπροστά, γιατί κόβουν τα δόντια του και θα σε στείλει από κει που ήρθες». Συνών. κόβει το σπαθί του·
- κούφιο δόντι, α. που έχει κάνει κοιλότητα, κουφάλα από την τερηδόνα: «πρέπει να πάω στον οδοντογιατρό μου, γιατί πίσω πίσω έχω ένα κούφιο δόντι». β. η γνωριμία, το μέσο που χρησιμοποίησε κάποιος και αποδείχτηκε πως δεν είχε ισχύ: «πήγε πίσω όλη η δουλειά, γιατί το μέσο που έβαλε αποδείχτηκε κούφιο δόντι»·
- κρατώ με τα δόντια (κάποιον ή κάτι), κρατώ, συγκρατώ κάποιον ή κάτι με μεγάλη δυσκολία, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια: «κρατώ με τα δόντια το φίλο μου να μη σε δείρει || κρατώ με τα δόντια αυτή τη δουλειά»·
- λέω μεσ’ απ’ τα δόντια μου, μουρμουρίζω για να μη γίνω αντιληπτός, είτε γιατί φοβάμαι είτε γιατί υπάρχει κάποιος άλλος λόγος: «καθόταν μονάχος στη γωνιά και κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε μεσ’ απ’ τα δόντια του»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- μαύρα δόντια, εκείνα που είναι χαλασμένα, σάπια: «το στόμα του ήταν γεμάτο από μαύρα δόντια»·
- με νύχια και με δόντια, βλ. λ. νύχι·
- με την ψυχή στα δόντια, βλ. λ. ψυχή·
- μην του δείχνεις άσπρο δόντι, μην του συμπεριφέρεσαι με φιλική διάθεση, μην του δίνεις θάρρος: «είναι ύπουλος άνθρωπος, γι’ αυτό μην του δείχνεις άσπρο δόντι». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν συμπεριφέρεται φιλικά σε κάποιον, του χαμογελά, οπότε φαίνονται τα δόντια του·
- μιλώ έξω απ’ τα δόντια, βλ. φρ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια·
- μιλώ μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. φρ. λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου·
- μου πέφτουν τα δόντια, φεύγουν από τη θέση τους λόγω κάποιας ασθένειας, ιδίως ουλίτιδας: «εδώ και μερικές μέρες μου πέφτουν τα δόντια και πηγαίνω κάθε μέρα στον οδοντογιατρό μου για θεραπεία»·
- μουνί με δόντια, βλ. λ. μουνί·
- ξέφυγα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- πάστα για τα δόντια ή πάστα δοντιών, βλ. λ. πάστα·
- πέρασα από του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- πήγε η ψυχή μου στα δόντια μου, βλ. λ. ψυχή·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, λέγεται ειρωνικά για γιατρό, ιδίως οδοντίατρο που είναι άσχετος με το λειτούργημά του, που είναι αλμπάνης: «μην πας να σ’ εξετάσει ο τάδε γιατρός, γιατί πονάει δόντι, βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κυρά μου, όπου κι αν πονάς, στη λεωφόρο Αθηνάς θα βρεις το Δόκτωρ Ακαμάτη πονάει δόντι, βγάζει μάτι
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος ένα πρόβλημα εντοπίζοντας και εξουδετερώνοντας τα αίτια που το προκάλεσαν, καταφεύγει σε παράλογες ή παρανοϊκές λύσεις, που τις θεωρεί ριζικές: «πρέπει να βρούμε αυτόν που σαμποτάρισε τη δουλειά κι όχι να διώξουμε όλους τους εργάτες μας, γιατί, με το πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η δουλειά»· 
- πονάει το δόντι μου, βλ. συνηθέστ. πονάει το δοντάκι μου, λ. δοντάκι·
- σκάζουν τα δόντια του, (για βρέφη), βλ. φρ. βγάζει δόντια·   
- στο δόντι μου στάθηκε, (για φαγητά), ήταν πάρα πολύ λίγο, δε χόρτασα, δεν το ευχαριστήθηκα: «μας έβαλε να φάμε μια κουτσουλιά και μου στάθηκε στο δόντι»·
- σφίγγω τα δόντια ή σφίγγω τα δόντια μου, α. κάνω κουράγιο, υπομονή, υπομένω: «σφίξε ακόμα λίγο τα δόντια σου, γιατί σε λίγο καιρό θα διορθωθούν τα πράγματα». β. ανέχομαι το κακό φέρσιμο ή τις προσβολές κάποιου: «όση ώρα με κατηγορούσε χωρίς λόγο, έσφιγγα τα δόντια μου κι έδινα τόπο στην οργή»·
- σώθηκα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, μιλώ απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «αυτός δεν έχει την ανάγκη κανενός, γι’ αυτό και τα λέει έξω απ’ τα δόντια»·
- τα σύκα είναι μαλακά, μα χαλούν τα δόντια, είναι ευχάριστες οι υλικές απολαύσεις, όμως στο τέλος βλάπτουν την υγεία μας: «είναι καιρός ν’ αποσυρθώ απ’ τις νυχτερινές διασκεδάσεις, γιατί τα σύκα είναι γλυκά, μα χαλούν τα δόντια»·
- τον βαστώ με τα δόντια, βλ. φρ. τον κρατώ με τα δόντια·
- τον κοιτάζω στα δόντια, τον εξετάζω προσεχτικά αν είναι ικανός, δυνατός για κάποια εργασία: «δεν κάνω αστεία με τη δουλειά μου κι όταν πρόκειται να προσλάβω κάποιον καινούριο εργάτη, τον κοιτάζω στα δόντια». Από το ότι, τουλάχιστο παλιότερα, στις ζωοπανηγύρεις ο αγοραστής έλεγχε τα δόντια του ζώου που αγόραζε (γαϊδούρι, μουλάρι, άλογο), από την υγεία των οποίων διαπίστωνε την ηλικία του, άρα και την αποδοτικότητά του για την εργασία για την οποία το ήθελε. Με παρόμοιο τρόπο (!!!), ιδίως Αμερικάνοι και Άγγλοι αγοραστές  έλεγχαν την ηλικία και την υγεία των μαύρων δούλων τους, που προέρχονταν κυρίως από την Αφρική, όταν τους αγόραζαν από τους δουλεμπόρους για εργασίες στις διάφορες φυτείες τους·   
- τον κρατώ με τα δόντια, τον συγκρατώ παρά τη θέληση του και με μεγάλη προσπάθεια, με μεγάλο κόπο: «μόλις τον είδε, ήθελε να ορμήσει πάνω του, αλλά τον κρατούσα με τα δόντια, μέχρι να εξαφανιστεί ο άλλος»·
- του βγάζω τα δόντια ή (σε περίπτωση διαδοχικής αποδυνάμωσης) του βγάζω τα δόντια ένα ένα, του αφαιρώ κάθε επιχείρημα ή δυνατότητα που θα μπορούσε να με βλάψει: «απ’ τη στιγμή που έχω τη δήλωσή του στα χέρια μου πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, είμαι σίγουρος πως του ’βγαλα τα δόντια, γι’ αυτό κοιμάμαι ήσυχος || ο μάρτυρας κατέθεσε όλα τα γεγονότα με τη σειρά και του ’βγαλε τα δόντια ένα ένα». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν δεν έχει δόντια, είναι ακίνδυνος· βλ. και φρ. βγάζω δόντια ·
- του βγάζω τα δόντια μου, βλ. συνηθέστ. του δείχνω τα δόντια μου·
- του δείχνω τα δόντια μου, τον φοβερίζω προειδοποιητικά: «κάθε φορά που του δείχνω τα δόντια μου, κάνει την οσία Μαρία». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν έρθει σε επαφή με κάποιον άγνωστο, του δείχνει τα δόντια του για να τον φοβίσει·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, του έριξα τόσο δυνατή γροθιά στο στόμα, που του έσπασα τα δόντια του: «κάποια στιγμή, όπως μαλώναμε, του ’ριξα τέτοια γροθιά στο στόμα, που του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες»·
- του ’πεσαν τα δόντια, έχασε τα ισχυρά επιχειρήματα που είχε, απελπίστηκε εντελώς: «μόλις του δείξανε πως κι αυτός είχε υπογράψει την κατηγορία, του ’πεσαν τα δόντια»·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, του μίλησα αυστηρά, επιτιμητικά και χωρίς να νοιάζομαι αν θα του κακοφανεί ή αν θα τον πικράνω: «με τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει, πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο, γι’ αυτό τον έπιασα μια μέρα και του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια»·
- του ’τριξα τα δόντια (μου), α. τον φοβέρισα έντονα, του έδειξα προειδοποιητικά τις άγριες διαθέσεις μου: «μόλις του ’τριξα τα δόντια μου, σηκώθηκε κι έφυγε». Από την εικόνα του ατόμου που, για να μην ξεσπάσει από την οργή ή το θυμό που τον κατέχει, προσπαθεί να εκτονωθεί τρίζοντας τα δόντια του, πράγμα που δημιουργεί φόβο σε αυτόν που τα ακούει να τρίζουν. β. τον επέπληξα αυστηρά: «μόλις ήρθε η σειρά του, του ’τριξα κι εκείνου τα δόντια, κι ας ήταν αδερφός μου»· βλ. και φρ. τρίζω τα δόντια μου·
- τρίζω τα δόντια μου, κάνω δυναμική την παρουσία μου, αγριεύω, διεκδικώ τα δικαιώματά μου, υπερασπίζομαι το δίκιο μου: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, τρίξε κι εσύ τα δόντια σου». Από την εικόνα του ατόμου που, για να κάνει αισθητή την οργή του, τρίζει τα δόντια του· βλ. και φρ. του ’τριξα τα δόντια μου·
- τροχίζω τα δόντια μου, προετοιμάζομαι για δυναμική αναμέτρηση: «μόλις κατάλαβε πως η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, άρχισε να τροχίζει τα δόντια του»· βλ. και φρ. ακονίζω τα δόντια μου·
- χτυπάνε τα δόντια μου, κρυώνω υπερβολικά, τόσο, που τα δόντια μου χτυπάνε μεταξύ τους: «όση ώρα σε περίμενα μέσα στο κρύο, χτυπούσαν τα δόντια μου».

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

δραχμή

δραχμή, η, ουσ. [<αρχ. δραχμή], αρχαία και νεότερη νομισματική μονάδα της Ελλάδας μέχρι το τέλος του 2000, που δυστυχώς αντικαταστάθηκε από το ευρώ. Υποκορ. δραχμίτσα και δραχμούλα, η. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- ανέβηκε η δραχμή, υπερτιμήθηκε: «απ’ τη στιγμή που έπεσε το δολάριο, ανέβηκε η δραχμή»·
- άνθρωπος της δραχμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βγάζω δραχμή (τσακιστή), α. δεν αποκομίζω, δεν κερδίζω το παραμικρό χρηματικό ποσό: «αυτό το μήνα έπεσε τέτοια αναδουλειά, που δεν έβγαλα δραχμή τσακιστή». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδω το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «θα την κλείσω την επιχείρηση, γιατί δε βγάζει δραχμή τσακιστή»·
- δε δίνω δραχμή (τσακιστή), α. δεν πληρώνω τίποτα: «δε δίνω δραχμή τσακιστή γι’ αυτό το σκάρτο εμπόρευμα». β. αδιαφορώ τελείως: «δε δίνω δραχμή γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- δε μ’ άφησε δραχμή (τσακιστή), μου κέρδισε όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε μπαρμπούτι ή σε χαρτοπαίγνιο: «ήξερε να κολλάει τα ζάρια και μέσα σε λίγη ώρα δε μ’ άφησε δραχμή»·
- δε σταυρώνω δραχμή, δεν μπορώ να κερδίσω ούτε τα ελάχιστα χρήματα, δεν πέφτουν στα χέρια μου καθόλου λεφτά: «τον τελευταίο καιρό, με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά δε σταυρώνω δραχμή»·
- δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή), α. (για πρόσωπα) είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «μας τον σύστησες για σπουδαίο άνθρωπο, αλλά δεν αξίζει δραχμή τσακιστή». β. (για εμπορεύματα ή πράγματα) η αξία του είναι ασήμαντη, μηδαμινή, είναι τελευταίας ποιότητας: «έδωσε ένα κάρο λεφτά και πήρε αυτό το πράγμα, που δεν αξίζει δραχμή τσακιστή»·
- δεν αφήνει δραχμή για δραχμή, είναι πολύ σπάταλος: «μόλις πάρει το μισθό στα χέρια του, μέσα σε λίγες μέρες δεν αφήνει δραχμή για δραχμή»·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, είναι μεγάλος τσιγκούνης, σκύβει και μαζεύει ακόμη και τη δραχμή που του πέφτει: «αυτός δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω κι εσύ νομίζεις πως θα πάει να κάνει έξοδα για να διασκεδάσει!»·
- δεν αφήνει δραχμή (τσακιστή), α. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδει το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «σκέφτομαι να κλείσω την επιχείρηση, γιατί δεν αφήνει δραχμή τσακιστή». β. (για πρόσωπα) είναι τσιγκούνης, λογαριάζει ακόμη και τη δραχμή: «τόσα χρόνια τρώει σ’ αυτό το εστιατόριο και δεν έχει αφήσει δραχμή στα γκαρσόνια για πουρμπουάρ»·
- δεν έχω απάνω μου δραχμή (τσακιστή), τυχαίνει να μην έχω μαζί μου καθόλου χρήματα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είμαι φτωχός: «αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γιατί δεν έχω απάνω μου δραχμή τσακιστή»·
- δεν έχω δραχμή (τσακιστή), α. είμαι τελείως άφραγκος: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω δραχμή τσακιστή». β. είμαι τελείως φτωχός: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί δεν έχει δραχμή τσακιστή»·
- δεν κάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν κοστίζει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν πιάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν πιάνω δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δε βγάζω δραχμή·
- δεν του μένει δραχμή (τσακιστή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, σπαταλάει, ξοδεύει όλα του τα λεφτά: «μόλις πάρει το μηνιάτικο στα χέρια του, σε δυο μέρες δεν του μένει δραχμή τσακιστή»·
- δεν υπάρχει δραχμή (τσακιστή), δηλώνει τέλεια έλλειψη χρημάτων: «δεν μπορώ να σε βοηθήσω, φίλε μου, γιατί δεν υπάρχει δραχμή τσακιστή»·
- δραχμή δραχμή, με σκληρή οικονομία και λίγο λίγο: «για ν’ αγοράσω αυτό το διαμερισματάκι, μάζεψα το ποσό δραχμή δραχμή». Συνών. δεκάρα δεκάρα / πεντάρα πεντάρα / φράγκο φράγκο·
- έπεσε η δραχμή, υποτιμήθηκε: «απ’ τη στιγμή που ανέβηκε το δολάριο, έπεσε η δραχμή»·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και…, βλ. φρ. έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και…, λ. δεκάρα·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες: «όπως πάει η οικονομία, σε λίγο καιρό θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα»·
- θέλει και τη δραχμή, βλ. φρ. περιμένει και τη δραχμή·
- λέει τη δραχμή δραχμούλα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες: «μην του ζητάς δανεικά, γιατί λέει τη δραχμή δραχμούλα ο φουκαράς»·
- με μια δραχμή, με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό: «ήρθε με μια δραχμή στην τσέπη κι ήθελε να γίνει συνεταίρος»·
- μένω χωρίς δραχμή (τσακιστή), α. μου τελειώνουν όλα τα χρήματα, ξοδεύω όλα τα χρήματά μου: «δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω, αλλά κάθε φορά που βγαίνω στην αγορά μένω χωρίς δραχμή». β. χάνω όλα μου τα χρήματα σε κάποια εμπορική επιχείρηση ή επένδυση: «έπεσε έξω η δουλειά του κι έμεινε χωρίς δραχμή»·
- μετράει και τη δραχμή, υπολογίζει και το παραμικρό ποσό, είτε επειδή έχει οικονομική στενότητα είτε επειδή είναι τσιγκούνης: «με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, μετράει και τη δραχμή || παντρεύτηκε μ’ έναν τύπο, που μετράει και τη δραχμή και είναι όλο καβγάδες»·
- μέχρι δραχμή(ς), όλο το χρηματικό ποσό: «του ’δωσες τα δανεικά που του χρωστούσες; -Μέχρι δραχμή». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα όχι και τα μη, να τα μασάς μέχρι δραχμή
- ούτε δραχμή (τσακιστή), παντελής έλλειψη χρημάτων: «πόσα λεφτά έχεις; -Ούτε δραχμή τσακιστή»·
- περιμένει και τη δραχμή, είναι μεγάλος τσιγκούνης: «είναι αδύνατο να σου δανείσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, γιατί αυτός, αγόρι μου, περιμένει και τη δραχμή». Από την εικόνα του ατόμου που, σε κάποια πληρωμή για κάποια αγορά που κάνει, περιμένει να πάρει ρέστα ακόμη και τη δραχμή·
- τ’ ακουμπώ μέχρι δραχμή (τσακιστή), α.πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκταση, πληρώνω τοις μετρητοίς: «αγόρασα όλα τα οικιακά σκεύη απ’ το τάδε μαγαζί και τ’ ακούμπησα μέχρι δραχμή». β. ξοδεύω όλα τα χρήματά μου για κάποιο σκοπό: «αγόρασα ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική κι έμεινα πανί με το πανί, γιατί τ’ ακούμπησα μέχρι δραχμή». γ. ξοδεύω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως για προσωπική μου διασκέδαση ή απόλαυση: «τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα μπουζούκια || τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα ταξίδια». δ. χάνω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια: «είναι μεγάλο κορόιδο, γιατί, ό,τι βγάζει, τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα χαρτιά»·
- τα μετράω μέχρι δραχμή (τσακιστή), πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκταση, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγοράζω τα πληρώνω μέχρι δραχμή κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- τα τρώω μέχρι δραχμή (τσακιστή), ξοδεύω, σπαταλώ όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «όσα λεφτά βγάζω, τα τρώω μέχρι δραχμή, γιατί μια ζωή την έχουμε»·
- της δραχμής ή της μιας δραχμής, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι χωρίς αξία, χωρίς σημασία: «άνθρωπος της δραχμής || πράγμα της δραχμής». (Τραγούδι: της μιας δραχμής τα γιασεμιά, που τα πουλάνε τα παιδάκια
- του μέτρησα και τη δραχμή, του πλήρωσα όλο το ποσό τοις μετρητοίς, τον εξόφλησα: «αγόρασα τ’ αυτοκίνητό του και του μέτρησα και τη δραχμή»·
- χωρίς δραχμή, α. δωρεάν, τζάμπα: «μου το ’δωσε χωρίς δραχμή». β. δηλώνει παντελή έλλειψη χρημάτων: «χωρίς δραχμή, δεν μπορεί να πάει κανείς πουθενά».

εκτίμηση

εκτίμηση, η, ουσ. [<μτγν. ἐκτίμησις], η εκτίμηση· η θετική γνώμη που έχουμε για κάποιο πρόσωπο, η υπόληψη, ο σεβασμός: «συνήθως οι πετυχημένοι άνθρωποι, έχουν την εκτίμηση των άλλων»·
- ανεβαίνω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει περισσότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μίλησα θετικά γι’ αυτόν, ανέβηκα στην εκτίμησή του»·
- δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση, έχω ενδοιασμούς ως προς το άτομό του, αμφιβάλλω για την ποιότητα του χαρακτήρα του: «τον βλέπω να κινείται μουλωχτά μέσα στην αγορά, γι’ αυτό δεν τον έχω και σε μεγάλη εκτίμηση»·
- δεν τον έχω (και) σε πολλή εκτίμηση, βλ. φρ. δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση·
- θρέφω εκτίμηση (για κάποιον), βλ. φρ. τον έχω σ’ εκτίμηση·
- κατά την εκτίμησή μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά την εκτίμησή μου, πρέπει να είσαι προσεκτικός μ’ αυτόν τον άνθρωπο || κατά την εκτίμησή μου, πρόκειται για πολύ σοβαρή δουλειά». Συνών. κατά τη γνώμη μου / κατά την άποψή μου / κατά την κρίση μου·
- πέφτω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει, λιγότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, έπεσα στην εκτίμησή του»·
- τον έχω σ’ εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι: «τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί είναι τίμιος άνθρωπος || τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί βοηθάει τους συνανθρώπους του || ένας απ’ τους λόγους που τον έχω σ’ εκτίμηση είναι γιατί δε λέει ποτέ κακό λόγο για κανέναν»·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. φρ. τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι πάρα πολύ: «ενδιαφέρεται για όλους τους συνανθρώπους του, γι’ αυτό τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση αυτόν τον άνθρωπο || είναι πολύ δίκαιος αυτός ο άνθρωπος, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση»·
- χαίρω της εκτιμήσεως (κάποιου ή κάποιων), με εκτιμάει, με υπολήπτεται, με υπολογίζει, με σέβεται κάποιος ή κάποιοι: «απ’ τη μέρα που τον υπερασπίστηκα χαίρω της εκτιμήσεώς του || χαίρω της εκτιμήσεως όλων των παραγόντων της επιχείρησης».

έξω

έξω κ. όξω, επίρρ. [<αρχ. ἔξω], έξω. 1α. που βρίσκεται εκτός του χώρου που θεωρούμε ως σημείο αναφοράς, που τοποθετείται σε άλλο εξωτερικό σημείο: «για κοίτα έξω απ’ το παράθυρο, ποιος είναι αυτός που φωνάζει; || το βράδυ θα φάμε με τη γυναίκα μου έξω || πού θα πάτε εκδρομή; -Δεν ξέρω, κάπου έξω». β. μακριά: «έξω απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2. (γενικά) η ξένη χώρα, το εξωτερικό: «σπουδάζει έξω». Θυμηθείτε τη φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή: έξω πάμε καλά. 3. ως πρόθ., εκτός, χώρια: «όλοι ήρθαν στο πάρτι έξω από σένα». 4.με άρθρ. ουδ. στον εν. το έξω, ο χώρος έξω από το σπίτι σε σχέση με το εσωτερικό του σπιτιού: «δε λέει να συμμαζευτεί νωρίς στο σπίτι, γιατί δεν μπορεί να το χορτάσει αυτό το έξω». 5. με άρθρ. αρσ. στον πλ. οι έξω, αυτοί που βρίσκονται εκτός ενός χώρου: «οι έξω φωνάζουν, γιατί θέλουν να μπουν κι αυτοί μέσα». 6. με άρθρ. ουδ. στον πλ. τα έξω, οι εξωτερικές δουλειές: «έχω πάρει έναν πιτσιρικά για τα έξω του γραφείου»· βλ. και φρ. απέξω. (Ακολουθούν 99 φρ.)·
- αν δεν πέφτω έξω, αν κρίνω σωστά, αν δεν κάνω λάθος: «θα πρέπει να υπηρετούσαμε μαζί στο ναυτικό αν δεν πέφτω έξω || αν δεν πέφτω έξω, θα πρέπει να είναι πολύ ακριβός αυτός ο πίνακας», Συνών. αν δε γελιέμαι·
- απ’ έξω, α. εξωτερικά: «απ’ έξω φαίνεται καλό σπίτι, αλλά δεν ξέρουμε πώς είναι από μέσα». β. λέγεται για οτιδήποτε κατέχουμε πολύ καλά ή είμαστε άριστοι γνώστες του: «τ’ αποτελέσματα των αγώνων τα ξέρει απ’ έξω, για ρώτα τον όμως τίποτε άλλο, να δεις τι κοτσάνες θα σου αμολήσει! || όλους τους τραγουδιστές τους ξέρει απ’ έξω». Συνήθως της φρ. ακολουθεί το κι ανακατωτά (βλ. λ.)·
- απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, βλ. λ. κατσίβελος·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; βλ. λ. κοιμάμαι·
- βγάζω έξω, βλ. φρ. στέλνω έξω· βλ. και φρ. τον βγάζω έξω·
- βγαίνω έξω, βγαίνω έξω από το σπίτι με σκοπό την αναψυχή ή για να πάω να διασκεδάσω: «κάθε Σάββατο βράδυ βγαίνω έξω με την οικογένειά μου»·
- βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μου, (σου, του κ.λπ.), βλ. λ. πόρτα·
- γίνομαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- γυρίζω το μέσα έξω (για ρούχα), βλ. λ. μέσα·
- δοκάρι κι έξω (ενν. πάει η μπάλα), βλ. λ. δοκάρι·
- είμαι απ’ έξω, βλ. φρ. είμαι απέξω, λ. απέξω·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. λ. νερό·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- είναι έξω απ’ την πόρτα μου, (σου, του, κ.λπ.), βλ. λ. πόρτα· 
- είναι έξω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω, βλ. λ. μάθημα·
- έμαθε το ποίημα απ’ έξω, βλ. λ. ποίημα·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
- έξω από δω! (ενν. από αυτό το χώρο που βρισκόμαστε) ή έξω από μας! (ενν. που είμαστε τώρα συγκεντρωμένοι εδώ), ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του κι έγινε στάχτη, έξω από δω || κόλλησε μια πολύ σπάνια αρρώστια, έξω από μας». Συνών. μακριά από δω! // μακριά από μας! // Θεός φυλάξοι!·
- έξω από κάθε αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- έξω από μας, βλ. φρ. μακριά από μας, λ. μακριά·
- έξω έξω, στο χείλος, εντελώς στην άκρη: «τ’ άφησε έξω έξω στο παράθυρό του και με το πρώτο αεράκι έπεσε στο δρόμο»·
- έξω κάνει φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- έξω ντέρτια! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω τα καλοκαίρια, βλ. λ. καλοκαίρι·
- έπεσαν έξω τα καράβια σου; ή έπεσαν τα καράβια σου έξω; βλ. λ. καράβι·
- έπεσε έξω, απέτυχε στη δουλειά του, χρεοκόπησε: «μπλέχτηκε με μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έπεσε έξω»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή έπεσε η δουλειά έξω, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω το καράβι ή έπεσε το καράβι έξω, βλ. λ. καράβι·
- έρχομαι απ’ έξω, βλ. λ. απέξω·
- ζω έξω, είμαι κάτοικος εξωτερικού: «το καλοκαίρι έρχομαι στην Ελλάδα για διακοπές κι όλο τον υπόλοιπο χρόνο ζω έξω»·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. φρ. θα του το πω απέξω απέξω, λ. απέξω·
- θα του το φέρω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. φρ. θα του το φέρω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- κλειδώθηκα έξω, βλ. φρ. κλείστηκα έξω·
- κλείστηκα έξω, δεν πήρα φεύγοντας από το σπίτι μου τα κλειδιά της εξώπορτας ή τα έχασα κάπου και δεν μπορώ να μπω μέσα: «έχασα τα κλειδιά μου και κλείστηκα έξω, γι’ αυτό ειδοποίησα έναν κλειδαρά να ’ρθει να μου ανοίξει την πόρτα»·
- μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, βλ. λ. χορός·
- μ’ έβγαλε έξω, βλ. φρ. με πέταξε έξω·
- μ’ έριξε έξω, ήταν υπεύθυνος για την οικονομική μου αποτυχία: «μ’ έριξε έξω με τις απίθανες συμβουλές του». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ δεν σακουλεύτηκα, σα μάγκας, να προσέξω, πως είσαι παραδόπιστη και θα με ρίξεις έξω)· 
- μαθαίνω απ’ έξω (κάτι), αποστηθίζω: «μαθαίνω απ’ έξω το μάθημά μου || έμαθα απ’ έξω το ποίημα || έμαθε απ’ έξω αυτά που του πρότειναν να καταθέσει στο δικαστήριο»·
- με πέταξε έξω, α. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν κατάφερα να τη χειριστώ κατάλληλα και με χρεοκόπησε: «δεν την ήξερα καλά τη δουλειά και με πέταξε έξω». β. (για στροφές ή αυτοκίνητα) με έβγαλε από την κανονική πορεία μου, με έβγαλε από το δρόμο: «ήταν τόσο κλειστή η στροφή, που με πέταξε έξω || πάτησα απότομα δυνατό φρένο και με πέταξε έξω»·
- μένω έξω, βλ. φρ. ζω έξω·
- μένω έξω απ’ το χορό, βλ. λ. χορός·
 μέσα έξω, βλ. λ. μέσα·
- μια κι έξω, α. με την πρώτη φορά, με την πρώτη προσπάθεια: «μ’ αρέσει να συνεργάζομαι μαζί του, γιατί του λες μια κουβέντα και την πιάνει μια κι έξω». β. για πρώτη και τελευταία φορά, οριστικά: «στο λέω μια κι έξω, αν δεν είσαι εντάξει, μην ξανάρθεις αύριο στη δουλειά». γ. (για παιχνίδια ή άλλες αθλητικές αναμετρήσεις) σε μια και μοναδική αναμέτρηση από την οποία αναδεικνύεται και ο νικητής: «παίξαμε ένα τάβλι μια κι έξω και με νίκησε || η ποδοσφαιρική συνάντηση της Κυριακής για το κύπελλο είναι μια κι έξω για τις δυο ομάδες»· βλ. και φρ. μια και καλή, λ. καλός·
- μιλώ έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου πέταξε βυζί έξω, βλ. λ. βυζί·
- μου πέταξε μπούτι έξω, βλ. λ. μπούτι·
- να πας στον έξω από δω! βλ. φρ. να πας στον εξαποδώ! λ. εξαποδώ·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω, βλ. λ. μάθημα·
- ο έξω από δω, βλ. λ. εξαποδώ·
- ο έξω ελληνισμός, οι Έλληνες που είναι διασκορπισμένοι ανά την υφήλιο: «ο έξω ελληνισμός έχει πάντα στραμμένο το βλέμμα του στη μητέρα πατρίδα»·
- ο έξω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- πάω έξω, βλ. φρ. φεύγω έξω·
- πέφτω έξω, α. κάνω λάθος σε μια πρόβλεψη, σε έναν υπολογισμό μου, υπολογίζω λάθος κάποιον ή κάτι: «ξανοίχτηκα στη δουλειά, γιατί υπολόγιζα πως θα με βοηθήσουν οι φίλοι μου, αλλά έπεσα έξω, γιατί, όταν τους ζήτησα βοήθεια, κανείς δε με βοήθησε». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσε ήταν δικό της, σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της, με μια γυναίκα είπα να μπλέξω κι έπεσα έξω, έπεσα έξω // για κοίταξε, βρε πλάση, και τώρα δώσε βάση, αν έχω στο κορίτσι όξω πέσει· είναι στις χίλιες πρώτη, και ρώτα και το Χιώτη· θαρρείς και το λαχείο μου ’χει πέσει). β. κάνω λάθος κινήσεις και οδηγώ μια υπόθεση, μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε άσχημο δρόμο, στην αποτυχία: «από τότε που έπεσε έξω με το νέο είδος που έριξε στην αγορά, έχει πάρει την κατηφόρα και βάζει το ένα χρέος πάνω στο άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: έπεσα έξω, έπεσα έξω και συλλογιέμαι πώς θα ξεμπλέξω). γ. (για πλοία) προσκρούω στην ακτή, ναυαγώ στην ακτή: «λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής, το πλοίο  έπεσε έξω»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, βλ. λ. λογαριασμός·
- πληρώνω μια κι έξω, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγοράζω, το πληρώνω μια κι έξω κι ησυχάζω»·
- ρίχνω έξω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω έξω το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- στέλνω έξω, εξάγω: «εδώ και χρόνια στέλνει έξω φρούτα || είναι η πρώτη χρονιά που στέλνει έξω φρούτα»·
- στέλνω έξω (κάποιον), στέλνω στο εξωτερικό κάποιον: «έστειλε έξω το γιο του να σπουδάσει»·
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω, βλ. λ. μάτι·
- της (του) πέταξα τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, βλ. λ. παπούτσι·
- το ξέρω (το γνωρίζω, το ’μαθα) απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- το πήγα μια κι έξω, τελείωσα μια εργασία ή έφτασα στο τέλος μιας πορείας χωρίς να κάνω καμιά διακοπή: «άρχισα το σκάλισμα του κήπου το πρωί και λίγο πριν το μεσημέρι είχα τελειώσει, γιατί το πήρα μια κι έξω || Αθήνα Θεσσαλονίκη το ’κανα σε τέσσερις ώρες, γιατί το πήγα μια κι έξω»·
- το πήρα μια κι έξω, (για αγορά προϊόντων) το πλήρωσα τοις μετρητοίς: «αγόρασα ένα πλυντήριο και το πήρα μια κι έξω»· βλ. και φρ. το πήγα μια κι έξω·
- το ρίχνω έξω, παύω να ενδιαφέρομαι για σοβαρά πράγματα ή για τη δουλειά μου, αποβάλλω κάθε κακή σκέψη που με βασανίζει και επιδίδομαι στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο συνεργάτης του στα καλά καθούμενα από καρδιακό, πανικοβλήθηκε ο καημένος, γι’ αυτό το ’ριξε έξω και δε στενοχωριέται για τίποτα». (Τραγούδι: όταν ακούς τα ταμ τα μέσ’ στο μπαγιό να χτυπούν οι στενοχώριες σου όλες φεύγουν και περνούν. Έρως κρασί και χορός αυτά είν’ όλη η ζωή, γι’ αυτό ας το ρίξουμε έξω μέχρι το πρωί
- τον βγάζω έξω, α. του κάνω έξωση: «αυτό το μήνα τον βγάζει έξω, γιατί θα χρειαστεί το διαμέρισμα για την κόρη του που παντρεύεται». β. τον αποβάλλω, ιδίως από έναν κλειστό χώρο: «επειδή έκανε φασαρία, ο καθηγητής τον έβγαλε έξω απ’ την τάξη». γ. (γενικά) αποβάλλω κάποιον από μια ομάδα, δεν υπολογίζω στη συμμετοχή του, τον αποκλείω: «επειδή ήταν ντεφορμέ, ο προπονητής τον έβγαλε έξω απ’ την αποστολή». δ. τον αποφυλακίζω: «πότε τον έβγαλαν έξω;»·
- τον βγάζω έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- τον κάνω έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- τον ξέρω (τον γνωρίζω, τον έμαθα) απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- τον πετώ έξω, του κάνω βίαια έξωση και γενικά τον διώχνω βίαια από ένα κλειστό χώρο: «επειδή του χρωστούσε οχτώ νοίκια, τον πέταξε έξω || επειδή έκανε φασαρία, ο καθηγητής τον έπιασε απ’ τ’ αφτί και τον πέταξε έξω»·
- τον ρίχνω έξω, τον καταστρέφω οικονομικά, τον χρεοκοπώ: «ο διαχειριστής που είχε προσλάβει, βγήκε μεγάλη μάρκα και τον έριξε έξω τον άνθρωπο»·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τους βγάζω έξω, (για οικογένειες) δε δέχομαι την ανανέωση του μισθωτηρίου συμβολαίου για το σπίτι που τους νοικιάζω: «τους βγάζω έξω απ’ το διαμέρισμα, γιατί παντρεύω την κόρη μου και θα μείνει η ίδια με τον άντρα της»·
- τους πετώ έξω, (για οικογένειες) με κάποιο ένδικο μέσο διακόπτω το μισθωτήριο συμβόλαιο για το σπίτι που τους νοικιάζω: «είχαν να με πληρώσουν νοίκια πέντε μηνών, οπότε κι εγώ τους πέταξα έξω»·
- τρώω έξω, τρώω στο εστιατόριο: «επειδή είμαι εργένης τρώω έξω»·
- φεύγω έξω, πηγαίνω στο εξωτερικό: «δεν πρέπει να ξεχάσω το διαβατήριο μου, γιατί το βράδυ φεύγω έξω με τ’ αεροπλάνο»·
- φτύσ’ τα έξω; βλ. λ. φτύνω.

επιδημία

επιδημία, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιδημία], η επιδημία·
- έπεσε επιδημία, παρουσιάστηκαν ξαφνικά πολλοί τρακαδόροι μαζί σε ένα χώρο: «παιδιά, το νου σας στα τσιγάρα σας, γιατί έπεσε επιδημία».

εύκολος

εύκολος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. εὔκολος], εύκολος. 1. που είναι βολικός, καλόβολος, που δεν έχει ιδιοτροπίες, που δε δημιουργεί δυσκολίες: «δεν κουράστηκα να τον πείσω, γιατί ήταν εύκολος άνθρωπος || τον βρήκε εύκολο και τον κάνει ό,τι θέλει || μην κάνεις τίποτα ιδιαίτερο φαγητό, γιατί εγώ είμαι εύκολος και τα τρώω όλα». 2. το θηλ. ως ουσ. η εύκολη, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «όποιος έχει καιρό να πάει με γυναίκα, πηγαίνει με την τάδε που είναι εύκολη». Επίρρ. εύκολα κ. ευκόλως. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είχε εύκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- εύκολα χρήματα ή εύκολο χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- εύκολη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- εύκολη δουλειά είναι! βλ. λ. δουλειά·
- κώλος που έμαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, βλ. λ. κώλος·
- παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πέφτει εύκολα, (ιδ. για γυναίκα) ενδίδει με ευκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «όποιος θέλει να εκτονωθεί, τα ρίχνει στην τάδε που πέφτει εύκολα»·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, βλ. λ.παραλείπω·
- τα παίρνει εύκολα (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. παίρνω·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα.

θάλασσα

θάλασσα, η, ουσ. [<αρχ. θάλασσα], η θάλασσα. α. η επιφάνεια της θάλασσας: «έκανε ελεύθερη κατάδυση είκοσι μέτρα κάτω απ’ τη θάλασσα». β. το νερό της θάλασσας: «ήπιε θάλασσα κι άρχισε να βήχει || ήταν βρόμικη η θάλασσα και δε βουτήξαμε». (Ακολουθούν 48 φρ.)·
- αγρίεψε η θάλασσα, άλλαξε απότομα προς το χειρότερο, έπιασε τρικυμία, θαλασσοταραχή: «ξαφνικά σηκώθηκε δυνατός αέρας κι αγρίεψε η θάλασσα»·
- άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις, δηλώνει αναγκαστική προσαρμογή, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνονται: «έστειλα το γιο μου να σπουδάσει στην Ευρώπη και κάνω χίλιες δυο δουλειές για να του στέλνω τα χρήματα που του χρειάζονται. -Άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- άνθρωπος στη θάλασσα! βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος της θάλασσας, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοιχτές θάλασσες, τα πελάγη, οι ωκεανοί: «είναι επικίνδυνο για τα ιστιοφόρα να ταξιδεύουν στις ανοιχτές θάλασσες»·
- βλέπω θάλασσα και ουρανό, (ιδίως για ναυτικούς) ταξιδεύω σε ανοιχτές θάλασσες: «ξεκινήσαμε απ’ το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για την Αλεξάνδρεια κι επί μέρες βλέπαμε θάλασσα κι ουρανό». (Λαϊκό τραγούδι: πέλαγο θα σκίσω μακρινό, θάλασσα θα βλέπω κι ουρανό, μα η συντροφιά μου θα ’σαι εσύ πάντα ο νους μου θα ’ναι στο νησί
- βρίσκω θάλασσα, συναντώ τρικυμία, θαλασσοταραχή: «κάθε φορά που βρίσκει θάλασσα το πλοίο της γραμμής, αργεί να ’ρθει στο νησί»·
- γλύκανε η θάλασσα, ηρέμησε: «όλη τη μέρα είχε τρικυμία, προς το απόγευμα όμως γλύκανε η θάλασσα»·
- δια θαλάσσης, (για συγκοινωνίες ή μεταφορές) που γίνονται από τη θάλασσα: «πήγε στη Ρόδο δια θαλάσσης, γιατί φοβάται τ’ αεροπλάνο»·
- είναι γυαλί η θάλασσα ή η θάλασσα είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι καθρέφτης η θάλασσα ή η θάλασσα είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, βλ. λ. λάδι·
- είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- είναι τζάμι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έπεσε στη θάλασσα, αυτοκτόνησε ή προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στη θάλασσα: «είχε διάφορα ψυχολογικά προβλήματα κι έπεσε στη θάλασσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πήγε, από το ότι για να φτάσει κανείς στη θάλασσα, πρέπει να διανύσει και κάποια απόσταση·
- έχει θάλασσα, υπάρχει θαλασσοταραχή, υπάρχει τρικυμία: «επειδή έχει θάλασσα, απαγορεύτηκε κάθε απόπλους»·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, είναι πολύπειρος ναυτικός λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε, και, κατ’ επέκταση, λέγεται για κάθε άτομο που είναι πολύπειρο στη ζωή: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι»·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που είναι οφθαλμοφανές: «αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο θα σκοτωθείς, έτσι δεν είναι; -Τώρα τι μου λες, έχει η θάλασσα νερό;»·
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
- θα πέσω στη θάλασσα, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που θα πέσω στη θάλασσα να ησυχάσω». Πολλές φορές, μετά το θα της φρ. ακολουθεί το πάω, από το ότι για να φτάσει κανείς στη θάλασσα, πρέπει να διανύσει και κάποια απόσταση·
- θα σε ρίξω στη θάλασσα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σε δω να κοροϊδεύεις ξανά γέρο άνθρωπο, θα σε ρίξω στη θάλασσα»·
- μαλάκωσε η θάλασσα, βλ. φρ. γλύκανε η θάλασσα·
- με πειράζει η θάλασσα, βλ. φρ. με πιάνει η θάλασσα·
- με πιάνει η θάλασσα, μου προκαλεί ναυτία η δια θαλάσσης μεταφορά (με πλοίο, με βάρκα) ή μου προκαλεί ναυτία η θαλασσοταραχή: «είχε πολλά μποφόρ και μ’ έπιασε η θάλασσα»·
- ο σταυρός της θάλασσας, βλ. λ. σταυρός·
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, είναι πολύ επικίνδυνο για κάποιον που ασχολείται με κάποια σίγουρη και κερδοφόρα επιχείρηση να επιχειρεί αμφίβολα ή παράτολμα οικονομικά ανοίγματα: «έχεις μια χαρά δουλειά κι άσε τα σάλτα που ονειρεύεσαι, γιατί, όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει». Από το ότι τα κουκιά ως φαγητό είναι για πολλούς ανθρώπινους οργανισμούς βλαβερά έως θανατηφόρα·
- οργώνω τις θάλασσες, είμαι ναυτικός που πέρασα μεγάλο μέρος της ζωής μου ταξιδεύοντας στις ανοιχτές θάλασσες: «έχει πάει και στα πιο απίθανα μέρη της γης, γιατί χρόνια ολόκληρα στα εμπορικά όργωσε τις θάλασσες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα καράβι φορτηγό τις θάλασσες οργώνω κι αυτό, αγάπη μου γλυκιά, το κάνω για σένα μόνο).Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλες·
- παίρνω τις θάλασσες, ταξιδεύω με πλοίο ως ναυτικός: «επειδή ήταν φτωχός, πήρε τις θάλασσες για να θρέψει την οικογένειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τις θάλασσες για να σε ζήσω και σαν κυρία να σε κρατήσω
- πέφτω (και) στη θάλασσα (για κάποιον), βλ. συνηθέστ. πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον), λ. φωτιά·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, βλ. λ.πουτάνα·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, βλ. λ. γυνή·
- ρίχνω στη θάλασσα (κάποιον), ξεφορτώνομαι κάποιον αντιμετωπίζοντάς τον ως εξιλαστήριο θύμα, ως αποδιοπομπαίο τράγο: «για να βγουν αυτοί στον αφρό, έριξαν στη θάλασσα τον υποδιευθυντή της επιχείρησης»· 
- σε στεριά και θάλασσα, βλ. λ. στεριά·
- σπέρνω στη θάλασσα, ματαιοπονώ: «να πεις του φίλου σου πως, αν δεν έχει λεφτά, να μην ξεκινήσει καμιά δουλειά, γιατί χωρίς λεφτά σπέρνει στη θάλασσα»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, άμμο δε βρίσκει, βλ. συνηθέστ. στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, είναι πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας ή πολύ ανίκανος: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί, στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό». Συνών. δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία·
- τ’ αλογάκι της θάλασσας, βλ. λ. αλογάκι·
- τα κάνω θάλασσα, α. αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε πέρας κάποια δουλειά ή υπόθεση, προκαλώ αναστάτωση ή μπέρδεμα: «σ’ άφησα μια βδομάδα στο πόδι μου και τα ’κανες θάλασσα». β. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, αταίριαστα με την περίπτωση ή την περίσταση: «μια φορά σ’ έβαλα στα σαλόνια και τα ’κανες θάλασσα». Από την εικόνα της φουσκωθαλασσιάς ή της τρικυμίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, όταν βγει το κύμα έξω στη στεριά, φαίνονται όλα σαν θάλασσα, επιφέροντας και καταστροφή. (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα τα ’χεις κάνει θάλασσα και για σένα τη ζωή μου χάλασα
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- το μάτι της θάλασσας, βλ. λ. μάτι·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ.ψάρι·
- τον ήπιε η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η θάλασσα·
- τον κατάπιε η θάλασσα, βλ. φρ. τον πήρε η θάλασσα·
- τον έφαγε η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. τον κατάπιε η θάλασσα·
- το πήρε η θάλασσα, έχασε τη ζωή του σε ναυάγιο, πνίγηκε: «είχε ένα γιο ναυτικό, που τον κατάπιε η θάλασσα»·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι.

θρόνος

θρόνος, ο, ουσ. [<αρχ. θρόνος], θρόνος·
- ανεβάζω στο θρόνο (κάποιον), τον κάνω βασιλιά: «ο λαός με δημοψήφισμα ανέβασε στο θρόνο τον Γεώργιο τον Α΄»·
- ανεβαίνω στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς: «μετά το θάνατο του Παύλου, ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος »·
- γκρεμίζω απ’ το θρόνο του (κάποιον), εκθρονίζω κάποιον με τη βία: «ο λαός γκρέμισε απ’ το θρόνο του το βασιλιά»·
- κάθεται σε χρυσό θρόνο, είναι απόλυτα εξασφαλισμένος, ζει πλουσιοπάροχα: «απ’ τη μέρα που τα βρήκε με τα πεθερικά του κάθεται σε χρυσό θρόνο»·
- κατεβάζω απ’ το θρόνο (κάποιον), τον εκθρονίζω, τον καθαιρώ: «ο λαός με δημοψήφισμα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, κατέβασε απ’ το θρόνο το βασιλιά Κωνσταντίνο»·
- κατεβαίνω απ’ το θρόνο, βλ. φρ. χάνω το θρόνο μου·
- πέφτω απ’ το θρόνο, εκθρονίζομαι·
- ρίχνω απ’ το θρόνο του (κάποιον), εκθρονίζω: «ο λαός με το δημοψήφισμά του έριξε απ’ το θρόνο του τον Κωνσταντίνο»· βλ. και φρ. γκρεμίζω απ’ το θρόνο·
- χάνω το θρόνο μου, χάνω τη βασιλική μου εξουσία: «οι πιο πολλοί βασιλείς της Ευρώπης έχασαν το θρόνο τους στη διάρκεια του εικοστού αιώνα».  

θύμα

θύμα, το, ουσ. [<αρχ. θῦμα (= ζώο που σφάζεται σε θυσία) <θύω], το θύμα. 1. αυτός που χάνει τη ζωή του ή που παθαίνει μεγάλες ζημιές στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, μιας τελετουργίας, μιας καταστροφής ή ενός πάθους: «στον πόλεμο θρήνησε πολλά θύματα αυτό το χωριό || η Τουρκία στους σεισμούς του 1999 θρήνησε πολλά θύματα || χτες βρήκαν νεκρό άλλο ένα θύμα της ηρωίνης». (Λαϊκό τραγούδι: φτώχεια κι αν έχεις θύματα κρύβεις καρδιές μ’ αισθήματα). 2α. αυτός που εξαπατάται, που ξεγελιέται εύκολα, ο αφελής, ο κουτός: «είναι τόσο θύμα, που μπορεί να τον ξεγελάσει κι ένα παιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασα στο τσίμα τσίμα και στο απροχώρητο, πρέπει να βρεθεί ένα θύμα και να μείνει απόρρητο). β. αυτός που διαρκώς ανέχεται να τον εκμεταλλεύονται, που είναι καλοπροαίρετος και υποχρεώνεται σε αβαρίες: «βαρέθηκα να είμαι εγώ πάντα το θύμα και να πληρώνω τα σπασμένα άλλων». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα φίλο μου τον πόνο έχω κάνει και δε βγαίνω όταν πιάνουμε λιμάνι μόνο γέρνω στην κουκέτα σιωπηλός, και επειδή των αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός). 3. αυτός που είναι ερωτευμένος χωρίς να βρίσκει ανταπόκριση. (Λαϊκό τραγούδι: αφού ο έρωτας λοιπόν ψάχνει για θύματα, ε τότε, κάνε με το θύμα σου). Υποκορ. θυματάκι, το (βλ. λ.)·
- άντε, ρε θύμα! ειρωνική ή υποτιμητική έκφραση σε άτομο, που του καταλογίζουμε αδυναμία χαρακτήρα ή εξάρτηση από κάποιον ή από κάτι με βλαπτικές συνέπειες γι’ αυτόν: «άντε, ρε θύμα, που έγινες ρεζίλι να τρέχεις από πίσω της! || άντε, ρε θύμα, που δεν μπορείς να κόψεις το τσιγάρο!»·
- (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα, (δεν) εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης: «παραδέχομαι πως είμαι αφελής και γι’ αυτό με πιάνουν θύμα || βρε, ό,τι και να κάνεις, εγώ δεν πιάνομαι θύμα». Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή δεν πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός / (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- εξιλαστήριο θύμα, το άτομο που, ενώ άλλοι είναι στην πραγματικότητα οι ένοχοι,  σκόπιμα θεωρείται ένοχο για κάτι: «ο υπουργός Οικονομικών υπήρξε το εξιλαστήριο θύμα για την αποτυχημένη οικονομική κυβερνητική πολιτική». Συνών. αποδιοπομπαίος τράγος·
- έπεσε θύμα των τροχών, βλ. λ. τροχός·
- πέφτω θύμα, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι από κάποιον, επειδή είμαι αφελής, με εκμεταλλεύεται σταθερά, επειδή συνδέομαι μαζί του με σχέση αφοσίωσης, λατρείας: «είναι έξυπνος άνθρωπος και δεν πέφτει εύκολα θύμα || είναι τόσο αθώος άνθρωπος που πέφτει αμέσως θύμα || από τη στιγμή που έπεσε θύμα αυτής της γυναίκας, τον ξέγραψα απ’ την πιάτσα». (Λαϊκό τραγούδι: αφού έπεσα θύμα στα φιλιά σου, κάνε με ό,τι θες κι ό,τι πει η καρδιά σου
- τον πιάνω θύμα, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «τον έπιασε θύμα και του ’φαγε τα λεφτά». Συνών. τον πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω γιατρό / τον πιάνω κορόιδο / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά.

ίσιος

ίσιος, -α, -ιο, επίθ. [μσν. ἴσιος], ίσιος· που είναι ευθύς στο χαρακτήρα του, που είναι έντιμος, ειλικρινής, ντόμπρος: «γνώρισα πολλούς στη ζωή μου, αλλά λίγοι απ’ αυτούς ήταν ίσιοι άνθρωποι». Επίρρ. ίσια· βλ. και λ. ίσος. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- βαδίζω στον ίσιο δρόμο ή βαδίζω τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ίσια λόγια, βλ. λ. λόγος·
- ίσια το κορμί, βλ. λ. κορμί·
- ίσιος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη ή μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μου πέταξε βυζί στα ίσια, βλ. λ. βυζί·
- μου πέταξε μπούτι στα ίσια, βλ. λ. μπούτι·
- ο ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάω ίσια, βλ. φρ. πάω ίσα, λ. ίσος·
- στα ίσια, χωρίς υπονοούμενα, χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές: «τον έπιασα και τον μίλησα στα ίσια για να μην υπάρχουν παρανοήσεις στην υπόθεση»·
- τα φέρνω ίσια υφάδι, ίσια στημόνι, βλ. λ. υφάδι·
- την πέφτω στα ίσια, (και για τα δυο φύλα) δείχνω φανερά και ολοκάθαρα το ερωτικό μου ενδιαφέρον για κάποιο άτομο: «όταν της αρέσει κάποιος, τον πλησιάζει και την πέφτει στα ίσια
- της τα ’ριξα στα ίσια, βλ. φρ. της την έπεσα στα ίσια·
- της την έπεσα στα ίσια, της έδειξα φανερά και ολοκάθαρα πως με ενδιαφέρει και πως θέλω να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «μόλις κάθισε στο μπαράκι, πήγα και της την έπεσα στα ίσια». (Τραγούδι: φαλλοκρατικές δυνάμεις μας την πέσανε στα ίσια και για κόντρα η κοιλιά μας θα γεννάει μόνο κορίτσια
- τον βάζω στον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον φέρνω στον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του δίνω ίσια ή τη δίνω ίσια, κινούμαι χωρίς να παρεκκλίνω από την πορεία που έχω, κινούμαι κατευθείαν: «μετά την Κατερίνη την έδωσα ίσια για Θεσσαλονίκη || μόλις βγήκα απ’ το μπαράκι του ’δωσα ίσια για το σπίτι»·
- του τα ’ριξα στα ίσια, του μίλησα χωρίς υπεκφυγές, απροκάλυπτα: «μόλις τον είδα, του τα ’ριξα στα ίσια και του ζήτησα τα λεφτά μου»·
- φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος.

καιρός

καιρός, ο, ουσ. [<αρχ. καιρός], ο καιρός. 1. προσδιορισμός ιστορικής χρονολογίας, χρονικής στιγμής, εποχής του χρόνου, χρονικής διάρκειας: «τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου || τον καιρό του πολέμου ||  εκείνο τον καιρό ήμουν σε άσχημη κατάσταση || τι καιρό είχαμε γνωριστεί; || πόσο καιρό θέλεις για να τελειώσεις τη δουλειά;». 2. οι ατμοσφαιρικές συνθήκες: «χάλασε ο καιρός || τι καιρό κάνει; || ο καιρός είναι άστατος». 3. η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, η στιγμή που αρμόζει: «θα το μάθεις, όταν θα έρθει ο καιρός». 4. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος της ακμή, ο χρόνος της ωριμότητας: «είναι στον καιρό του ο γιος μου και ψάχνει για νύφη». 5. ο διαθέσιμος χρόνος: «δεν έχω καιρό αυτή τη στιγμή, ίσως αύριο να μπορέσω να σ’ εξυπηρετήσω». 6. μεγάλο χρονικό διάστημα: «έχω να τον δω καιρό». 7. στον πλ. οι καιροί, οι κοινωνικές συνθήκες, γενικά η κατάσταση που επικρατεί, οι περιστάσεις, η εποχή: «οι καιροί δε μας επιτρέπουν παραπανίσια έξοδα». (Ακολουθούν 175 φρ.)·
- αγρίεψε ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα προς το χειρότερο: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα ξαφνικά αγρίεψε ο καιρός»·
- άλλαξαν οι καιροί ή οι καιροί άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική κατάσταση είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, άλλαξαν οι περιστάσεις: «τώρα που έπεσε η χούντα, άλλαξαν οι καιροί κι έχουμε δημοκρατία || κάποτε η φιλία ήταν ιερό πράγμα, τώρα όμως άλλαξαν οι καιροί κι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια)· βλ. και φρ. άλλαξαν τα πράγματα, λ. πράγμα·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. φρ. άλλες εποχές τότε! λ. εποχή·
- ανάποδοι καιροί, χρονική περίοδος με δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «μα τι ανάποδοι καιροί είναι αυτοί που περνούμε! Κάθε τόσο και κάτι κακό συμβαίνει»· βλ. και φρ. ανώμαλοι καιροί·
- ανάποδος καιρός, που δεν υπάρχουν σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «πολύ ανάποδος καιρός ο σημερινός· απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα άλλαξε τρεις φορές. Πότε βροχή, πότε ήλιο και τώρα μας τρέλανε με τον αέρα!»·
- άνοιξε ο καιρός, καθάρισε ο ουρανός από τα σύννεφα, βγήκε ήλιος: «μόλις άνοιξε ο καιρός, η παραλία γέμισε από κόσμο»·
- ανώμαλοι καιροί, χρονική περίοδος αστάθειας και ταραχών: «εύχομαι να ζείτε πάντα με ασφάλεια και ειρήνη και να μη γνωρίσετε κι εσείς ανώμαλους καιρούς, όπως γνώρισε η γενιά μου»·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που ο Παρθενώνας ήταν γιαπί, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αδάμ, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Εικοσιένα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Νώε, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ παλιά: «η γνωριμία των οικογενειών μας έγινε απ’ των καιρό του Νώε». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο απ’ τον καιρό του Νώε και κάθε λίγο και λιγάκι το πηγαίνει στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο απ’ τον καιρό του Νώε και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική αξία: «έχει ένα κηροπήγιο απ’ τον καιρό του Νώε και το φυλάει σαν τα μάτια του». δ. (για ιδέες) που είναι απαρχαιωμένες: «σήμερα ο κόσμος έχει διαφορετική γνώμη για τα πράγματα, κι αυτά που λες εσύ τα έλεγαν απ’ τον καιρό του Νώε». Συνών. οι εννιά πιο πάνω και οι τρεις επόμενες φρ. συν από αμνημονεύτων χρόνων / από αρχαιοτάτων χρόνων / από καταβολής κόσμου / από κτίσεως κόσμου·
- απ’ τον καιρό του Όθωνα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Φαραώ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό των πυραμίδων, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- από καιρό, πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «από καιρό ξέρω τη σχέση του με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά, μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη
- από καιρό ήθελα να..., πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήθελα να..., εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να…: «από καιρό ήθελα να σε δω να σου μιλήσω || από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι»·
- από καιρό σε καιρό, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «περνάει από καιρό σε καιρό απ’ το μαγαζί και τα λέμε, αλλά τώρα έχει να εμφανιστεί ένα μήνα || από καιρό σε καιρό φιλοτιμείται να διαβάσει και κανένα βιβλίο!». Συνών. κάπου κάπου / πότε πότε / που και που·
- από καιρού εις καιρόν, βλ. συνηθέστ. από καιρό σε καιρό·
- άστατος καιρός, (στη γλώσσα της αργκό) προειδοποίηση σε κάποιον ή κάποιους πως η αστυνομία κάνει έρευνες για μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ίσως να ενέχονται και αυτοί, ή, γενικά, ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος: «μην πάτε στα μπαράκια της παραλίας, γιατί επικρατεί άστατος καιρός»· βλ. και φρ. ανάποδος καιρός·
- άσχημος καιρός, βλ. φρ. ανάποδος καιρός·
- βλάκας παντός καιρού, βλ. λ. βλάκας·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, α. βρίσκω την κατάλληλη περίσταση, τη στιγμή που αρμόζει, την ευκαιρία: «καθώς ήμουν αφηρημένος, βρήκε τον καιρό και μου ’κλεψε την τσάντα». β. βρίσκω διαθέσιμο χρόνο: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να βρεις καιρό να με βοηθήσεις || δεν μπορώ να βρω τον καιρό να σε βοηθήσω»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνώ τον καιρό μου, έκφραση που δηλώνει πως, αυτό το συγκεκριμένο με το οποίο ασχολούμαι κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για μένα μια πάρεργη ασχολία που με ευχαριστεί: «μετά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με τη συλλογή γραμματοσήμων για να περνώ τον καιρό μου»·
- γλυκός καιρός, που είναι μαλακός, ήπιος: «κάθε φορά που είναι γλυκός ο καιρός, είναι πολλοί αυτοί που κάνουν βόλτα στην παραλία»· 
- γύρισε ο καιρός, άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τ’ απόγευμα γύρισε ο καιρός και βγήκε ήλιος || όλο το πρωί είχαμε ηλιοφάνεια, αλλά προς το μεσημέρι γύρισε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. φρ. δεν έχω καιρό (για κάτι)·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. συνηθέστ. δε με παίρνει ο χρόνος, λ. χρόνος·
- δε χάνω (τον) καιρό, βιάζομαι, ενεργώ ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως πήγαν το φίλο του στο νοσοκομείο, δεν έχασε καιρό κι έτρεξε να τον δει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψ’ έλα κοντά μου, τσιγγάνα, στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μη χάνεις
- δε χάνω τον καιρό μου, ασχολούμαι με πράγματα ουσιαστικά και ωφέλιμα, δεν αφήνω τον καιρό μου να περνάει ανεκμετάλλευτος: «δε χάνω τον καιρό μου με ανόητα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή: «δεν είναι καιρός να κάνουμε έξοδα, γιατί δυσκόλεψαν τα πράγματα || δεν είναι καιρός για διασκεδάσεις, γιατί έχουμε δουλειά»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, πρέπει να σοβαρευτώ, να σοβαρευτούμε, πρέπει να ενεργοποιηθώ, να ενεργοποιηθούμε: «δεν είναι καιρός για παιχνίδια, γιατί αρχίζουν σε λίγο οι εξετάσεις»· βλ. και φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ωρίμανσης: «τα σταφύλια δεν είναι ακόμα στον καιρό τους, γι’ αυτό και είναι ξινά || τα σύκα και τα σταφύλια είναι στον καιρό τους το μήνα Αύγουστο»· 
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. συνηθέστ. χωρίς να χάνει καιρό·
- δεν έχει καιρό, επικρατούν ομαλές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «μια και δεν έχει καιρό, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα»·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), δεν έχω διαθέσιμο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου || δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες, δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι πολύ βιαστικός, δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, επείγομαι για κάτι: «πες μου στα γρήγορα τι ακριβώς θέλεις, γιατί δεν έχω καιρό για κουβέντες»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, επείγομαι να τελειώσω κάτι: «δεν έχω καιρό για παιχνίδια, γιατί πρέπει να παραδώσω κάποια δουλειά»· βλ. και φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδια·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, α. δηλώνει άμεση ενέργεια λόγω ελλείψεως χρόνου: «πρέπει να φύγω να προλάβω τ’ αεροπλάνο, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο». β. δηλώνει άμεση και ουσιαστική εκμετάλλευση του χρόνου που κυλάει: «αν θέλω να πετύχω στο πανεπιστήμιο, χρειάζεται πολύ διάβασμα, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο»·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), δίνω χρονικό περιθώριο σε κάποιον να κάνει κάτι: «δώσε μου λίγο καιρό και θα σου επιστρέψω τα λεφτά που σου χρωστάω || δώσε μου τον καιρό να ετοιμαστώ». (Τραγούδι: δε σου ’χω πει ακόμα τίποτα, δώσ’ μου τον καιρό, όλα τα λόγια μου τ’ ανείπωτα μέσα σου να βρω
- εδώ και καιρό ή εδώ και τόσο καιρό, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, τόσον καιρό: «εδώ και τόσο καιρό σε συμβουλεύω ν’ αλλάξεις τακτική κι εσύ με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια»·
- είναι άσχημος καιρός ή είναι άσχημος ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές: «ματαιώσαμε την εκδρομή μας, γιατί είναι άσχημος ο καιρός»·
- είναι καιρός για…, οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για…: «το χειμώνα είναι καιρός για σκι, ενώ το καλοκαίρι είναι καιρός για μπάνια»·
- είναι καιρός να… ή είναι καιρός τώρα να…, είναι η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου: «είναι καιρός να φύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || αφού βρήκες δουλειά, είναι καιρός τώρα να παντρευτείς»·
- είναι καιρός που… ή είναι καιρός τώρα που…, λέγεται για κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή: «είναι καιρός που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε || είναι καιρός τώρα που σε ψάχνει ο τάδε»·
- είναι καιρός που δεν…, βλ. φρ. πάει καιρός που δεν(…)·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. φρ. πάει καιρός που μας άφησε·
- είναι κακός καιρός ή είναι κακός ο καιρός, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός·
- είναι καλός καιρός ή είναι καλός ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες είναι καλές: «κάθε φορά που είναι καλός ο καιρός, βγαίνουμε με τη βάρκα για ψάρεμα»·
- είναι κόντρα ο καιρός, ο αέρας έρχεται αντίθετα, ενάντια προς τη φορά του πλοίου, το πλοίο δέχεται τον αέρα στη πρύμνη του, και, κατ’ επέκταση, ο καιρός δεν είναι καλός: «δε θα ρίξω σήμερα το σκάφος στη θάλασσα, γιατί είναι κόντρα ο καιρός». (Λαϊκό τραγούδι: κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε. -Δε βαριέστε, βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. συνηθέστ. είναι μπροστά απ’ την εποχή του, λ. εποχή·
- είναι στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. συνηθέστ. είναι στις μέρες της, λ. μέρα·
- είναι στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βρίσκεται σε περίοδο για να ζευγαρώσει με το θηλυκό: «ψάχνω να βρω μια σκυλίτσα ράτσας, γιατί το σκυλί μου είναι στον καιρό του»·
- είναι στον καιρό του (της), βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι, ιδίως να παντρευτεί: «έχει ένα παλικάρι, που είναι στον καιρό του, αλλά εδώ που τα λέμε κι η κόρη μου είναι στον καιρό της». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου,προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- έκλεισε ο καιρός, συννέφιασε: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έκλεισε ο καιρός»·
- εν καιρώ, αργότερα, κάποτε στο μέλλον: «εν καιρώ θ’ ασχοληθώ και με το πρόβλημά σου»·
- έναν καιρό, κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε, παλιά: «έναν καιρό μέναμε με τον τάδε στην ίδια γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: έναν καιρό που με έστελνε η μάνα μου σχολείο κι ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο το θρανίο
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έπεσε ο καιρός, σταμάτησε να φυσάει ή φυσάει με λιγότερη ένταση: «μόλις έπεσε ο καιρός, τα παιδιά βγήκαν στην πλατεία να παίξουν || αν δεν πέσει ο καιρός, δεν μπορεί ν’ αποπλεύσει το καράβι»· βλ. και φρ. μαλάκωσε ο καιρός·
- έσφιξε ο καιρός, επιδεινώθηκε: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έσφιξε ο καιρός»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό, που πρέπει κανείς να τον περάσει στο σπίτι του: «ξέχνα την εκδρομή που είχαμε προγραμματίσει, γιατί έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε»·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, έκφραση που δηλώνει τη μοιρολατρική αποδοχή των περιστάσεων, την παραδοχή μας πως δεν μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων ή να αντισταθούμε στις κοινωνικές συνθήκες, ή που φανερώνει την προσπάθειά μας να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημα ή κάποια επιλήψιμη πράξη μας, υποστηρίζοντας πως υπαγορεύεται ή απαιτείται από την παρούσα κοινωνική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζω, έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω)·  
- έχει καιρό, επικρατούν άστατες ατμοσφαιρικές συνθήκες: «αφού έχει καιρό δε θα μπορέσουμε να πάμε για ψάρεμα»·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται μέσα στο χρόνο: «μην ανησυχείς, θα ξαναπάρει γρήγορα τ’ απάνω του, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως, μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θυμάσαι πως έχει ο καιρός γυρίσματα». Σε αρκετές περιπτώσεις, η φρ. κλείνει με το κι ο χρόνος εβδομάδες. Συνών. έχει η ζωή γυρίσματα. Από το ότι ο καιρός είναι ευμετάβλητος· βλ. και φρ. γύρισε ο καιρός·
- έχω καιρό ή έχουμε καιρό, έχω, διαθέτω χρόνο, προλαβαίνω να κάνω κάτι, δε βιάζομαι: «έχω καιρό για να πάω στο αεροδρόμιο || έχουμε καιρό για να τελειώσω τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πες της για να πάει να φέρει το γιατρό κι ώσπου να τον φέρει έχουμε καιρό).Συνήθως η φρ. κλείνει με το ακόμα ή με το μπροστά μου ή μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχω καιρό για χάσιμο; βλ. φρ. δεν έχω καιρό για χάσιμο·
- έχω καιρό να…, λέγεται για κάτι που έγινε ή που κάναμε πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «έχω καιρό να σε δω || έχω καιρό να πάω στα μπουζούκια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το αρκετό ή το πολύ· βλ. και φρ. καιρό έχω να(…)·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. φρ. έχω χρόνο μπροστά μου, λ. χρόνος·
- έχω τον καιρό πρίμα, α. ταξιδεύω, ιδίως με ιστιοφόρο, έχοντας ευνοϊκό άνεμο: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαμε τον καιρό πρίμα και πλέαμε με φουσκωμένα τα πανιά». β. η ζωή μου, η δουλειά μου, εξελίσσεται ευνοϊκά: «τώρα που έχω τον καιρό πρίμα, πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ήρθαν άλλοι καιροί, άλλαξε η κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου ή ενός τόπου, μιας χώρας: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, ήρθαν άλλοι καιροί || κάποτε περνούσαμε τη ζωή μας ήσυχα κι ευτυχισμένα, όμως με τη γερμανική κατοχή ήρθαν άλλοι καιροί». (Λαϊκό τραγούδι: μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί,τώρα εγώ θα γελάω μα θα κλάψεις εσύ)·  
- ήρθε ο καιρός, έφτασε η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου:  «ήρθε ο καιρός να κάνεις κι εσύ οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είδα όνειρο που ’χε πολλά ελάφια και είπα ήρθε ο καιρός ν’ απολυθώ -ν’ απολυθώ- πιλάφια
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. φρ. ο καιρός θα (το) δείξει·
- θέλει καιρό για να…, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί κάτι: «θέλει καιρό για να ωριμάσουν τα ροδάκινα || θέλει καιρό για να τελειώσει η δουλειά». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα  ·
- θέλω καιρό για να…, α. απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσω κάτι: «θέλω καιρό για να πάρω το πτυχίο μου». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα. β. χρειάζομαι διαθέσιμο χρόνο: «θέλω καιρό για ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου, γιατί είναι πολύ μπερδεμένη»·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, βλ. λ. Θεός·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- καιρό έχω να…, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «ερχόταν αυτός που ζητάς σ’ αυτό το μπαράκι, αλλά καιρό έχω να τον δω»· βλ. και φρ. έχω καιρό να(…)·
- καιρός για σπίτι, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό: «πού θα πάτε εκδρομή, δε βλέπετε που είναι καιρός για σπίτι;»·
-καιρός είναι να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να προλάβουμε κάποια απαίτηση ή κάποια ενέργεια ατόμου, που δε μας είναι επιθυμητή ή ευχάριστη: «καιρός είναι να μου ζητάς πάλι δανεικά, απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες ούτε τα προηγούμενα! || καιρός είναι να μας πεις πως σ’ αδικήσαμε κι από πάνω!»·
- καιρός ήταν! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ευχαρίστηση ή την ικανοποίησή μας για ενέργεια ατόμου ή για κάτι που περιμέναμε προ πολλού να εκδηλωθεί: «ήρθα να σου επιστρέψω τα δανεικά που σου είχα πάρει. -Καιρός ήταν! || ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. -Καιρός ήταν! || άρχισε να βρέχει. -Καιρός ήταν!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το επιτέλους·
- καιρός να…, έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να γίνει ή να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «καιρός να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || καιρός ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε γιατί αρκετά καθίσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου, καιρός ν’ αλλάξει νου, γιατί και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. φρ. ώρα να του δίνω! λ. ώρα·
- καιρός πανί, καιρός κουπί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «αν θέλεις να πετύχει η δουλειά σου, πρέπει να κάνεις το άνοιγμα τώρα που είναι ευνοϊκά τα πράγματα, γιατί καιρός πανί, καιρός κουπί». Από την εικόνα του ναυτικού που, όταν έχει άνεμο χρησιμοποιεί τα πανιά και όταν πέσει ο άνεμος χρησιμοποιεί τα κουπιά της βάρκας του·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του, στην εποχή του, στην κατάλληλη ηλικία: «δεν είναι σωστό τώρα που γεράσαμε να τρέχουμε πίσω απ’ τα κοριτσόπουλα, γιατί καιρός πανί, καιρός παιδί». Από το ότι, όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδί, δεν έχει καιρό να ασχολείται πολύ με το σπίτι της ή με το με το εργόχειρό της, γιατί αφοσιώνεται στη φροντίδα του·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να μπλεχτώ στην ηλικία που βρίσκομαι με επιχειρήσεις, γιατί καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- καιρούς και ζαμάνια, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- κακός καιρός, κακοκαιρία: «όταν έχει κακό καιρό, δε βγαίνω απ’ το σπίτι»·
- καλός καιρός, καλοκαιρία: «όταν έχει καλό καιρό, πάω βόλτα στην παραλία»·
- κατά καιρούς, σε αραιά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: «γενικά δεν του αρέσουν τα βιβλία, αλλά κατά καιρούς πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κατά τον καιρό και το χορό, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές, γιατί κατά τον καιρό και το χορό». Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον άγιο και το κερί του·
- κερδίζω καιρό, βλ. συνηθέστ. κερδίζω χρόνο, λ. χρόνος·
- κλειστός καιρός, συννεφιασμένη, βαριά ατμόσφαιρα, που συχνά εξελίσσεται σε καταιγίδα: «είναι μανιώδης ψαράς αλλά, κάθε φορά που βλέπει κλειστό καιρό, δεν πάει για ψάρεμα»·
- κοιμάται του καλού καιρού, α. είναι βυθισμένος στον ύπνο: «ξάπλωσε από νωρίς, γιατί ήταν κουρασμένος, και τώρα κοιμάται του καλού καιρού». β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή σε βάρος του: «η γυναίκα του τον κερατώνει κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού»·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για τους αργόσχολους, τους τεμπέληδες: «μόλις ξυπνούν, μαζεύονται στο μπαράκι της γειτονιάς κι όλη μέρα είναι κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό»·
- μαλάκωσε ο καιρός, σταμάτησε να κάνει κρύο ή κάνει λιγότερο κρύο: «χτες είχε κρύο τσουχτερό, αλλά σήμερα μαλάκωσε ο καιρός»· βλ. και φρ. έπεσε ο καιρός· 
- μας άφησε καιρό, βλ. συνηθέστ. πάει καιρός που μας άφησε·
- μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία ματαίωσε το πρόγραμμά μας, γιατί μας δημιούργησε δυσκολίες: «θέλαμε να πάμε απ’ το πρωί για ψάρεμα, αλλά μας τα χάλασε ο καιρός, γιατί έβγαλε τρελό αέρα»·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- με τον καιρό, με την πάροδο, με το πέρασμα του χρόνου: «με τον καιρό θα ξεχαστούν όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω πικρά, μα θα ξεχάσω, μα θα ξεχάσω, με τον καιρό,καινούρια ζωή θα χαράξω να μην πονάω που σ’ αγαπώ
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- με τον καιρό του, τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θα είναι κάποιος ή κάτι έτοιμο(ς) κατάλληλο(ς) ευνοϊκό(ς), με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται: «μη βιάζεσαι να παντρευτείς, κάθε πράγμα με τον καιρό του || όλα θα τακτοποιηθούν με τον καιρό τους»·
- μη χάνεις καιρό, α. τρέξε γρήγορα, βιάσου, σπεύσε: «σε θέλει ο πατέρας κι είναι νευριασμένος, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό». β. ενεργοποιήσου αμέσως: «αν αναλάβεις αυτή τη δουλειά θα βγάλεις καλά λεφτά, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό»·  
- μη χάνεις τον καιρό σου, μη ματαιοπονείς: «εφόσον δε θέλει να κάνει δεσμό η κοπέλα μαζί σου, μη χάνεις τον καιρό σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. μήνυμα·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- νέοι καιροί, νέα ήθη, λέγεται για να δηλώσουμε πως οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, ιδίως προς το χειρότερο: «κάποτε οι νέοι σέβονταν τους γεροντότερους, αλλά σήμερα νέοι καιροί, νέα ήθη»·
- ξοδεύω τον καιρό μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μην ξοδεύεις τον καιρό σου, γιατί είναι πολύτιμος»· βλ. και φρ. περνώ τον καιρό μου·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, υπήρξε επιδείνωση του καιρού, ιδίως με δριμύ ψύχος, με παγωνιά: «απ’ την αρχή του χειμώνα ο καιρός δεν ήταν και πολύ κρύος, αλλά, μόλις μπήκε ο Φλεβάρης, ο καιρός έδειξε τα δόντια του»·
- ο καιρός είναι στο… (στη…), οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έχουν τάση, δείχνουν προς κάποιο καιρικό φαινόμενο: «ο καιρός είναι στη βροχή || ο καιρός είναι στο χιονιά». (Λαϊκό τραγούδι: είπα, ο καιρός είναι στη βροχή πώς να με νοιαστεί μια ξένη πόλη; Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα φτωχή. Όπως νιώθουμ’ όλοι  
- ο καιρός θα (το) δείξει, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί κάτι: «ο καιρός θα δείξει τι σόι άνθρωπος είναι || ο καιρός θα δείξει, αν θα έχουμε φέτος βαρύ χειμώνα»·
- ο καιρός (το) πάει για…, έχει την τάση, δείχνει πως θα…, εξελίσσεται σε…: «απ’ το πρωί ο καιρός το πάει για βροχή || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για χιόνι»·
- ο καιρός τρέχει, βλ. φρ. τρέχει ο καιρός·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, φυσάει ευνοϊκός άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ελαφρό ήταν το κύμα και ο καιρός φυσούσε πρίμα και μας φέρνει μάνι μάνι στου Περαία το λιμάνι
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες, λ. μέρα·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, δεν πρέπει να αφήνουμε τον καιρό μας να φεύγει ανεκμετάλλευτος, γιατί δε θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε: «τώρα που είσαι νέος, μην αφήνεις τον καιρό σου να φεύγει άδικα, γιατί, όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει»·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. φρ. έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, όπως τότε που όλα ήταν ωραία και οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι: «πολλές φορές ονειρεύτηκα πως ζούσα στην αγαπημένη μου γειτονιά όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά το πρωί σαν ξυπνούσα, ερχόμουν πάλι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα»·
- όσο είναι καιρός, όσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια χρόνου:  «πρέπει να παντρευτείς όσο είναι καιρός, γιατί μετά τα σαράντα δυσκολεύουν τα πράγματα»·
- πάει καιρός που… ή πάει καιρός τώρα που…, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ παλιά: «πάει καιρός που έχω κόψει το κάπνισμα || πάει καιρός τώρα που έφυγε και δε θα ξανάρθει». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας)· βλ. και φρ. είναι καιρός που(…)·
- πάει καιρός που δεν…, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κάνω κάτι: «πάει καιρός που δεν καπνίζω, γιατί μου δημιούργησε πρόβλημα στα πνευμόνια || πάει καιρός που δεν τρώω λιπαρά, γιατί έχω ανεβασμένη χοληστερίνη»·
- πάει καιρός που μας άφησε, πέθανε πριν από πολύ καιρό: «δε μένει πια αυτός που ζητάς σ’ αυτό το σπίτι, γιατί πάει καιρός που μας άφησε»·
- πάλι με χρόνια με καιρούς, στο απώτερο μέλλον, κάποτε στο μέλλον: «μπορεί να χώρισαν, αλλά επειδή ξέρω ότι αγαπιούνται, πάλι με χρόνια με καιρούς θα ξανασμίξουν». (Λαϊκό τραγούδι: με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσεις, θα σφάλμα σου θα αισθανθείς, συγγνώμη θα ζητήσεις)· 
- πάω κόντρα με τον καιρό ή  πάω κόντρα στον καιρό, εναντιώνομαι στις κρατούσες κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες: «συνήθως δεν πάω κόντρα με τον καιρό κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο || όλα τα επαναστατικά και προοδευτικά πνεύματα πάνε κόντρα στον καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: όμως θέλω τη ζωή μου να την χαρώ, γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό)·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα) έχασε την παλιά κοινωνική επιρροή ή αίγλη που είχε: «μόλις κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός του, αποχώρησε απ’ το κόμμα κι έζησε ήσυχα στο εξοχικό του»·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που ολοκληρώθηκε προ πολλού η διαδικασία της ωρίμανσης και δεν είναι κατάλληλα ή ευχάριστα όταν τα τρώμε: «μην ξαναγοράσεις κεράσια, γιατί πέρασε ο καιρός τους και δεν τρώγονται»·
- περνώ τον καιρό μου, α. τον διαθέτω με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω, περνώ τον καιρό μου διαβάζοντας || τις Κυριακές περνώ τον καιρό μου σκαλίζοντας τον κήπο του σπιτιού μου». β. ασχολούμαι με κάτι επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω: «όταν δεν έχω δουλειά, κάθομαι σ’ ένα μπαράκι της παραλίας και περνώ τον καιρό μου βλέποντας τον κόσμο που βολτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα περάσω δυο λόγια να σου πω· πως έχω στην καρδιά μου για σε καλό σκοπό. Να παίξω, μη θαρρείς, γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ· δυο χρόνια σένανε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχρινό
- πέφτει ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες επανέρχονται σταδιακά σε ομαλή κατάσταση: «μόλις πέσει εντελώς ο καιρός, θα βγούμε βόλτα με τη βάρκα»·
- πονηροί καιροί, χρονική περίοδος με ρευστή πολιτική ή οικονομική κατάσταση, που εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί περνάμε πονηρούς καιρούς και δεν ξέρεις από πού θα ξεσπάσει το κακό»·
- πού καιρός για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «έχω πάρα πολύ διάβασμα, πού καιρός για διασκεδάσεις!»·
- προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό: «τον είδα προ καιρού τυχαία στο δρόμο»·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς σε παλιότερες χρονικές περιόδους, όταν  οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες ή το αντίθετο: «πώς αλλάζουν οι καιροί! Κάποτε επικρατούσε ησυχία και τάξη και σήμερα έχει γίνει Σικάγο η πόλη μας || πώς αλλάζουν οι καιροί! Σήμερα μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ το μήνα για να ζει ανθρωπινά, ενώ κάποτε με εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές περνούσε όμορφα κι ωραία». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, άλλος εδώ κι άλλος εκεί
- σαν τον παλιό καλό καιρό, έκφραση που, επ’ αφορμή κάποιας καλής στιγμής, αναπολούμε παλιές καλές στιγμές του παρελθόντος: «συγκεντρωθήκαμε όλοι οι φίλοι και διασκεδάσαμε στα μπουζούκια σαν τον παλιό καλό καιρό»·
- σημάδια των καιρών, βλ. λ. σημάδι·
- σημεία των καιρών, βλ. λ. σημείο·
- σκοτώνω τον καιρό μου, α. ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και σκοτώνει τον καιρό του». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με δευτερεύουσες δραστηριότητες: «έχω μια συλλογή με γραμματόσημα για να σκοτώνω τον καιρό μου»·
- στης ακρίβειας τον καιρό, βλ. λ. ακρίβεια·
- στον καιρό! (στη γλώσσα του στρατού, ιδίως του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας) στρατιωτικό παράγγελμα, που επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, πριν από την εκτέλεση του επίσημου παραγγέλματος, που θα πρέπει να εκτελεστεί με ακρίβεια. Στο στρατό ξηράς χρησιμοποιείται το άκυρο(ν)! (βλ. λ.)·
- στον καιρό μου ή στον καιρό μας, στα δικά μου τα χρόνια, στη δική μου την εποχή, όταν ήμουν νέος: «στον καιρό μου δε δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου || στον καιρό μας η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στον καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, τότε που είχε σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή καλλιτεχνικό ρόλο και που δεν έχει πια είτε λόγω φθοράς είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω αποχώρησης από την ενεργό δράση είτε λόγω θανάτου του: «στον καιρό της βασιλείας του έφτιαξε σπουδαία πράγματα || τον καιρό της βασιλείας του όλα μέσα στο εργοστάσιο δούλευαν ρολόι»·
- στον παλιό καλό καιρό! πρόποση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες που συνδέονται με παλιά φιλία και με ωραίες αναμνήσεις·
- τι καιρό έχει; βλ. φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τι καιρό κάνει; α. πώς είναι η ατμοσφαιρική κατάσταση(;): «για δες μια στιγμή απ’ το παράθυρο τι καιρό κάνει;». β. λέγεται και με την έννοια τι κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση επικρατεί κάπου: «εδώ τα πράγματα είναι μια χαρά, στην πατρίδα σας τι καιρό κάνει;». Την εποχή του ψυχρού πολέμου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ αρκετών Δυτικών διπλωματών επικρατούσε το παρακάτω σκεπτικό: αν θέλεις να μάθεις τι καιρό κάνει στη Μόσχα, μάθε τι καιρό κάνει στη Σόφια, κι αυτό γιατί η κομμουνιστική Βουλγαρία ήταν τότε η πιο πιστή, η πιο φανατική σύμμαχος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης· βλ. και φρ. τι καιρός φυσάει(;)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, τι καιρό κάνει εκεί πάνω;»·
- τι καιρός φυσάει; ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, πώς εξελίσσονται οι διάφορες καταστάσεις, ποιο είναι το κοινωνικό ή πολιτικό κλίμα που επικρατεί(;): «εδώ τα πράγματα σκουραίνουν μετά τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων, εκεί κάτω τι καιρός φυσάει;»· βλ. και φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τον καιρό εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ παλιά: «τον καιρό εκείνο ήμασταν φίλοι, αλλά μετά χαθήκαμε». (Τραγούδι: τον καιρό εκείνο τον παλιό, και οι δυο γραμμένοι στο σχολειό)· βλ. και φρ. τω καιρώ εκείνω·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. λ. σκυλί·
- τον κακό μου τον καιρό, έκφραση έντονης δυσαρέσκειας μετά από αποτυχημένη μου ενέργεια ή έκφραση ως ένδειξη μετάνοιας ή αυτοκριτικής: «τον κακό μου τον καιρό, που θέλησα κι εγώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το πράγμα». Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερο έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό μου το χρόνο·
- τον κακό σου τον καιρό! α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα ή στην ενέργεια κάποιου: «τον κακό σου τον καιρό, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τον κακό σου τον καιρό, που θα μπορέσεις να το επιδιορθώσεις μ’ αυτό τον τρόπο!». β. λέγεται και ως κατάρα. Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερη έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό σου το χρόνο·
- τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν ωραία και που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι. Λέγεται με νοσταλγική διάθεση: «η κοινωνία μας έγινε σκληρή και άδικη, ενώ τον παλιό καλό καιρό όλα ήταν πιο ανθρώπινα». (Λαϊκό τραγούδι: στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια θα βρεις μαλάματα κι ασήμια απ’ τον παλιό καλό καιρό. Τότε που ήσουν η ζωή μου το επιούσιο κορμί μου που πάντοτε θα λαχταρώ   
- τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με τη δουλειά του || τον τελευταίο καιρό, είναι ερωτευμένος με την κόρη του τάδε». Συνών. τις τελευταίες μέρες·
- τόσον καιρό ή τόσον καιρό τώρα, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, εδώ και καιρό: «τόσον καιρό του λέω να κόψει το κάπνισμα, αλλά αυτός εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο».(Λαϊκό τραγούδι: δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά, αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά
- του καλού καιρού, α. σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα εξελίσσονται μια χαρά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: «έξω γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές των διαδηλωτών, κι αυτοί μέσα είχαν πιάσει κουβεντούλα του καλού καιρού για το πού θα πάνε διακοπές». β. ανεμπόδιστα, με μεγάλη ευκολία: «χωρίς να κοπιάσει υπερβολικά, έβγαλε λεφτά του καλού καιρού». γ. δηλώνει υπερβολή: «κοιμάται του καλού καιρού || πίνει του καλού καιρού || τρώει του καλού καιρού». Από το ότι, όταν είναι καλός ο καιρός, όλα γίνονται εύκολα και ευχάριστα·
- του παλιού καιρού, α. (υποτιμητικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι σύγχρονος, μοντέρνος, που είναι παλιομοδίτικος και πολλές φορές, για το λόγο αυτό, είναι πιο σωστός, πιο γνήσιος, πιο αγνός: «έχει αντιλήψεις του παλιού καιρού, γι’ αυτό δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τους νέους || κάποτε ήταν αριστοκράτισσα κι εξακολουθεί να ντύνεται με ρούχα του παλιού καιρού || τα φρούτα του παλιού καιρού τα ’τρωγες και τα φχαριστιόσουν, ενώ τα σημερινά είναι σαν τρως πλαστικό!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καθώς πρέπει άντρας και του παλιού καιρού κι όχι απ’ τους λιμοκοντόρους και του γλυκού νερού). β. που συνέβη ή διαδραματίστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν: «τώρα έχουμε δημοκρατία και δε θα γυρίσουμε σε μεθόδους του παλιού καιρού». (Τραγούδι: στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις για γεγονότα που έχουν συμβεί ή που εξακολουθούν να συμβαίνουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω συσσωρευμένα παράπονα σε βάρος κάποιου εδώ και πολύ χρονικό διάστημα: «πρέπει να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση του απέναντί μου, γιατί του τα ’χω από καιρό μαζεμένα»·
- του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. φρ. του τα ’χω από καιρό μαζεμένα·
- τρέχει ο καιρός, ο χρόνος κυλάει με μεγάλη ταχύτητα: «πρέπει να ενεργοποιηθούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί τρέχει ο καιρός και θα χάσουμε την προθεσμία χωρίς να το καταλάβουμε»·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. φρ. χάνω τον καιρό μου·
- τω καιρώ εκείνω, (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που γινόταν ή συνηθιζόταν σε παλιότερες εποχές: «αυτά που μου λες γινόταν τω καιρώ εκείνω, από τότε όμως οι άνθρωποι άλλαξαν και νοοτροπία και γούστα». Από την εισαγωγική ευαγγελική φράση: τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς(…)·
- τώρα είναι (ο) καιρός, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι, τώρα ωρίμασε ο καιρός να γίνει κάτι: «τώρα είναι καιρός να φέρουμε αυτό το είδος, γιατί έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά || τώρα είναι ο καιρός να παντρευτείς, μην το πολυσκέφτεσαι»·
- χάλασε ο καιρός, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα χάλασε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- χάνω καιρό, καθυστερώ: «κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, χάνω καιρό με την κουβέντα κι αργώ να πάω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό,σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου κι έρχομαι
- χάνω τον καιρό (μου), α. ματαιοπονώ: «χάνεις τον καιρό σου που προσπαθείς να του βάλεις μυαλό, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα χάνω τον καιρό για να σε συμβουλεύω, για μια γυναίκα του μπελά, ρε τ’ είν’ αυτά, το νου μου να παιδεύω). β. αφήνω το χρόνο μου να περνάει ανεκμετάλλευτος, τον σπαταλώ άδικα: «όταν ήμουν νέος, έχανα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα, και τώρα χτυπάω το κεφάλι μου». γ. καθυστερώ: «καθώς ερχόμουν έπεσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα κι έχασα τον καιρό μου»·
- χειμώνα καιρό, βλ. λ. χειμώνας·
- χρόνια και καιρούς, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να χάσει καιρό πήγε να τον δει». Συνών. χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ωραίοι καιροί τότε! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς με νοσταλγία σε παλιότερες χρονικές περιόδους. όταν οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες: «ωραίοι καιροί τότε! Γλέντια, ξενύχτια, διασκεδάσεις χωρίς άγχος κι αγωνία για το αύριο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε ρε·
- ωραίος καιρός! στερεότυπη έκφραση προσέγγισης κάποιου σε μοναχική γυναίκα με σκοπό τη σύναψη ερωτικών σχέσεων. Είναι και φορές που δηλώνει αμηχανία, όταν ο επίδοξος εραστής εξαντλήσει το λεκτικό του οπλοστάσιο ή αποτελεί και απλό πείραγμα σε γυναίκα στο δρόμο·
- ωρίμασε ο καιρός, ήρθε η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι: «όλοι υποστηρίζουν πως ωρίμασε ο καιρός για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος».

καμπούρα

καμπούρα, η, ουσ. [<καμπούρης], η καμπούρα. 1. κάθε κύρτωμα που μοιάζει με καμπούρα: «η καμπούρα της πολυθρόνας || πάνω στην καμπούρα της μύτης του, κάθισε μια μύγα». 2. όργανο της γυμναστικής: «οι αθλητές έπαιρναν φόρα, πατούσαν με τα χέρια τους στην καμπούρα κι έφερναν μια περιστροφική κίνηση στον αέρα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- δε θα σε πάρω στην καμπούρα μου, α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον, που διστάζει να δεχτεί τη φιλοξενία μας, μήπως και μας δημιουργήσει κάποια αναστάτωση, πως δε θα  μας προκαλέσει κανένα πρόβλημα, καμιά κούραση. β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον, ίσως και αδιάφορα, πως δε μας προκαλέσει κανένα πρόβλημα, αν έρθει κι αυτός μαζί μας προς τη διεύθυνση που κατευθυνόμαστε·  
- έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, (ιδίως για έξοδα) αναγκάστηκα, υποχρεώθηκα να τα πληρώσω όλα εγώ: «ό,τι έφαγε κι ό,τι ήπιε η παρέα έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, γιατί κανείς τους δεν είχε μία απάνω του»· βλ. και φρ. πέφτουν όλα στην καμπούρα μου·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά στην καμπούρα του, βλ. συνηθέστ. έχει πολλά στο κεφάλι του, λ. κεφάλι·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- η γκαμήλα δε βλέπει τη δική της καμπούρα, βλέπει της αντικρινής της, βλ. λ. γκαμήλα·
- θα ξεσπάσει στην καμπούρα μου, θα με επιβαρύνει κάτι ή θα υποστώ τις συνέπειες ή την οργή κάποιου: «πάψ’ τε να μαλώνετε, γιατί, στο τέλος, ό,τι κακό συμβεί, θα ξεσπάσει στην καμπούρα μου || εσύ έσπασες το βάζο, αλλά η μητέρα θα ξεσπάσει στην καμπούρα μου». (Τραγούδι: μια φορά στη Σιγκαπούρη σ’ ένα στέκι, σ’ ένα αχούρι μπήκαν δύο βαρεμένοι να τα σπάσουνε. Και τους είπα, αγοράκια δε γεννήθηκαν τ’ αντράκια στην καμπούρα τη δικιά μου να ξεσπάσουνε
- κάθεται στην καμπούρα μου, με καταπιέζει: «δεν ανέχομαι να ’ρχεται ο καθένας και να κάθεται στην καμπούρα μου»·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, θεωρούμαι υπεύθυνος ή υπαίτιος για κάθε κακό που γίνεται από άλλον ή άλλους: «δεν ανέχομαι άλλο τα στραβά που γίνονται εδώ μέσα, να πέφτουν όλα στην καμπούρα μου»· υποχρεώνομαι να διεκπεραιώνω όλες τις δουλειές, όλες τις εκκρεμότητες: «επειδή μέσα στο εργοστάσιο δε μιλάω, πέφτουν όλα στην καμπούρα μου»· βλ. και φρ. έπεσαν όλα στην καμπούρα μου·
- ρίχνουν στην καμπούρα μου (κάτι), βλ. φρ. φορτώνουν στην καμπούρα μου (κάτι)·
- σηκώνει πολλά η καμπούρα μου, αντέχω, ιδίως στις κατηγορίες, στις συκοφαντίες: «τόσα χρόνια μες στην πιάτσα, σηκώνει πολλά η καμπούρα μου»·
- τον έχω στην καμπούρα μου, ζει σε βάρος μου, τον συντηρώ: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, τον έχω στην καμπούρα μου»·
- φορτώνουν στην καμπούρα μου (κάτι), με θεωρούν υπεύθυνο για κάτι κακό: «ό,τι βλακείες κάνουν οι άλλοι, τις φορτώνουν στην καμπούρα μου, επειδή δε μιλάω»· βλ. και φρ. πέφτουν όλα στην καμπούρα μου.

καπέλο

καπέλο, το, ουσ. [<ιταλ. capello], το καπέλο. 1. η παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος από τον έμπορο και το ποσό αυτής της αύξησης: «το καπέλο απαγορεύεται δια ροπάλου από την αγορανομία || πόσο καπέλο πλήρωσες γι’ αυτό το κρέας;». 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα καπέλου: «κιτρίνισε το καπέλο του πορτατίφ, γι’ αυτό αγόρασα ένα καινούριο». 3. όρος του κουμ καν: «σταμάτησα να παίζω, γιατί είχα βάλει δυο καπέλα». 4. (στη νεοαργκό) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός: «μόλις έκαναν οι φοιτητές γιούργια, τα καπέλα υποχώρησαν πίσω απ’ τις κλούβες τους». Υποκορ. καπελάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αγοράζω με καπέλο, αγοράζω με παράνομη αύξηση της τιμής του εμπορεύματος από τον έμπορο, καθώς και αυτό το ποσό που πληρώνω: «αγόρασα κρέας με καπέλο || αγόρασα κρέας με πενήντα λεπτά καπέλο στο κιλό»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, είναι ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «το τι θα κάνεις εσύ στη δουλειά σου, αυτό είν’ άλλο καπέλο, εδώ όμως θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, αφορά άλλον, είναι υπόθεση άλλου προσώπου: «εγώ είμαι υπεύθυνος σ’ αυτόν τον τομέα· για όλα τ’ άλλα που λέτε είν’ αλλουνού καπέλο». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο,εγώ πήρα το δικό μου και καθάρισα
- (αυτό) είναι δικό μου καπέλο, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω εγώ, αυτό είναι δικό μου καπέλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- βάζω καπέλο, α. αυξάνω παράνομα την τιμή εμπορεύματος: «όσοι ξέρουν, δεν ψωνίζουν απ’ τον τάδε, γιατί βάζει καπέλο σ’ όλα τα εμπορεύματά του». β. (για κουμ καν) περνώ το επιτρεπτό όριο συγκέντρωσης βαθμών (καίγομαι) και συνεχίζω το παιχνίδι μου με χρηματικό πρόστιμο·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έβαλε το καπέλο του στραβά»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, α. αναγνωρίζω, παραδέχομαι απόλυτα την ανωτερότητα κάποιου: «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, βγάζω το καπέλο μου και το πατώ». β. είμαι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «όταν με βλέπετε να βγάζω το καπέλο μου και να το πατώ, να μη μου λέτε κουβέντα, αν θέλετε το καλό σας». Από την εικόνα του πολύ εκνευρισμένου ατόμου, που πάνω στο θυμό του, στον εκνευρισμό του, επειδή θέλει κάπου να ξεσπάσει, βγάζει και ποδοπατά το καπέλο του·  
- γίναμε μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- γούστο μου και καπέλο μου! βλ. λ. γούστο·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας: «τι θα κάνουμε με την ακρίβεια που υπάρχει στην αγορά; -Δε γαμείς ψηλά καπέλα, όπως όλοι κι εμείς!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πάψει να ασχολείται με κάτι το οποίο θεωρούμε ότι είναι ανάξιο, ανόητο: «προσπαθώ να επιδιορθώσω αυτό το ηλεκτρικό σίδερο. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα! Δε βλέπεις ότι είναι παλιά τεχνολογίας;». γ.  έκφραση τέλειας αδιαφορίας για την αριστοκρατία ή για την άρχουσα τάξη: «θα ’ναι μαζεμένοι όλοι οι επίσημοι. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα!»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ότι και το παραπάνω, με το και παπούτσια ελβιέλα χάριν ομοιοκαταληξίας·
- δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικό μου καπέλο να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε τα τσανάκια μας, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί δεν είναι δικό μου καπέλο». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δικό σου καπέλο, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου καπέλο». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έγινα (σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- ένα για να κρεμώ το καπέλο μου, (για τάβλι) ειρωνική έκφραση του νικητή του πρώτου παιχνιδιού, για να πειράξει τον αντίπαλό του, με την έννοια ότι, αφού κέρδισε το πρώτο παιχνίδι, δεν υπάρχει ο φόβος να χάσει την παρτίδα με 5-0 ή με 7-0, κάτι που θεωρείται πολύ ταπεινωτικό για έναν καλό ταβλαδόρο·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. φρ. βάζω το καπέλο μου στραβά·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. φρ. θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, λ. καπελάκι·
- θα σου πέσει το καπέλο; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να μας βοηθήσει σε μια χειρωνακτική εργασία: «γιατί δε βάζεις κι εσύ ένα χεράκι να τελειώσω, φοβάσαι πως θα σου πέσει το καπέλο;». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς σκύβει να σηκώσει κάτι, υπάρχει κίνδυνος να του πέσει το καπέλο του·
- θα φάω το καπέλο μου, είμαι απολύτως βέβαιος πως τα πράγματα έγιναν ή θα γίνουν έτσι ακριβώς όπως τα λέω: «αν δε γίνουν τα πράγματα όπως τα λέω, θα φάω το καπέλο μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρεμώ το καπέλο μου, βολεύομαι, περνώ καλά, βρίσκω έτοιμη μια κατάσταση και επωφελούμαι: «αυτόν μην τον κλαις, γιατί, όπως του’ χει στρωμένη δουλειά ο πατέρας του, θα μπει και θα κρεμάσει το καπέλο του». Από την εικόνα του άντρα, που, όταν επιστρέφει στο σπίτι του, κρεμάει το καπέλο του στην κρεμάστρα και δέχεται τις περιποιήσεις της γυναίκας του χωρίς να συμμετέχει στις δουλειές του σπιτιού»·
- μαγκιά μου και καπέλο μου! βλ. λ. μαγκιά·
- παίρνω το καπέλο μου και φεύγω, βλ. φρ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, λ. καπελάκι·
- πουλώ με καπέλο, πουλώ με παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος: «όσοι αγοράζουν με καπέλο, είναι κορόιδα || τον έπιασε η αγορανομία, γιατί πουλούσε κρέας με καπέλο»·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα ψηλά καπέλα, α. οι επίσημοι κρατικοί παράγοντες, οι κρατικοί αξιωματούχοι: «μετά το σεισμό ήρθαν τα ψηλά καπέλα για να εκτιμήσουν από κοντά τις ζημιές». β. οι πλουτοκράτες, η πλουτοκρατία, η αριστοκρατία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ψηλά καπέλα, κάνει πως δε μας γνωρίζει»·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- του ’βαλα καπέλο, δεν πλήρωσα το λογαριασμό που του όφειλα ή δεν του επέστρεψα τα δανεικά: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί θα με θυμηθεί τ’ αφεντικό που του ’βαλα καπέλο την προηγούμενη φορά || αν είναι κι ο τάδε στην παρέα τους, εγώ δεν έρχομαι, γιατί του ’βαλα καπέλο κάτι λεφτά που του είχα δανειστεί». Συνών. του ’βαλα φέσι·
- του βγάζω το καπέλο (μου), αναγνωρίζω, παραδέχομαι την ανωτερότητά του, αποκαλύπτομαι μπροστά του (και για το λόγο αυτό, βγάζω το καπέλο μου μόλις τον συναντήσω, ως ένδειξη θαυμασμού, εκτίμησης, σεβασμού ή παραδοχής της ανωτερότητάς του): «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, του βγάζω το καπέλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω, και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο). Το βγάλσιμο του καπέλου ή το ελαφρό ανασήκωμά του αποτελεί για τους άντρες και τρόπο χαιρετισμού που είναι ανάλογος με το καπέλο και την κοινωνική τάξη του ατόμου στο οποίο απευθύνεται. Απλούστερος χαιρετισμός, που μπορεί να θεωρηθεί βιαστικός ή και αδιάφορος, αποτελεί το ελαφρό άγγιγμα του γύρου του καπέλου με την άκρη του δείκτη που πετάγεται μπροστά και ξεχωρίζει από τα άλλα δάχτυλα ή το ελαφρό πιάσιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Τέλος, μπαίνοντας σε ορισμένους χώρους, όπως είναι η εκκλησία ή το δικαστήριο, αυτός που φορά καπέλο το βγάζει λόγω σεβασμού·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως, γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «αυτός φορά το καπέλο του στραβά, γιατί έχει θείο Αμερικάνο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με δεις να φορώ στραβά το καπέλο να ξέρεις πως επέτυχε το κόλπο που εθέλω).

καρτάλι

καρτάλι, το, ουσ. [<τουρκ. kartal], είδος αετού. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) ο πολυφαγάς: «μόλις έστρωσαν το τραπέζι, έπεσε ο τάδε σαν καρτάλι και δεν προλάβαμε να φάμε τίποτα». β. ο άρπαγας: «μόλις πέθανε ο γέρος, έπεσαν σαν τα καρτάλια οι συγγενείς του πάνω στην περιουσία του». Αναφορά στο αρπακτικό πτηνό. 2. στον πλ. τα καρτάλια, (στη γλώσσα της αργκό) οι χωροφύλακες, οι αστυνομικοί: «πλάκωσαν μεσάνυχτα τα καρτάλια και μπλόκαραν τη μπαρμπουτιέρα». 3. επιτήδεια και αρπακτικά άτομα της πιάτσας που, μόλις αντιληφθούν κάποιον πλούσιο αφελή, τον διπλαρώνουν για να του φάνε τα χρήματα: «μόλις κατάλαβαν πως είναι γιαγλής, έπεσαν τα καρτάλια και τον μάδησαν». Συνών. κοράκι (4γ) / όρνιο (3β). 4. οι υπάλληλοι γραφείου κηδειών, που συχνάζουν στα νοσοκομεία και πλευρίζουν τους συγγενείς εκείνου που μόλις πέθανε, για να αναλάβουν την κηδεία του: «σήμερα όλα τα νοσοκομεία είναι γεμάτα από καρτάλια, που εκμεταλλεύονται τη σύγχυση και τον πόνο εκείνων που έχασαν τον άνθρωπό τους». Από παρομοίωση των υπαλλήλων των γραφείων κηδειών με το καρτάλι, που είναι σαρκοβόρο και αρπακτικό πουλί. Συνών. κοράκι (4α) / όρνιο (3α)·
- έπεσαν σαν τα καρτάλια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος) όρμησαν απροκάλυπτα να επωφεληθούν από την περιουσία του: «ο μακαρίτης είχε κάτι συγγενείς, που έπεσαν σαν τα καρτάλια πάνω στην περιουσία του». Από την εικόνα των σαρκοβόρων πουλιών που πέφτουν και ξεκοκαλίζουν το πτώμα του ζώου που βρίσκουν. Συνών. έπεσαν σαν τα κοράκια / έπεσαν σαν τα όρνια·
- όρμησαν σαν τα καρτάλια ή όρμηξαν σαν τα καρτάλια, βλ. φρ. έπεσαν σαν τα καρτάλια.

καρφίτσα

καρφίτσα, η, ουσ. [καρφί + κατάλ. -ίτσα], η καρφίτσα. 1. κόσμημα σε μορφή μεγάλης βελόνας, που χρησιμοποιείται είτε για να συγκρατεί κάτι (το καπέλο) είτε για να διακοσμήσει τα γυναικεία μαλλιά, το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος, το πέτο ή τη γραβάτα: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα κι αυτή όλο χαρά την κάρφωσε στο στήθος της || είχε καρφιτσωμένη στη γραβάτα του μια ολόχρυση καρφίτσα». 2. παρακρατική οργάνωση της δεξιάς που έδρασε στα χρόνια ανάμεσα 1955-1966: «η οργάνωση της καρφίτσας είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων της». Υποκορ. καρφιτσούλα, η·
- ακούς και την καρφίτσα που πέφτει, βλ. φρ. καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις·
- δεν πέφτει καρφίτσα, υπάρχει πολύς κόσμος, μεγάλος συνωστισμός: «υπήρχε τόσος κόσμος μέσα στην αίθουσα, που δεν έπεφτε καρφίτσα || υπήρχε τόσος κόσμος μαζεμένος στην πλατεία για ν’ ακούσει το λόγο του αρχηγού του κόμματος, που δεν έπεφτε καρφίτσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και συνηθέστερα στο τέλος της φρ. ακολουθεί το κάτω·
- καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν μπαίνει ο δάσκαλος στην τάξη, καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις»·
- καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει, βλ. φρ. δεν πέφτει καρφίτσα.

κατανάλωση

κατανάλωση, η, ουσ. [<μτγν. κατανάλωσις <καταναλίσκω], η κατανάλωση· η εξάντληση, το ξόδεμα, η απορρόφηση αγαθού από το καταναλωτικό κοινό: «η κατανάλωση του προϊόντος πρέπει να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα»·
- ανεβαίνει η κατανάλωση, (για προϊόντα) παρατηρείται αυξημένη ζήτηση από το καταναλωτικό κοινό: «το καλοκαίρι με τις ζέστες ανεβαίνει η κατανάλωση του παγωτού και των αναψυκτικών»·
- απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση, (για προϊόντα), βλ. λ. παραγωγή·
- για εσωτερική κατανάλωση, δηλώσεις ή διάφορες κινήσεις κάποιας κυβέρνησης που γίνονται για εντυπωσιασμό του πληθυσμού και έχουν ως κύριο σκοπό την απόσπαση της προσοχής του από φλέγοντα οικονομικά, πολιτικά ή κοινωνικά προβλήματα που τον μαστίζουν, ή για τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος υπέρ της ίδιας της κυβέρνησης: «κάθε φορά που παρατηρούνται έντονες απεργιακές κινητοποιήσεις, ο πρωθυπουργός επισείει, για εσωτερική κατανάλωση, τον κίνδυνο που προέρχεται από την επεκτατική πολιτική της γείτονος χώρας || κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές, ο πρωθυπουργός εξαγγέλλει σειρά οικονομικών μέτρων υπέρ των μικρομεσαίων για εσωτερική κατανάλωση»·
- για ευρεία κατανάλωση, (για προϊόντα) που κατασκευάζονται για το ευρύ καταναλωτικό κοινό: «αυτή η βιομηχανία κυκλοφόρησε στην αγορά ένα πάμφθηνο αυτοκινητάκι, που είναι για ευρεία κατανάλωση»· βλ. και φρ. για εσωτερική κατανάλωση·
- για κατανάλωση, δηλώσεις ή κινήσεις ατόμου που γίνονται για εντυπωσιασμό: «μόλις δει καμιά καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, αρχίζει να λέει και να κάνει διάφορα κόλπα για κατανάλωση, μήπως και προκαλέσει το ενδιαφέρον της». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει μεγάλη κατανάλωση, (για προϊόντα) ξοδεύεται, καταναλώνεται πάρα πολύ: «το καλοκαίρι το παγωτό έχει μεγάλη κατανάλωση»·
- πέφτει η κατανάλωση, (για προϊόντα) παρατηρείται μειωμένη ζήτηση από το καταναλωτικό κοινό: «το χειμώνα πέφτει η κατανάλωση του παγωτού». 

κατάρα

κατάρα, η, ουσ. [<αρχ. κατάρα]. 1. θεϊκή επίκληση ή  επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων από κάποιον, ώστε να πάθει κάποιος κάτι κακό, ο αναθεματισμός: «απ’ τα στόματα όλων ακούγονταν βαριές κατάρες για το δολοφόνο». 2. η μεγάλη δυστυχία, η συμφορά, η αθλιότητα, η κακοδαιμονία που κατατρέχει κάποιον ή που λυμαίνεται έναν χώρο: «κάποια κατάρα βαραίνει αυτή την οικογένεια και κάθε τόσο θρηνεί και κάποιο μέλος της || μην μπλέξεις μ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί, όσοι την ξέρουν, λένε πως η ζωή μαζί της είναι σκέτη κατάρα || ο πόλεμος είναι κατάρα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γυρίζει σαν την άδικη κατάρα, βλ. φρ. τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα·
- δίνω μαύρες κατάρες, βλ. φρ. ρίχνω μαύρες κατάρες·
- έπιασαν οι κατάρες μου, πραγματοποιήθηκαν: «επιτέλους έπιασαν οι κατάρες μου κι αποκαλύφθηκαν οι απατεωνιές του»·
- κατάρα τη στιγμή, κατάρα για τη στιγμή που συνέβη κάτι κακό ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «κατάρα τη στιγμή που σε γνώρισα». (Τραγούδι: ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή,σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με δέρνει κατάρα, βασανίζομαι, δυστυχώ, ταλαιπωρούμαι διαρκώς: «με την κατάρα που με δέρνει, πώς θέλεις να προκόψω στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κατάρα με δέρνει βαριά, γι’ αυτό δε γνωρίζω χαρά
- οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο, έπαθε ο ίδιος αυτό που καταριόταν να πάθει κάποιος άλλος: «είναι κακός άνθρωπος, γι’ αυτό οι κατάρες του για τον τάδε γύρισαν στον ίδιο»·
- οι κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. φρ. οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο·
- ρίχνω μαύρες κατάρες, καταριέμαι κάποιον με πάθος: «σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης οι συγγενείς του νεκρού έριχναν μαύρες κατάρες στο δολοφόνο»·
- σου αφήνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- σου δίνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- τρέχει σαν την άδικη κατάρα, βασανίζεται, αγωνίζεται μάταια: «απ’ το πρωί τρέχει σαν την άδικη κατάρα να βρει μια δουλειά, αλλά τίποτα»·
- τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα, περιφέρεται άσκοπα εδώ και εκεί: «δεν τον κάνει κανείς παρέα και τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα». Από το ότι, όταν κάποιος καταριέται κάποιο άτομο άδικα, τότε η κατάρα του δεν πιάνει, πέφτει στο κενό.

Κατοχή

Κατοχή, η, ουσ. [<αρχ. κατοχή <κατέχω], η περίοδος 1941-1944 κατά την οποία η Ελλάδα είχε καταληφθεί από τη Γερμανία (Ιταλία, Βουλγαρία): «η Κατοχή υπήρξε από τις πιο δύσκολες εποχές της νεοελληνικής μας ιστορίας»·
- έπεσε Κατοχή, λέγεται σε περίπτωση που βρίσκεται κανείς σε τέτοια φτώχεια, που δεν έχει ούτε να φάει: «απ’ τη μέρα που τον απέλυσαν απ’ τη δουλειά του, έπεσε Κατοχή στο σπίτι του». Αναφορά στην περίοδο της Κατοχής, κατά την οποία ο κόσμος πέθαινε από την πείνα.

κελέκι

κελέκι, το, ουσ. [<τουρκ. kelek (= άγουρο πεπόνι)], 1α. (στη γλώσσα της αργκό) ο ανόητος, ο αφελής, ο βλάκας: «είναι τόσο κελέκι ο τύπος, που δε θα μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του». β. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα, αλλά και σε γυναίκα: «ουστ από δω, ρε κελέκι, και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου!». 2.  συνήθως στον πλ. τα κελέκια, οι δυσκολίες, οι κατραπακιές της ζωής: «του ’τυχαν τόσα κελέκια στη ζωή, που απορώ πώς δεν τρελάθηκε ο φουκαράς»·
- περνώ κελέκια, αντιμετωπίζω δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου: «τον τελευταίο καιρό περνώ κάτι κελέκια, που κοντεύω να τρελαθώ!»·
- πέφτω σε κελέκια, βλ. φρ. περνώ κελέκια·
- τρώω κελέκια ή τρώω τα κελέκια μου, α. δυσκολεύομαι στη ζωή: «μπορεί να τρώω κελέκια τώρα, αλλά είμαι σίγουρος πως θα τα ξεπεράσω». β. με χτυπούν στο κεφάλι, μου δίνουν κατραπακιές στο κεφάλι: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας τα κελέκια σου».

κεραυνός

κεραυνός, ο, ουσ. [<αρχ. κεραυνός], ο κεραυνός. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ξαφνικό και πολύ ισχυρό σουτ από κάποια απόσταση προς την αντίπαλη εστία, με αποτέλεσμα να μην έχει τα περιθώρια ο αντίπαλος τερματοφύλακας να αντιδράσει : «ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε να πιάσει τον κεραυνό που του εξαπέλυσε ο παίχτης μας». 2. στον πλ. οι κεραυνοί, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι δυσκολίες, οι αντιξοότητες της ζωής: «αν δεχόταν άλλος τόσους κεραυνούς στη ζωή του όσους και ο τάδε, σίγουρα δε θα ζούσε». Συνών. αστροπελέκι (3β) / μπόρα (4). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- έπεσε σαν κεραυνός, η είδηση που κυκλοφόρησε προκάλεσε πολύ οδυνηρή έκπληξη: «η είδηση πως και ο υπουργός είχε συμμετοχή στη μίζα έπεσε σαν κεραυνός». Από την εικόνα του ατόμου που εντυπωσιάζεται πολύ από την πτώση του κεραυνού·
- έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, η είδηση που κυκλοφόρησε προκάλεσε πάρα πολύ οδυνηρή έκπληξη, γιατί ήταν κάτι που κανείς δεν το περίμενε: «η είδηση πως και ο πρωθυπουργός της χώρας είχε συμμετοχή στη μίζα, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία». Από την εικόνα του ατόμου που εντυπωσιάζεται, που τρομάζει πάρα πολύ, όταν βλέπει να πέφτει κεραυνός, τη στιγμή που είναι ξάστερος ο ουρανός, γιατί είναι κάτι που δεν το περιμένει·
- ήταν κεραυνός εν αιθρία, βλ. φρ. έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. φρ. θα πέσει φωτιά να μας κάψει! λ. φωτιά·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. φρ. θα πέσει φωτιά να σε κάψει! λ. φωτιά·
- με χτύπησε κεραυνός, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη από κάτι που είδα ή άκουσα: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, με χτύπησε κεραυνός || όταν μου είπε πως θα τον κλείσει στη φυλακή για τα τριακόσια ευρώ που του χρωστάει και δεν έχει να του τα επιστρέψει, με χτύπησε κεραυνός»·
- με χτυπούν κεραυνοί, αντιμετωπίζω αντίξοες, δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκα με χτυπούν κεραυνοί, αλλά δε θα γονατίσω». Στον τύπο με χτυπούν κάτι κεραυνοί επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι κεραυνοί! Συνών. με χτυπούν αστροπελέκια / με χτυπούν μπόρες·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- να με πέσει κεραυνός να με κάψει! βλ. συνηθέστ. να πέσει φωτιά να με κάψει! λ. φωτιά·
- να σε πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. συνηθέστ. να πέσει φωτιά να σε κάψει! λ. φωτιά·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. λ. μάτι.

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

κλήρος

κλήρος, ο, ουσ. [<αρχ. κλῆρος], ο κλήρος· ο λαχνός που κληρώνεται και αυτή η ίδια η διαδικασία της κλήρωσης: «τι αριθμό είχε ο κλήρος που τράβηξες; || ποιος κέρδισε στον κλήρο που έγινε;»·
- βάζουμε στον κλήρο, βλ. φρ. ρίχνουμε τον κλήρο·
- βάζω στον κλήρο, κληρώνω κάτι για να δω ποιος θα το κερδίσει, κάνω κλήρωση: «έβαλε στον κλήρο ένα αυτοκίνητο και το κέρδισε ο τάδε»·
- μου ’λαχε ο κλήρος, βλ. φρ. μου ’πεσε ο κλήρος·
- μου ’πεσε ο κλήρος, μου ανατέθηκε από κάποιον ή κάποιους να προβώ σε μια ενέργεια, ή ύστερα από κλήρωση ή ψηφοφορία υποχρεώθηκα να κάνω κάτι που μου ήταν ανεπιθύμητο: «μου ’πεσε ο κλήρος να πληροφορήσω τον τάδε πως σκοτώθηκε ο γιος του || μου ’πεσε ο κλήρος να βάλω το δικό μου αυτοκίνητο για τη μεταφορά»· (Παιδικό τραγούδι: κι ο κλήρος πέφτει στο γενναίο που ήταν αταξίδευτος)· βλ. και φρ. μου ’πεσε στον κλήρο·
- μου ’πεσε στον κλήρο, κέρδισα κάτι ύστερα από κλήρωση: «αυτό τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις, μου ’πεσε στον κλήρο»·
- ρίχνουμε τον κλήρο, αποφασίζουμε κάτι με κλήρο, με κλήρωση: «ρίξαμε τον κλήρο για να δούμε ποιος θα πληρώσει τα έξοδα». (Παιδικό τραγούδι: και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί
- ρίχνω στον κλήρο, βλ. συνηθέστ. βάζω στον κλήρο·
- τραβώ τον κλήρο, παίρνω μέσα από την κληρωτίδα έναν λαχνό για να αναδείξω τον τυχερό σε κάποια κλήρωση: «ένας πιτσιρικάς τράβηξε τον κλήρο και τ’ αυτοκίνητο που κληρωνόταν το κέρδισε ο τάδε».

κλωστή

κλωστή, η, ουσ. [<μτγν. κλωστή, θηλ. του μτγν. επιθ. κλωστός <κλώθω], η κλωστή. Υποκορ. κλωστίτσα κ. κλωστούλα, η·
- βρίσκω την άκρη της κλωστής, βλ. λ. άκρη·
- έσπασε η κλωστή, διακόπηκαν οι σχέσεις κάποιου ατόμου με κάποιον ή με ένα κύκλο ανθρώπων: «απ’ τη στιγμή που έσπασε η κλωστή, δεν έχω σκοπό να ξαναμπλέξω μαζί της || έσπασε η κλωστή μαζί τους, αγόρι μου, γιατί αυτοί ήταν λεφτάδες και δεν μπορούσα να τους παρακολουθήσω στα ολονύχτια γλέντια τους». (Τραγούδι: στο φαλιμέντο του κόσμου αυτού ο καβαλάρης εγώ τ’ ουρανού με τους ανθρώπους ζητάς επαφή μα έχει σπάσει κι αυτή η κλωστή
- η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή ή η ζωή μου κρέμεται σε μια κλωστή, βλ. λ. ζωή·
- κόπηκε η κλωστή, βλ. φρ. έσπασε η κλωστή·
- κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει, βλ. λ. παραμύθι·
- κρατώ τεντωμένη την κλωστή, (στη γλώσσα της αργκό) διατηρώ, καλλιεργώ τις σχέσεις μου με κάποιον ή με ένα κύκλο ανθρώπων: «κρατώ πάντα τεντωμένη την κλωστή μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μ’ έχει βοηθήσει σ’ όλες τις δύσκολες περιπτώσεις της ζωής μου»·
- κρέμομαι από μια κλωστή ή κρέμομαι σε μια κλωστή, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση, η όλη επιτυχία μου εξαρτάται από μια μικρολεπτομέρεια: «δε με παίρνει ύπνος τα βράδια, γιατί όλη μου η δουλειά κρέμεται από μια κλωστή»·
- όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή, βλ. λ. γριά·
- πέφτω στη μικρή κλωστή, (στη γλώσσα της αργκό) μένω χωρίς χρήματα, μένω απένταρος: «απ’ τη μέρα που έπεσε στη μικρή κλωστή, κατάλαβε ποιοι πραγματικά τον αγαπούσαν».

κοράκι

κοράκι, το, ουσ. [μσν. κοράκιον, υποκορ. του ουσ. κόραξ], το κοράκι. 1. άτομο αρπακτικό: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι πολύ κοράκι και θα στα φάει όλα». 2. πολύ μελετηρός, πολύ έξυπνος μαθητής: «όταν πήγαινα στο σχολείο, το κοράκι της τάξης μας ήταν ο τάδε». 3. (γενικά) άτομο πολύ ικανό, πολύ έξυπνο: «είναι κοράκι στη δουλειά του || θα βρει τρόπο να ξεφύγει απ’ τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκεται, γιατί είναι κοράκι». 4α. στον πλ. τα κοράκια, οι υπάλληλοι των γραφείων κηδειών που συχνάζουν στα νοσοκομεία και μόλις πεθάνει κάποιος από τους αρρώστους, πλευρίζουν τους συγγενείς του για να τους πείσουν να αναλάβει το γραφείο τους την κηδεία. Πολλές φορές έχουν καταγραφεί ομηρικοί καβγάδες ανάμεσα σε κοράκια διαφορετικών γραφείων κηδειών: «σ’ όλα τα μεγάλα νοσοκομεία κυκλοφορούν στους διαδρόμους ένα σωρό κοράκια». Από παρομοίωση των υπαλλήλων των γραφείων κηδειών με το κοράκι, που είναι μαύρο, σαρκοβόρο και αρπακτικό πουλί. Συνών. καρτάλι (4) / όρνιο (3α). β. οι υπάλληλοι γραφείου κηδειών που είναι ντυμένοι στα μαύρα και προσποιούνται και αυτοί τους θλιμμένους μαζί με τους συγγενείς του εκλιπόντος, ιδίως αυτοί που κουβαλάνε το φέρετρο: «τα τέσσερα κοράκια, σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους τους». Από παρομοίωση των υπαλλήλων των γραφείων κηδειών που φορούν μαύρα με το μαύρο χρώμα του κορακιού. γ. τα επιτήδεια και αρπακτικά άτομα της πιάτσας που, μόλις αντιληφθούν κάποιον πλούσιο αφελή, τον διπλαρώνουν για να του φάνε τα χρήματα: «μόλις τον είδαν αγαθό, έπεσαν τα κοράκια δίπλα του και δεν του άφησαν φράγκο». Από την εικόνα του κορακιού που είναι σαρκοβόρο και αρπακτικό πουλί. Συνών. καρτάλι (3) / όρνιο (3β). δ. επιτήδεια άτομα που έπειτα από συμφωνία μεταξύ τους δε χτυπούν την τιμή ακινήτων που βρίσκονται σε πλειστηριασμό και τα καρπούνται εναλλάξ: «τα κοράκια έχουν φάει ολόκληρα διαμερίσματα για ένα κομμάτι ψωμί». ε. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο διαιτητής και οι δυο επόπτες που διαιτητεύουν ένα παιχνίδι: «κι αυτή τη βδομάδα τα κοράκια καταδίκασαν την ομάδα μας». Από το ότι, τουλάχιστον παλιότερα, ο διαιτητής και οι επόπτες φορούσαν μαύρα σορτσάκια και μαύρες φανέλες, σαν το χρώμα, δηλαδή, του κόρακα. Τέλος, όποιος δει κοράκι στον ύπνο του, σύμφωνα με την ερμηνευτική των ονείρων, θα του τύχει μεγάλη γρουσουζιά·
- έπεσαν σαν τα κοράκια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος) όρμησαν απροκάλυπτα να επωφεληθούν από την περιουσία του: «ο μακαρίτης είχε κάτι συγγενείς, που έπεσαν σαν τα κοράκια πάνω στην περιουσία του». Από την εικόνα των σαρκοβόρων πουλιών που πέφτουν και ξεκοκαλίζουν το πτώμα του ζώου που βρίσκουν. Συνών. έπεσαν σαν τα καρτάλια / έπεσαν σαν τα όρνια·
- όρμησαν σαν τα κοράκια ή όρμηξαν σαν τα κοράκια, βλ. φρ. έπεσαν σαν τα κοράκια.

κορμί

κορμί, το, ουσ. [<μσν. κορμίν <μτγν. κορμίον, υποκορ. του αρχ. κορμός], το κορμί. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «στην τάδε μάχη έπεσαν πολλά κορμιά || στο χωριό δεν απόμειναν παραπάνω από δέκα κορμιά». (Λαϊκό τραγούδι: στο διπλανό τραπέζι ένα κορμί με παίζει). 2. το καλοσχηματισμένο ανθρώπινο κορμί και, κατ’ επέκταση, ο ωραίος, ο όμορφος άντρας ή η ωραία, η όμορφη γυναίκα: «για δες ένα κορμί που περνάει απέναντι!». (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα κόσμε ένα κορμί που μπήκε μες στο μαγαζί. Αμάν, πασά μου, θα τρελαθώ ως και τα ρούχα μου πουλώ). Υποκορ. κορμάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κορμάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άχρηστο κορμί, (υποτιμητικά ή επιτιμητικά) άνθρωπος ανάξιος λόγου, τιποτένιος, άνθρωπος που δεν μπορεί να πετύχει τίποτα στη ζωή του, που είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «είσαι τόσο άχρηστο κορμί, που, και στη θάλασσα να σε στείλουν, δε θα φέρεις νερό». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, άχρηστο κορμί,όταν θα έρθει η στιγμή τι ψυχή θα παραδώσεις
- δίνει το κορμί της, βλ. συνηθέστ. πουλάει το κορμί της·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή, ταιριάζουν, συνεννοούνται απόλυτα, είναι απόλυτα ταυτισμένοι: «αποκλείεται να χωρίσει αυτό το ζευγάρι, γιατί, απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, είναι δυο κορμιά μια ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε μες τη ζωή δύο κορμιά μια ψυχή κι αν τύχει και μ’ αρνηθείς, ό,τι μου κάνεις θα το βρεις). Συνών. είναι ένα σώμα μια ψυχή·
- είναι χαμένο κορμί, είναι άνθρωπος με κακές συναναστροφές και ανήθικη ζωή: «πρέπει να πάψεις να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι χαμένο κορμί». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός, απ’ το σπίτι μου φευγάτος κι απ’ τον κόσμο μακριά, στον γκρεμό κατρακυλάω κάθε μέρα πιο βαθιά
- έπεσαν πολλά κορμιά, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι, ιδίως σε μάχη: «στη μάχη του Λαχανά έπεσαν πολλά κορμιά»·
- ίσια το κορμί σου, έκφραση με την οποία ενθαρρύνουμε κάποιον να αντιπαλέψει με θάρρος τις δυσκολίες που του έτυχαν. (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε, Γιώργο, έμπαινε και ίσια το κορμί σου, μη λογαριάζεις τίποτα και πονηρά ξηγήσου). Από την εικόνα του ατόμου που οι πολλές δυσκολίες της ζωής του το ανάγκασαν να περπατά με κυρτωμένους τους ώμους·
- κορμί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και καλλίγραμμη γυναίκα, που βλέπουμε να περνάει μπροστά μας·
- κορμί (σαν) κυπαρίσσι, το ψηλό και λυγερό κορμί: «ο γιος του έχει ένα κορμί σαν κυπαρίσσι»·
- κορμί (σαν) λαμπάδα, το ψηλό και λεπτό κορμί: «με τη δίαιτα και τη γυμναστική έκανε ένα κορμί σαν λαμπάδα»·
- κορμί (σαν) λάστιχο, το ευλύγιστο και καλογυμνασμένο κορμί: «στο τσίρκο διαφήμιζαν ένα παιδί, που είχε κορμί λάστιχο»·
- κορμί σαν φίδι, βλ. φρ. φιδίσιο κορμί·
- κορμί σαν χέλι, λεπτό και ευλύγιστο κορμί: «είναι πολύ λαχταριστή γυναίκα κι έχει κορμί σαν χέλι». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψέ μου τσιφτετέλι που ’χεις το κορμί σαν χέλι, να χαζέψει ο ντουνιάς
- λιώνει το κορμί μου, α. πάσχω από ανίατη ασθένεια, ιδίως από καρκίνο: «παρόλη την πρόοδο της ιατρικής, εντούτοις λιώνει το κορμί μου». β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, λιώνει το κορμί μου για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: το κορμί μου λιώνει όταν σε κοιτώ, όταν σε ιδώ πώς είσαι, θε να λωλαθώ
- ξερό κορμί, άνθρωπος χωρίς οικογένεια, που είναι εντελώς μόνος στη ζωή του: «κουράστηκε να ’ναι ένα ξερό κορμί κι αποφάσισε να παντρευτεί»·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, κυριεύομαι από σεξουαλική επιθυμία: «μόλις ένιωσα στο στόμα μου τα σαρκώδη χείλη της, πήρε το κορμί μου φωτιά»·
- πουλάει το κορμί της, εκδίδεται επί χρήμασι. (Λαϊκό τραγούδι: τι σε μέλει εσένα κι αν γυρνώ το κορμί μου ακόμα κι αν πουλώ; πέντε χρόνια εσύ με τυραννάς, δε με στεφανώνεις με γελάς
- του άργασα το κορμί, βλ. φρ. του άργασα το τομάρι, λ. τομάρι·
- φιδίσιο κορμί, λεπτό και ευλύγιστο κορμί: «ήταν μια όμορφη γυναίκα με φιδίσιο κορμί». (Λαϊκό τραγούδι: αραπίνες, μάτια φλογισμένα και κορμιά φιδίσια καμωμένα, σαν εξωτικά!
- χαμένο κορμί, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τίποτα σ’ αυτό το χαμένο κορμί, γιατί θα εκτεθείς». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη, γιατί δε γυρίζω τα βράδια στο σπίτι). γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω, χαμένο κορμί». Συνών. χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο ρούχο / χαμένο υποκείμενο.

κορόμηλο

κορόμηλο, το, ουσ. [<μσν. κορόμηλον <αρχ. κάρυον + μῆλον], το κορόμηλο·
- πέφτει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ. δάκρυ·
- τρέχει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ δάκρυ·
- χύνω το δάκρυ κορόμηλο, βλ. λ. δάκρυ.

κοτόπουλο

κοτόπουλο, το, ουσ. [<κότα + κατάλ. -όπουλο], το κοτόπουλο· ο δειλός, ο φοβητσιάρης: «μας έκανε το σκληρό και τον άγριο, αλλά στο τέλος αποδείχτηκε σκέτο κοτόπουλο». Υποκορ. κοτοπουλάκι, το·
- έπεσε σαν κοτόπουλο ή έπεσε σαν το κοτόπουλο, α. λιποθύμησε ξαφνικά: «εκεί που ήταν μια χαρά και μιλούσαμε, έπεσε σαν κοτόπουλο». β. (για γυναίκες) ενέδωσε στις ερωτικές προτάσεις κάποιου άντρα με μεγάλη ευκολία, ιδίως χωρίς να το καταλάβει: «δυο τρεις κουβέντες της είπα κι έπεσε σαν το κοτόπουλο»·
- έπεφταν σαν κοτόπουλα ή έπεφταν σαν τα κοτόπουλα, βλ. φρ. πέθαιναν σαν κοτόπουλα·
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα || στα χρόνια της χολέρας οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα». Από το ότι, αν χτυπήσει μια ασθένεια κάποια μονάδα που εκτρέφει κοτόπουλα, αυτά ψοφούν ομαδικά. Συνών. πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες·
- τον κάνω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο, τον μεθώ τόσο πολύ, που δεν μπορεί να περπατήσει: «κάθε φορά που κάθεται να πιει μαζί μου, τον κάνω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο»·
- τον μάδησαν σαν κοτόπουλο ή τον μάδησαν σαν το κοτόπουλο, του πήραν όλα τα χρήματα, ιδίως του τα κέρδισαν σε χαρτοπαίγνιο: «έπαιξε χαρτιά με τα σαΐνια της πιάτσας και τον μάδησαν σαν κοτόπουλο».

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

κουμπούρα

κουμπούρα, η, ουσ. [<τουρκ. kubur <ελλ. κουμπούρι (= θήκη πιστολιού σε κουμπωτό περιστήθιο)], το πιστόλι: «έβγαλε την κουμπούρα του και του την άναψε». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ την Κρήτη οι φουφούλες κι απ’ τη Μάνη οι κουμπούρες, απ’ τη Χιο οι μαστιχάδες κι απ’ την Κούλουρη ψαράδες)· ο κουμπούρας (βλ. λ.)·
- έπεσα κουμπούρα, ξάπλωσα για να κοιμηθώ: «γύρισα στο σπίτι πτώμα απ’ την κούραση και μόλις πλύθηκα έπεσα κουμπούρα». Από το ότι, οι επαναστατημένοι Έλληνες το 1821, αλλά και κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα καθώς και σε κάθε εμπόλεμη περίοδο κοιμούνταν αγκαλιά με την κουμπούρα τους, με τα άρματά τους.  

κουρσούμι

κουρσούμι, το, ουσ. [<τουρκ. kursum]. 1. μικρή μεταλλική μπίλια, που χρησιμεύει στα ρουλεμάν: «τα παιδιά, στα χρόνια μας, εκτός από τις γκαζιές, έπαιζαν και με τα κουρσούμια». 2. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ βαρύ, ασήκωτο: «βάλε κι εσύ ένα χεράκι, γιατί το κιβώτιο είναι κουρσούμι και δεν μπορώ να το σηκώσω μονάχος μου». 3. βαρύ φαγητό, δυσκολοχώνευτο: «έφαγα δυο πιάτα φασουλάδα και τη νιώθω κουρσούμι μέσ’ στο στομάχι μου». 4. άνθρωπος που δεν μπορεί να καταλάβει γρήγορα, ο μικρόνους: «πρέπει να του τα κάνεις λιανά για να τα καταλάβει, γιατί είναι κουρσούμι ο άνθρωπος!»·
- έπεσα σαν κουρσούμι, ξάπλωσα για να ξεκουραστώ ή για να κοιμηθώ πολύ βαριά από υπερβολική κούραση: «ήμουν απ’ τα χαράματα στη δουλειά κι όταν γύρισα στο σπίτι, έπεσα σαν κουρσούμι να κοιμηθώ». Συνών. έπεσα σαν κούτσουρο.

κούτσουρο

κούτσουρο, το, ουσ. [<μσν. κούτσουρον <ίσως από το σπάνιο κόψουρον (= με κομμένη ουρά)], το κούτσουρο. 1. άνθρωπος άξεστος, αγράμματος, αμόρφωτος: «είχε και τον αδερφό του στη δεξίωση, αλλά τον έκανε ρεζίλι, μωρ’ αδερφάκι μου, γιατί ήταν ντιπ κούτσουρο!». 2. άνθρωπος που ζει μόνος του, χωρίς οικογένεια, το γεροντοπαλίκαρο: «να τι κατάφερε με τις παραξενιές του, έμεινε κούτσουρο κι όλοι τον λυπούνται». 3. (υποτιμητικά για μαθητές) αυτός που δεν έχει επίδοση στα μαθήματα, που δεν παίρνει τα γράμματα, που είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον σταματήσει απ’ το σχολείο, γιατί ήταν κούτσουρο». Συνών. κουμπούρας (2) / ντουβάρι (2) / στουρνάρι (4) / τούβλο (2). 4. μεγάλο κομμάτι από ξεραμένο κορμό δέντρου, που, ανάλογα με το μέγεθός του, χρησιμοποιείται είτε για τραπέζι είτε για κάθισμα. Γνωστό έγινε από τον Τσιτσάνη το κέντρο διασκεδάσεως Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη. (Λαϊκό τραγούδι: πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα, κι από κει στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα· Μαριγώ θα σε τρελάνει ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη να σου παίξει φίνο μπαγλαμά). 5. μεγάλο κομμάτι από ξεραμένο κορμό δέντρου, που προσαρμόζεται σε τέσσερα ξύλινα πόδια και το χρησιμοποιεί ο χασάπης σαν τραπέζι για να κόβει τα κρέατα. (Λαϊκό τραγούδι: μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι, με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά, όταν με βλέπει και περνάω από μπροστά του, τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά). 6. στον πλ. τα κούτσουρα, (στη γλώσσα της αργκό) τα  χαρτονομίσματα αξίας, παλιότερα τα χιλιάρικα, και γενικά τα πολλά χρήματα: «όταν έχεις τα κούτσουρα, κάνεις ό,τι θέλεις»·
- έπεσα σαν κούτσουρο, ξάπλωσα, ιδίως για να κοιμηθώ, πολύ βαριά από υπερβολική κούραση: «όλη τη μέρα ψόφησα στη δουλειά και, μόλις γύρισα στο σπίτι, έπεσα σαν κούτσουρο στο κρεβάτι». Συνών. έπεσα σαν κουρσούμι·
- κάθεται σαν κούτσουρο, βλ. φρ. στέκεται σαν κούτσουρο·
- κοιμάται σαν κούτσουρο, κοιμάται πολύ βαθιά και χωρίς να αλλάζει πλευρό κατά τη διάρκεια του ύπνου του: «όταν είναι κουρασμένος, κοιμάται σαν κούτσουρο»·
- μένω κούτσουρο, α. μένω αμόρφωτος, αγράμματος: «τον καιρό που έπρεπε να πηγαίνει στο σχολείο, ήταν όλο κοπάνες, πώς να μη μείνει κούτσουρο!». β. μένω μόνος στη ζωή, μένω γεροντοπαλίκαρο: «είναι ο μόνος απ’ την παρέα μας που έμεινε κούτσουρο»·
- μένω σαν κούτσουρο, αισθάνομαι, δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη, δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αφτιά μου: «μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του, έμεινα σαν κούτσουρο»·
- στέκεται σαν κούτσουρο, στέκεται συνεσταλμένος και άφωνος σε μια θέση, είτε γιατί δεν έχει κάτι να πει ή είτε γιατί βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον: «έλα, μη στέκεις σαν κούτσουρο, πες κι εσύ κάτι! || ποιος είναι εκείνος ο νέος που στέκεται σαν κούτσουρο στη γωνιά;».

κρεβάτι

κρεβάτι, το, ουσ. [<μτγν. κραβάτιον, υποκορ. του ουσ. κράβατος <λατιν. grabatus], το κρεβάτι. 1. κλίνη ξενοδοχείου ή νοσοκομείου ως μονάδα στέγασης ή περίθαλψης: «αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στ’ αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχε κρεβάτι σε κανένα ξενοδοχείο || πολλοί ασθενείς ήταν ξαπλωμένοι στα ράντζα, γιατί δεν υπήρχε κρεβάτι στο νοσοκομείο». 2. η σεξουαλική πράξη, η συνουσία: «για να ευχαριστηθεί κρεβάτι, πρέπει η γυναίκα να του τα δίνει όλα». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι, πριν καταλήξουν όπως πάντα στο κρεβάτι). (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αναστέναξε το κρεβάτι, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο ζευγάρι επιδόθηκε σε άγριο έρωτα, που είχε μάλιστα και διάρκεια: «είχαν τέτοια κέφια κι οι δυο τους, που, όταν κλείστηκαν στην γκαρσονιέρα τους, αναστέναξε το κρεβάτι». Υποκορ. κρεβατάκι, το. Μεγεθ. κρεβατάρα, η·
- βάζω στο κρεβάτι (κάποιον), τον βάζω να κοιμηθεί: «η μητέρα έβαλε στο κρεβάτι το παιδί της, γιατί είχε περάσει η ώρα»·
- γυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα·
- δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, δε σηκώνομαι, μένω συνέχεια ξαπλωμένος: «κάθε Κυριακή, μέχρι το μεσημέρι, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι,κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι
- διπλό κρεβάτι, όπου μπορούν να κοιμηθούν δυο άτομα: «το ζεύγος αγόρασε για την κρεβατοκάμαρα ένα διπλό κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω μείνει αμανάτι πάνω στο διπλό κρεβάτι
- δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- είμαι στο κρεβάτι, είμαι άρρωστος, είμαι κατάκοιτος: «όσο καιρό ήμουν στο κρεβάτι, δεν ήρθε κανένας να με δει»·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, λέγεται ιδίως για γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, πολύ πλαδαρή: «δεν πάει κανένας άντρας μαζί της, επειδή, όπως βλέπεις κι εσύ, είναι ένα κρεβάτι κρέας»·
- έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, βλ. λ. τούβλο·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βλ. λ. χήρα·
- κάνω καλό κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι με τέχνη, είμαι γνώστης των μυστικών του έρωτα: «η τάδε κάνει καλό κρεβάτι»·
- κάνω κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι: «χτες βράδυ έκανα κρεβάτι με την τάδε»·
- κάνω το κρεβάτι μου, βλ. φρ. στρώνω το κρεβάτι μου·
- κρεβάτι εκστρατείας, φορητό πτυσσόμενο κρεβάτι: «στην κατασκήνωση κοιμόμασταν σε κρεβάτια εκστρατείας»·
- με ρίχνει στο κρεβάτι (ενν. κάποια ασθένεια), με προσβάλλει σοβαρά, ώστε αναγκάζομαι να μείνω κλινήρης: «άρπαξα τέτοια γρίπη, που μ’ έριξε στο κρεβάτι»·
- μένω στο κρεβάτι, μένω κλινήρης λόγω αδιαθεσίας ή ασθένειας: «σήμερα δεν ένιωθα καλά κι έμεινα στο κρεβάτι»·
- μικρός (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, βλ. λ. μάτι·
- μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, α. μόλις ξύπνησα: «αχ, μη μου βάζεις δύσκολα, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο. β. μόλις έχει αποκατασταθεί η υγεία μου: «νιώθω μια αδυναμία, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι»·  
- μονό κρεβάτι, όπου μπορεί να κοιμηθεί ένα άτομο: «άφησε το ζευγάρι να κοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα κι αυτός κοιμήθηκε σ’ ένα μονό κρεβάτι»·
- μπαίνω στο κρεβάτι, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο κρεβάτι·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, αρρωσταίνω σοβαρά και μένω κλινήρης: «έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι, γιατί άρπαξε γερή πούντα»· βλ. και φρ. πέφτω στο κρεβάτι·
- πέφτω στο κρεβάτι, ξαπλώνω να κοιμηθώ: «μην κάνετε φασαρία, γιατί ο παππούς έπεσε στο κρεβάτι»· βλ. και φρ. πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι·
- πουτάνες στα κρεβάτια σας! βλ. λ. πουτάνα·
- σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, α. ξυπνώ: «κάθε πρωί στις επτά σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να πάω στη δουλειά μου || τι ώρα σηκώνεσαι το πρωί απ’ το κρεβάτι;». β. αποκατασταίνεται η υγεία μου: «ήταν άρρωστος, αλλ’ απ’ ό,τι ξέρω προχτές σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι»·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα· 
- στριφογυρίζω στο κρεβάτι, δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες: «όλο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι»·
- στρώνω κρεβάτι, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω δουλειά που θα μου αποφέρει κέρδη χωρίς ιδιαίτερο κόπο, κοιτάζω πώς θα βγάλω λεφτά χωρίς να κουραστώ: «ετοιμάζω τώρα μια κομπίνα, που, αν κάτσει, στρώνω κρεβάτι για μια ζωή κι εξαφανίζομαι απ’ την πιάτσα». Αναφορά στο έθιμο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο η μελλόνυμφη προσκαλεί συγγενείς και φίλους στο τελετουργικό στρώσιμο του γαμήλιου κρεβατιού, μέρος του οποίου είναι και το χρύσωμα ή ασήμωμα, δηλ. το πέταγμα χρημάτων επάνω σε αυτό, ως βοήθημα για τον πρώτο καιρό του ζευγαριού·
- στρώνω το κρεβάτι μου, α. τακτοποιώ το κρεβάτι μου μετά από τον ύπνο: «κάθε πρωί, πριν φύγω απ’ το σπίτι, στρώνω το κρεβάτι μου». β. ετοιμάζω το κρεβάτι μου για να κοιμηθώ: «δεν πας να στρώσεις το κρεβάτι, ρε μάνα, γιατί άρχισα να κουτουλώ;». (Λαϊκό τραγούδι: θλιμμένο δειλινό με κάνεις και πονώ. Πού είναι η αγάπη μου να στρώσει το κρεβάτι μου γλυκά να κοιμηθώ
- τη ρίχνω στο κρεβάτι, (για γυναίκες) κάνω έρωτα μαζί της, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μέχρι τώρα έριξα την τάδε πέντε φορές στο κρεβάτι»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στο κρεβάτι·
- την πάω στο κρεβάτι, (για γυναίκες), βλ. συνηθέστ. τη ρίχνω στο κρεβάτι·
- το κρεβάτι του πόνου, λέγεται στην περίπτωση που ο ασθενής ταλαιπωρείται από επώδυνη αρρώστια: «τρεις μήνες βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου χτυπημένος από την κακιά, ώσπου πέθανε κι ησύχασε ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: μες το κρεβάτι αυτό του πόνου το Χάρο να ’ρθει παρακαλώ, να με γλιτώσει, γλυκιά μου μάνα, απ’ το μαρτύριο τούτο το κρυφό
- τον ρίχνω στο κρεβάτι, (για ασθένειες) τον αρρωσταίνω, τον υποχρεώνω να μείνει κλινήρης: «η γρίπη τον έριξε στο κρεβάτι»·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.

λάκκος

λάκκος, ο, ουσ. [<αρχ. λάκκος], ο λάκκος· ο τάφος: «μόλις έβαλαν τον πατέρα του στο λάκκο, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει για πάντα». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο·
- βρίσκομαι στο λάκκο, περνώ δύσκολη οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «όταν βρίσκομαι στο λάκκο, δε θέλω ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω κανέναν»·
- βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια, α. βρίσκομαι σε οικτρή οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «μέρες τώρα δε μιλιέται, γιατί βρίσκεται στο λάκκο με τα φίδια». β. περιστοιχίζομαι από αποβράσματα της κοινωνίας, συναναστρέφομαι πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, μεγάλους απατεώνες: «πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα στο λάκκο με τα φίδια κι ήμουν πολύ τυχερός που ξεπερνούσα την κατάσταση ανώδυνα»·
- βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια. Αναφορά στο Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης·
- είμαι στο λάκκο, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο·
- είμαι στο λάκκο με τα φίδια, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια·
- είμαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε σκοτώσω και, κατ’ επέκταση, θα σε καταστρέψω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου ανοίξω το λάκκο»·
- κάτι λάκκο έχει η φάβα, βλ. συνηθέστ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα·
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα, (ενν. για να πίνει τόσο λάδι), η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να φαίνεται απλή ή τίμια, όμως κάτι ύποπτο συμβαίνει, που μπορεί να κρύβει παγίδες ή να έχει συνέπειες: «για να δεχτεί τόσο εύκολα αυτός να συμφωνήσει με τα λεγόμενά σου, κάποιο λάκκο έχει η φάβα»·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. φρ. μου σκάβει το λάκκο·
- μου σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό μου, την καταστροφή μου, με υπονομεύει, προσπαθεί να με εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «είμαι σίγουρος πως, επειδή με ζηλεύετε, κάποιος απ’ όλους σας μου σκάβει το λάκκο». (Λαϊκό τραγούδι: φίλος και γυναίκα το λάκκο μου μου σκάψανε, με κάψανε, αχ! με κάψανε! 
- μπήκε στο λάκκο, πέθανε: «αυτόν που ζητάς, μπήκε στο λάκκο πριν από ένα χρόνο»·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, λέγεται για τους διπρόσωπους που όταν είμαστε παρόντες προσποιούνται το φίλο ενώ μόλις αποχωρούμε μηχανεύονται το κακό μας: «να προσέχεις τον τάδε γιατί, ενώ μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους». Συνών. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. φρ. όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, όποιος μηχανεύεται το κακό ή την καταστροφή κάποιου, όποιος υπονομεύει κάποιον, πολλές φορές πέφτει ο ίδιος θύμα των μηχανορραφιών του·
- πέφτω σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, α. κάνω λάθος σε κάτι και αντιμετωπίζω σοβαρό πρόβλημα: «εδώ και καιρό έχω πέσει σε λάκκο και δεν μπορώ ακόμα να ξεμπλέξω». β. αντιμετωπίζω δύσκολη οικονομική κατάσταση: «είναι σε μαύρα χάλια, γιατί έπεσε στο λάκκο με την τελευταία δουλειά που επιχείρησε να κάνει»·
- πέφτω στο λάκκο με τα φίδια, καταντώ να συναναστρέφομαι με αποβράσματα της κοινωνίας, με πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, με μεγάλους απατεώνες: «απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, δεν τον θέλει κανένας στην παρέα του || απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, καταστράφηκε»·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο λάκκο με τα φίδια·
- σκάβω μόνος μου τα λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, ενεργώ τόσο ανεύθυνα ή τόσο παράτολμα, που είναι σαν να επιδιώκω την καταστροφή μου: «πρόσεξε καλά γιατί, αν συμφωνήσεις σ’ αυτή τη δουλειά, είναι σαν να σκάβεις το λάκκο σου με τα ίδια σου τα χέρια»·
- σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- τον παράχωσαν στο λάκκο του, τον έθαψαν: «μόλις τον παράχωσαν στο λάκκο του, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει μια για πάντα»·
- του ανοίγει το λάκκο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο·
- του σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό του, την καταστροφή του, τον υπονομεύει, προσπαθεί να τον εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «τον πλησίασε μόνο και μόνο για να του σκάψει το λάκκο κι αυτός δεν παίρνει μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: άλατης διαβολάκο, τ’ αφεντικά της κόλασης σου σκάψανε το λάκκο).

λάσπη

λάσπη, η, ουσ. [<μσν. λάσπη], η λάσπη. 1. (υποτιμητικά) οτιδήποτε μοιάζει με λάσπη, η πολτώδης μάζα: «έγινε λάσπη το φαγητό». 2. άτομο χωρίς την παραμικρή ενεργητικότητα: «πολύ λάσπη ο τάδε που μου σύστησες!». 3. κατάσταση ηθικής κατάπτωσης, ο ηθικός βόρβορος, ο ηθικός βούρκος: «δεν ακούει τις συμβουλές κανενός, γιατί έχει μάθει στη λάσπη». 4. η βρομερή κατηγορία, η συκοφαντία: «λάσπη από δω, λάσπη από κει, κοντεύει να τρελαθεί ο άνθρωπος!». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. λ. καιρός·
- βγαίνω απ’ τη λάσπη, α. αποκτώ ξανά την οικονομική μου ευρωστία, ξελασπώνω: «έπεσε έξω στην πρώτη του δουλειά, αλλά δούλεψε σαν τον είλωτα και κατάφερε να βγει απ’ τη λάσπη». β. συνέρχομαι από τις καταχρήσεις, εγκαταλείπω τη βρόμικη, τη διεφθαρμένη ζωή: «ήταν χρόνια στην πρέζα, αλλά τα κατάφερε και βγήκε απ’ τη λάσπη»·
- γίνομαι λάσπη, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πήγαμε να πιούμε κάνα δυο ποτηράκια και στο τέλος γίναμε λάσπη». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι λάσπη, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «θέλω να με πας μέχρι το σπίτι, γιατί ήπια αρκετά και είμαι λάσπη». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κόβω λάσπη ή το κόβω λάσπη, εξαφανίζομαι από ένα μέρος τρέχοντας, αποχωρώ από κάπου γρήγορα, γιατί προμηνύεται κάποιο κακό: «μόλις τον είδα να στρίβει απ’ τη γωνία, το έκοψα λάσπη, γιατί του χρωστάω ένα σωρό λεφτά || κατάλαβα νωρίς ότι είναι σκέτη απάτη η δουλειά κι έκοψα λάσπη»·
- κόβε λάσπη! ή κόψε λάσπη!  (απειλητικά ή προειδοποιητικά) φύγε, απομακρύνσου, γιατί προμηνύεται κάποιο κακό: «κόψε λάσπη, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, θ’ αγριέψουν τα πράγματα!»·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στη λάσπη, βλ. λ. γουρούνι·
- κυλώ στη λάσπη ή κυλιέμαι στη λάσπη, διαφθείρομαι εντελώς, ξεπέφτω στην έσχατη διαφθορά: «ήταν καλό παιδί, αλλά έμπλεξε με κακές παρέες και κύλησε στη λάσπη || έμπλεξε με τους ναρκομανείς και κυλίστηκε στη λάσπη»·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, όποιος δεν προσέχει τις συναναστροφές του, τις ενέργειές του, βγαίνει συνήθως ζημιωμένος. Συνών. όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί·
- όταν ξεραθεί η λάσπη θα πέσει, με την πάροδο του χρόνου θα αποκαλυφθεί η συκοφαντία και θα αποδοθεί δικαιοσύνη: «θ’ αντέξω σ’ όλες τις κατηγορίες που μου αποδίδουν, γιατί όταν ξεραθεί η λάσπη θα πέσει»·
- πετώ λάσπη, βλ. φρ. ρίχνω λάσπη·
- πόλεμος λάσπης, βλ. λ. πόλεμος·
- ρίχνω λάσπη, κατηγορώ, συκοφαντώ κάποιον χωρίς να έχει κάνει κάτι κακό, αλλά μόνο και μόνο για να τον σπιλώσω, λασπολογώ: «οι πολιτικοί αντίπαλοι ρίχνουν συνεχώς λάσπη ο ένας στον άλλον»·
- ρίχνω λάσπη στον ανεμιστήρα, βλ. λ. ανεμιστήρας·
- τον κάνω λάσπη, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά, όταν καθίσαμε να πιούμε, τον έκανα λάσπη». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, βλ. λ. πόλεμος.

λαχείο

λαχείο, το, ουσ. [νεότ. λαχείον, από το θέμα λαχ- του ρ. λαγχάνω + κατάλ. -είον], το λαχείο. 1. απρόβλεπτο κέρδος: «αυτά τα λεφτά που πήρα απ’ την κληρονομιά ήταν λαχείο για μένα». 2α. απρόβλεπτη κατάσταση που μας ωφελεί ή μας συμφέρει: «αυτή η δουλειά ήταν λαχείο για μένα». Από το ότι δεν μπορεί να προβλέψει κάποιος, όταν αγοράζει ένα λαχείο, αν θα κερδίσει. β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «το Σαββατοκύριακο θα έχω την πεθερά μου στο σπίτι. -Ωραίο λαχείο!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει, βρε παιδιά, αχ, πιο βαρύ φορτίο, από την πεθερά χειρότερο λαχείο). 3. απρόβλεπτο εύρημα: «με την πείνα που είχα, το πορτοφόλι που βρήκα στο δρόμο ήταν για μένα λαχείο». (Λαϊκό τραγούδι: τη γόπα την εγλέπαμε σα να ’τανε λαχείο κι όταν την εφουμέρναμε ντουγρού για το κουρείο). 4. υπόθεση που η καλή έκβασή της καθορίζεται σε μεγάλο ποσοστό από την τύχη: «πήρα μια δουλειά που είναι λαχείο, γιατί δεν ξέρω αν θα κερδίσω απ’ αυτή ή όχι». Από το ότι, όταν αγοράζει κάποιος ένα λαχείο, δεν ξέρει αν θα κερδίσει. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βρήκα λαχείο, βλ. συνηθέστ. μου ’ρθε λαχείο. (Λαϊκό τραγούδι: όλο την κυρά μας κάνεις, ξέρω τη δουλειά που κάνεις, ψάχνεις για να βρεις λαχείο, έλα Μάρω μου στο θείο
- είναι λαχείο, βλ. φρ. είναι λαχνός, λ. λαχνός·
- κλήρωσαν τα λαχεία, αποφασίστηκε ή πραγματοποιήθηκε κάτι τελεσίδικα: «τώρα που αποφάσισες να δουλέψεις, κλήρωσαν τα λαχεία, γιατί τη δώσαμε σε άλλον τη δουλειά». Από το ότι, όταν κληρωθούν τα λαχεία, λήγει και η περίοδος πώλησής τους· 
- μου ’πεσε λαχείο, α. (ειρωνικά) έκφραση απογοήτευσης για την αποτυχημένη εκλογή του ερωτικού μας συντρόφου ή για την αποτυχημένη εκλογή ατόμου για τη διεκπεραίωση κάποια δουλειάς ή υπόθεσής μας: «μου ’πεσε λαχείο μια γκόμενα, που δεν μπορώ να τη συμμαζέψω απ’ τα ξενυχτάδικα || μου ’πεσε λαχείο ένας λογιστής, που σίγουρα θα με στείλει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άφησες μ’ άφησες με την ψυχή στο στόμα κι όμως σ’ αγαπώ εγώ ακόμα· η φωτιά που μ’ άναψες δε σβήνει· μου ’πεσες λαχείο·τι να γίνει;). β. (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα: «η συνταξιοδότηση του ανταγωνιστή μου, μου ’πεσε λαχείο». (Λαϊκό τραγούδι: για κοίταξε, βρε πλάση, και τώρα δώσε βάση, αν έχω στο κορίτσι όξω πέσει· είναι στις χίλιες πρώτη, και ρώτα και το Χιώτη· θαρρείς και το λαχείο μου ’χει πέσει)· βλ. και φρ. μου ’ρθε λαχείο·
- μου ’πεσε το λαχείο, κέρδισα το λαχείο και, κατ’ επέκταση, τα χρήματα που αυτό απονέμει: «όταν μου ’πεσε το λαχείο πριν από πέντε χρόνια, για ένα διάστημα τρελάθηκα στα ταξίδια». Είναι γνωστό βέβαια το λογοπαίγνιο: αν σου πέσει το λαχείο, τι θα κάνεις; -Θα σκύψω να το πάρω·
- μου ’πεσε το πρώτο λαχείο, βλ. φρ. πήρα το πρώτο λαχείο·  
- μου ’ρθε λαχείο, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα: «με τη φτώχεια που περνούσα, φίλε μου, αυτή η κληρονομιά μου ’ρθε λαχείο!». (Λαϊκό τραγούδι: μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα, κοντά στο δημαρχείο, μια νοστιμούλα γνώρισα που μου ’ρθε σα λαχείο). Συνών. μου ’ρθε αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καλούπι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε κουστούμι / μου ’ρθε κουτί·
- ο γάμος είναι λαχείο, βλ. λ. γάμος·
- ο Εβραίος παίζει λαχείο κι όχι λαχεία, βλ. λ. Εβραίος·
- παίζω λαχεία, είμαι μανιώδης παίχτης του τυχερού αυτού παιχνιδιού: «είναι δέκα χρόνια που παίζω λαχεία, αλλά μέχρι σήμερα δεν κέρδισα τίποτα»·
- πήρα το (πρώτο) λαχείο, κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου, μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός: «είμαι πολύ τυχερός, γιατί, τη στιγμή που βρισκόμουν σε απελπιστική θέση, πήρα το πρώτο λαχείο και γλίτωσα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που πήρα το πρώτο λαχείο τις τετρακόσιες χιλιάδες μετρητά, τώρα θα δείτε πώς γλεντούνε μεγαλείο και πώς μασάνε τις χήνες μια φορά
- την έκανα λαχείο, α. (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να κοροϊδεύει γέρο άνθρωπο, την έκανα λαχείο και τον έσπασα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στο εθνόσημο /  τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα λάμπα / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ. β.αισθάνομαι απόλυτη ευχαρίστηση, απόλυτη ικανοποίηση: «γνώρισα μια γκομενάρα χτες βράδυ και την έκανα λαχείο». Από την εικόνα του ατόμου που κέρδισε το λαχείο και νιώθει πολύ χαρούμενος. Συνών. την έκανα λώλα (β) / την έκανα τζαζ (β).

λαχνός

λαχνός, ο, ουσ. [<μσν. λαχνός], ο λαχνός·
- βάζουμε στο λαχνό, βλ. συνηθέστ. βάζουμε στον κλήρο, λ. κλήρος·
- είναι λαχνός, λέγεται για οτιδήποτε του οποίου η αίσια έκβαση είναι θέμα τύχης: «αν και είναι λαχνός αυτή η δουλειά, εγώ θα την επιχειρήσω». (Λαϊκό τραγούδι: είναι λαχνός η παντρειά και δεν ξέρεις τι θα πέσει το κορίτσι που θα πάρεις, το κορίτσι που σ’ αρέσει
- μου ’λαχε ο λαχνός, βλ. συνηθέστ. μου ’λαχε ο κλήρος, λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο λαχνός, βλ. συνηθέστ. μου ’πεσε ο κλήρος, λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός ή μου ’τυχε ο πρώτος λαχνός, βλ. φρ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, λ. αριθμός·
- πήρα τον πρώτο λαχνό, βλ. συνηθέστ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, λ. αριθμός·
- ρίχνουμε το λαχνό, βλ. συνηθέστ. ρίχνουμε τον κλήρο, λ. κλήρος·
- τραβώ λαχνό, βλ. συνηθέστ. τραβώ κλήρο, λ. κλήρος.  

λεπίδι

λεπίδι, το, ουσ. [<μτγν. λεπίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λεπίς], το λεπίδι· κοφτερό μαχαίρι: «τράβηξε το λεπίδι του και τον πήρε στο κυνήγι»·
- έπεσε λεπίδι, επιβλήθηκαν αυστηρές τιμωρίες ή μαζικές απολύσεις: «μόλις ανέλαβε η καινούρια κυβέρνηση, έπεσε λεπίδι στο δημοσιοϋπαλληλικό κλάδο». Συνήθως, για μεγαλύτερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί η λ. άγριο·
- τον πέρασε από λεπίδι, τον έσφαξε: «του την έστησε ένα βράδυ σ’ ένα στενό και τον πέρασε από λεπίδι»·
- τους πέρασαν από λεπίδι, δηλώνει ομαδική σφαγή: «όλους τους αιχμαλώτους τους πέρασαν από λεπίδι».

λεφτά

λεφτά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. λεφτό <λεπτόν (= 1/100 της δραχμής και του ευρώ)], τα χρήματα. (Λαϊκό τραγούδι: ας είχα την υγειά μου κι ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δε με γιατρεύουν το βλέπω δυστυχώς). Πολύ σπάνια ακούγεται και στον ενικό το λεφτό: «υπάρχει κανένα λεφτό να μου δώσεις;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να σε παντρευτώ δίχως προίκα ούτε λεφτό, θέλω την καρδιά σου, πες το της μαμάς σου). Υποκορ. λεφτάκια κ. λεφτούλια κ. λεφτουδάκια, τα (βλ. λ.). (Ακολουθούν 128 φρ.)·
- αέρα λεφτά! βλ. λ. αέρας·
- αλλάζω λεφτά, βλ. φρ. αλλάζω τα λεφτά μου (β)·
- αλλάζω τα λεφτά, ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα μικρότερης αξίας, κάνω ψιλά: «μπορείς να μ’ αλλάξεις αυτά τα λεφτά σε δεκάρικα;»·
- αλλάζω τα λεφτά μου, α. δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω, γυρίζω τα λεφτά μου: «είναι κακός έμπορος κι όσο κι αν φαίνεται πως έχει δουλειά, μάλλον αλλάζει τα λεφτά του». Συνών. γυρίζω τα λεφτά μου / τζιράρω τα λεφτά μου. β. ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να φύγω στην Αγγλία, πρέπει να πάω στην τράπεζα ν’ αλλάξω τα λεφτά μου με λίρες»·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, έκφραση με την οποία αρνείται κανείς να δώσει σε κάποιον το χρηματικό ποσό που του ζητάει δανεικό, υπονοώντας πως είναι γι’ αυτόν υπέρογκο ποσό·
- αξίζει τα λεφτά του, βλ. φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. φρ. από λεφτά να φαν’ κι οι κότες·
- από λεφτά να φάν’ κι οι κότες, υπάρχουν άφθονα: «ό,τι του κάνει κέφι τ’ αγοράζει αμέσως, γιατί από λεφτά να φάν’ κι οι κότες»·
- αυτά είναι λεφτά! θαυμαστική έκφραση για πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό: «ο τάδε κέρδισε στο τζόκερ ένα δις. -Αυτά είναι λεφτά!»·
- βάζω λεφτά στην τράπεζα, κάνω κατάθεση, αποταμιεύω: «εδώ και πολύ καιρό βάζω λεφτά στην τράπεζα για την προίκα της κόρης μου»·
- βγάζει αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- βγάζει γλυκά λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «έχει ένα μπαράκι στο κέντρο της πόλης και βγάζει γλυκά λεφτά»·
- βγάζει ζεστά λεφτά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος συναλλάσσεται τοις μετρητοίς: «έχει ανοίξει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και βγάζει ζεστά λεφτά»·
- βγάζει καλά λεφτά, κερδίζει αρκετά χρήματα: «έχει ένα φαστφουντάδικο μέσα στην αγορά και κερδίζει καλά λεφτά»·
- βγάζει λεφτά, κερδίζει χρήματα: «είναι έξυπνος άνθρωπος, γιατί, με κάθε δουλειά που κάνει, βγάζει λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: τα φτωχαδάκια ξέρουνε, ξέρουν να τα σκορπάνε και τα λεφτά που βγάζουνε ξέρουν να τα χαλάνε
- βγάζει λεφτά με ουρά, κερδίζει πάρα πολλά λεφτά από τη δουλειά του: «έχει ένα χρυσοχοείο και βγάζει λεφτά με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει τρελά λεφτά, α. κερδίζει πολλά χρήματα: «έχει το μεγαλύτερο σούπερ μάρκετ της πόλης μας και βγάζει τρελά λεφτά». β. κερδίζει χρήματα χωρίς κόπο ή χωρίς να διακινδυνεύει σπουδαίο χρηματικό κεφάλαιο: «πάω να σκάσω μ’ αυτό τον άνθρωπο, γιατί χωρίς τίποτα βγάζει τρελά λεφτά»·
- βγάζει χοντρά λεφτά, κερδίζει πολλά λεφτά: «είναι μεγαλέμπορος και βγάζει χοντρά λεφτά»·
- βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα, κάνω ανάληψη: «θέλω ν’ αγοράσω ένα πλυντήριο, γι’ αυτό πάω να βγάλω λεφτά απ’ την τράπεζα»·
- γεννάνε τα λεφτά του, πολλαπλασιάζονται: «έβαλε όλες του τις οικονομίες στο χρηματιστήριο κι από τότε γεννάνε τα λεφτά του»·
- γλεντώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω σε γλέντια και διασκεδάσεις: «εγώ δεν είμαι κορόιδο να κάνω καταθέσεις, εγώ γλεντώ τα λεφτά μου»·
- γλυκά λεφτά, τα χρήματα που κερδίζει κανείς χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «κανείς δεν είπε όχι στα γλυκά λεφτά»·
- γυρίζω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «ο κόσμος βλέπει το μαγαζί γεμάτο και νομίζει πως έχω δουλειά, αλλά εγώ γυρίζω τα λεφτά μου, γιατί έχω ανάγκη από μετρητά». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / τζιράρω τα λεφτά μου·
- δε βαστώ λεφτά απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- δε λυπάμαι τα λεφτά ή τα λεφτά δε τα λυπάμαι, τα ξοδεύω χωρίς να τα υπολογίζω: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό δε λυπάμαι τα λεφτά και τα τρώω μέχρι δεκάρας». (Λαϊκό τραγούδι: τα μπουζούκια θα φωνάξω στο τραπέζι μας και θα παίξουνε απόψε για το κέφι μας. Τα λεφτά δεν τα λυπάμαι, όσα έχω θα τα φάμε, χαλάλι σου, για πάρτη σου
- δεν έχω λεφτά απάνω μου ή δεν έχω απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δεν κλαίω τα λεφτά μου ή τα λεφτά μου δεν τα κλαίω, τα ξοδεύω με ευχαρίστηση, χωρίς να μετανιώνω: «μ’ αρέσουν οι διασκεδάσεις και δεν κλαίω τα λεφτά μου, όταν πρόκειται να διασκεδάσω». (Λαϊκό τραγούδι: όπα είπα, όπα λέω, τα λεφτά μου δεν τα κλαίω
- δεν κρατώ λεφτά απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου λεφτά, α. φιλοφρονητική συνήθως έκφραση, ιδίως για να ευχαριστήσουμε κάποιον που μας κολακεύει με τα λόγια του ή που θεωρεί πως είμαστε πολύ μικρότεροι από την πραγματική μας ηλικία. Συνών. να σας στείλω λουλούδια. β. δεν τα διαθέτω, δεν τα έχω, δε μου βρίσκονται αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή που μιλάμε (χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι είμαι φτωχός): «πέρνα αύριο απ’ το γραφείο μου να σου δώσω το ποσό που σου χρειάζεται, γιατί τώρα δεν κρατώ λεφτά απάνω μου»·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, δε με υπολογίζει κανείς, δεν έχω την εκτίμηση του κόσμου, χρεοκοπώ ηθικά: «εμένα γιατί δε με φωνάξατε να βοηθήσω, δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου; || φαίνεται πως δεν περνούν πια τα λεφτά μου για να μη με θέλουν στην παρέα τους»·
- δεν περνούν τα λεφτά σου, α. φιλική απαγορευτική έκφραση σε άτομο, όταν μετά από γεύμα, γλέντι ή διασκέδαση προσφέρεται να πληρώσει το λογαριασμό ή να συμμετάσχει στο ρεφενέ. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α εδώ. β. αρνητική έκφραση σε άτομο που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει για να πετύχει κάποιο σκοπό του·
- δεν πιάνει τα λεφτά του ή δεν τα πιάνει τα λεφτά του, α. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που αγοράστηκαν πιο ακριβά από όσο αξίζουν: «νομίζω πως πλήρωσες παραπάνω, γιατί απ’ ότι βλέπω, αυτό τ’ αυτοκίνητο δεν πιάνει τα λεφτά του». β. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που κατά την πώλησή τους το ποσό της αγοράς δεν μπορεί να καλύψει την πραγματική τους αξία: «είναι πολύ καλός πίνακας, αλλά φοβάμαι ότι, αν πουληθεί, δε θα τα πιάσει τα λεφτά του»·
- δεν πονάω τα λεφτά ή τα λεφτά δεν τα πονάω, βλ. φρ. δε λυπάμαι τα λεφτά. (Λαϊκό τραγούδι: άκουσε πενιές που ρίχνει με τον μπαγλαμά σήκω τώρα να χορέψεις τον καρσιλαμά. Τα λεφτά δεν τα πονάω, όσα έχω θα τα φάω, χαλάλι σου, για πάρτη σου)· 
- δουλεύω τα λεφτά μου, τα τοκίζω, ιδίως όχι νόμιμα αλλά ως τοκογλύφος: «θα σου δανείσω αυτά που σου χρειάζονται αλλά, πρέπει να ξέρεις πως εγώ, δουλεύω τα λεφτά μου»·
- έδωσε αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- είμαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο)μετά από ένα διάστημα που κέρδιζα ή έχανα βρίσκομαι πάλι με τα ίδια λεφτά που είχα όταν ξεκίνησα να παίζω, ρεφάρω: «όλη τη νύχτα έχανα, αλλά, μόλις γύρισε το φύλλο μου, μέσα σε λίγη ώρα ήμουν πάλι στα λεφτά μου»·
- είναι βουτηγμένος στα λεφτά, έχει πάρα πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «απ’ τη στιγμή που είναι βουτηγμένος στα λεφτά, μπορεί να ξοδεύει όσα θέλει»·
- είναι γλυκά τα λεφτά, βλ. φρ. είναι γλυκό το χρήμα, λ. χρήμα·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, (στη νεοαργκό) δηλώνει την πλήρη αποδοχή κάποιου ατόμου ή πράγματος: «αυτός είναι ωραίος άνθρωπος, αλλά η γυναίκα του είναι πάρε όλα τα λεφτά || αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι πάρε όλα τα λεφτά»·
- είναι πολλά τα λεφτά, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για κάποιον ή κάτι που προξενεί μεγάλη έκπληξη ή μεγάλο ενδιαφέρον: «ό,τι και να σου πω για τη γυναίκα που συνόδευε θα είναι λίγο, γιατί είναι πολλά τα λεφτά»· 
- ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. κάρο·
- έπηξε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά· 
- έρχομαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. είμαι στα λεφτά μου·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά, είναι πλούσιος: «αυτός κάνει ό,τι θέλει, γιατί έχει λεφτά»·
- έχει λεφτά με ουρά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι από τους πρώτους μέσα στην πόλη μας, γιατί έχει λεφτά με ουρά»·
- έχει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ.. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το καντάρι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά. (Λαϊκό τραγούδι: είχα λεφτά, πολλά λεφτά, λεφτά με το τσουβάλι, μα τώρα που εφτώχηνα με βλέπουν σα ρετάλι)·
- έχει τα λεφτά, (επιτατικά) είναι πάρα πολύ πλούσιος: «αυτός δεν είναι μόνο πλούσιος, αλλά έχει τα λεφτά». Συνήθως το τα της φρ. τονισμένο·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχεις λεφτά για πέταμα; (ειρωνικά) σου περισσεύουν τα λεφτά σου(;): «μα γιατί κάνεις τέτοια ασυλλόγιστα έξοδα, έχεις λεφτά για πέταμα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως·
- ζεστά λεφτά, τα μετρητά: «είδες εσύ ποτέ κανέναν που να λέει όχι στα ζεστά λεφτά;»·
- ζωντανά λεφτά, βλ. φρ. ζεστά λεφτά·
- κάνω καλά λεφτά, κερδίζω αρκετά χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε καλά λεφτά»·
- κάνω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε λεφτά»·
- κάνω τα λεφτά μου…, ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να ταξιδέψω στην Αγγλία, πάω στην τράπεζα να κάνω τα λεφτά μου λίρες»·
- κατέβαινε τα λεφτά! απειλητική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε τα λεφτά που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε το μαλλί! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)·
- κλαίω τα λεφτά μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος για την αγορά κάποιου αντικειμένου που βγήκε εντελώς άχρηστο ή ακατάλληλο ή για λεφτά που ξόδεψα για νυχτερινή διασκέδαση χωρίς να έχει το ανάλογο αντίκρισμα: «έδωσα τα μαλλιά της κεφαλής μου για ν’ αγοράσω αυτό το πράγμα και τώρα κλαίω τα λεφτά του, γιατί του βγήκε σκάρτο || πήγα στο τάδε κέντρο για να δω το πρόγραμμα, αλλά κλαίω τα λεφτά μου, γιατί ήταν φέσι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ακόμη·
- κόβω καλά λεφτά, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «απ’ τη μέρα που έριξε στην αγορά αυτό το είδος, κόβει καλά λεφτά || έχει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και κόβει καλά λεφτά»·
- κόβω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «είναι ο μόνος που φέρνει αυτό το είδος απ’ το εξωτερικό και κόβει λεφτά»· βλ. και φρ. κόβω χρήμα, λ. χρήμα·
- κολυμπάει στα λεφτά, βλ. φρ. κολυμπάει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- λεφτά θα πάρεις, λέγεται στην περίπτωση που προσφέρουμε σε κάποιον καφέ και κατά τη μεταφορά χύσαμε λίγο στο φλιτζάνι του·
- λυπάται τα λεφτά του, είναι πολύ τσιγκούνης: «δεν τον είδα ούτε μια φορά να διασκεδάζει, γιατί λυπάται τα λεφτά του»·
- με τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. συνηθέστ. με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, λ. παράς·
- με τα λεφτά στο χέρι, με την πρόθεση να πληρώσω κάτι τοις μετρητοίς: «ήρθα ν’ αγοράσω τ’ αυτοκίνητο με τα λεφτά στο χέρι, γι’ αυτό θέλω να μου κάνεις μια καλή έκπτωση»·
- μένω από λεφτά, μου τελειώνουν τα λεφτά που έχω συνήθως επάνω μου: «ήθελα ν’ αγοράσω ακόμη ένα πουκάμισο, αλλά είχα μείνει από λεφτά»·
- να πέφτουν τα λεφτά! κατηγορηματική απαίτηση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου παρέδωσα τη δουλειά, να πέφτουν τα λεφτά!»·
- να τα βράσω τα λεφτά σου! δεν δίνω καμιά αξία, καμιά σημασία στα χρήματα, τα περιφρονώ: «να τα βράσω τα λεφτά σου, γι’ αυτό μη νομίζεις πώς σε κάνω παρέα γι’ αυτά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- ξεσκίζω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω μετά μανίας: «απ’ τη στιγμή που είναι τόσο μικρή η ζωή, ξεσκίζω τα λεφτά μου στα γλέντια»·
- ο βήχας, τα λεφτά και ο έρωτας δεν κρύβονται, βλ. λ. έρωτας·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- όλα τα λεφτά, έκφραση με την οποία δείχνουμε τον απεριόριστο θαυμασμό μας για κάποιον ή για κάτι: «ήταν μια γκομενάρα όλα τα λεφτά || σου αρέσει τ’ αυτοκίνητο που αγόρασα; -Όλα τα λεφτά». (Τραγούδι: όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά).Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου, όπου ο παίχτης έχοντας απόλυτη σιγουριά για το φύλλο του ποντάρει όλα τα λεφτά που έχει μπροστά του·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, όποιος είναι ισχυρός οικονομικά, λέει και κάνει ό,τι θέλει: «αυτός μπορεί να βρίζει όλον τον κόσμο γιατί, όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα». Συνών. έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα·
- παίζονται χοντρά λεφτά, διακυβεύονται πολλά χρήματα είτε σε κάποια εμπορική πράξη είτε σε κάποιο χαρτοπαιχτικό καρέ: «πρέπει να πάρουμε υπεύθυνες αποφάσεις, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση παίζονται χοντρά λεφτά || στο τάδε καρέ παίζονται χοντρά λεφτά και σε κανέναν δεν επιτρέπεται να πλησιάσει»·  
- παίζω τα λεφτά μου, τα ποντάρω σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως τα παίζω σε χαρτοπαίγνιο ή τα διακινδυνεύω κάπου με σκοπό το κέρδος: «από μικρός έχει μάθει να παίζει τα λεφτά του κι είναι πάντα άφραγκος || παίζω τα λεφτά μου στο χρηματιστήριο»·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. φρ. παίρνει χοντρά λεφτά·
- παίρνει χοντρά λεφτά, προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αδρής αμοιβής: «είναι πολύ καλός δικηγόρος και για κάθε υπόθεση που αναλαμβάνει, παίρνει χοντρά λεφτά»· βλ. και φρ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πέσε τα λεφτά! βλ. φρ. να πέφτουν τα λεφτά(!)·
- πεταμένα λεφτά, χρήματα που δαπανήθηκαν ή σπαταλήθηκαν χωρίς ουσιαστικό λόγο ή χωρίς να αποφέρουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα: «μην αγοράζεις αυτό το πράγμα, γιατί είναι πεταμένα λεφτά || πλήρωσα ένα σωρό στους καθηγητές για να τον προγυμνάσουν, αλλά ήταν πεταμένα λεφτά, γιατί ο αχαΐρευτος δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο»·
- πέτσινα λεφτά ή πετσένια λεφτά, το χρηματικό ποσό που έμεινε μόνο στις υποσχέσεις, που, αν και υπογράφηκε σε συναλλαγματική ή επιταγή, ήταν σίγουρο πως δε θα πληρωνόταν από τον οφειλέτη του: «πρόσεχε πολύ τον τάδε έμπορο, γιατί συναλλάσσεται με πέτσινα λεφτά»·
- πετώ τα λεφτά μου (απ’ το παράθυρο), τα διαθέτω για άσκοπη ή ακατάλληλη αγορά, τα ξοδεύω χωρίς λόγο: «πετάει τα λεφτά του σε ασύμφορες αγορές»· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει καλά λεφτά·
- πιάνει λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει τρελά λεφτά·
- πιάνει χοντρά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πλέει στα λεφτά, βλ. συνηθέστ. πλέει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- πού λεφτά για…, δεν υπάρχουν λεφτά για να πραγματοποιήσω αυτό που αναφέρω αμέσως παρακάτω: «θέλω να στείλω το γιο μου στην Ευρώπη να σπουδάσει, αλλά πού λεφτά για σπουδές»·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω αρκετά χρήματα για κάτι: «ήθελα κι εγώ ένα σπιτάκι στη Χαλκιδική κι έριξα καλά λεφτά για να το χτίσω». β. επενδύω, τοποθετώ αρκετά χρήματα κάπου: «σ’ αυτό το εργοστάσιο έριξα καλά λεφτά, γιατί πιστεύω πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω τα λεφτά μου (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω τα χρήματά μου για κάτι: «μ’ αρέσει το καλό ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνω τα λεφτά μου στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ τα χρήματά μου κάπου: «δεν ξοδεύω ούτε ευρώ απ’ ό,τι βγάζω, γιατί ρίχνω τα λεφτά μου σε μια επιχείρηση που έχω με τον αδερφό μου»·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω πολλά χρήματα για κάτι: «έχει ψώνιο με το ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνει τρελά λεφτά στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ πολλά χρήματα κάπου: «έχει ρίξει τρελά λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί πιστεύει πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω χοντρά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. φρ. ρίχνω τρελά λεφτά·
- σηκώνω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. φρ. βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα·
- σκάω τα λεφτά, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ότι κι αν αγοράζω, σκάω τα λεφτά κι ησυχάζω»·
- σκορπώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα. (Λαϊκό τραγούδι: με το ’να χέρι τρυφερά να τη χαϊδεύεις, με τ’ άλλο χέρι τα λεφτά σου να σκορπάς)· βλ. και φρ. χαλώ τα λεφτά μου·
- τα βγάζει τα λεφτά του, καλύπτει τα έξοδά του, το κόστος του, κάνει απόσβεση του κεφαλαίου του: «ξόδεψες πολλά γι’ αυτό το μαγαζί, αλλά, αν το δουλέψεις όπως πρέπει, σε κανένα χρόνο τα βγάζει τα λεφτά του»·
- τα βρήκαμε τα λεφτά! βλ. φρ. τα πιάσαμε τα λεφτά(!)·
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, α. απαιτούνται προσπάθειες και κόποι για να πλουτίσει κανείς: «μόνο με τη σκληρή δουλειά μπορεί κανείς να προκόψει, γιατί τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο». β. αρνητική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει δανεικά λεφτά: «θα μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- τα λεφτά δε μυρίζουν, όταν κανείς κερδίζει χρήματα, δεν ενδιαφέρεται από πού προέρχονται αυτά (δηλ. δεν ενδιαφέρεται αν βγαίνουν με νόμιμο ή παράνομο τρόπο): «όταν πρόκειται να κερδίσει, δε διστάζει να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, γιατί τα λεφτά δε μυρίζουν»·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- τα λεφτά πάνε στα λεφτά, α. αυτός που έχει χρήματα, έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τέτοιες δουλειές που μπορούν να του αποφέρουν κέρδη και έτσι να αυξήσει τα χρήματά του. β. λέγεται με παράπονο από φτωχό άτομο, όταν μαθαίνει πως στην περιουσία κάποιου πλούσιου, προστίθενται νέα χρήματα, ιδίως από κέρδη που αποκομίζει από κάποιο τυχερό παιχνίδι (λαχείο, λότο, τζόκερ κ.ά.). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, απειλητική έκφραση από οπλισμένο άτομο που επιχειρεί να μας ληστέψει·
- τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό, δηλώνει πως ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα προκειμένου να κερδίσει, να αποκτήσει χρήματα: «τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό κι εσύ μου λες αν θα δεχτεί, για ένα τόσο μεγάλο ποσό, να καταθέσει ως ψευδομάρτυρας;». (Λαϊκό τραγούδι: τα λεφτά σταυρώσαν το Χριστό, τα λεφτά τον κόσμο κυβερνάνε κι αν πληγώνεις άλλους, τι μ’ αυτό, τα λεφτά σκεπάζουν ό,τι να ’ναι)·  
- τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του, α. έχει πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί παντρεύει την κόρη του με κάποιον που τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για άτομο που εσφαλμένα θεωρείται πως είναι πλούσιο: «ποιος είναι πλούσιος, ο τάδε; Τι να σου πω, τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του»·
- τα πιάσαμε τα λεφτά! ειρωνική έκφραση, όταν έρχεται ξαφνικά κάποιος ανεπιθύμητος στην παρέα μας ή, όταν μας τυχαίνει απρόβλεπτα κάποια κακοτυχία ή δυσκολία και δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε στη συνέχεια. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- τα πιάνει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) μπορεί να πουληθεί όσο αγοράστηκε, γι’ αυτό καλώς αγοράστηκε. «ό,τι ώρα και να το πουλήσω, τα πιάνει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα ’χει τα λεφτά του·
- τα ’χει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) σωστά αγοράστηκε όσο αγοράστηκε, γιατί ανταποκρίνεται στην αξία του: «το πλήρωσα λίγο ακριβά, αλλά τα ’χει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- τζιράρω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «μην κοιτάς που μπαίνει κόσμος στο μαγαζί, γιατί, με την ακρίβεια που υπάρχει, τζιράρω τα λεφτά μου». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / γυρίζω τα λεφτά μου·
- την πήρε για τα λεφτά της, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος παντρεύτηκε κάποια, μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσια: «για να παντρευτεί μια τόσο άσχημη γυναίκα, πάει να πει πως την πήρε για τα λεφτά της». Πρβλ.: μήπως σε προξενεύουνε καμιά για τα προικιά της; Θα σου χτυπάει στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον αγόρασε με τα λεφτά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, παντρεύτηκε κάποιον, δίνοντάς του μεγάλη προίκα: «μπορεί να είναι άσχημη, αλλά πήρε τον ομορφότερο άντρα της περιοχής μας, γιατί τον αγόρασε με τα λεφτά της»·
- του ’πεσαν πολλά λεφτά, του έτυχαν πολλά λεφτά από λαχείο ή κληρονομιά: «κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου και του ’πεσαν πολλά λεφτά || είχε ένα θείο στην Αμερική και με το θάνατό του του ’πεσαν πολλά λεφτά»·
- του τραβάει λεφτά, του αποσπά έντεχνα λεφτά: «κάνει την ερωτευμένη μαζί του και κάθε τόσο του τραβάει λεφτά»·
- τραβώ λεφτά, κάνω ανάληψη, αποσύρω λεφτά, ιδίως από τράπεζα: «περίμενε να πάω στην τράπεζα να τραβήξω λεφτά κι έρχομαι να σε πληρώσω»·
- τρελάθηκε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά·
- τρώω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω, τα σπαταλώ: «επειδή μια ζωή την έχουμε, εγώ τρώω τα λεφτά μου και δε νοιάζομαι για καταθέσεις»·
- φεύγουν πολλά λεφτά, δίνω, ξοδεύω πολλά χρήματα: «κάθε μήνα έχω καλές εισπράξεις, αλλά φεύγουν και πολλά λεφτά, γιατί έχω πολλά έξοδα». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαμε να γλεντήσουμε να φύγει το μαράζι κι αν φύγανε πολλά λεφτά,χαλάλι, δεν πειράζει
- χαλώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα, ιδίως σε διασκεδάσεις: «δε βάζει τίποτα στην τράπεζα, γιατί έχει μάθει να χαλάει τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- χαλώ τα λεφτά μου με..., ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα: «χαλώ τα λεφτά μου με δολάρια»·
- χαραμίζω τα λεφτά μου, ξοδεύω τα λεφτά μου ανώφελα, άδικα, τα σπαταλώ χωρίς λόγο: «όποιος χαραμίζει τα λεφτά του, είναι ανόητος»·
- χέζεται στα λεφτά, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «χέζεται στα λεφτά ο άνθρωπος και κάθε χρόνο αλλάζει αυτοκίνητο». Συνών. χέζεται στο τάλιρο / χέζεται στο χρήμα·
- χέστηκε στα λεφτά, κέρδισε πάρα πολλά χρήματα: «έκανε μια καινούρια δουλειά και χέστηκε στα λεφτά». Συνών. χέστηκε στο τάλιρο / χέστηκε στο χρήμα.

λίρα

λίρα, η, ουσ. [<ιταλ. lira], χρυσό ή χάρτινο νόμισμα πολλών κρατών, ιδίως της Αγγλίας (στερλίνα). (Λαϊκό τραγούδι: άιντε του καημένου του Μποχώρη του τη σκάσαν στο παπόρι και του πήραν πεντακόσια όλο λίρες κι όλο γρόσια
- βγάζει λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, κερδίζει πάρα πολλά χρήματα: «έχει τρία βαπόρια και βγάζει λίρα με ουρά»·
- έχει λίρα με ουρά ή έχει λίρες με ουρά, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «είναι από τους πρώτους μέσα στην πόλη μας, γιατί έχει λίρα με ουρά». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θέλω πριγκιπέσσα από το Μαρόκο μέσα να ’χει λίρα με ουρά, να γυναίκα μια φορά
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, το ήθος, η ευγένεια του χαρακτήρας, τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου, δε χάνονται με τις ατυχίες της ζωής, τη δυστυχία ή τη φτώχεια: «κάποτε ήταν πλούσιος, αλλά παρόλο που ξέπεσε, εξακολουθεί να έχει ανώτερο χαρακτήρα, γιατί η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι». Συνών. ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει / ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει·
- λίρα Αγγλίας, έχει πολύ σταθερό χαρακτήρα και μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί με σιγουριά: «ό,τι και να μου συμβεί, πηγαίνω στον τάδε να με βοηθήσει, γιατί είναι λίρα Αγγλίας»·
- λίρα εκατό, βλ. φρ. λίρα Αγγλίας·
- τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), βλ. λ. μυαλό.

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

λύκος

λύκος, ο, θηλ. λύκαινα, η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. λύκος], ο λύκος. 1α. το λυκόσκυλο: «επειδή το σπίτι του βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία, έχει πάρει έναν λύκο για να το φυλάει». β. άνθρωπος άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «μην κάνεις συνεταιρισμό μ’ αυτόν το λύκο, γιατί θα σε γδάρει». 2. ο επικρουστήρας παλιών πυροβόλων όπλων, ο κόκορας: «σήκωσε το λύκο και σημάδεψε». 3. επώδυνη μακροχρόνια δερματοπάθεια, που διαβρώνει τους ιστούς του δέρματος: «είχε ένα πρόβλημα με το δέρμα του κι όταν ο δερματολόγος διέγνωσε λύκο, πανικοβλήθηκε ο φουκαράς». 4. γενική ονομασία διάφορων παρασιτικών φυτών: «κάθε τόσο καθαρίζει το λύκο απ’ τον κήπο του, γιατί μπορεί και να του πνίξουν τα φυτά». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) ο κρατούμενος που υπολογίζεται ως αρχηγός: «μόλις μπαίνει ο λύκος μέσα στο θάλαμο, όλοι στέκονται σούζα». (Ακολουθούν 52 φρ.)·
- άι στο λύκο! βλ. φρ. άι στον κόρακα! λ. κόρακας·
- απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος ή ο λύκος απ’ τα μετρημένα τρώει, λέγεται γι’ αυτούς που έχουν την εντύπωση πως με την υπερβολική προφύλαξη της περιουσίας τους αποφεύγουν το ενδεχόμενο κλοπής ή σφετερισμού της: «αν θέλω να σε κλέψω, φίλε μου, θα σε κλέψω, γιατί πρέπει να ξέρεις πως απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος»·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, αυτός που ξέρει να έχει υπομονή, με τον καιρό επιβάλλεται και σε άτομο που μπορεί να είναι και ισχυρότερό του: «κράτα τα νεύρα σου και τους θυμούς σου γιατί, αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει»·
- άφησαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. συνηθέστ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, διέφυγα από μεγάλο, από θανάσιμο κίνδυνο: «την τελευταία στιγμή πετάχτηκα έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο, που έπεσε στο γκρεμό, και γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα»·
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, λέγεται στην περίπτωση που αναθέτουν τη φύλαξη κάποιων πραγμάτων σε άτομο αναξιόπιστο. Συνών. έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες·
- είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, λέγεται για εκείνους τους φίλους που ενώ έχουμε τη σιγουριά πως μας είναι πιστοί, στην πραγματικότητα μας προδίνουν και συμμαχούν με τους εχθρούς μας: «εγώ του εμπιστευόμουν όλα τα μυστικά της δουλειάς μου κι αυτός πήγαινε και τα μετέφερε στον ανταγωνιστή μου, και μέχρι να καταλάβω πως είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, έπαθα μεγάλη ζημιά». Ο πλ. και όταν μιλάμε μόνο για τον εαυτό μας· 
- έπεσα στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. έπεσα στου λύκου το στόμα·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα ’πεφτα στου λύκου το στόμα, δε θ’ αποφάσιζα να πάω μ’ αυτούς τους ορειβάτες!»·
- θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. λ. πρόβατο·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, λέγεται για τους αχάριστους, που βλάπτουν τους ευεργέτες τους: «όσες φορές είχε ανάγκη, τον βοηθούσε, αλλ’ αυτός, αντί για ευχαριστώ, ψευδομαρτύρησε σε βάρος του στο δικαστήριο. -Θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι». Συνών. φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι·
- και τα πρόβατα σωστά και ο λύκος χορτάτος, βλ. λ. πρόβατο·
- κάποιος λύκος θα ψόφησε, α. λέγεται με απορία στην περίπτωση που κάποιος ενεργεί αντίθετα προς τις συνήθειές του: «μπορεί να μη δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, όμως εμένα τα δανεικά που του ζήτησα μου τα ’δωσε αμέσως. -Κάποιος λύκος θα ψόφησε, γιατί αυτός είναι μεγάλος τσιγκούνης». β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που έρχεται ξαφνικά να μας επισκεφτεί ύστερα από πάρα πολύ καιρό: «βρε βρε, κάποιος λύκος θα ψόφησε για να ’ρθεις να με δεις». Συνών. κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε·
- λύκος με μορφή προβάτου, λέγεται για σκληρό, για αιμοβόρο άτομο, που μας ξεγελάει με το παρουσιαστικό του, γιατί έχει καλοκάγαθο πρόσωπο: «μην σε ξεγελάνε τα ευγενικά του χαρακτηριστικά, γιατί είναι λύκος με μορφή προβάτου»·
- λύκος μεταμφιεσμένος σε πρόβατο, βλ. φρ. λύκος με μορφή προβάτου·
- λύκος στα πρόβατα, έκφραση με την οποία τονίζουμε τις επιπτώσεις που έχει κανείς, όταν λέει συνεχώς ψέματα: «επειδή μας λέει συνεχώς ψέματα δεν τον πιστέψαμε, όταν μας είπε μια φορά αλήθεια και την έπαθε όπως με το λύκος στα πρόβατα, γιατί δεν τον βοηθήσαμε». Αναφορά σε μύθο του Αισώπου·   
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, αντιμετώπισα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα μ’ έστελναν στου λύκου το στόμα, θα καθόμουν στ’ αβγά μου»·
- μαύρος λύκος να σε φάει! είδος κατάρας·
- με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο; με ποιανού το μέρος είσαι, με του αδύνατου ή του δυνατού, με το μέρος του καλού ή του κακού(;): «ξέχνα για λίγο το συμφέρον σου και θέλω να μου μιλήσεις με το χέρι στην καρδιά. Με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο;»·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μπήκα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «είμαι δασοπυροσβέστης και δεν ξέρεις πόσες φορές, πέρσι με τις πυρκαγιές, μπήκα στου λύκου το στόμα»·
- να σε φάει ο λύκος! είδος κατάρας, που λέγεται χάριν αστεϊσμού. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα που·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, ο λύκος δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, το χούι δεν τ’ αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, δηλώνει πως περισσότερα κατορθώνει κανείς με την εξυπνάδα, την πονηριά, παρά με τη σωματική δύναμη: «ο άλλος ήταν πολύ πιο δυνατός, αλλά του ’κανε ένα τσαλιμάκι ο δικός σου και τον ξάπλωσε κάτω. -Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη»·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, το ήθος ή ο κακός χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει με τα χρόνια·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, λέγεται για τους ισχυρούς, τους έξυπνους ή τους πλεονέκτες, που δε μένουν ικανοποιημένοι με μικρά οφέλη: «για να μου εγκρίνει το δάνειο, ήθελε το τριάντα τοις εκατό ο αθεόφοβος. -Ο λύκος με μύγες δε χορταίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες·  
- ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, όταν ο ισχυρός χάσει τη δύναμή του γίνεται περίγελος στο περιβάλλον του: «κάποτε τον έτρεμαν αλλά, τώρα που ξέπεσε τον κοροϊδεύουν όλοι γιατί, ο λύκος όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς»·
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, πολλοί άνθρωποι επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά στο άμεσό τους περιβάλλον : «είναι πολύ αλήτης άνθρωπος αλλά, στη γειτονιά μας κάνει την αθώα περιστερά γιατί, βλέπεις, ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει»·
- ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, ο παράνομος, ο κακός ή ο φαύλος χαίρεται σε περίοδο κοινωνικής αναστάτωσης ή αναταραχής, γιατί τότε ευνοούνται ευκολότερα τα παράνομα σχέδια του ή οι άνομες επιδιώξεις του: «παρακαλάει να μην μπορέσει κανένα κόμμα να κάνει κυβέρνηση, γιατί χτίζει κάπου ένα αυθαίρετο κι ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται»·
- ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται, βλ. συνηθέστ. ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται·
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, τη γνώμη δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- οι λύκοι θέλουν πρόβατα, οι έξυπνοι, οι επιτήδειοι ή οι κακοί αναζητούν αφελείς ή αγαθούς ανθρώπους για να τους εκμεταλλευτούν: «μην μπλέξεις με τους ανθρώπους της πιάτσας, γιατί οι λύκοι θέλουν πρόβατα»·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, πάντα πριν από ένα κακό ή μια αποτυχία, υπάρχουν σημάδια που μας προειδοποιούν για τον επερχόμενο κίνδυνο»·
- πεινώ σαν λύκος ή πεινώ σαν το λύκο, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί πεινώ σαν λύκος». Από το ότι ο λύκος δε βρίσκει εύκολα τροφή·
- πέρασα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. πέρασα απ’ του λύκου το στόμα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο δυνατή η τράκα, που πέρασα απ’ του λύκου το στόμα»·
- περιμένει σαν λύκος, είναι άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «πηγαίνει στους χώρους που γίνονται πλειστηριασμοί και περιμένει σαν λύκος ν’ αρπάξει την ευκαιρία». (Λαϊκό τραγούδι: ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- πέφτω στον πρώτο λύκο, (στη γλώσσα της αργκό) χάνω ξαφνικά χρήματα, παθαίνω αναπάντεχη ζημιά: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, μόλις κερδίσεις μερικά λεφτά, πέφτεις στον πρώτο λύκο και δε σου μένει πάλι φράγκο»·
- σώθηκα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, όταν κάνουμε σωστούς λογαριασμός δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε καμιά απώλεια: «να προσέχεις καλά το βιος σου, να ελέγχεις κάθε τόσο το έχει σου για να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο γιατί, τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει»·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός·
- τρώει σαν λύκος ή τρώει σαν το λύκο, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «μην πάρετε και τον τάδε στο γεύμα, γιατί τρώει σαν λύκος και δε θα προλάβετε να φάτε τίποτα». Από το ότι ο λύκος που βρίσκει δύσκολα τροφή, όταν τη βρίσκει, τρώει με μεγάλη λαιμαργία. Συνών. τρώει σαν βόδι / τρώει σαν δράκος / τρώει σαν φίδι·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

μαλλί

μαλλί, το, ουσ. [<μσν. μαλλίν <μαλλίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μαλλός], το μαλλί. 1. (στη γλώσσα της αργκό) τα λεφτά, τα χρήματα: «όταν έχεις μαλλί, όλοι σε υπολογίζουν». 2. στον πλ. ως επιφών. μαλλιά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε ο τάδε καινούριο αυτοκίνητο!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ζωή·
- αρπάζω την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ευκαιρία·
- αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν άγρια, μαλλιοτραβήχτηκαν: «κάποια στιγμή νευρίασαν τόσο πολύ κι οι δυο, που αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά». Από το ότι, όταν συμπλέκονται δυο γυναίκες, συνήθως αρπάζονται από τα μαλλιά, σε αντίθεση με τους άντρες που γρονθοκοπούνται·
- άσπρα μαλλιά, μαύρα γαμήσια, βλ. φρ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, έκφραση με ειρωνική διάθεση σε άτομο που έχουν αρχίσει να ασπρίζουν τα μαλλιά του, πράγμα που δείχνει πως έχει αρχίσει να γερνάει με όλα τα αρνητικά επακόλουθα των γηρατειών: «τη μια η πίεση, την άλλη το ουρικό οξύ, την παράλλη κάτι ταχυπαλμίες, μ’ έχουν κάνει να τρέχω συνέχεια από γιατρό σε γιατρό. -Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, ότι και παραπάνω με κύρια αναφορά στις αρνητικές επιπτώσεις στο σεξ·  
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. συνηθέστ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρισαν τα μαλλιά μου ή άσπρισε το μαλλί μου, α. γέρασα ή γέρασα πρόωρα από τους πόνους και τις ταλαιπωρίες της ζωής: «άσπρισαν τα μαλλιά μου κι ούτε κατάλαβα για πότε πέρασε η ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μόνη κι έρημη στο σπίτι κλαις κι εσύ τη συμφορά μου για το άμυαλο παιδί σου και ασπρίσαν τα μαλλιά σου). β. απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή, ιδίως λόγω της μεγάλης ηλικίας μου: «σε μένα μη κάνεις τον έξυπνο, γιατί άσπρισαν τα μαλλιά μου σ’ αυτή τη ζωή». γ. περιμένω σε κάποιο ραντεβού πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «άντε, βρε παιδάκι μου, άσπρισαν τα μαλλιά μου να σε περιμένω». δ. πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής μου, μέχρι να καταφέρω να πραγματοποιήσω κάτι: «άσπρισαν τα μαλλιά μου, μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή». ε. εργάστηκα σε κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση ανελλιπώς για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «δεν μπορεί κανείς να τον διώξει απ’ την επιχείρηση, γιατί μέσα σ’ αυτή άσπρισαν τα μαλλιά του». στ. ένιωσα έντονο τρόμο, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να πετάγεται βραδιάτικα απ’ τη γωνιά με το μαχαίρι στο χέρι, άσπρισαν τα μαλλιά μου». Από το ότι τυχαίνει, όταν κάποιος νιώσει έντονο τρόμο, να ασπρίσουν τα μαλλιά του·
- αφήνω μαλλί ή αφήνω μαλλιά, δεν τα κουρεύω σκόπιμα για να μακρύνουν: «αφήνει κι αυτός μαλλιά, γιατί είναι πάλι της μόδας»·
- βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. συνηθέστ. βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, λ. μαλλιοκέφαλα·
- γίναμε μαλλιά κουβάρια, μαλώσαμε άγρια, πιαστήκαμε στα χέρια και κυλιστήκαμε στο χώμα, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «είχαμε εκνευριστεί και οι δυο τόσο πολύ, που κάποια στιγμή αρπαχτήκαμε και γίναμε μαλλιά κουβάρια». (Λαϊκό τραγούδι: αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια). Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- δεν έχει δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δίνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. δίνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- είναι (για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! λέγεται για να δείξουμε την έντονη αντιπάθεια ή δυσαρέσκειά μας για κάποιον ή για κάτι: «δεν τον μπορώ τον τάδε, γιατί είναι για να τραβάς τα μαλλιά σου με τον παλιοχαρακτήρα που έχει! || μην πας να δεις την τάδε ταινία, γιατί είναι να τραβάς τα μαλλιά σου! || είναι τόσο βρομιάρης, που είναι για να τραβάει κανείς τα μαλλιά του!»·
- είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, λέγεται για άποψη, εκδοχή, συμπέρασμα, παρομοίωση ή συσχετισμό που στερείται παντελώς λογικής βάσης ή που φτάνει στα όρια της υπερβολής: «το να λες πως το κατσαριδάκι σου μπορεί ν’ αναπτύξει διακόσια είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά»·
- έπεσαν τα μαλλιά μου ή μου ’πεσαν τα μαλλιά, ένιωσα μεγάλη έκπληξη για κάτι θετικό ή αρνητικό που έπεσε στην αντίληψή μου: «οδηγούσε μια αυτοκινητάρα, που μου ’πεσαν τα μαλλιά, μόλις τον είδα || όταν τον είδα να σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει τον πατέρα του, μου ’πεσαν τα μαλλιά»· βλ. και φρ. μου πέφτουν τα μαλλιά·
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. φαλακρός·
- έρχονται (τα) χιόνια στα μαλλιά μου ή έρχονται στα μαλλιά μου (τα) χιόνια, βλ. λ. χιόνι·
- έχω μαλλί να ξάνω, έχω πολλή δουλειά μπροστά μου: «παιδιά, εγώ πρέπει να πάω στο γραφείο μου, γιατί έχω μαλλί να ξάνω». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί, ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε ξεμαλλιάσω, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα»·
- θα σου κόψω τα μαλλιά, θα σε τιμωρήσω, θα σε ντροπιάσω: «αν πεις ξανά κακό για το φίλο μου, θα σου κόψω τα μαλλιά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν σου πάει κάθε μέρα να γυρεύεις παντρειά, κάτσε φρόνιμα, γκρινιάρα, θα σου κόψω τα μαλλιά!). Από το ότι το κόψιμο των μαλλιών στη γυναίκα, και το ξύρισμα του κεφαλιού στον άντρα ήταν παλιότερα τρόπος προσβολής της προσωπικότητας, διαπόμπευσης ή σπάσιμο του ηθικού, λόγος για τον οποίο ο στρατός ήθελε τους νεοσύλλεκτους κεκαρμένους. Εξάλλου, στη δεκαετία του 1960, με τους περίφημους γιαουρτοπολέμους, η πολιτεία είχε ψηφίσει το νόμο 4000, περί τεντιμποϊσμού, που από τις βασικές ποινές του ήταν το ξύρισμα του κεφαλιού του ενόχου και η διαπόμπευσή του στους δρόμους·   
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί, παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάνω τα μαλλιά μου, (και για τα δυο φύλα) χτενίζομαι: «κάνω τα μαλλιά μου χωρίστρα || κάνω τα μαλλιά μου περμανάντ || κάνω τα μαλλιά μου αλογουρά || μισό λεπτό να κάνω τα μαλλιά μου κι έρχομαι»·
- κατέβαινε το μαλλί! απειλητική έκφραση, με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «κατέβαινε γρήγορα το μαλλί, γιατί θα σε σύρω στα δικαστήρια! || έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε αμέσως το μαλλί που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε τα λεφτά! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)· βλ. και φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- κλάνω μαλλί, δειλιάζω, φοβάμαι: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, ο δικός σου έκλασε μαλλί και το βούλωσε»·
- μ’ άσπρισε τα μαλλιά, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε υπερβολικά: «ήταν τόσο τζαναμπέτικο παιδί, που μ’ άσπρισε τα μαλλιά μέχρι να το μεγαλώσω»·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, βλ. λ. αρνί·
- μακραίνω τα μαλλιά μου ή μακραίνω το μαλλί μου, τα αφήνω να μεγαλώσουν: «μακραίνει τα μαλλιά του, γιατί είναι της μόδας»·
- μακριά μαλλιά και λίγη γνώση ή μακρύ μαλλί και λίγη γνώση, α. λέγεται ειρωνικά για κείνους τους νεαρούς, που αφήνουν τα μαλλιά τους μακριά, υπονοώντας πώς δεν έχουν μυαλό, επειδή μιμούνται τους ξένους. Έκφραση που άρχισε να ακούγεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν επικράτησε η μόδα στους νεαρούς να αφήνουν μακριά μαλλιά, θέλοντας να μιμηθούν τους τραγουδιστές ξένων μουσικών συγκροτημάτων, ιδίως τους Μπητλς. β. λέγεται και για γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα που δε μοιάζει με καμιά, με μακριά μαλλιά και λίγη γνώση κι όταν θα πάθεις στη ζωή καμιά ζημιά, τότε θα δούμε ποιος θα σε γλιτώσει
- μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι, βλ. λ. ψωλή·
- μαλλιά αγγέλου, ο φιδές: «χτες βράδυ, επειδή έκανε κρύο, η μητέρα μου μαγείρεψε μια σούπα με μαλλιά αγγέλου»·
- μαλλιά σαν βούρτσα, μαλλιά πολύ σκληρά και συνήθως κοντά: «σπάζει δυο χτένες, όταν χτενίζεται, γιατί έχει κάτι μαλλιά σαν βούρτσα»·
- με γεια το μαλλί! φιλοφρονητική έκφραση σε κάποιον που κουρεύτηκε πρόσφατα·
- μοιραίο μαλλί, (ιδίως γυναικεία) που είναι μακριά και καλύπτουν επιτηδευμένα μέρος του προσώπου: «πέρασε πάλι εκείνη η ξιπασμένη με το μοιραίο μαλλί»·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, έχω τριχόπτωση: «πρέπει να πάω να με δει κάποιος ειδικός, γιατί τον τελευταίο καιρό μου πέφτουν τα μαλλιά || δε θυμάμαι από πότε άρχισε να μου πέφτει το μαλλί»· βλ. και φρ. έπεσαν τα μαλλιά μου·
- μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. φρ. μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. φρ. μ’ άσπρισε τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει άσπρα τα μαλλιά, μαύρη την καρδιά. Σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει το φτωχό κορμί σαν το δέντρο που το κάψαν χίλιοι κεραυνοί. Γιατί με πρόδωσες, γιατί;
- να πέφτει το μαλλί! κατηγορηματική έκφραση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, να πέφτει το μαλλί!»· βλ. και φρ. κατέβαινε το μαλλί(!)·
- ξοδεύω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. ξοδεύω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, όταν κανείς κινδυνεύει, χρησιμοποιεί ακόμα και τους πιο μάταιους, τους πιο απεγνωσμένους τρόπους για να σωθεί·
- πέσε το μαλλί! βλ. φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, βλ. λ. πέτρα·
- πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, ενώ υπολόγιζε πως θα κερδίσει ή θα ωφεληθεί από κάποιον ή από κάτι, στο τέλος, όχι μόνο δεν κέρδισε ή δεν ωφελήθηκε, αλλά βγήκε και χαμένος, ζημιωμένος: «ήθελε να τον συναντήσει για να του ζητήσει δανεικά, αλλά πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος γιατί όχι μόνο δεν του πήρε δανεικά, αλλά του ’δωσε κι αυτά τα λίγα που είχε απάνω του». (Λαϊκό τραγούδι: εδώ να κάτσεις φρόνιμα, τ’ ακούς ξεμυαλισμένη; Γιατί, αν ήρθες για μαλλί, άμυαλη, θα φύγεις κουρεμένη
- πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, βλ. λ. αστακός·
- πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά ή πιάστηκαν μαλλί με μαλλί ή πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν, τραβώντας η μια τα μαλλιά της άλλης (συνηθισμένος άλλωστε τρόπος μαλώματος των γυναικών): «επειδή είχε την εντύπωση πως κολλούσε τον άντρα της, την περίμενε έξω απ’ το κομμωτήριο και πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά || κάποτε ήταν αγαπημένες φιλενάδες, αλλά πιάστηκαν μαλλί με μαλλί για έναν άντρα»·
- πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- πόσο πάει το μαλλί; πόσο κοστίζει, πόσο στοιχίζει, πόσο τιμάται: «είναι πολύ ωραίο ρολόι, αλλά πόσο πάει το μαλλί;»·
- στρώνω τα μαλλιά μου ή στρώνω το μαλλί μου, τα χτενίζω, τα φορμάρω με τη χτένα ή τις παλάμες μου: «καθόταν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσε να στρώσει τα μαλλιά της || έστρωσε τα μαλλιά του με τις παλάμες του και κινήθηκε προς το μέρος της || στρώσε το μαλλί σου, γιατί πετάει απ’ τα πλάγια»·
- τ’ άσπρα μαλλιά, α. χαρακτηρίζει τη γεροντική ηλικία: «όταν βλέπεις άσπρα μαλλιά, να σηκώνεσαι και να παραχωρείς τη θέση σου || να σέβεσαι και να τιμάς τ’ άσπρα μαλλιά». β. χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ανεξαρτήτου ηλικίας, που πέρασε πολλές πίκρες, πολλές στενοχώριες, πολλά βάσανα στη ζωή του: «απ’ τ’ άσπρα μαλλιά του μπορείς να καταλάβεις τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος μέσ’ στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: τι πόνους κρύβει μες την καρδιά του το μαρτυράνε τ’ άσπρα μαλλιά του, του σπιτιού κολόνα είναι ο πατέρας, σαν το βράχο στέκει σ’ ό,τι κι αν συμβεί
- τα γκρίζα μαλλιά, χαρακτηρίζουν το άτομο που έχει αρχίσει να γερνάει: «τα γκρίζα μαλλιά δίνουν μια ήρεμη γοητεία στον άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά μου κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τα κάνω μαλλιά κουβάρια, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, επιφέρω μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε κάποιο κλειστό χώρο: «μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα μαλλιά κουβάρια». β. μπερδεύω, χαλώ μια δουλειά ή μια υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη: «τον άφησα για λίγες μέρες υπεύθυνο στη δουλειά μου και μου τα ’κανε μαλλιά κουβάρια»·
- τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- της γριάς το μαλλί ή το μαλλί της γριάς, βλ. λ. γριά·
- της κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν, βλ. λ. κυρά·
- της κακιάς ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, βλ. λ. ψωλή·
- τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά, α. τον συλλαμβάνω βίαια, τον ακινητοποιώ: «κάποια στιγμή προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά αυτός τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον γονάτισε». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον άρπαζα απ’ τα μαλλιά, δε θα μου επέστρεφε τα δανεικά που μου χρωστούσε»·
- τον βουτώ απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον γραπώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον μαγκώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον πιάνω απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: κι απάνω στη στερνή γουλιά δίνουν οι άντρες δρασκελιά πιάνουν το Χάρο απ’ τα μαλλιά τον σέρνουν και τρεκλίζει. Και η ζωή ανθίζει)·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, τον ξεμάλλιασε, τον ξυλοκόπησε άγρια και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά: «όταν είδε ο πατέρας του πως ήταν πάλι μεθυσμένος, του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα»·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- τους κάνω μαλλιά κουβάρια, με διαβάλματα ή άλλες ενέργειες δημιουργώ φασαρία, αναστάτωση, σε μια ομάδα ή σε ένα κύκλο ατόμων, ιδίως σε συγγενείς ή φίλους: «μπήκε στην παρέα τους και με διάφορα υπονοούμενα τους έκανε μαλλιά κουβάρια τους ανθρώπους»·
- τραβήχτηκαν απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά·
- τραβώ τα μαλλιά μου, α. νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, μεγάλη απελπισία, μεγάλη απογοήτευση, μετανιώνω πικρά: «όταν την είχα, δεν ήξερα τι διαμάντι γυναίκα ήταν και τώρα που χωρίσαμε, τραβάω τα μαλλιά μου || τον βοήθησα οικονομικά, αλλά έμαθα πως ήταν απατεώνας, και τώρα τραβώ τα μαλλιά μου». β. νιώθω μεγάλη έκπληξη για καλό ή για κακό: «αν τον έβλεπες τι γυναικάρα κυκλοφορούσε, θα τραβούσες τα μαλλιά σου || τράβηξα τα μαλλιά μου, μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: πάει ο κάβουρας το βράδυ, βρίσκει το τσαρδί ρημάδι! Ψάχνει για τη φαμελιά του και τραβάει τα μαλλιά του
- τρώω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χάνω τα μαλλιά μου, μου πέφτουν από κάποια ασθένεια ή από γηρατειά: «έκανε κάτι χημικές ακτινοβολίες για να καταπολεμήσει τον καρκίνο που είχε, κι έχασε τα μαλλιά του || οι περισσότεροι άντρες, καθώς γερνούν, χάνουν τα μαλλιά τους»·
- χάνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χέζω μαλλί, φοβάμαι υπερβολικά, τρομοκρατούμαι: «χέζω μαλλί, κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- χρωστώ τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χρωστώ τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα.

μάσκα

μάσκα, η, ουσ. [<λατιν. masca], η μάσκα. 1. η προσωπίδα, η μουτσούνα: «έκρυψε το πρόσωπό του με μια μάσκα || όλα τα καρναβάλια φορούσαν μάσκες». 2. η γυάλινη προσωπίδα, που χρησιμεύει στην υποβρύχια κολύμβηση για να φαίνεται καθαρά ο βυθός: «δεν μπορείς να κάνεις υποβρύχιο ψάρεμα χωρίς μάσκα». 3. ειδικό μηχάνημα που τοποθετείται στους ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα για την υποστήριξη της αναπνοής τους, η μάσκα οξυγόνου: «μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο, μέσα στο ασθενοφόρο υποστήριξαν την αναπνοή του βάζοντας τη μάσκα στο πρόσωπό του». 4. (ιδίως για γυναίκες) ειδική πομάδα που απλώνεται στο πρόσωπο για αρκετή ώρα και στερεοποιείται, γνωστή και ως μάσκα ομορφιάς. 5α. (στη γλώσσα των ηθοποιών) άσκηση του προσώπου: «τις επόμενες δυο ώρες θα δουλέψουμε μάσκα». β. το ίδιο το πρόσωπο: «γύρισε μάσκα αριστερά, κοίταξέ τον, και μετά φύγε στο βάθος με αργό βηματισμό». 6. το προστατευτικό τμήμα που υπάρχει κατά μήκος του μπροστινού μέρους διαφόρων πραγμάτων: «χτύπησα στον κοτσαδόρο του αυτοκινήτου που προπορευόταν και χάλασε η μάσκα του αυτοκινήτου μου». 7. (στη ναυτική γλώσσα) τα πλευρά της πλώρης: «κάθε τόσο η μάσκα του πλοίου χάνονταν μέσ’ στα θεόρατα κύματα»·
- ας πέσουν οι μάσκες, βλ. φρ. να πέσουν οι μάσκες·
- βγάζω τη μάσκα, δείχνω τα πραγματικά μου αισθήματα, αποκαλύπτω τον πραγματικό μου εαυτό: «μόνο όταν έβγαλε τη μάσκα καταλάβαμε τι σόι κουμάσι ήταν!». (Λαϊκό τραγούδι: την πονηριά σου κανείς δε φτάνει, άλλα πιστεύεις κι άλλα μου λες. Βγάλε τη μάσκα σου να ξηγηθούμε, γιατί αργότερα άδικα θα κλαις
- έπεσαν οι μάσκες, αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις κάποιου ή κάποιων: «μόλις έπεσαν οι μάσκες, καταλάβαμε τι καπνό φουμάρει»·
- μιλώ με μάσκα, είμαι ανειλικρινής: «μην τον πιστεύεις, γιατί πάντα μιλάει με μάσκα». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι ψεύτρα, δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά, τι κι αν φορώ τραγιάσκα
- να πέσουν οι μάσκες, έφτασε η ώρα να συμπεριφερθούμε με σοβαρότητα, με ειλικρίνεια: «αφού εκτονωθήκαμε για ένα διάστημα με το να λέει ο καθένας ό,τι θέλει, τώρα να πέσουν οι μάσκες για να μιλήσουμε σοβαρά». Υπήρξε και ομαδικό παιδικό παιχνίδι που παιζόταν συνήθως στο σπίτι· 
- πετώ τη μάσκα, βλ. φρ. βγάζω τη μάσκα. (Λαϊκό τραγούδι: ψεύτρα κοινωνία, πέτα τη μάσκα στη φωτιά και μη καταδικάζεις τα πιο καλά παιδιά)·
- του βγάζω τη μάσκα, τον υποχρεώνω, τον αναγκάζω να δείξει τα πραγματικά του αισθήματα, να αποκαλύψει τον πραγματικό του εαυτό: «μετά από διάφορες πιέσεις του ’βγαλα τη μάσκα κι είδαμε όλοι πως ήταν εντελώς διαφορετικός απ’ ό,τι μας παρουσιαζόταν»·
- φορώ μάσκα, κρύβω τα πραγματικά μου αισθήματα, δεν αποκαλύπτω τον αληθινό μου εαυτό: «σ’ όλη τη διάρκεια της κηδείας φορούσε μάσκα για να μη φαίνεται ο πόνος του, και προσπαθούσε να δίνει κουράγιο και στους άλλους».

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μαχαίρι

μαχαίρι, το, ουσ. [<μσν. μαχαίριν <αρχ. μαχαίριον, υποκορ. του ουσ. μάχαιρα], το μαχαίρι. 1. το μαχαίρι ως επιθετικό όπλο των ανθρώπων του υποκόσμου: «τράβηξε το μαχαίρι του και το κάρφωσε στην καρδιά του αντιπάλου του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κυσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις). 2. το χειρουργικό εργαλείο και, κατ’ επέκταση, η εγχείρηση: «όπως πάω, μου φαίνεται πως δεν το γλιτώνω το μαχαίρι». 3. σε θέση επιρρ., αμέσως, αυτόματα: «κάθε φορά που μπαίνει στην αίθουσα, κόβεται μαχαίρι κάθε φασαρία || μόλις πήρε το χαπάκι, σταμάτησε μαχαίρι ο πόνος στο στομάχι του». Τέλος, όσοι είναι προληπτικοί, θεωρούν πως, όταν πέσει το μαχαίρι από το χέρι τους ή από το τραπέζι στο οποίο κάθονται, θα καβγαδίσουν, ενώ, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, αν υποφέρει κάποιος άρρωστος, βάζουμε κάτω από το στρώμα του ένα μαχαίρι για να του «κόβει» τον πόνο. Υποκορ. μαχαιράκι, το. Μεγεθ. μαχαίρα, η (βλ. λ.).(Ακολουθούν 35 φρ.)·
- ακονίζουν τα μαχαίρια τους, τα δυο άτομα ή οι δυο ομάδες ατόμων για τις οποίες γίνεται λόγος, προετοιμάζονται πυρετωδώς για έντονη αντιπαράθεση ή άλλη δυναμική αναμέτρηση: «τα κόμματα ακονίζουν τα μαχαίρια τους για τη μέρα που θα καταθέσει η κυβέρνηση στη βουλή τον προϋπολογισμό»·
- βαράει τη γροθιά του στο μαχαίρι, βλ. λ. γροθιά·
- βγάζει μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τραβάει μαχαίρι·
- βγήκαν μαχαίρια ή βγήκαν τα μαχαίρια, υπήρξε σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ή σε δυο ομάδες ανθρώπων με σκληρά λόγια, αλληλοκατηγορίες και υπονοούμενα: «στο υπουργικό συμβούλιο βγήκαν μαχαίρια κι οι περισσότεροι υπουργοί αποχώρησαν αγανακτισμένοι»·
- βρίσκονται στα μαχαίρια, βλ. φρ. είναι στα μαχαίρια·
- δικό σου το μαχαίρι, δικό σου το πεπόνι, βλ. φρ. όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι·  
- δίκοπο μαχαίρι, ενέργεια ή επιχείρημα που στρέφεται εναντίον κάποιου, αλλά και που μπορεί να στραφεί και εναντίον αυτού που το χρησιμοποιεί: «πρόσεχε, γιατί αυτό που πας να κάνεις, είναι δίκοπο μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι, κάποτε μου ’δινες μόνο τη χαρά
- έβγαλαν τα μαχαίρια, βλ. φρ. βγήκαν μαχαίρια·
- είναι μεγάλο μαχαίρι, είναι δεινός μαχαιροβγάλτης: «όλοι φοβούνται να του πάνε κόντρα, γιατί είναι μεγάλο μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σε όλα όμορφος σε όλα του ξεφτέρι το πιο μεγάλο ήτανε της Τρούμπας το μαχαίρι
- είναι στα μαχαίρια, είναι πολύ μαλωμένοι, μισούνται θανάσιμα: «δεν μπορείς να καλέσεις και τους δυο στη γιορτή σου, γιατί είναι στα μαχαίρια»·
- έπεσε μαχαίρι, αποκλείστηκαν πολλοί από κάπου: «στις φετινές εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, έπεσε μαχαίρι»· βλ. και φρ. πέφτει μαχαίρι·
- έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο υπομονής ή ανεκτικότητας, το κακό προχώρησε τόσο πολύ, που έφτασε στο απροχώρητο: «αν ξανακάνεις κοπάνα, θα σε απολύσω αμέσως, γιατί έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο»· βλ. και φρ. το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο·
- ήρθαν στα μαχαίρια, μάλωσαν, συνεπλάκησαν άγρια: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος ήρθαν στα μαχαίρια και δεν τόλμησε κανένας να μπει στη μέση να τους χωρίσει»·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με το μαχαίρι, ματαιοπονεί: «αφού ξεκίνησε δουλειά χωρίς λεφτά γρήγορα θ’ αποτύχει, γιατί όποιος κάνει τέτοια αρχή, κόβει την πέτρα με μαχαίρι»·
- κόβεται μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), έκφραση με συμβουλευτική διάθεση πως μια κακή έξη αποβάλλεται απότομα και αποφασιστικά και όχι σιγά σιγά: «το κάπνισμα κόβεται μαχαίρι, γιατί σιγά σιγά δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα || το ποτό κόβεται μαχαίρι»·
- κόβω μαχαίρι, α. διακόπτω ξαφνικά και οριστικά τις φιλικές μου σχέσεις με κάποιον ή κάποιους: «μόλις έμαθα πως ήταν μπερδεμένοι σε σκοτεινές υποθέσεις, έκοψα μαχαίρι μαζί τους για να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο». β. διακόπτω ξαφνικά τον ερωτικό μου δεσμό: «μόλις έμαθα πως με απάτησε, έκοψα μαχαίρι μαζί της»·
- μαχαίρι έχεις, πεπόνι τρως, βλ. φρ. όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι·
- με το μαχαίρι (και με βούλα), έκφραση με την οποία οι πλανόδιοι μανάβηδες διαλαλούν πως πουλούν τα καρπούζια τους, αφού ο πελάτης τα ελέγξει προηγουμένως για να δει αν είναι ώριμα ή γλυκά·
- μεγάλο μαχαίρι, (στη γλώσσα της αργκό)α. άνθρωπος πολύ σκληρός, πολύ βίαιος: «στις φυλακές της Κέρκυρας φυλακίζονται τα πιο μεγάλα μαχαίρια». β. μεγάλος εγκληματίας, φονιάς: «πάνω στην παραζάλη του καθάρισε πέντε άτομα κι από τότε θεωρείται το πιο μεγάλο μαχαίρι της τελευταίας δεκαετίας». γ. ο αρχηγός ομάδας του υποκόσμου, ο αρχηγός συμμορίας: «αν δε δώσει εντολή το μεγάλο μαχαίρι, δεν κουνιέται κανένας από μόνος του για το παραμικρό || κάτι σοβαρό θα γίνει μέσα στην πιάτσα, γιατί τα μεγάλα μαχαίρια είχαν ολονύχτια συζήτηση»·
- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, όποιος διαθέτει τις απαιτούμενες δυνατότητες ή τα κατάλληλα μέσα, ή όποιος έχει τη δύναμη, την εξουσία, εξυπηρετεί τα συμφέροντά του ή απολαμβάνει τα αγαθά της ζωής: «και βέβαια θα πάρει περισσότερη προμήθεια από σένα, απ’ τη στιγμή που είναι διευθυντής, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι || έχει ένα σωρό παράδες κι απολαμβάνει τη ζωή του, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι || όλοι οι βουλευτές έχουν τις σπιταρώνες τους και τις αμαξάρες τους, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, βλ. λ. γλώσσα·
- πάει για μαχαίρι (κάποιος), πηγαίνει για εγχείρηση: «του έχουν γίνει όλες οι απαιτούμενες εξετάσεις κι αύριο πάει για μαχαίρι»·
- πέφτει μαχαίρι, α. επιβάλλεται σκληρή τιμωρία: «σ’ αυτό το εργοστάσιο, μόλις γίνεται κάποια παρατυπία, πέφτει αμέσως μαχαίρι». β. γίνονται καθαιρέσεις, συνήθως ανώτατων στελεχών μιας επιχείρησης, ιδίως στο δημόσιο: «κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, πέφτει μαχαίρι σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες»· βλ. και φρ. έπεσε μαχαίρι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, βλ. λ. μέλι·
- το κόβω μαχαίρι, παύω αυτόματα να μιλώ: «αφού κανείς δεν παρακολουθούσε αυτά που έλεγα, το ’κοψα κι εγώ μαχαίρι και κατέβηκα απ’ την έδρα»·
- το κόβω μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), το διακόπτω αποφασιστικά και οριστικά απότομα και όχι σιγά σιγά: «όταν μου ’πε ο γιατρός πως το τσιγάρο μου πείραξε τα πνευμόνια, το ’κοψα μαχαίρι»·
- το μαχαίρι για τους οχτρούς κι η ψωλή για τους δικούς, βλ. λ. ψωλή·
- το μαχαίρι έφτασε μέχρι το κόκαλο, βλ. φρ. το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο·
- το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο, η έρευνα, ιδίως για την αναζήτηση ευθυνών για μια παρατυπία που έγινε ή για τη διαλεύκανση μιας σκοτεινής ή ύποπτης υπόθεσης, έφτασε σε βάθος: «ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε στη βουλή πως το μαχαίρι θα φτάσει ως το κόκαλο, προκειμένου να αποδοθούν οι ευθύνες στους πρωταίτιους των ταραχών»· βλ. και φρ. έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο·
- τον έστειλαν για μαχαίρι ή τον έστειλαν στο μαχαίρι, τον έστειλαν στο χειρουργείο, τον έστειλαν να χειρουργηθεί: «μετά τις εξετάσεις που του ’καναν οι γιατροί, τον έστειλαν αμέσως για μαχαίρι»·
- τον πέρασε από μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τον πέρασε από λεπίδι, λ. λεπίδι·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, α. απαιτώ, ζήτώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν του ’βαζα το μαχαίρι στο λαιμό, δε θα ’παιρνα τα λεφτά μου πίσω». β. εκμεταλλεύομαι την αδυναμία του να ενεργήσει ελεύθερα και τον πιέζω να κάνει αυτό που θέλω, τον εκβιάζω: «έμαθα πως έχει γκόμενα και, για να μην το πω στη γυναίκα του, του ’βαλα το μαχαίρι στο λαιμό και μου ’δωσε τα δανεικά που μου χρειάζονταν». Συνών. του βάζω τη θηλιά στο λαιμό·
- του μπήγω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. συνηθέστ. του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό·
- τους πέρασαν από μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τους πέρασαν από λεπίδι, λ. λεπίδι·
- τραβάει μαχαίρι, συνηθίζει να χρησιμοποιεί μαχαίρι κατά τη διάρκεια καβγά, είναι μαχαιροβγάλτης: «δεν τα βάζει κανείς μαζί του, γιατί σ’ όλους είναι γνωστό πως τραβάει μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, Μανταλιώ και Μανταλένα τι έχει ο άντρας σου με μένα; Έμαθα τραβά’ μαχαίρι με τ’ αριστερό το χέρι)· 
- φόρα μαχαίρι! παράγγελμα για επιθετική ετοιμότητα: «φόρα μαχαίρι παιδιά, γιατί έφτασε η ώρα της επίθεσης». Συνών. φόρα κουμπούρι! / φόρα σπαθί!

μεγάλος

μεγάλος, -η, -ο, επίθ. [<μεγάλη, θηλ. του αρχ. μέγας], μεγάλος. 1. που έχει φτάσει σε ώριμη ηλικία, ο ενήλικος, ο ηλικιωμένος: «όταν θα γίνεις μεγάλος κι αποκτήσεις την οικογένειά σου, τότε θα δεις τι σημαίνει ευθύνη || τώρα που αποφάσισες να παντρευτείς, είσαι πολύ μεγάλος για γάμο!». 2. που έχει μεγαλύτερη ηλικία από κάποιο άλλο πρόσωπο, με το οποίο συγκρίνεται: «από δω να σου γνωρίσω το μεγάλο μου αδερφό». 3. που έχει πολύ αναπτυγμένη κάποια ιδιότητά του: «είναι μεγάλος τσιγκούνης || είναι μεγάλος χουβαρντάς || είναι μεγάλη μπέκρα || είναι μεγάλος μαλάκας || είναι μεγάλος ψεύτης». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι). 4. που είναι έντονος, ζωηρός: «είναι μεγάλη η λύπη του || κάναμε μεγάλο γλέντι». 5. που είναι σπουδαίος, ένδοξος, διάσημος: «μεγάλος συγγραφέας || μεγάλος επιστήμονας || μεγάλος δικηγόρος». (Τραγούδι: είναι μεγάλος είναι χαΐστας, είναι κι ο πρώτος κιθαρίστας). 6. που είναι σημαντικός, που είναι κρίσιμος: «έχει μεγάλη δουλειά || πρέπει να πάρω μια μεγάλη απόφαση». 7. το αρσ. ως ουσ. ο μεγάλος και το θηλ. ως ουσ. η μεγάλη, το αφεντικό νόμιμης ή παράνομης δραστηριότητας ή ομάδας: «πρέπει να πάρεις άδεια απ’ το μεγάλο για να έχεις ελεύθερη είσοδο || σήμερα λείπει ο μεγάλος κι έβαλε εμένα στο πόδι του || ο μεγάλος αποφάσισε να φάμε το χαφιέ». 8α. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. οι μεγάλοι, οι ενήλικες: «πρέπει ν’ ακούς τι σου λένε οι μεγάλοι». β. οι επιφανείς, οι αρχηγοί των ισχυρών κρατών: «οι μεγάλοι σήμερα ρυθμίζουν τις τύχες του κόσμου». 9α. ως επιφών. μεγάλε! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του, και του δίνουμε το προβάδισμα: «καλώς ήρθες, μεγάλε, στο φτωχικό μας!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «πάλι χωρίς μία έμεινες, μεγάλε! || έλα μεγάλε, πες μας κι άλλα!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) /καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 10α. προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς θα βρω αυτή τη διεύθυνση μεγάλε!». β. θαυμαστικό ή ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιο άτομο: «μπράβο, μεγάλε, καλά τον έκανες τον παλιοαλήτη! || πως μιλάς, ρε μεγάλε, μ’ αυτόν τον τρόπο σε κοτζάμ διευθυντή!». 11. το ουδ. ως ουσ. το μεγάλο (ενν. γράμμα) το καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου, που γράφεται κεφαλαίο (Α, Β, Γ… Κ. Λ. Μ…): «πάντα το πρώτο γράμμα του ονόματος ενός προσώπου γράφεται μεγάλο». Συνών. κεφαλαίο. Αντίθ. μικρό, πεζό. (Ακολουθούν 182 φρ.)·
- από μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά, βλ. λ. σπίθα·
- βάζω σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. ενέργεια·
- βάζω τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βγάζω μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- βγάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
- έγινε μεγάλο κακό, βλ. λ. κακός·
- έγινε μεγάλος, έγινε σπουδαίος, πέτυχε κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά: «απ’ τη μέρα που έγινε μεγάλος, δεν έρχεται στην παρέα μας». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας·
- έγινε μεγάλος και πολύς, βλ. φρ. έγινε μέγας και πολύς, λ. μέγας·
- έγινε μεγάλος και τρανός, είχε εντυπωσιακή κοινωνική, επαγγελματική και οικονομική εξέλιξη: «απ’ τη μέρα που έγινε μεγάλος και τρανός, δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας·
- έγινε το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- έγινε το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, βλ. λ. χωριό·
- είναι από μεγάλο σόι, βλ. λ. σόι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι από μεγάλο τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι μεγάλη ράτσα, βλ. λ. ράτσα·
- είναι μεγάλη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι μεγάλης ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- είναι μεγάλης ολκής, βλ. λ. ολκή·
- είναι μεγάλο αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι μεγάλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι μεγάλο μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι μεγάλο νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
- είναι μεγάλο πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
- είναι μεγάλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι μεγάλο φτυάρι, βλ. λ. φτυάρι·
- είναι μεγάλο ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- είναι μεγάλου διαμετρήματος, βλ. λ. διαμέτρημα·
- είναι σαν Μεγάλη Βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- είναι σαν Μεγάλη Παρασκευή, βλ. λ. Παρασκευή·
- έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, βλ. λ. μηδενικός·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- έχει μεγάλες τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχει μεγάλη κατανάλωση, (για προϊόντα), βλ. λ. κατανάλωση·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μεγάλη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει μεγάλο κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει μεγάλο ρεπερτόριο, βλ. λ. ρεπερτόριο·
- έχει μεγάλο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσι·
- έχω μεγάλη βράση, βλ. λ. βράση·
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, βλ. λ. φωτιά·
- έχω μεγάλο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω μεγάλο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- έχω μεγάλο χάλι, βλ. λ. χάλι·
- η Μεγάλη Βδομάδα, βλ. . βδομάδα·
- η μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- η Μεγάλη Ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- η μεγάλη κατηγορία, βλ. λ. κατηγορία·
- η μεγάλη καλοσύνη είναι και μπουνταλοσύνη, βλ. λ. μπουνταλοσύνη·
- η μεγάλη νύχτα, βλ. λ. νύστα·
- η μεγάλη οθόνη, βλ. λ. οθόνη·
- η μεγάλη των… σχολή, βλ. λ. σχολή·
- η μεγάλη ώρα ή η πιο μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η παντρειά και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη, βλ. λ. παντρειά·
- ήρθε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- θα γίνει μεγάλη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα είναι μεγάλη η νύχτα ή η νύχτα θα είναι μεγάλη, βλ. λ. νύχτα·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, βλ. λ. τιμή·
- θα σου κάνω μεγάλη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή αν… ή θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή να…, βλ. λ. τιμή·
- κάνει τον μεγάλο, προσποιείται πως είναι σπουδαίος, σημαντικός: «του έτυχαν κάτι λεφτουδάκια στο λαχείο κι από τότε μας κάνει το μεγάλο». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα ένα πορτοφόλι να το δεις να σου ’ρθει ζάλη, θα σ’ αγόραζα και σένα που μου κάνεις τη μεγάλη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας ή το μου·   
- κάνει τον μεγάλο και τρανό, επιτείνει την παραπάνω έννοια. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας ή το μου·
- κάνω (τη) μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- κάνω το μεγάλο πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω το μεγάλο σάλτο, λ. σάλτο·
- κρατάει από μεγάλο σόι, βλ. λ. σόι·
- κρατάει από μεγάλο τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- μ’ άναψε μεγάλη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- μας την κάνανε μεγάλε! βλ. φρ. μας την πέσανε μεγάλε(!)·
- μας την πέσανε μεγάλε! έκφραση με την οποία πληροφορούμε το σύντροφο, το φίλο, που μας συνοδεύει πως εντελώς ξαφνικά δυσκόλεψε η κατάσταση: «ώρα να φεύγουμε, γιατί μας την πέσανε μεγάλε!»·
- με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος, βλ. λ. μικρός·
- μεγάλα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- μεγάλα καταστήματα, βλ. λ. κατάστημα·
- μεγάλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μεγάλα ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- μεγάλες δόξες, βλ. λ. δόξα·
- μεγάλη απώλεια! βλ. λ. απώλεια·
- μεγάλη βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- μεγάλη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- μεγάλη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μεγάλη δουλειά είναι! βλ. λ. δουλειά·
- μεγάλη η χάρη σου! βλ. λ. χάρη·
- Μεγάλη η Χάρη της! βλ. λ. χάρη·
- Μεγάλη η Χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- μεγάλη ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μεγάλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μεγάλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μεγάλη κουτάλα ή μεγάλο κουτάλι, βλ. λ. κουτάλι·
- μεγάλη κυρία, βλ. λ. κυρία·
- μεγάλη μας σκασίλα! ή σκασίλα μας μεγάλη! ή μεγάλη μου σκασίλα! ή σκασίλα μου μεγάλη! βλ. λ. σκασίλα·
- μεγάλη μας τιμή! ή μεγάλη μου τιμή! βλ. λ. τιμή·
- μεγάλη μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη ξεφτίλα! βλ. λ. ξεφτίλα·
- μεγάλη περιοχή, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. περιοχή·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις ή μεγάλη πόρτα θα διαβείς, βλ. λ. πόρτα·
- Μεγάλη Σαρακοστή, βλ. λ. σαρακοστή·
- μεγάλη στολή, βλ. λ. στολή·
- μεγάλη φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- μεγάλη φιλοσοφία! βλ. λ. φιλοσοφία·
- μεγάλη φυσιογνωμία, βλ. λ. φυσιογνωμία·
- μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες, βλ. λ. καράβι·
- μεγάλο κουμάσι, βλ. λ. κουμάσι·
- μεγάλο λάθος, βλ. λ. λάθος·
- μεγάλο μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- μεγάλο όνομα, βλ. λ. όνομα·
- μεγάλο πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- μεγάλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σόι, βλ. λ. σόι·
- μεγάλο σπιτικό, βλ. λ. σπιτικό·
- μεγάλο σφάλμα, βλ. λ. σφάλμα·
- μεγάλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- μεγάλο τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- μεγάλο το χατίρι σου! βλ. λ. χατίρι·
- μεγάλο τομάρι, βλ. λ. τομάρι·
- μικρή τρύπα βυθίζει μεγάλο καράβι, βλ. λ. καράβι·
- μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκευε, βλ. λ. καράβι·
- μικροί μεγάλοι, βλ. λ. μικρός·
- μικροί μεγάλοι στο καφενείο! βλ. λ. καφενείο·
- μικρός (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου άνοιξε μεγάλη πληγή, βλ. λ. πληγή·
- ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει, βλ. λ. πουλί·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ.βλάκας·
- ο Θεός είναι μεγάλος! βλ. λ. Θεός·
- ο κάβουρας στην τρύπα του, μεγάλος άρχος (= άρχοντας) είναι, βλ. λ. κάβουρας·
- ο μεγάλος αδερφός, βλ. λ. αδερφός·
- ο μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- ο μεγάλος απών, βλ. λ. απών·
- ο μεγάλος γάτος θέλει τρυφερά ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- ο μεγάλος χαμένος, βλ. λ. χαμένος·
- ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής, βλ. λ. κριτής·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, βλ. λ. φίλος·
- παθαίνω μεγάλο τράκο, βλ. λ. τράκο·
- περνώ μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- προς μεγάλη μου λύπη, βλ. λ. λύπη·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! βλ. λ.μυρμήγκι·
- σε μεγάλο βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- σέρνω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! ή σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! βλ. λ. σκασίλα·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα μεγάλα δάση μένουν βουβά, βλ. λ. δάσος·
- τα μεγάλα κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, βλ. λ. πνεύμα·
- τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
- τα μεγάλα σαλόνια, βλ. λ. σαλόνι·
- την έχει μεγάλη (ενν. την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλη πούτσα: «είναι ο αγαπημένος των γυναικών, γιατί την έχει μεγάλη». Αντίθ. την έχει μικρή·
- της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα, βλ. λ. αβγό·
- το μεγάλο λιμάνι, βλ. λ. λιμάνι·
- το ’χω μεγάλο βάσανο, βλ. λ. βάσανο·
- το ’χω μεγάλο βραχνά, βλ. λ. βραχνάς·
- το μεγάλο αφεντικό, βλ. λ. αφεντικό·
- το μεγάλο ναι, βλ. λ. ναι·
- το μεγάλο όχι, βλ. λ. όχι·
- το μεγάλο παράσημο, βλ. λ. παράσημο·
- το μεγάλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- το μεγάλο χωριό, βλ. λ. χωριό·
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, βλ. λ. ψάρι·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. λ. κεφάλι·
- το παίζει μεγάλος και τρανός, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, προσποιείται πως είναι σημαντικό, σπουδαίο: «απ’ τη μέρα που του ’ρθε μια μεγάλη κληρονομιά, το παίζει μεγάλος και τρανός»·
- το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, βλ. λ. τρέλα·  
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, βλ. λ. σπίτι·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τρώω μεγάλο τράκο, βλ. λ. τράκο.

μούτρο

μούτρο, το, ουσ. [<ιταλ. mutria], το μούτρο. 1. ο αλήτης, ο απατεώνας, ο ανήθικος και για το λόγο αυτό ο επικίνδυνος άνθρωπος, ο κακοποιός, ο παλιάνθρωπος: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτό το μούτρο, γιατί σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει και θα ’χεις τραβήγματα». 2α. (χαϊδευτικά) άνθρωπος έξυπνος, παμπόνηρος, καπάτσος: «δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι μεγάλο μούτρο». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήτανε ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη). β. χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο: «πώς από δω, ρε μούτρο!». Υποκορ. μουτράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μουτράκλα, η. (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- απ’ τα μούτρα του φαίνεται (ακολουθεί συνήθως κακός χαρακτηρισμός), από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μπορεί κανείς να καταλάβει το ποιόν του: «απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι εγκληματίας || απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι έκφυλος άνθρωπος»·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), επιδιώκω, προσπαθώ να συγκριθώ με κάποιον: «δεν έχεις τα φόντα να βάλεις τα μούτρα σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί αυτός είναι επιστήμονας κι εσύ είσαι ένας απλός εργατάκος». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου με μας τα παλικάρια
- δεν είναι για τα μούτρα μου (σου, του, της κ.λπ. κάποιος ή κάτι), (υποτιμητικά) δεν προορίζεται για μένα (για σένα γι’ αυτόν, γι’ αυτήν κ.λπ), δε μου αξίζει, είναι πολύ πιο ανώτερος από μένα: «αυτή η γυναίκα δεν είναι για τα μούτρα σου || πες του να μη χαίρεται, γιατί η θέση που χηρεύει δεν είναι για τα μούτρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσ’ η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου στη γκόμενά μου μην ξανακολλάς
- δεν έχω μούτρα να..., ντρέπομαι να...: «δεν έχω μούτρα να τον συναντήσω, γιατί τον κατηγόρησα άδικα στον προϊστάμενό του»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να(…)·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, ντρέπομαι ή νιώθω ενοχή για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην τολμώ να συναναστραφώ τους ανθρώπους: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία || απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρηση που έκανα στην εταιρεία μου, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι μεγάλο μούτρο, είναι μεγάλος απατεώνας, είναι επικίνδυνος κακοποιός: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν, γιατί είναι μεγάλο μούτρο και θα βρεθείς μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι πατάτες για τα μούτρα σου, βλ. λ. πατάτα·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έσπασε τα μούτρα του, α. απέτυχε τελείως, ολοκληρωτικά: «πήγε να κάνει μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έσπασε τα μούτρα του». β. απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα, γιατί δέχτηκε την άρνησή της: «της έκανε πρόταση να φτιάξουν, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί η τύπισσα είναι ερωτευμένη με άλλον». γ. χτύπησε άγρια στο πρόσωπό του: «όπως έτρεχε γλίστρησε κι έσπασε τα μούτρα του πάνω στο πεζοδρόμιο»·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. φρ. έσπασε τα μούτρα του· 
- έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα, έφυγε θυμωμένος: «επειδή του έκανε παρατήρηση ο μπάρμαν να μη φωνάζει, έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- έφυγε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με (τα) μούτρα κατεβασμένα·
- έφυγε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- έχει μούτρα και μιλάει! παρ’ όλη την αποτυχία που είχε, εξακολουθεί να προβάλλει ή να υποστηρίζει τη θέση του ή, παρ’ όλα αυτά τα άσχημα που έχει κάνει, εξακολουθεί να προσπαθεί να δικαιολογηθεί: «από μια λανθασμένη κίνησή του χάσαμε ένα σωρό λεφτά κι έχει μούτρα και μιλάει! || τον έπιασαν στα πράσα να βάζει χέρι στο ταμείο κι έχει μούτρα και μιλάει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ακόμα·
- ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα, ήρθε θυμωμένος: «μάλωσε το πρωί με τη γυναίκα του κι ήρθε στο γραφείο με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- ήρθε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·  
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου σπάσω τα μούτρα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «μη μου κολλάς, γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα»· 
- κάνω μούτρα, θυμώνω, κατσουφιάζω: «μια φορά να μην του δώσεις κάτι που σου ζητάει, κάνει αμέσως μούτρα»·
- κατεβάζω μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα μου, α. δείχνω έντονα τη δυσαρέσκειά μου, δυσαρεστούμαι, θυμώνω: «επειδή δεν του ’δωσα τα δανεικά που μου ζητούσε, κατέβασε τα μούτρα κι έφυγε». β. νιώθω έντονο παράπονο: «όταν έμαθε πως κόπηκε στις εξετάσεις, κατέβασε τα μούτρα του κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα». γ. αναγνωρίζω, παραδέχομαι σιωπηρά το σφάλμα μου: «έκανε ένα σωρό βλακείες, κι όταν του ’βαλα τις φωνές, κατέβασε τα μούτρα του και δεν είπε κουβέντα»·
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. φρ. κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη·
- κόβω μούτρο, βλ. συνηθέστ. κόβω μούρη, λ. μούρη·
- κόψε μούτρο και βγάλε συμπέρασμα, βλ. συνηθέστ. κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, λ. μούρη·
- κρατώ μούτρα, σκυθρωπιάζω για να κάνω φανερή τη δυσαρέσκειά μου, χολώνομαι: «δεν τον προσκάλεσε ο τάδε στο πάρτι του και κρατάει μούτρα»· βλ. και φρ. κάνω μούτρα·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, θύμωσε, δυσαρεστήθηκε πάρα πολύ, πράγμα που έγινε αμέσως αντιληπτό από την έκφραση του προσώπου του: «δεν του ενέκρινε ο διευθυντής του την άδεια που του ζήτησε και κρέμασε τα μούτρα του ένα πήχη»·
- κρεμώ μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα μου, βλ. φρ. κατεβάζω μούτρα·
- κρύβω τα μούτρα μου, δε βλέπω κάποιον κατάματα από ντροπή, ιδίως από ενοχή (και κατεβάζω το κεφάλι μου έτσι ώστε να μην μπορεί να δει το πρόσωπό μου): «κάθε φορά που συναντιέμαι με τον τάδε κρύβω τα μούτρα μου, γιατί κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο»·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, είναι θυμωμένος μαζί μου ή προσποιείται το θυμωμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τα βράδια συναντιόμαστε κρυφά απ’ αυτόν, μας κάνει μούτρα || μια φορά δεν του ’κανα τη χάρη που μου ζήτησε και μας κάνει μούτρα || μπορείς να μου πεις γιατί μου κρατάς μούτρα;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με τι μούτρα να…! λέγεται στην περίπτωση που δεν τολμάμε να ενεργήσουμε, να συμπεριφερθούμε όπως θέλουμε ή όπως αρμόζει, γιατί για κάποιο λόγο αισθανόμαστε ντροπή ή ενοχή για κάτι που κάναμε: «με τι μούτρα να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο! || με τι μούτρα να του ζητήσω δανεικά, απ’ τη στιγμή που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά που του δανείστηκα! || με τι μούτρα να πάω στο σπίτι του, αφού δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο απ’ τη μέρα που το αγόρασε!»· βλ. και φρ. δεν έχω μούτρα να(…)·
- μου το χτυπάει στα μούτρα, μου αναφέρει, μου υπενθυμίζει συχνά και με προκλητικό ή υποτιμητικό τρόπο κάτι καλό που μου έχει κάνει στο παρελθόν: «με βοήθησε κάποτε και συνέχεια μου το χτυπάει στα μούτρα || μου ’δωσε κάποτε τ’ αυτοκίνητό του και κάθε τόσο μου το χτυπάει στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα σου χτυπά στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της
- μούτρα για σιδέρωμα ή μούτρο για σιδέρωμα, λέγεται για άτομο που είναι άσχημο ή ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «με τέτοια μούτρα για σιδέρωμα, μας περνιέται και για γκόμενος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σπουδαία ή το σπουδαίο· 
- μούτρα για φτύσιμο ή μούτρο για φτύσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρα για χέσιμο ή μούτρο για χέσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρο αγάνωτο, άνθρωπος τιποτένιος, αναιδής, πρόστυχος, αισχρός: «τον είχαμε για σοβαρό άνθρωπο, αλλά αποδείχτηκε μούτρο αγάνωτο»·
- μούτρο ξεγάνωτο, βλ. φρ. μούτρο αγάνωτο·
- να, στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας που συνήθως συνοδεύεται και από τη χαρακτηριστική χειρονομία της μούντζας·
- να χέσω τα μούτρα σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μούτρα σου, αφού δεν κατάφερες να τελειώσεις ούτε κι αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να χέσω. β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «έλα δω ρε, να χέσω τα μούτρα σου, πού γυρίζεις απ’ το πρωί και σε ψάχνω για να με βοηθήσεις!»·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, αναφέρεται στην αδιαντροπιά που χαρακτηρίζει τους δυο αυτούς τύπους ανθρώπων, του μεν πρώτου λόγω ανήθικης συμπεριφοράς, του δε δεύτερου λόγω πλούτου και ισχύος που του δίνουν την άνεση να συμπεριφέρεται όπως θέλει·
- ξινίζω τα μούτρα μου, νιώθω έντονη δυσαρέσκεια που τη δείχνω με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις του ανακοίνωσαν πως δε δικαιούται να πάρει άδεια, ξίνισε τα μούτρα του»·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, ανάλογα με τις ενέργειες, τις προσπάθειές σου θα είναι και η ανταμοιβή σου, η απολαβή σου: «αφού δε δούλεψες στη ζωή σου μην παραπονιέσαι που είσαι φτωχός, γιατί ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει»·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, αποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος: «μόλις ήρθε ο τάδε και του ’βγαλε τ’ άπλυτα στη φόρα, πήρε τα μούτρα του κι έφυγε»·
- πέφτουν τα μούτρα μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «ισχυριζόταν πως την είχε κάποτε γκόμενα, αλλά, μόλις ήρθε αυτή και του ζήτησε το λόγο, έπεσαν τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κάνει κάτι αξιοκατάκριτο, κατεβάζει το κεφάλι του από ντροπή·
- πέφτω με τα μούτρα, κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο: «κάθε φορά που πλησιάζουν οι εξετάσεις, πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα || μόλις σέρβιραν το φαγητό στα πιάτα, έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έπεσε με τα μούτρα στο ποτό»·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, ασχολούμαι, ενδιαφέρομαι συστηματικά για το σεξ: «μόλις κατάλαβε τη γλύκα που έχει η γυναίκα, έπεσε με τα μούτρα στο κεχρί». Αναφέρεται συνήθως σε νεαρό που μετά την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία ασχολείται συστηματικά με τα σεξουαλικά· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, α. κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο, ιδίως πέφτω με πάθος στο φαγητό: «όταν ήρθε, μας βρήκε στο τραπέζι κι επειδή τρελαίνεται για μουσακά, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό». β. ασχολούμαι, εργάζομαι εντατικά σε μια δουλειά που μου αποδίδει πολύ: «μόλις είδε πως τα κονομάει μ’ αυτό που κάνει, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό»· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο ψητό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- ρίχνω τα μούτρα μου, αφήνω την αδιάλλακτη στάση μου και κάνω πρώτος μια συμβιβαστική χειρονομία: «παρόλο που είμαι μεγαλύτερός του κι έχω και το δίκιο με το μέρος μου, έριξα τα μούτρα μου και θέλησα να συμβιβαστούμε»·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. φρ. ρίχνω τα μούτρα μου·
- σκατά στα μούτρα σου! βλ. λ. σκατά·
- σπάω τα μούτρα μου, α. αποτυχαίνω ολοκληρωτικά: «δε βαρέθηκες, άνθρωπέ μου, να σπας τα μούτρα σου με τις δουλειές που κάνεις;». β. αποτυχαίνω να κατακτήσω μια γυναίκα: «σ’ όποια κάνει πρόταση, σπάει τα μούτρα του, αλλά δεν το βάζει κάτω». γ. χτυπώ άσχημα στο πρόσωπό μου: «σφίχτηκε η καρδιά μου, μόλις τον είδα να πέφτει κάτω και να σπάει τα μούτρα του»·
- στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας ή ανταπόδοση κακού χαρακτηρισμού. Πρβλ.: αυτό ’ναι χάρισμά σας, στα μούτρα τα δικά σας (Παιδικό τραγούδι)· 
- στραβώνω τα μούτρα μου, βλ. φρ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- στυφίζω τα μούτρα μου, βλ. συνηθέστ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, τα θαλάσσωσε: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τα μούτρα του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να μου κάνει κάτι σχέδια της οικοδομής και μου τα ’κανε σαν τα μούτρα του»·
- τον αρπάζω απ’ τα μούτρα, ξαφνικά τον στριμώχνω άγρια με κατά μέτωπο επίθεση, ιδίως τον στριμώχνω άγρια απευθύνοντάς του αλλεπάλληλες ερωτήσεις ή επιτιμώντας τον συνεχώς αυστηρά: «μόλις μπήκε μέσα, τον άρπαξα απ’ τα μούτρα και ζητούσα επίμονα να μου πει γιατί με κάρφωσε στο διευθυντή μας»·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον πιάνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον φτύνω στα μούτρα, του προσβάλλω την τιμή και την αξιοπρέπειά του, δεν τον υπολογίζω διόλου: «δεν έχεις το δικαίωμα, όσο κι αν δεν τον εκτιμάς, να τον φτύνεις στα μούτρα μπροστά στον κόσμο»·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κανα τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του κάνω μούτρα, βλ. φρ. του κρατώ μούτρα·
- του κατεβάζω τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. του κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του κρατώ μούτρα, είμαι θυμωμένος, χολωμένος μαζί του: «είναι καιρός τώρα που του κρατώ μούτρα, γιατί με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- του ’σπασα τα μούτρα, τον έδειρα άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «όταν μ’ εκνεύρισε πολύ, τον έπιασα στα χέρια μου και του ’σπασα τα μούτρα»·
- του τα χτύπησα στα μούτρα, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «απ’ τη στιγμή που μου ζήτησε τη γνώμη μου, του τα χτύπησα στα μούτρα κι από δω και πέρα ας κάνει ό,τι θέλει»·
- του το πέταξα στα μούτρα, του επέστρεψα κάτι με απότομο και περιφρονητικό τρόπο: «κάθε φορά που μαλώνουμε, μου ζητάει πίσω το ρολογάκι που μου ’κανε δώρο στη γιορτή μου, οπότε κι εγώ του το πέταξα στα μούτρα  κι ησύχασα»·
- του το ’τριψα στα μούτρα, βλ. φρ. του το ’τριψα στη μούρη, λ. μούρη·
- του το ’φερα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του το χτύπησα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του τσαλάκωσα τα μούτρα, τον έδειρα πολύ άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο, τον ξυλοφόρτωσα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξα στα χέρια μου και του τσαλάκωσα τα μούτρα»·
- του χάλασα τα μούτρα, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. φρ. σπάω τα μούτρα μου·
- τσικνίζω τα μούτρα μου, μορφάζω από ειρωνεία ή από δυσαρέσκεια: «κάθε φορά που δεν είναι ευχαριστημένος απ’ τη μοιρασιά, τσικνίζει τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει την τσίκνα του καμένου κρέατος και μορφάζει από αηδία ή από στενοχώρια·
- χαρά στα μούτρα! ή χαρά στο μούτρο! ή χαρά το μούτρο! α. δεν αξίζει τα όσα καλά λέγονται ή γίνονται γι’ αυτόν: «χαρά στα μούτρα, που θέλετε να τον κάνετε και διευθυντή!». β. ειρωνική ή υποτιμητική έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που το θεωρούμε πολύ κατώτερο από εμάς ή από κάποιον άλλον, ή που λέγεται σε κάποιον με παρηγορητική διάθεση, όταν αναφερόμαστε σε ανάξιο άνθρωπο ή σε ενέργεια που δεν αξίζει να τη λάβουμε υπόψη μας: «χαρά στο μούτρο που θέλει να μπει και στην παρέα μας! || χαρά στο μούτρο που θα κάτσεις να στενοχωρηθείς, επειδή είπε αυτές τις ανοησίες για σένα!»·
- χτυπώ στα μούτρα (κάποιου κάτι), μιλώ, επαναλαμβάνω προκλητικά, υποτιμητικά ή προσβλητικά σε κάποιον κάτι: «επειδή κάποτε με βοήθησε, μου το χτυπάει συνέχεια στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα στο χτυπά στα μούτρα σου πως πήρες τα λεφτά της).  

μπαλκόνι

μπαλκόνι, το, ουσ. [<ιταλ. balcone], το μπαλκόνι. 1. τα κάγκελα ή το κτιστό περιτείχισμα του μπαλκονιού: «ακούμπησε με τα χέρια του στο μπαλκόνι και παρακολούθησε για λίγο τον κόσμο που πηγαινοερχόταν μέσα στο δρόμο». 2. τοποθεσία σε υψόμετρο με μεγάλη και ωραία θέα: «στη Βέροια, απ’ το μπαλκόνι της Ελιάς, μπορείς να δεις όλον τον Βεριώτικο κάμπο». 3. στον πλ. τα μπαλκόνια, το γυναικείο στήθος, τα γυναικεία βυζιά, ιδίως τα μεγάλα: «φορούσε ένα μεγάλο ντεκολτέ για να κάνει μόστρα τα μπαλκόνια της». Υποκορ. μπαλκονάκι, το·
- βγάζω μπαλκόνι, κατασκευάζω, φτιάχνω μπαλκόνι: «γκρέμισε τον τοίχο της κουζίνας κι έβγαλε μπαλκόνι, γιατί δεν είχε»·
- βγαίνω στο μπαλκόνι, εκφωνώ πολιτικό λόγο μπροστά σε συγκεντρωμένο πλήθος και κατ’ επέκταση, ασχολούμαι με την πολιτική, πολιτεύομαι: «τώρα που πλησιάζουν οι εκλογές, θα τους δούμε πάλι να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να μας αραδιάζουν ένα σωρό ψέματα || αποφάσισα να βγω κι εγώ στο μπαλκόνι, γιατί οι άλλοι που βγήκαν νομίζεις πως έχουν περισσότερο μυαλό από μένα;»·
- έπεσε απ’ το μπαλκόνι, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι του: «είχε πολλά ψυχολογικά προβλήματα κι έπεσε απ’ το μπαλκόνι». Ο τρόπος αυτός της αυτοκτονίας, παρουσιάστηκε έντονος με το μεγάλο οικονομικό κραχ του 1930 στην Αμερική, όπου διάφοροι χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες έπεφταν στο κενό από το μπαλκόνι του γραφείου τους. Συνών. έπεσε απ’ το παράθυρο·
- θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, γιατί δεν αντέχω άλλο». Συνών. θα πέσω απ’ το παράθυρο.

μπόμπα

μπόμπα, η, ουσ. [<ιταλ. bomba], η βόμβα. 1. λέγεται για κάτι στρογγυλό και ασυνήθιστα μεγάλο για το είδος του: «είχε κάτι μπόμπες πορτοκάλια, αλλά δεν ήταν καθόλου ζουμερά». 2. οινοπνευματώδες ποτό κακής ποιότητας, νοθευμένο, που φέρνει αμέσως ζαλάδα ή στομαχική διαταραχή: «δεν πάμε σε κείνο το μπαράκι, γιατί σερβίρει συνέχεια μπόμπες». Συνών. πετρέλαιο (2) / χειροβομβίδα. 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) χοντρό και μεγάλο τσιγαριλίκι με χασίσι: «έφτιαξε μια μπόμπα και κάναμε όλοι κύκλο περιμένοντας τη σειρά μας για να πιούμε».Συνών. τρομπόνι. 4α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού που παίζεται στην πόκα: «η μπόμπα είναι ένα παιχνίδι που το παίζουν οι κουμαρτζήδες». β. πολλά χαρτιά σε σωρό: «ο παίχτης που μοίραζε τα χαρτιά στην μπιρίμπα, άφησε στον κάθε παίχτη κι από μια μπόμπα». 5. (γενικά) ό,τι είναι νοθευμένο, κάλπικο, ό,τι δεν ανταποκρίνεται στη φήμη του ή στις απαιτήσεις μας: «μπορεί να πηγαίνει πολύς κόσμος, αλλά εμένα μου φάνηκε μπόμπα το μέρος». Από την εικόνα της περιοχής όπου έχει σκάσει μια βόμβα και την έχει καταστρέψει. 6. ό,τι μας εντυπωσιάζει ή μας αρέσει πάρα πολύ: «είδα μια μπόμπα ταινία || αγόρασα ένα αυτοκίνητο μπόμπα || έφαγα ένα φαγητό που ήταν μπόμπα». 7. κοντόχοντρο βαρέλι ή άλλο κοντόχοντρο δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά υγρών ή αερίων: «ο θείος απ’ το χωριό μας έφερε μια μπόμπα κρασί || ο υπάλληλος της εταιρείας έφερε μια μπόμπα υγραέριο και πήρε την άδεια». 8. ως επίρρ., πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ωραία, θαυμάσια: «χτες βράδυ περάσαμε μπόμπα στα μπουζούκια». Από τον εντυπωσιασμό που μας προξενεί η έκρηξη μιας βόμβας. Υποκορ. μπομπίτσα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. βόμβα·
- αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα! ή αυτή κι αν είναι μπόμπα! λέγεται για κάτι που συνέβη ή ακούστηκε ξαφνικά ή αναπάντεχα και μας εξέπληξε: «πιάστηκε κοτζάμ υπουργός την ώρα που χρηματιζόταν απ’ τον τάδε μεγαλοκαρχαρία. -Αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα!»·
- έπεσε σαν μπόμπα, συνέβη ή ακούστηκε κάτι ξαφνικά ή αναπάντεχα, που εντυπωσίασε πολύ την κοινή γνώμη: «έπεσε σαν μπόμπα η παραίτηση της κυβέρνησης»·
- έσκασε η μπόμπα, συνέβη ή ακούστηκε κάτι που ήδη αναμενόταν από καιρό: «την Κυριακή έσκασε η μπόμπα του κυβερνητικού ανασχηματισμού». Συνήθως της φρ. άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το επιτέλους·
- έσκασε σαν μπόμπα, βλ. φρ. έπεσε σαν μπόμπα·
- πω πω μπόμπα! επιφώνημα έκπληξης για κάτι που συνέβη ή ακούστηκε ξαφνικά ή αναπάντεχα και που εντυπωσίασε σοβαρά την κοινή γνώμη: «το ’μαθες πως δωροδοκήθηκε ο πρωθυπουργός; -Πω πω μπόμπα!»·
- ρίχνω την μπόμπα, βλ. συνηθέστ. σκάω την μπόμπα·
- σκάω την μπόμπα, αποκαλύπτω ξαφνικά κάτι που ήδη αναμενόταν από καιρό: «μόλις έσκασα την μπόμπα για τις αυθαιρεσίες που γίνονταν, έπεσαν πολλά κεφάλια»·
- την κάνω μπόμπα, α. αποφεύγω υπηρεσία, το σκάω, την κοπανάω: «σήμερα την έκανα μπόμπα απ’ τη δουλειά». β. περνώ πολύ καλά: «χτες βράδυ την κάναμε μπόμπα στα μπουζούκια». γ. (για μαθητές) φεύγω κρυφά από το μάθημα, την κοπανάω από το σχολείο: «την τελευταία ώρα την έκανα μπόμπα, γιατί δεν ήξερα το μάθημα»· βλ. και λ. σμπόμπα.

μπρούμυτα

μπρούμυτα, επίρρ. [<όψιμο μσν. πρόμυτα <πρό + μύτη], πεσμένος ή ξαπλωμένος με το πρόσωπο προς τη γη ή προς το κρεβάτι: «τον βρήκα μπρούμυτα πάνω στο χορτάρι || ήταν μπρούμυτα στο κρεβάτι του»·
- πέφτω μπρούμυτα ή πέφτω τα προύμυτα, α. πέφτω στο έδαφος νικημένος: «ήταν τόσο δυνατός, που ο καθένας θα ’πεφτε μπρούμυτα, αν πάλευε μαζί του». β. κολακεύω κάποιον δουλικά: «μόλις δει κανέναν πλούσιο, πέφτει τα μπρούμυτα και του κάνει όλα τα χατίρια». γ. (ιδίως για άντρες) δέχομαι να υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «είναι κρίμα ένα τόσο όμορφο παιδί να πέφτει μπρούμυτα»·
- τη βάζω μπρούμυτα ή τη βάζω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες), βλ. φρ. τη ρίχνω μπρούμυτα·
- τη ρίχνω μπρούμυτα ή τη ρίχνω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν ευχαριστιέμαι γυναίκα, αν δεν τη ρίξω μπρούμυτα»·
- τον βάζω μπρούμυτα ή τον βάζω τα μπρούμυτα, βλ. φρ. τον ρίχνω μπρούμυτα·
- τον ρίχνω μπρούμυτα ή τον ρίχνω τα μπρούμυτα, α. τον ρίχνω στο έδαφος, τον κατανικώ, τον κατατροπώνω: «τον άρπαξε με το ’να του χέρι και τον έριξε αμέσως μπρούμυτα». β. (ιδίως για άντρες) του επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «επειδή τον έριξαν μια φορά τα μπρούμυτα, δεν πάει να πει πως είναι και πούστης ο άνθρωπος!».

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

μύτη

μύτη, η, ουσ. [<μσν. μύτη <μύτις], η μύτη· η άκρη οποιουδήποτε πράγματος που  καταλήγει σε αιχμή: «στη μύτη του ακρωτηρίου υπήρχε ένας φάρος || λέρωσα τις μύτες των παπουτσιών μου || στράβωσε η μύτη του μαχαιριού || τσιμπήθηκα με τη μύτη της καρφίτσας». Υποκορ. μυτίτσα κ. μυτούλα, η κ. μυτάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μύταρος κ. μύτος, ο κ. μυτάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 102 φρ.)·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πιάσει τη μύτη κάποιου για να μας αποδείξει πως δεν τον φοβάται: «αφού λες πως δεν τον φοβάσαι, όταν θα ’ρθει αν μπορείς πιάσ’ του τη μύτη». Από το ότι, το άτομο που του πιάνει κανείς τη μύτη, αντιδρά βίαια·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. φρ. αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη· βλ. και λ. χαλκάς·
- αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «εγώ λέω πως θα σε βοηθήσει κι αν δε σε βοηθήσει, να μου τρυπήσεις τη μύτη || αν σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, να μου τρυπήσεις τη μύτη». Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακολουθεί το εμένα ή το τότε εμένα και σχεδόν πάντα συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να πιέζει από πλάγια τη μύτη σαν να επιδιώκει να την τρυπήσει. Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη·
- άνοιξε η μύτη μου, άρχισε να τρέχει αίμα μετά από χτύπημα που δέχτηκα: «μου ’δωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο κι άνοιξε η μύτη μου»·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, είναι πολύ εκνευρισμένος, πολύ εξοργισμένος: «μην του πεις κουβέντα, γιατί απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει»·
- βαδίζω στις μύτες, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- βαδίζω στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μύτη του·
- βουλώνω τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ τη μύτη μου·
- βούλωσε η μύτη μου, κρυολόγησα, συναχώθηκα: «βγήκα μέσα στο κρύο ντυμένος ελαφρά και βούλωσε η μύτη μου»·
- δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, α. έχει μεγάλη μυωπία: «του έδειχνα πέρα στο πέλαγος το γιοτ που ερχόταν, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του!». β. δεν έχει διορατικότητα, δεν μπορεί να δει ή να υπολογίσει μακροπρόθεσμα, είναι κοντόφθαλμος: «επειδή αυτός ο άνθρωπος δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, με τον τρόπο που έστησε τη δουλειά του, θα αποτύχει μέσα σε λίγο καιρό». γ. είναι συντηρητικός, στενόμυαλος, προσκολλημένος στις παλιές συνήθειές του, είναι αρνητικός στους νεωτερισμούς: «περίμενες κι εσύ από άνθρωπο που δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του να καταλάβει τα σύγχρονα προβλήματα της νεολαίας;»·
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου, α. είναι πολύ σκοτεινά και δε βλέπω καθόλου: «μόλις έγινε διακοπή ρεύματος, δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου μέσα στο δωμάτιό μου». β. είμαι πολύ μεθυσμένος: «αν πιω κάνα ποτήρι παραπάνω, δε βλέπω ούτε τη μύτη μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη σούρα μου τη μύτη μου δε βλέπω,μα γλεντάω δίχως να παρεκτραπώ και γι’ αυτό ελέγχους δε σου επιτρέπω σ’ ό,τι πιω, σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω)· 
- δε λύθηκε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε μάτωσε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε με γελά η μύτη μου! είμαι σίγουρος πως μυρίζω αυτό που ανέφερα: «εδώ και ώρα μυρίζει βενζίνα, δε με γελά η μύτη μου! || μαγειρεύεις στιφάδο, δε με γελά η μύτη μου!»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί διαβάζω κάτι επείγοντα συμβόλαια και δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν άνοιξε μύτη, η συμπλοκή υπήρξε εντελώς αναίμακτη: «οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, αλλά ευτυχώς μπήκαν στη μέση άλλοι ψυχραιμότεροι και δεν άνοιξε μύτη». Συνών. δεν άνοιξε ρουθούνι·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου, α. λέγεται στην περίπτωση που επικρατεί κάπου αφόρητη δυσοσμία: «είναι τόσο βρόμικη οικογένεια, που όταν πας στο σπίτι τους, είναι για να κρατάς τη μύτη σου». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως μεγάλο απατεώνα, ως μεγάλη λέρα: «δεν κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι για να κρατάς τη μύτη σου»·
- είναι (για) να πιάνεις τη μύτη σου, βλ. φρ. είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου·
- είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι, επιστροφή κακού χαρακτηρισμού σε κάποιον με επιθετική διάθεση: «είσαι μαλάκας. -Είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι»· βλ. και φρ. είσαι και φαίνεσαι, λ. φαίνομαι·
- έκλεισε η μύτη μου, είμαι συναχωμένος, συναχώθηκα: «κάθισα ανάμεσα στα ρεύματα κι έκλεισε η μύτη μου»·
- έπεσε η μύτη του ή του ’πεσε η μύτη, έχασε την έπαρση που είχε, ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μας έκανε το λεφτά κι όταν μαθεύτηκε τι φτωχοπεινάλας είναι, έπεσε η μύτη του»·
- έρχομαι μύτη με μύτη (με κάποιον), διαπληκτίζομαι έντονα με κάποιον, είμαι έτοιμος να πιαστώ στα χέρια με κάποιον: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος, χωρίς να το καταλάβουμε, ήρθαμε μύτη με μύτη κι αν δεν υπήρχαν οι πιο ψύχραιμοι της παρέας, θα πλακωνόμασταν στο ξύλο». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς διαπληκτίζονται, φέρνει ο ένας πολύ κοντά το πρόσωπό του στο πρόσωπο του άλλου, θέλοντας να δείξει πως δε φοβάται μια δυναμική αναμέτρηση· βλ. και φρ. πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον)·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η μούρη του χώμα, λ. μούρη·
- έχει γερή μύτη, α. έχει δυνατή όσφρηση: «μπορεί να ξεχωρίσει όλες τις μυρουδιές, γιατί έχει γερή μύτη» β. έχει μεγάλη διαίσθηση: «πάντα καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει, γιατί έχει γερή μύτη»·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει καλή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχει μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μύτη σαν μελιτζάνα, βλ. λ. μελιτζάνα·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. συνηθέστ. χώνει παντού τη μύτη του·
- έχει ψηλά τη  μύτη, είναι ψηλομύτης, είναι ακατάδεχτος, περνιέται για μεγάλος: «δεν καταδέχεταινα μιλήσει σε κανέναν, γιατί έχει ψηλά τη μύτη»·
- έχει ψηλή μύτη, το υπονοούμενο στην περίπτωση αυτή είναι πως, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλο πέος, γιατί αυτή η εντύπωση επικρατεί στο πλατύ κοινό. Ιδίως, η μεγάλη μύτη, ταυτίζεται συνήθως με τους Ποντίους, από όπου και η έκφραση την έχει ποντιακή (ενν. την πούτσα, την ψωλή), δηλαδή έχει μεγάλο πέος· βλ. και φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχω μύτη εγώ! επαινετική ή θαυμαστική έκφραση για το άτομό μας τη στιγμή που επαληθεύεται κάποια διαίσθησή μας. Συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το δείκτη του χεριού να χτυπάει αλλεπάλληλες φορές με την άκρη του πάνω στο ρουθούνι μας·
- η μύτη του κοιτά το ταβάνι, είναι ακατάδεκτος, υπερόπτης: «έπιασε κι αυτός κάτι λεφτουδάκια κι από τότε η μύτη του κοιτά το ταβάνι»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, είναι ψωροπερήφανος: «αν μάθει πως είσαι φτωχός, δε θα σε κάνει παρέα, γιατί, η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, μια και πιστεύει πως κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. φρ. η μύτη του να πέσει δε σκύβει να τη σηκώσει·
- η μύτη του φτάνει στον ουρανό, είναι υπερβολικά ακατάδεκτος, υπερβολικά υπερόπτης: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, η μύτη του φτάνει στον ουρανό και δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα»·
- ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), α. συναντήθηκα απρόσμενα, ξαφνικά, πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνία, ήρθα μύτη με μύτη με τον τάδε». β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μύτη με μύτη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα δυο ατόμων που, λίγο πριν μαλώσουν μεταξύ τους, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις, πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- καθαρίζω τη μύτη μου, βγάζω τις βλέννες από τη μύτη μου, φυσώντας πότε το ένα μου ρουθούνι και πότε το άλλο ή και τα δυο ταυτόχρονα μέσα στο μαντίλι μου: «δεν έχω συνηθίσει να καθαρίζω τη μύτη μου μπροστά σε κόσμο». Ένας άλλος αγενής τρόπος καθαρίσματος της μύτης γίνεται με τον αντίχειρα ή το δείκτη του χεριού μας, που εισχωρεί βαθιά μέσα στα ρουθούνια μας και αποδίδεται ειρωνικά με τη φρ. κάνω ανασκαφές, βλ. λ. ανασκαφή· βλ. και φρ. φυσώ τη μύτη μου·
- κάνει μύτη, α. (για ρούχα) κρεμάει σε κάποιο σημείο: «ο ποδόγυρος θέλει λίγο μάζεμα στο πίσω μέρος, γιατί κάνει μύτη». β. (για στεριά) λέγεται για προεξοχή που εισχωρεί στη θάλασσα: «στ’ ανατολικά του κόλπου της Θεσσαλονίκης η στεριά κάνει μύτη δημιουργώντας έτσι το ακρωτήριο Καραμπουρνάκι»·
- κατέβασε τη μύτη του, βλ. συνηθέστ. έπεσε η μύτη του·
- κάτω απ’ τη μύτη μου, λέγεται για κάτι που γίνεται εντελώς μπροστά μου: «προσπαθούσε, ο αλήτης, να βάλει χέρι στην αδερφή μου κάτω απ’ τη μύτη μου || έβαλε χέρι στο ταμείο κάτω απ’ τη μύτη μου κι όμως δεν τον πήρα μυρουδιά»·
- κλείνει τη μύτη και βουτάει, ενεργεί παράτολμα, απερίσκεπτα: «δεν έχει ποτέ φοβηθεί τίποτα στη ζωή του κι όταν το φέρει η στιγμή, κλείνει τη μύτη και βουτάει». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πέφτει από ύψος στο νερό (θάλασσα, λίμνη, ποταμός) κλείνει με τα δάχτυλά τη μύτη του για να μην μπει στα ρουθούνια του νερό, γιατί, όταν συμβεί αυτό, είναι οδυνηρό·
- κρατώ τη μύτη μου, κλείνω τα ρουθούνια μου με την παλάμη μου ή τα πιέζω με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού μου για να αποφύγω κάποια δυσάρεστη μυρουδιά: «κάθε φορά που έρχεται τ’ αυτοκίνητο ν’ αδειάσει το βόθρο του εξοχικού μου, κρατώ τη μύτη μου»·
- λύθηκε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μάτωσε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μεγαλώνει η μύτη σου, λες ψέματα: «αποκλείεται να σε πιστέψω, γιατί μεγαλώνει η μύτη σου». Αναφορά στον Πινόκιο·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μιλάει με τη μύτη, λόγω παθολογικών συνήθως αιτιών μιλάει με βουλωμένη τη μύτη του, μιλάει ένρινα: «έχει κρεατάκια ο άνθρωπος, γι’ αυτό μιλάει με τη μύτη»·
- μου βγήκε απ’ τη μύτη, α. (για φαγητά) δεν πρόλαβα να το ευχαριστηθώ, γιατί με διέκοψαν στη μέση ή, αμέσως μόλις το έφαγα, συνέβη κάτι που με στενοχώρησε: «έφαγα τόσο ωραίο φαγητό, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη γιατί, μετά το γεύμα υποχρεώθηκα να ξεφορτώσω ολόκληρο φορτηγό». β. μικρή ευχαρίστηση, όφελος ή κέρδος το πλήρωσα με πολλαπλάσια ζημία ή κόπο: «πήγαμε το βράδυ στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι || κέρδισα πέντε φράγκα απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί σκοτώθηκα μέχρι να την τελειώσω»·
- μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- μου μπαίνει στη μύτη, είναι ενοχλητικός ή ενεργεί προκλητικά εναντίον μου: «να του πεις να μη μου μπαίνει άλλο στη μύτη, γιατί, αν αγριέψω, μαύρο φίδι που τον έφαγε». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι ειν’ κορίτσι από σπίτι). Από την εικόνα του ατόμου που, όταν μπει ξαφνικά κάτι μέσα στη μύτη του, έντομο ή άλλη μικρή ακαθαρσία, αντιδρά έντονα· βλ. και φρ. μου μπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου παραμπαίνει στη μύτη, επιτείνει την αμέσως παραπάνω φράση: «να πεις του φίλου σου να μη μου παραμπαίνει στη μύτη, γιατί θα χάσω την υπομονή μου και θα τον σαπίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: πώς να τη βγάλω, ρε γυναίκ’, από το σπίτι γιατί μου έχει παραμπεί πολύ στη μύτη)· βλ. και φρ. μου παραμπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου ’σπασε τη μύτη, α. μου προκάλεσε ρινορραγία από χτύπημα που μου κατάφερε στη μύτη και, κατ’ επέκταση, με έδειρε, με νίκησε: «πέταξε μια πέτρα από μακριά και μου ’σπασε τη μύτη || του ’βρισα πάνω στο θυμό μου τη μάνα του κι αυτός έπεσε αγριεμένος απάνω μου και μου ’σπασε τη μύτη». β. (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) την αισθάνθηκα έντονα: «τηγάνιζε η γυναίκα μου κεφτεδάκια στην κουζίνα και μου ’σπασε τη μύτη (η μυρουδιά) || είχε πασαλειφτεί τόσο πολύ με άρωμα, που μου ’σπασε τη μύτη»·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, έγινε αιτία, ώστε κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισα να το πληρώσω με πολλαπλάσια ζημία: «με πήγε στα μπουζούκια να με κεράσει, αλλά έγινε αιτία να πλακωθώ στο ξύλο μ’ έναν απ’ το διπλανό τραπέζι κι έτσι, το ουίσκι που με κέρασε, μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη»·
- μου τρύπησε τη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων), βλ. φρ. μου ’σπασε τη μύτη·
- μου χτύπησε άσχημα στη μύτη, αισθάνθηκα, μύρισα μια άσχημη μυρουδιά: «άδειαζαν το βόθρο του σπιτιού τους, γι’ αυτό μου χτύπησε άσχημα στη μύτη»·
- μου χτύπησε στη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) μου μύρισε: «μόλις μπήκα στο σπίτι, μου χτύπησε στη μύτη η φασουλάδα που μαγείρευε η μάνα μου»·
- μπουκώνει τη μύτη του, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι χρήστης κοκαΐνης: «είναι παιδί από οικογένεια, κι όμως, μπουκώνει τη μύτη του»·
- μπούκωσε η μύτη μου, συναχώθηκα: «δεν ντύθηκα καλά το πρωί που έφυγα για τη δουλειά και μπούκωσε η μύτη μου»·
- μπροστά απ’ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κάτω απ’ τη μύτη μου·
- μύτη με μύτη, αντικριστά με την αιχμηρή τους άκρη: «κρέμασε στον τοίχο τα σπαθιά μύτη με μύτη»·
- όλα τα γουρούνια, μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- πατώ στις μύτες, περπατώ πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο για να μη γίνω αντιληπτός: «κάθε φορά που γυρίζω αργά στο σπίτι, πατώ στις μύτες για να μη με πάρει μυρουδιά ο πατέρας μου»·
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- πέφτουν μύτες, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις έξω, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν μύτες». Συνών. πέφτουν αφτιά·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον σε τυχαία συνάντηση: «όπως έστριβα τη γωνιά, έπεσα μύτη με μύτη με κάποιον που είχα μήνες να τον δω»·
- πιάνω τη μύτη μου, βλ. φρ. κρατώ τη μύτη μου·
- πουδράρω τη μύτη μου, α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) εισπνέω, ρουφώ ναρκωτική σκόνη με τη μύτη, σνιφάρω: «κάποια στιγμή μπήκαμε με τον τάδε στην τουαλέτα για να πουδράρουμε τη μύτη μας». Από το σημάδι που αφήνει η ναρκωτική σκόνη, όταν έρχεται σε επαφή με τη μύτη, και που παρομοιάζεται με την πούδρα. β. (ειδικά για γυναίκα) μακιγιάρομαι: «στάθηκε για λίγο σ’ ένα καθρέφτη και διακριτικά πούδραρε τη μύτη της»·
- σηκώνω μύτη, αυθαδιάζω: «μόλις τον δεις να σηκώνει μύτη, βάλ’ τον στη θέση του»· βλ. και φρ. σηκώνω τη μύτη μου·
- σηκώνω τη μύτη (μου), επαίρομαι, γίνομαι αλαζονικός: «έχω μάθει να μη σηκώνω τη μύτη, γιατί η ζωή ρόδα είναι και γυρίζει και δεν ξέρει κανείς πώς έρχονται τα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρες αψηλά και σήκωσες τη μύτη· φαντάστηκες πως ήσουνα η ωραία Αφροδίτη)· βλ. και φρ. σηκώνω μύτη·
- σκάω μύτη, α. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου, ιδίως ύστερα από πολύ καιρό απουσίας: «κι εκεί που δεν ξέραμε πού ήταν, έσκασε ξαφνικά μύτη στο καφενείο». β. (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου για να μπω στο παιχνίδι: «σκάσε μύτη να δούμε πρώτα τι λεφτά έχεις, και μετά μπαίνεις στο παιχνίδι». Συνών. δείχνω φως·
- στάζει η μύτη μου, βλ. φρ. τρέχει η μύτη μου·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- το ’πιασα με τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. το μυρίστηκα, λ. μυρίζομαι·
- τον σέρνει απ’ τη μύτη, του έχει επιβληθεί απόλυτα και τον αναγκάζει να τον ακολουθεί όπου αυτός θέλει, ή τον αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός αποφασίζει: «είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της, που τον σέρνει απ’ τη μύτη». Από την εικόνα του αρκουδιάρη, που σέρνει την αρκούδα του όπου αυτός θέλει μέσα στους δρόμους ή την αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός θέλει, οδηγώντας τη μ’ ένα σκοινί δεμένο στο χαλκά που της έχει περάσει στη μύτη. Πρβλ.: να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφην’ απ’ το σπίτι κι ένα χαλκά από σίδερο μου πέρασε στη μύτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. φρ. τον σέρνει απ’ τη μύτη. (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη,γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι
- τον τρώει η μύτη του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «δεν ξέρω τι επιδιώκει μ’ αυτά που κάνει, αλλά μου φαίνεται πως τον τρώει η μύτη του». Από το ότι από παλιά υπάρχει η λαϊκή δοξασία πως, όταν κανείς νιώθει κνισμό στη μύτη του, θα φάει ξύλο·
- τον φαγουρίζει η μύτη του, βλ. φρ. τον τρώει η μύτη του·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), βλ. λ. χαλκάς·
- του ’σπασα τη μύτη, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοφόρτωσα, του άνοιξα τη μύτη από το ξύλο που του έδωσα: «επειδή δεν έπαψε στιγμή να με βρίζει, σηκώθηκα και του ’σπασα τη μύτη»·
- του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, έγινα αιτία να πληρώσει με πολλαπλάσια ζημία κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισε από κάπου: «με πήγε στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά έκανα τόσο μεγάλο λογαριασμό που του το ’βγαλα απ’ τη μύτη»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. φυσώ τη μύτη μου·
- τρέχει η μύτη μου, έχω καταρροή, έχω συνάχι: «μόλις κρυώσω λιγάκι, τρέχει η μύτη μου»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, έχω έντονη καταρροή, η βλέννα μου τρέχει από τη μύτη μου είναι πολύ αραιή: «άρπαξα τέτοιο κρύωμα, που τρέχει η μύτη μου νερό»·
- τρίβω τη μύτη μου, βρίσκομαι σε αμηχανία: «όταν έφεραν μπροστά του αυτόν που τον είδε να βάζει χέρι στο ταμείο, άρχισε να τρίβει τη μύτη του»·
- φυσώ τη μύτη μου, την καθαρίζω φυσώντας δυνατά τα ρουθούνια μου για να παρασυρθούν στο μαντίλι μου οι βλέννες που υπάρχουν μέσα σε αυτή: «κάποια στιγμή αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά και φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι του». Ένας άλλος τρόπος φυσήματος της μύτης, που παρατηρείται συνήθως σε άξεστους ή λαϊκούς ανθρώπους, είναι το κλείσιμο του ενός ρουθουνιού με τον αντίχειρα, ελαφρό σκύψιμο μπροστά και δυνατό φύσημα του άλλου ρουθουνιού και αντιστρόφως, με αποτέλεσμα να πεταχτεί η βλέννα στη γη·
- χαμηλώνω τη μύτη ή χαμηλώνω τη μύτη μου, εγκαταλείπω την υπεροπτική, την αλαζονική μου στάση: «μόλις κατάλαβε πως η ευτυχία δεν είναι αιώνια και πως σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε, χαμήλωσε τη μύτη του κι έγινε πιο καταδεκτικός»·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει μανία να χώνει παντού τη μύτη του». Συνών. χώνει παντού τη μούρη του / χώνει παντού την ουρά του·
- χώνει τη μύτη του (κάπου), επεμβαίνει αδιάκριτα κάπου: «η υπόθεση δε σ’ αφορά καθόλου, γι’ αυτό μη χώνεις τη μύτη σου»·
- ψήλωσε τη μύτη του, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη.

ναρκωτικό

ναρκωτικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. ναρκωτικός], το ναρκωτικό. 1. καθετί που η συνεχής χρήση του λόγω προσωρινής ευχαρίστησης μας δημιουργεί στο τέλος ένα είδος εξάρτησης: «αγόρασε μια τηλεόραση για να βλέπει τους αγώνες του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου και στο τέλος έγινε το ναρκωτικό του, γιατί δε λέει να ξεκολλήσει απ’ αυτή». 2. συνήθως στον πλ. τα ναρκωτικά, τοξικές ουσίες που προκαλούν χαλάρωση στο νευρικό σύστημα και δημιουργούν κάποια ευφορία, αλλά η συνεχής χρήση τους προκαλεί διάφορες σωματικές και διανοητικές διαταραχές καθώς και εθισμό και εξάρτηση: «όποιος μπλέκει με τα ναρκωτικά, υπογράφει την καταδίκη του»·
- είμαι στα ναρκωτικά, κάνω χρήση ναρκωτικών, είμαι χρήστης: «όποιος είναι στα ναρκωτικά, γρήγορα λέει αντίο στη ζωή»·
- παίρνω ναρκωτικά, βλ. φρ. είμαι στα ναρκωτικά·
- πέφτω στα ναρκωτικά, αρχίζω να κάνω χρήση ναρκωτικών, γίνομαι χρήστης: «κοντεύει να πεθάνει απ’ τη στενοχώρια του ο φουκαράς, γιατί ο γιος του έπεσε στα ναρκωτικά»·
- σκληρά ναρκωτικά, η ηρωίνη, η κοκαΐνη, το κρακ, κ. ά: «τα σκληρά ναρκωτικά, είναι σκέτος θάνατος».

νεφρό

νεφρό, το κ. νεφρός, ο, πλ. νεφρά, τα κ. νεφροί, οι, ουσ. [<αρχ. νεφρός], το νεφρό·
- άνοιξαν τα νεφρά μου, έχω συνεχή τάση για κατούρημα: «κάθε φορά που κρυολογώ, ανοίγουν τα νεφρά μου»·
- έπεσαν τα νεφρά μου ή μου ’πεσαν τα νεφρά, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως σηκώνοντας ή μεταφέροντας κάποιο βάρος: «μετέφερα στα χέρια αυτό το μπαούλο και μου ’πεσαν τα νεφρά»·
- έχει νεφρά ή έχει νεφρό, α. έχει σωματική αντοχή: «πρέπει να ’χει κανείς νεφρά, για να δουλεύει στα ορυχεία». β. έχει θάρρος, τόλμη: «μόνο ο τάδε έχει νεφρά να τα βάλει μαζί του»·
- έχω νεφρά ή έχω τα νεφρά μου, έχω πρόβλημα υγείας στα νεφρά, πάσχω από νεφρά: «οι αναλύσεις που έκανα έδειξαν ότι έχω νεφρά || κάνω αυστηρή δίαιτα, γιατί έχω τα νεφρά μου»·
- θα σου πέσουν τα νεφρά; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να κουβαλήσει κάτι μοναχός του, ή που ζητάει τη βοήθειά μας για να κουβαλήσει κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί: «γιατί θέλεις να βάλω κι εγώ ένα χεράκι, μήπως θα σου πέσουν τα νεφρά, αν το κουβαλήσεις μοναχός σου;»·
- θέλει νεφρά ή θέλει νεφρό, α. απαιτείται, χρειάζεται σωματική αντοχή: «για να δουλέψει κανείς στα ορυχεία, θέλει νεφρά». β. απαιτείται, χρειάζεται θάρρος, τόλμη: «θέλει νεφρά για να τα βάλει κανείς με τον τάδε»·
- κόπηκαν τα νεφρά μου ή μου κόπηκαν τα νεφρά, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως σηκώνοντας ή μεταφέροντας κάποιο βάρος: «έκανα ολόκληρη τη μετακόμιση μοναχός μου και μου κόπηκαν τα νεφρά»·
- ξέρω πόση άμμο έχουν τα νεφρά του, βλ. λ. άμμος·
- το κάνει για τα νεφρά του, ειρωνική έκφραση με την οποία προσπαθούμε δήθεν να δικαιολογήσουμε κάποιο άτομο, ιδίως άντρα, που δέχεται να του επιβάλλουν τη σεξουαλική πράξη: «μην τον παρεξηγείς τον άνθρωπο που τον παίρνει, γιατί, ό,τι κάνει, το κάνει για τα νεφρά του». Από το ότι τα νεφρά βρίσκονται πίσω από την κοιλιακή χώρα.

νήμα

νήμα, το, ουσ. [<αρχ. νῆμα], το νήμα· η αλληλουχία, η λογική συνέπεια, ο συνεκτικός δεσμός: « αν βρεις το νήμα που συνδέει όλα αυτά, θα δεις πως δεν είναι δύσκολο να μπεις στο νόημα». Από το ότι το νήμα είναι ενιαίο από την αρχή μέχρι το τέλος του. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα, βλ. συνηθέστ. άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι·
- βρίσκω την άκρη του νήματος, βλ. λ. άκρη·
- έκοψαν μαζί το νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) τερμάτισαν ταυτόχρονα: «στα τελευταία διακόσια μέτρα οι δυο αθλητές πήγαιναν στήθος με στήθος και στο τέλος έκοψαν μαζί το νήμα»·
- έπεσαν μαζί στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. φρ. έκοψαν μαζί το νήμα·
- κερδίζω πάνω στο νήμα (κάποιον ή κάποιους), (για αθλητές ταχύτητας) κερδίζω με ελάχιστη διαφορά: «μετά την τελευταία στροφή ο αθλητής έβαλε όλα τα δυνατά του και κέρδισε πάνω στο νήμα την κούρσα των πέντε χιλιάδων μέτρων»·
- κινώ τα νήματα, α. κατευθύνω από το παρασκήνιο μια δουλειά ή μια ενέργεια, ιδίως όχι νόμιμη: «ακόμα ψάχνει η αστυνομία να βρει ποιος κίνησε τα νήματα της τελευταίας ληστείας». Από την εικόνα του καλλιτέχνη που κινεί αθέατος τα νήματα της μαριονέτας. β. (γενικά) κατευθύνω τις ενέργειες μιας ομάδας ανθρώπων: «ο πρωθυπουργός είναι αυτός που κινεί τα νήματα της κυβέρνησης». (Λαϊκό τραγούδι: κινούσες πάντα όλα τα νήματα κι εγώ ήμουν ένα απ’ τα θύματα
- κόβω πρώτος το νήμα, α.(για αθλητές ταχύτητας) έρχομαι πρώτος, κερδίζω την κούρσα: «στην κούρσα των χιλίων μέτρων, ο τάδε αθλητής έκοψε πρώτος το νήμα». β. κατ’ επέκταση, φτάνω πρώτος σε κάποιο αποτέλεσμα: «είχαν βάλει τα δυνατά τους ποιος απ’ τους δυο θα τελείωνε πρώτος τη δουλειά, κι ο τάδε κατάφερε να κόψει πρώτος το νήμα»·
- κόπηκε το νήμα της ζωής του, πέθανε, ιδίως ξαφνικά: «εκεί που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε, έπαθε έμφραγμα και κόπηκε το νήμα της ζωής του»·
- πέφτω πρώτος στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. φρ. κόβω πρώτος το νήμα·
- του κόβω το νήμα της ζωής, τον δολοφονώ, τον σκοτώνω: «ένα βράδυ του ’στησε καρτέρι και με μια κουμπουριά του ’κοψε το νήμα της ζωής»·
- χάνω πάνω στο νήμα (από κάποιον ή από κάποιους), (για αθλητές ταχύτητας) χάνω με ελάχιστη διαφορά: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχασε την κούρσα απ’ τον τάδε πάνω στο νήμα».

ντουφεκιά

ντουφεκιά κ. τουφεκιά, η, ουσ. [<ντουφέκι], η ντουφεκιά·
- έπεσε μια ντουφεκιά, κάποιος πυροβόλησε με ντουφέκι: «ξαφνικά έπεσε μια ντουφεκιά κι όλοι οι στρατιώτες πήραν τις θέσεις τους στα χαρακώματα». (Παιδικό τραγούδι: στου Μανώλα την ταβέρνα έπεσε μια ντουφεκιά, μπαμ! Και τρυπήσαν τα βαρέλια και χυθήκαν τα κρασιά. σσσ!
- έριξε μια ντουφεκιά, βλ. φρ. έπεσε μια ντουφεκιά·
- πέφτουν ντουφεκιές, κάποιοι πυροβολούν ή ανταλλάσσουν πυροβολισμούς με ντουφέκια: «σ’ όλη τη διάρκεια του γλεντιού έπεφταν ντουφεκιές || απ’ τους δυο αντιμέτωπους στρατούς άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ντουφεκιές»·
- ρίχνουν ντουφεκιές, βλ. φρ. πέφτουν ντουφεκιές·
- χωρίς να πέσει ντουφεκιά, χωρίς την παραμικρή ένοπλη αντίσταση: «ο εχθρός παραδόθηκε χωρίς να πέσει ντουφεκιά»·
- χωρίς να ρίξει ντουφεκιά, βλ. φρ. χωρίς να πέσει ντουφεκιά.  

νύχι

νύχι, το, ουσ. [<μσν. νύχιν <αρχ. ο’νύχιον, υποκορ. του ουσ. ὄνυξ], το νύχι. (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- ακονίζω τα νύχια μου, βλ. φρ. τροχίζω τα νύχια μου·
- αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, πρέπει κανείς να προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του με τις δικές του δυνάμεις ή δυνατότητες και να μην περιμένει ξένη βοήθεια: «σκέψου καλά πώς θα ξεκινήσεις και πώς θα προχωρήσεις τη δουλειά, γιατί, αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα»· βλ. και φρ. αν έχεις νύχια θα ξυστείς και αν δεν έχεις θα σε φάνε οι ψείρες·
- αν έχεις νύχια, έλα να μας τα ξύσεις ή αν έχεις νύχια, έλα να μου τα ξύσεις (ενν. τα αρχίδια), βλ. λ. ξύνω·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, θα πρέπει να έχουνε τον τρόπο να τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας, όταν μας τυχαίνουν δυσκολίες, γιατί κανείς δε θα προσφερθεί να μας βοηθήσει: «προσπάθησε να γίνεις ανεξάρτητος στη ζωή σου για να μπορείς να ξεπερνάς μονάχος τις δυσκολίες σου, γιατί, αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες»· βλ. και φρ. αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα·
- αν είχε η τσουτσού μου νύχι, θα ’ταν δάχτυλο, βλ. λ. τσουτσού·
- αν πέσεις στα νύχια μου, βλ. φρ. μην πέσεις στα νύχια μου·
- απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή απ’ την κορφή ως τα νύχια, βλ. λ. κορφή·
- βγάζω τα νύχια μου, βλ. φρ. δείχνω τα νύχια μου·
- γλίτωσα απ’ του χάρου τα νύχια, βλ. λ. χάρος·
- δε μύρισα τα νύχια μου, βλ. συνηθέστ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δείχνω τα νύχια μου, κάνω δυναμικά την παρουσία μου, αγριεύω, διεκδικώ τα δικαιώματά μου, υπερασπίζομαι το δίκιο μου: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, δείξε κι εσύ τα νύχια σου»·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. συνηθέστ. δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του, λ. νυχάκι·
- είναι γάτα χωρίς νύχια, βλ. λ. γάτα·
- είναι νύχι και κρέας, βλ. φρ. είναι κώλος και βρακί, λ. κώλος·
- καθαρίζει τα νύχια του, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και καθαρίζει τα νύχια του». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι, καθαρίζει τα νύχια του για να περάσει η ώρα του·
- με νύχια και με δόντια, α. με κάθε δυνατό μέσο για να πετύχει κανείς ή για να αποφύγει κάτι: «προσπάθησα με νύχια και με δόντια να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». β. με αυταπάρνηση: «οι στρατιώτες μας κρατούσαν το ύψωμα με νύχια και με δόντια»·
- μην πέσεις στα νύχια μου, απειλητική έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα μπορείς να χαίρεσαι που μ’ εξαπάτησες, αλλά μην πέσεις στα νύχια μου, γιατί θα το μετανιώσεις σκληρά»·
- ξέφυγα απ’ του χάρου τα νύχια, βλ. λ. χάρος·
- ξύνει τα νύχια του, χάνει άσκοπα τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και ξύνει τα νύχια του»·
- ξύνει τα νύχια του για καβγά, επιθυμεί ζωηρά να καβγαδίσει, επιδιώκει τον καβγά: «μην τον κοντράρεις πολύ, γιατί ξύνει τα νύχια του για καβγά»·
- πατώ στα νύχια, περπατώ πολύ προσεκτικά προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο για να μη γίνω αντιληπτός από κάποιον ή από κάποιους: «κάθε φορά που αργώ να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι, πατώ στα νύχια για να μην ξυπνήσω τον πατέρα μου»·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στα νύχια·
- περπατώ στα νύχια, βλ. φρ. πατώ στα νύχια·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στα νύχια·
- πέφτω στα νύχια του, α. βρίσκομαι στη διάθεση ανθρώπου σκληρού και εκδικητικού: «πρόσεξε μην πέσεις στα νύχια του, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα». β. πέφτω θύμα εκμετάλλευσης: «είναι τόσο στυγνός τοκογλύφος, που, αν πέσεις στα νύχτια του, θα σου πιει το αίμα»·
- σαν το νύχι με το κρέας, λέγεται για δυο άτομα που έχουν πολύ στενό δεσμό μεταξύ τους: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι σαν το νύχι με το κρέας». Πολλές φορές, ο ομιλών την ώρα που εκφέρει τη φράση δείχνει, σχεδόν πάντα στο συνομιλητή του τον αντίχειρά του, προβάλλοντας προς τα μάτια του το νύχι·
- στέκεται στα νύχια για καβγά, είναι έτοιμος για καβγά: «μη του κολλάς πολύ, γιατί είναι οξύθυμος και στέκεται στα νύχια για καβγά». Από τη στάση της γάτας, όταν πρόκειται να εφορμήσει εναντίον του εχθρού της·
- στέκομαι στα νύχια, είμαι πρόθυμος, είμαι πανέτοιμος: «του έχω τέτοια συμπάθεια αυτού του ανθρώπου, που, ό,τι και να μου πει, στέκομαι στα νύχια να τον εξυπηρετήσω»·
- σώθηκα απ’ του χάρου τα νύχια, βλ. λ. χάρος·
- τα νύχια μου μύρισα; βλ. φρ. δε μύρισα τα νύχια μου·
- τα νύχια σου μην κόψεις, αν θέλεις να προκόψεις, από την προκατάληψη των παλιών εμπόρων που δεν έκοβαν τα νύχια τους μέσα στο εμπορικό τους κατάστημα, γιατί πίστευαν πως «κόβεται» και η δουλειά τους, πως παύει να έρχεται πελατεία. Κατάλοιπο του γνωμικού: Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις, από το ότι την Τετάρτη συνέλαβαν οι Ιουδαίοι τον Χριστό, την Παρασκευή τον σταύρωσαν, ενώ η Κυριακή, που θεωρείται η αναστάσιμη ημέρα, όλοι πρέπει να χαίρονται για το ελπιδοφόρο γεγονός και να μην ασχολούνται με τον εαυτό τους·
- τα νύχια του έχουν πένθος, (ειρωνικά) είναι πολύ βρόμικα: «αποφεύγεις να του κάνεις χειραψία, γιατί τα νύχια του έχουν πένθος»·
- τον έντυσα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή τον έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια, βλ. λ. ντύνω·
- τον κοιτάζω απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή τον κοιτάζω απ’ την κορφή ως τα νύχια, βλ. λ. κορφή· 
- του βγάζω τα νύχια, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τα δόντια, λ. δόντι·
- του βγάζω τα νύχια ένα ένα, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τα δόντια ένα ένα, λ. δόντι·
- του βγάζω τα νύχια μου, βλ. φρ. του δείχνω τα νύχια μου·
- του δείχνω τα νύχια μου, του δείχνω τις άγριες διαθέσεις μου: «κάθε φορά που του δείχνω τα νύχια μου, κάνει την οσία Μαρία». Από την εικόνα της γάτας που, όταν έρθει σε επαφή με κάποιον άγνωστο και νιώσει κίνδυνο, του προτείνει τα νύχια της για να τον φοβίσει·
- τροχίζω τα νύχια μου, προετοιμάζομαι για δυναμική αναμέτρηση: «μόλις κατάλαβε πως η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, άρχισε να τροχίζει τα νύχια του»·
- τρώγεται με τα νύχια του, βλ. συνηθέστ. τρώγεται με τα ρούχα του, λ. ρούχο·
- τρώει τα νύχια του για καβγά, βλ. φρ. ξύνει τα νύχια του για καβγά·
- τρώω τα νύχια μου, α. νιώθω αμηχανία: «κατάλαβα πως δεν ήξερες τι να κάνεις, γιατί έτρωγες συνεχώς τα νύχια σου». β. κακή συνήθεια που την έχουν πολλά άτομα: «κάθε τόσο βλέπω διάφορους ανόητους που τρώνε τα νύχια τους».

ξέρα

ξέρα, η, ουσ. [<μσν. ξέρα <ξερός], η ξέρα· η ξεραΐλα (βλ. λ.)·
- βρίσκω ξέρα, βλ. φρ. πέφτω σε ξέρα·
- είμαι στην ξέρα, α. δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι τελείως άφραγκος: «ό,τι λεφτά είχα, τα ’χασα στην τελευταία δουλειά που έκανα, και τώρα είμαι στην ξέρα». β. μένω μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ερωτικό σύντροφο: «χώρισα με τη γκόμενα που είχα και είμαι στην ξέρα». Από την εικόνα του ατόμου που υποφέρει σε περίοδο ξηρασίας·
- πέφτω σε ξέρα, α. αντιμετωπίζω απρόσμενο εμπόδιο, απρόσμενη δυσκολία που δεν προλαβαίνω να αντιμετωπίσω: «η δουλειά πήγαινε μια χαρά, αλλά τελευταία έπεσα σε ξέρα και αντιμετωπίζω προβλήματα». Από την εικόνα του πλοίου που προσκρούει σε σκόπελο ή ύφαλο. Συνών. πέφτω σε ύφαλο. β. γνωρίζω, συναντώ πολύ άσχημη γυναίκα: «επειδή δεν είχα γκόμενα, είπα στην ξαδέρφη μου να φέρει μια φιλενάδα της, αλλά έπεσα σε ξέρα»·
- τη βγάζω στην ξέρα, βλ. φρ. είμαι στην ξέρα.

ξερός

ξερός, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ξηρός], ξερός. 1. που είναι απότομος, ψυχρός και χωρίς συναισθήματα: «είναι πολύ ξερός άνθρωπος ο καινούριος διευθυντής». 2. που δεν κινείται, που έχει χάσει τις αισθήσεις του ή που πέθανε: «τον βρήκαν ξερό στο κρεβάτι του || τον βρήκαν ξερό μέσα σ’ ένα χαντάκι». 3. το θηλ. ως ουσ. η ξερή (βλ. λ.). 4. το ουδ. ως ουσ. το ξερό (βλ. λ.). 5. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ξερά, τα χόρτα που ξεράθηκαν. Επίρρ. ξερά, απότομα, ψυχρά: «μας είπε ξερά ένα γεια κι έφυγε». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- αξ και ξερός! ή άξης και ξερός! ειρωνικό, επιτιμητικό ή απειλητικό επιφώνημα σε άτομο που επιτέλους κατανοεί αυτό που του λέμε λέγοντας α(!)·
- είμαι ξερός, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι τελείως άφραγκος: «από μένα βρήκες να ζητήσεις λεφτά που είμαι ξερός!»·
- είναι ξερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- εξ και ξερός! ή έξης και ξερός! ειρωνικό, επιτιμητικό ή απειλητικό επιφώνημα σε άτομο που τον ρωτήσαμε κάτι, κι επειδή δεν άκουσε ή δεν πρόσεξε τι του είπαμε, μας λέει ε(;)·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- και ξερό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά ή κοντά με το ξερό καίγεται και το χλωρό, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια ομαδική τιμωρία τιμωρούνται και άτομα που δεν ευθύνονται·
- μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά ή μαζί με το ξερό καίγεται και το χλωρό, βλ. φρ. κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά·
- μένω ξερός, σαστίζω, μένω άναυδος, αποσβολωμένος: «έμεινα ξερός, μόλις τον άκουσα να βρίζει τον πατέρα του»· βλ. και φρ. πέφτω ξερός·
- ναιξ και ξερός! ή ναίξης και ξερός! ειρωνικό, επιτιμητικό ή απειλητικό επιφώνημα σε άτομο που το καλούμε επίμονα από μακριά και μας λέει επιτέλους ναι! ή που το ρωτάμε επίμονα αν ξέρει κάτι, και μας λέει επιτέλους ναι·
- ξερά καρπά ή ξερούς καρποί, αντί του ξηρούς καρπούς (που συνοδεύουν ένα ποτό και ιδίως το ουίσκι): «μαζί με το ουίσκι μας έφερε κι ένα πιατάκι με ξερά καρπά»·
- ξερή απάντηση, βλ. λ. απάντηση·
- ξερό κορμί, βλ. λ. κορμί·
- ξερό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ξερός βήχας, βλ. λ. βήχας·
- πέφτω ξερός, α. πεθαίνω, σκοτώνομαι ακαριαία: «τον χτύπησε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι κι έπεσε ξερός». β. λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε, έπεσε ξερός». γ. μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος, αποσβολωμένος: «μόλις μας έδειξε την γκομενάρα του, πέσαμε όλοι ξεροί»·
- ρίχνω μια ξερή (ενν. μαλακία), αυνανίζομαι χωρίς να χρησιμοποιήσω σάλιο για να γλιστράει το πέος μέσα στη χούφτα μου. Η φρ. υπονοεί τον χωρίς λόγο ή τον πολύ βιαστικό αυνανισμό: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, πετάχτηκε μέχρι την τουαλέτα κι έριξε μια ξερή»·
- τα λέω ξερά, μιλώ απερίφραστα: «κάθισα και του τα ’πα ξερά, για να μην έχει καμιά απορία»·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ.άνθρωπος·
- τον αφήνω ξερό, α. τον χτυπώ, ιδίως στο κεφάλι, και επιφέρω το θάνατό του: «του ’δωσε μια με την καρέκλα στο κεφάλι και τον άφησε ξερό». β. τον αφήνω κατάπληκτο, εμβρόντητο, αποσβολωμένο: «τους άφησα όλους ξερούς, μόλις μ’ είδαν μέσα στην καινούρια αυτοκινητάρα μου». γ. του παίρνω, του κερδίζω όλα τα χρήματα, τον αφήνω τελείως άφραγκο: «θέλησε να παίξει χαρτιά μαζί μου και μέσα σε λίγη ώρα τον είχα αφήσει ξερό»·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τραβώ μια ξερή (ενν. μαλακία), βλ. φρ. ρίχνω μια ξερή·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι.

ουρανός

ουρανός, ο, πλ. ουρανοί οι κ. ουράνια (βλ. λ.) τα, ουσ. [<αρχ. οὐρανός], ο ουρανός. 1. (γενικά) επιστέγασμα με μορφή θόλου: «θέλω ν’ αλλάξω τον ουρανό τ’ αυτοκινήτου μου, γιατί αυτός που έχει πάλιωσε». 2. η κατοικία του Θεού, η αιώνια βασιλεία (συνήθως στον πλ.): «εδώ βασανίστηκε, αλλά θα ανταμειφθεί στους ουρανούς». (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- ανέβηκε στον ουρανό ή ανέβηκε στους ουρανούς, α. πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν τόσο καλός άνθρωπος ο συγχωρεμένος, που σίγουρα ανέβηκε στον ουρανό». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να καθησυχάσουμε ένα μικρό παιδί που αντιμετωπίζει το χαμό στενού συγγενικού του προσώπου: «μη στενοχωριέσαι για τον πατερούλη, παιδί μου, γιατί ανέβηκε στους ουρανούς κι είναι μαζί με τον Θεούλη». Από το ότι σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία, ο ουρανός θεωρείται η κατοικία του Θεού και των Αγίων·                               
- άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ ουρανού και πιο σπάνια άνοιξαν οι καταρράχτες των εφτά ουρανών, βρέχει ραγδαία, κατακλυσμιαία: «τ’ απόγευμα άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ ουρανού και πλημμύρισε όλη η πόλη»·
- άνοιξαν οι κρουνοί τ’ ουρανού, βλ. συνηθέστ. άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ ουρανού·
- άνοιξαν οι ουρανοί, βλ. φρ. άνοιξαν τα ουράνια, λ. ουράνια·
- απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη, τα άτομα ή τα πράγματα για τα οποία γίνεται λόγος, διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους: «βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως αυτά τ’ αδέρφια απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη || έχουμε και οι δυο αυτοκίνητο, αλλά απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη, γιατί το δικό μου είναι Μερσεντές και το δικό σου ένα απλό κατσαριδάκι»·
- βαρύς ουρανός, που έχει πολλά σύννεφα, ο πολύ συννεφιασμένος: «απ’ το πρωί είναι βαρύς ο ουρανός, κι όπου να ’ναι θα βρέξει». (Λαϊκό τραγούδι: είναι βαρύς, βαρύς ο ουρανός και κλαίει απελπισμένα
- βλέπω θάλασσα κι ουρανό, βλ. λ. θάλασσα·
- βρίσκομαι στον έβδομο ουρανό ή βρίσκομαι στους εφτά ουρανούς, βλ. φρ. πετάω στον έβδομο ουρανό·
- δώρο εξ ουρανού, βλ. λ. δώρο·
- είδα τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. φρ. είδα τον ουρανό σφοντύλι·
- είδα τον ουρανό σφοντύλι, α. ζαλίστηκα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκα στο κεφάλι ή στο πρόσωπο: «μου ’ρθε στα καλά καθούμενα μια πέτρα στο κεφάλι κι είδα τον ουρανό σφοντύλι || μου άστραψε έναν μπάτσο, που είδα τον ουρανό σφοντύλι». Συνών. είδα αστεράκια / είδα αστράκια / είδα πεταλούδες / είδα πουλάκια / είδα τον ουρανό με τ’ άστρα. β. ένιωσα πολύ άσχημα από απροσδόκητο κακό: «η τράπεζα απαγόρευσε κάθε εκταμίευση κι είδα τον ουρανό σφοντύλι»·
- είμαι στον έβδομο ουρανό ή είμαι στους εφτά ουρανούς, βλ. φρ. πετώ στον έβδομο ουρανό·
- έπεσε απ’ τον ουρανό, λέγεται για κατάσταση, αντικείμενο ή άτομο που προέκυψε ακριβώς τη στιγμή που το χρειαζόμαστε, σαν να ήταν σταλμένο από το Θεό: «αυτή η κληρονομιά έπεσε απ’ τον ουρανό και σώθηκα || αυτός ο άνθρωπος έπεσε απ’ τον ουρανό, γιατί τον γνώρισα ακριβώς τη στιγμή που τον είχα απόλυτη ανάγκη»·
- η βασιλεία των Ουρανών, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η μύτη του φτάνει στον ουρανό, βλ. λ. μύτη·
- θολός ουρανός, που είναι συννεφιασμένος: «απ’ το πρωί ένας θολός ουρανός πλάκωνε την ψυχή μου»·
- καθαρός ουρανός, που δεν έχει σύννεφα, ο ανέφελος: «στον καθαρό ουρανό δεν υπήρχε το παραμικρό συννεφάκι»·
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, όποιος δεν έχει κάνει κάτι κακό ή παράνομο, δεν έχει να φοβάται τίποτα: «αν πρέπει να φοβάται κάποιος, αυτός είσαι εσύ με τις ατέλειωτες λοβιτούρες σου, γιατί, όσον αφορά εμένα, καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται». (Λαϊκό τραγούδι: καθαρός ουρανός δε φοβάται αστραπές, κεραυνούς, καταιγίδες, όπως στρώνει καθένας κοιμάται κι απορώ πώς εσύ δεν το είδες
- κατεβάζω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. συνηθέστ. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα·
- κίνησε γη και ουρανό, βλ. λ. γη·
- μαύρος ουρανός, που είναι πολύ συννεφιασμένος: «απ’ το πρωί ήταν μαύρος ο ουρανός και τ’ απόγευμα άρχισε να βρέχει»·
- με πάει στους ουρανούς (κάτι), με κάνει πολύ χαρούμενο, πολύ ευτυχισμένο κάτι: «η θετική στάση που κρατάς απέναντί μου, με πάει στους ουρανούς». (Λαϊκό τραγούδι: ένας παράνομος δεσμός με τυραννάει, μα το φινάλε του να δούμε πού θα βγει, τη μια νομίζω πως στους ουρανούς με πάει και μια στου Άδη τα σκοτάδια μ’ οδηγεί
- μου ζητάει να κατεβάσω τον ουρανό με τ’ άστρα, μου ζητάει να πραγματοποιήσω πράγματα ακατόρθωτα: «θα μου δώσει το δάνειο που θέλω, αλλά μου ζητάει να κατεβάσω τον ουρανό με τ’ άστρα»·
- μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, βλ. φρ. είδα τον ουρανό σφοντύλι·
- να πέσει ο ουρανός να με πλακώσει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα, να πέσει ο ουρανός να με πλακώσει!». Συνοδεύεται συνήθως από νεύμα του κεφαλιού που δείχνει ψηλά. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν ο ομιλών βρίσκεται στο ύπαιθρο. Όταν βρίσκεται σε κλειστό χώρο, χρησιμοποιεί το να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει(!)·
- όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει, βλ. λ. γη·
- πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε στον ουρανό, βλ. λ. αβγό·
- περιμένει το μάννα απ’ τον ουρανό ή περιμένει το μάννα εξ ουρανού ή περιμένει το μάννα τ’ ουρανού, βλ. λ. μάννα·
- πετώ στον έβδομο ουρανό ή πετώ στους εφτά ουρανούς, είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, είμαι πολύ ευτυχισμένος: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος μου το πτυχίο του γιατρού, πετώ στον έβδομο ουρανό»·
- πήγε στον ουρανό ή πήγε στους ουρανούς, βλ. φρ. ανέβηκε στον ουρανό·
- σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού, βλ. λ. άστρο·
- σαν το μάννα απ’ τον ουρανό ή σαν το μάννα εξ ουρανού, βλ. λ. μάννα·
- στον ουρανό το(ν) γύρευα και στη γη το(ν) βρήκα, λέγεται στις περιπτώσεις που ψάχνουμε επίμονα και στα πιο απίθανα μέρη να βρούμε κάποιον ή κάτι, και ξαφνικά το(ν) βλέπουμε ανέλπιστα μπροστά μας ή τον συναντούμε ανέλπιστα στο πιο πολυσύχναστο μέρος·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. λεφτά·
- τα χρήματα δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. χρήμα·
- τάζω τ’ άστρα τ’ ουρανού, βλ. φρ. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα. (Λαϊκό τραγούδι: στης Κοκκινιάς τη γειτονιά με γέλασαν δυο μάτια, μωρό μου, μου τάξαν τ’ άστρα τ’ ουρανού και ψεύτικα παλάτια
- τάζω τον ουρανό με τ’ αστέρια, βλ. συνηθέστ. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα. (Λαϊκό τραγούδι: το προσκλητήριο που σου ’πεσε απ’ τα χέρια όχι δε γίνεται δεν είναι δυνατόν εσύ που μου ’ταζες τον ουρανό με τ’ αστέρια δε θέλεις στο γάμο σου τώρα να είμαι παρόν
- τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα, υπόσχομαι πολλά όμορφα και μοναδικά πράγματα σε κάποιον για να πετύχω το σκοπό μου: «για να την πείσει να τον παντρευτεί, της έταξε τον ουρανό με τ’ άστρα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξαναπαίζω ζάρια πια ούτε ραμί και πάστρα, μακάρι να μου τάξουνε τον ουρανό με τ’ άστρα). Συνών. τάζω λαγούς με πετραχήλια·
- το ζωνάρι τ’ ουρανού, βλ. λ. ζωνάρι·
- τον στέλνω στον έβδομο ουρανό ή τον στέλνω στους εφτά ουρανούς, του προξενώ μεγάλη χαρά, μεγάλη ευτυχία: «η πληροφορία πως ήταν ο μοναδικός εξάρης στο τζόκερ, τον έστειλε στον έβδομο ουρανό || η κίνηση του παλικαριού να ’ρθει να ζητήσει το χέρι της κόρης του, τον έστειλε στους εφτά ουρανούς»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. λ. χέρι.

παγίδα

παγίδα, η, ουσ. [<αρχ. παγίς <πήγνυμι], η παγίδα. 1. κάθε τέχνασμα με το οποίο επιδιώκει κανείς να εξαπατήσει κάποιον ή κάποιους και να τους παρασύρει, ώστε να τους κάνει να ενεργήσουν σε βάρος τους, η απάτη: «να προσέχεις πολύ στη ζωή σου, γιατί είναι γεμάτη παγίδες». 2. οτιδήποτε μπορεί να παραπλανήσει κάποιον και να τον παρασύρει, ώστε να τον κάνει να ενεργήσει σε βάρος του: «δεν αντιλήφθηκε πως ήταν συμφωνητικό παγίδα κι όταν το κατάλαβε, ήταν αργά, γιατί το είχε υπογράψει»·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- πέφτω σε παγίδα ή πέφτω στην παγίδα, α. παγιδεύομαι: «τ’ αγριογούρουνο έπεσε στην παγίδα των κυνηγών». β. δεν αντιλαμβάνομαι το τέχνασμα κάποιου και παρασυρόμενος ενεργώ σε βάρος μου: «έπεσε στην παγίδα ενός απατεώνα κι έχασε τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: όσο κι αν είσαι δυνατή, στον έρωτα ατσίδα, θα υποκύψεις κάποτε, θα πέσεις στην παγίδα
- πιάνομαι στην παγίδα, βλ. φρ. πέφτω σε παγίδα·
- στήνω παγίδα, εφαρμόζω κάποιο τέχνασμα για να αποκλείσω κάποιο ζώο ή άτομο σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, στερώντας του κάθε δυνατότητα διαφυγής: «οι κυνηγοί έστησαν παγίδα στ’ αγριογούρουνο σ’ ένα στενό πέρασμα || η αστυνομία έστησε παγίδα στους ληστές σε κάποια κλειστή στροφή του δρόμου και τους συνέλαβε».

πάνω

πάνω, επίρρ. [<αρχ. ἐπάνω], επάνω· βλ. και λ. απάνω και αποπάνω. (Ακολουθούν 123 φρ.)·
- από πάνω, δηλώνει κίνηση από ψηλότερο τόπο ή σημείο συνήθως προς τα κάτω: «η γλάστρα έπεσε από πάνω»· βλ. και φρ. κι από πάνω·
- από πάνω μέχρι κάτω ή από πάνω ως κάτω, καθ’ ολοκληρίαν: «τον έκανε χάλια από πάνω μέχρι κάτω || ο τοίχος έγινε χάλια από πάνω μέχρι κάτω»·
- βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βγάζω από πάνω μου, (για ρούχα), ξεντύνομαι: «έβγαλα από πάνω μου τα ρούχα της δουλειάς και φόρεσα ρούχα καθαρά»·
- βγάζω το λεκέ από πάνω μου, βλ. λ. λεκές·
- βγαίνω από πάνω, καταφέρνω να φανώ αθώος για κάτι που μπορεί να ήμουν και ένοχος: «πάντα βρίσκει τρόπο να βγαίνει από πάνω»·
- βγαίνω κι από πάνω, όχι μόνο δεν παραδέχομαι το φταίξιμο ή το σφάλμα μου, αλλά επιπλέον αυθαδιάζω ρίχνοντας την ευθύνη σε άλλους: «γιατί φωνάζεις; Το σφάλμα ήταν καθαρά δικό σου και θέλεις να βγεις κι από πάνω!»·
- γυρεύει και ρέστα από πάνω ή γυρεύει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. λ. αίμα·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, βλ. λ. γάλα·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του, βλ. λ. χρόνος·
- είμαι από πάνω, είμαι ο κυρίαρχος της κατάστασης, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού: «απ’ τη στιγμή που κρατώ στα χέρια μου αδιάσειστα στοιχεία για την κομπίνα που σκάρωσαν, είμαι από πάνω και δεν έχω να φοβηθώ κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: θα διώξω και τις βάσεις τους, θα φύγω κι απ’ το Ν.Α.Τ.Ο. για να ’μαστε από πάνω εμείς κι αυτοί να ’ν’ από κάτω
- είμαι από πάνω του, βρίσκομαι σε ψηλότερη βαθμίδα κάποιας ιεραρχίας σε σχέση με κάποιον άλλον: «είμαι από πάνω του, γιατί αυτός είναι υποδιευθυντής κι εγώ διευθυντής»·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- είμαι πάνω στα ντουζένια μου, βλ. λ. ντουζένι·
- είμαι πάνω στη βράση μου, βλ. λ. βράση·
- είμαι στα πάνω μου, α. περνώ περίοδο καλής ψυχολογικής κατάστασης: «όταν είμαι στα πάνω μου, δε χαλώ χατίρι σε κανέναν». β. περνώ περίοδο καλής οικονομικής κατάστασης: «τώρα που είμαι στα πάνω μου, μπορώ να σου δώσω εκείνο το ποσό που μου είχες ζητήσει». Αντίθ. είμαι στα κάτω μου·
- είναι από δέκα γαβ γαβ και πάνω, βλ. λ. γαβ·
- είναι πάντα στο πάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- είναι πάνω απ’ όλα, είναι αμερόληπτος: «δέχομαι τη διαιτησία του τάδε, γιατί απ’ ό,τι ξέρω είναι πάνω απ’ όλα»·
- είναι πάνω απ’ όλους, α. υπερτερεί σε κάτι όλων των άλλων: «όλοι τους είναι καλοί εργάτες, αλλά ο τάδε που μου λες είναι πάνω απ’ όλους». β. είναι αμερόληπτος: «δεν υποστηρίζει κανέναν, γιατί είναι πάνω απ’ όλους»·
- είναι πάνω στην τρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- είναι πάνω στο ζουμί του, βλ. λ. ζουμί·
- είναι πάνω στο φόρτε του, βλ. λ. φόρτε·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- έφερε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- έφυγ’ ένα βάρος από πάνω του, βλ. λ. βάρος·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- ζητάει και ρέστα από πάνω ή ζητάει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μια·
- θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- θέλει και ρέστα από πάνω ή θέλει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάθομαι πάνω σε ηφαίστειο, βλ. λ. ηφαίστειο·
- κάθομαι πάνω σε ωρολογιακή βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- κάθομαι πάνω στην υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- κάθομαι πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- και πάνω, α. περισσότερο, περισσότεροι από κάτι που μόλις προαναφέραμε: «για να μπορέσεις να παρακολουθήσεις αυτό το έργο, πρέπει να είσαι δεκαπέντε χρονών και πάνω || ήταν είκοσι άτομα και πάνω». β. πέρα από το κανονικό, από το επιτρεπτό όριο: «μ’ έγραψε ο τροχονόμος, γιατί έτρεχα με εκατό χιλιόμετρα και πάνω»· βλ. και φρ. και βάλε, λ. βάζω·
- κάτσε δω πάνω, βλ. λ. εδώ·
- κι από πάνω, επιπλέον: «δε μου επέστρεψε το παλιό του χρέος κι έρχεται με θράσος να τον δανείσω κι από πάνω». (Λαϊκό τραγούδι: στοίχημα να βάλεις κι από πάνω, την καρδιά κομμάτια θα την κάνω)· βλ. και φρ. από πάνω·
- μ’ άφησε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μιλάει πάνω σου! (για ρούχα), βλ. λ. μιλώ·
- μιλάει πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό βλ. λ. αρνί·
- ο πάνω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- οι από πάνω, α. αυτοί που κυβερνούν, η εξουσία, η ανώτατη αρχή: «όταν οι από πάνω είναι απατεώνες, τι θέλεις να σου κάνει ο λαουτζίκος!». β. οι πλούσιοι, η υψηλή κοινωνία: «εσύ τώρα με τους από πάνω είσαι ή με τους εργάτες;». γ. αυτοί που μένουν στο επάνω διαμέρισμα από το δικό μας: «δεν έχουμε κανένα παράπονο, γιατί οι από πάνω είναι μια ήσυχη οικογένεια». Στην τελευταία περίπτωση η φρ. κλείνει συνήθως με το μας· βλ. και λ. αποπάνω·
- παίρνω τα πάνω μου, βλ. φρ. παίρνω τ’ απάνω μου, λ. απάνω·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, βλ. λ. αμαρτία· 
- παίρνω την πάνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- πάνω απ’ όλα, βλ. λ. όλος·
- πάνω απ’ το προσκέφαλο ή πάνω στο προσκέφαλο (κάποιου), βλ. λ.προσκέφαλο·
- πάνω από..., α. περισσότερο από…, περισσότεροι από...: «κοστίζει πάνω από δέκα χιλιάδες || είναι πάνω από τριάντα χρονών || ήταν πάνω από εκατό άτομα». β. υπεράνω: «είναι πάνω από τις δυνάμεις μου»·
- πάνω κάτω, α. επαναλαμβανόμενη απομάκρυνση και επιστροφή στο ίδιο σημείο: «όλο το βράδυ πήγαινε πάνω κάτω έξω απ’ το μπαρ περιμένοντας τον άντρα της να βγει». Συνών. πέρα δώθε. β. επαναλαμβανόμενη κίνηση από το ψηλότερο σημείο στο χαμηλότερο: «μπήκαν κάτι πιτσιρίκια στο ασανσέρ και το πήγαιναν συνέχεια πάνω κάτω». γ. περίπου: «δεν ξέρω πόσο ακριβώς στοιχίζει, αλλά πάνω κάτω θα πρέπει να κάνει καμιά πενηνταριά ευρώ»·
- πάνω πάνω, εντελώς επάνω: «πάνω πάνω στη βαλίτσα είχα βάλει το σιδερωμένο μου πουκάμισο για να μην τσαλακωθεί»· βλ. και φρ. τα λέω πάνω πάνω·
- πάνω που..., ακριβώς την ώρα, τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να προβώ σε μια ενέργεια: «πάνω που ετοιμάστηκα να κλειδώσω το γραφείο μου, χτύπησε το τηλέφωνο || πάνω που αποφάσισα να του τηλεφωνήσω, παρουσιάστηκε στην πόρτα του γραφείου μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω!
- πάνω σ’ όλα, επιπλέον: «πάνω σ’ όλα μας ήρθε κι αυτό το κακό»·
- πάνω στα κέφια ή πάνω στα κέφια μου ή πάνω στο κέφι ή πάνω στο κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- πάνω στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- πάνω στη βράση, βλ. λ. βράση·
- πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- πάνω στη γλώσσα μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- πάνω στην τούρλα του Σαββάτου, βλ. λ. τούρλα·
- πάνω στην τρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- πάνω στην ώρα, βλ. λ. ώρα·
- πάνω στο άνθος της ηλικίας του, βλ. λ. άνθος·
- πάνω στο γιαρί μεντέτ, βλ. λ. γιαρί μεντέτ·
- πάνω στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάνω στο ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- πάνω στο θυμό μου, βλ. λ. θυμός·
- πάνω στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- πάνω στο τσακίρ κέφι, βλ. λ. τσακίρ·
- πάνω στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- πάνω στο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πάνω στον τσούρλο και κουκούδι, βλ. λ. κουκούδι·
- πατώ γερά πάνω στη γη, βλ. λ. γη·
- πέντε πάνω πέντε κάτω, βλ. λ. πέντε·
- περπατάει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, βλ. λ. ελατήριο·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, βλ. λ. ρούχο·
- πέφτω πάνω (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσκρούω τυχαία πάνω σε κάποιον ή σε κάτι: «όπως έτρεχα να σε προλάβω, έπεσα πάνω σ’ έναν άγνωστο || καθώς κινήθηκε βιαστικά για την κουζίνα, έπεσε πάνω σε μια καρέκλα». β. συναντώ τυχαία κάποιον: «το πρωί πήγα στη λαϊκή κι έπεσα πάνω στον τάδε, που είχα καιρό να τον δω || καθώς ερχόμουν, έπεσα πάνω στον τάδε και με καθυστέρησε». γ. βρίσκομαι τυχαία σε μια κατάσταση που διαδραματίζεται ή εξελίσσεται: «όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, έπεσα πάνω σ’ έναν καβγά κι έμεινα για λίγο να χαζέψω || μόλις έστριψα με τ’ αυτοκίνητο στην Εγνατία, έπεσα πάνω σε μια διαδήλωση και κινούμασταν όλοι σημειωτόν». δ. επιτίθεμαι, ορμώ εναντίον κάποιου με άγριες διαθέσεις: «μόλις τον είδαν να σπρώχνει τον παπά της ενορίας τους, έπεσαν όλοι πάνω του να τον φάνε!». ε. ορμώ πάνω σε κάποιον ή κάτι: «ο παίχτης έπεσε με δύναμη πάνω στα πόδια του αντιπάλου του για να του αποσπάσει την μπάλα». στ. αντιμετωπίζω ανέλπιστα κάποιον ο οποίος έχει μια ιδιότητα που δε με συμφέρει ή που την αγνοούσα: «πήγα να τα βάλω με τον τάδε, αλλά έφαγα της χρονιάς μου, γιατί έπεσα πάνω σε μποξέρ»·
- πέφτω πάνω στα φρένα, βλ. λ. φρένο·
- πήδηξε μέχρι κει πάνω, βλ. λ. πηδώ·
- πιάστηκαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιάστηκε πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιο πάνω, (για ομιλίες ή γραπτά κείμενα) προηγουμένως: «όπως σας είπα και πιο πάνω, χωρίς ομόνοια δεν υπάρχει προκοπή || όπως σημειώνω και πιο πάνω, τα ναρκωτικά είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος της νεολαίας»·
- σεκεμέ και πάνω τούρλα, βλ. λ. σεκεμέ·
- σήκω πάνω, κάτσε κάτω, βλ. λ. σηκώνω·
- στάζει νερό από πάνω μου, βλ. λ. νερό·
- στέκεται από πάνω μου σαν το χάρο ή στέκεται σαν το χάρο από πάνω μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω, βλ. λ. γαμώ·
- τα λέω πάνω πάνω, λέω, διηγούμαι κάτι εν συντομία και χωρίς πολλές λεπτομέρειες: «μας τα ’πε πάνω πάνω τι έγινε, γιατί κι αυτός δεν ήξερε λεπτομέρειες»·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- τον έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τον έχω από πάνω μου, με επιτηρεί ενοχλητικά, καταπιεστικά: «όσο θα τον έχω από πάνω μου, δε θα μπορέσω να βγάλω καλή δουλειά, στο λέω»·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω, βλ. λ. στολίζω·
- τους έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τους πέτυχα πάνω στο τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- τους τσάκωσαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- φέρνω τα πάνω κάτω ή φέρνω το πάνω κάτω, α. αλλάζω, διαμορφώνω ριζικά, ιδίως προς το κακό: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε διευθυντής, έφερε το πάνω κάτω στη δουλειά». β. προκαλώ μεγάλη αναταραχή, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση. (Τραγούδι: μουρή, μ’ έχεις κάνει καψούρη, μ’ έφερες το πάνω κάτω, τζάμπα με φωνάζουν ακόμα γάτο
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- φωτιά πάνω στη φωτιά, βλ. λ. φωτιά.

παραδάκι

παραδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. παράς], (χαϊδευτικά) το χρήμα, τα χρήματα: «θα πρέπει να πήρες αρκετό παραδάκι απ’ την τελευταία σου δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα μόνος μου γυρνώ μες τα σοκάκια δίχως εσένα και δίχως παραδάκια
- έπεσε ζεστό το παραδάκι, καταβλήθηκε τοις μετρητοίς: «μόλις του παρέδωσα τη δουλειά, έπεσε ζεστό το παραδάκι»·
- κατέβαινε το παραδάκι! απειλητική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «έλα δω, ρε μπαταξή, κατέβαινε το παραδάκι που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε τα λεφτά! / κατέβαινε το μαλλί! / κατέβαινε το χρήμα(!)·
- να πέφτει το παραδάκι! κατηγορηματική απαίτηση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, να πέφτει το παραδάκι!»·
- πέσε το παραδάκι! βλ. φρ. να πέφτει το παραδάκι(!)·
- το φυσάει το παραδάκι, έχει πολλά χρήματα, είναι πολύ πλούσιος: «αυτός, αγόρι μου, δεν επηρεάζεται απ’ την οικονομική κρίση, γιατί το φυσάει το παραδάκι».

παράθυρο

παράθυρο, το, ουσ. [<μτγν. παραθύρα (= πλάγια πόρτα) <παρα- + θύρα], το παράθυρο. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το παράθυρό της στέκετ’ ένας στρατιώτης κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει ναύτης που ’χε αφήσει γένι)· στον πλ. τα παράθυρα, τετράγωνα πλαίσια στην οθόνη της τηλεόρασης, όπου εμφανίζονται διάφοροι επώνυμοι, που δε βρίσκονται συνήθως στο στούντιο, για να αναλύσουν στους θεατές διάφορα θέματα ή να απαντήσουν στις ερωτήσεις του τηλεπαρουσιαστή, ή ακόμη και διάφοροι παίχτες που παίρνουν μέρος σε κάποιο τηλεοπτικό παιχνίδι: «τον τελευταίο καιρό ο υπουργός οικονομικών βγαίνει κάθε τόσο στα παράθυρα των τηλεοράσεων υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της επιβολής νέων φόρων». Υποκορ. παραθυράκι, το (βλ. λ.)·
- απ’ το παράθυρο, με πλάγια ενέργεια, με πλάγια μέσα, με όχι νόμιμο μέσο, με όχι διαφανείς διαδικασίες: «τις παραμονές των εκλογών η κυβέρνηση έβαλε απ’ το παράθυρο ένα σωρό υπαλλήλους στο δημόσιο || ξέρεις πόσοι μπήκαν στο δημόσιο απ’ το παράθυρο λίγο πριν απ’ τις εκλογές;». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή για κάποιο λόγο δε θέλει να γίνει αισθητή η παρουσία του, αντί να μπει κάπου από την πόρτα, μπαίνει απ’ το παράθυρο·
- βγήκε απ’ το παράθυρο, χρεοκόπησε: «δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά, γι’ αυτό βγήκε απ’ το παράθυρο». Από την εικόνα του ατόμου που βγαίνει απ’ το παράθυρο για να εξαφανιστεί, γιατί στην πόρτα τον περιμένουν αστυνομικοί για προσωποκράτηση λόγω χρεών, ιδίως στο δημόσιο, ή διάφοροι πιστωτές του ή από την εικόνα του ατόμου που αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρό του επειδή χρεοκόπησε·
- έπεσε απ’ το παράθυρο, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρό του: «είχε πολλά προβλήματα ο φουκαράς κι έπεσε απ’ το παράθυρο». Ο τρόπος αυτός αυτοκτονίας, παρουσιάστηκε έντονος με το μεγάλο κραχ του 1930 στην Αμερική, όπου διάφοροι χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες έπεφταν στο κενό από το παράθυρο του γραφείου τους. Συνών. έπεσε απ’ το μπαλκόνι·
- θα πέσω απ’ το παράθυρο, βρίσκομαι σε απελπιστική θέση: «δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτή την γκίνια, θα πέσω απ’ το παράθυρο, σου λέω!». Συνών. θα πέσω απ’ το μπαλκόνι·
- κάθομαι στο παράθυρο, κάθομαι κοντά, δίπλα στο παράθυρο: «τον βρήκα να κάθεται στο παράθυρο και να χαζεύει τους περαστικούς»·
- όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- πετώ τα λεφτά μου απ’ το παράθυρο, βλ. λ. λεφτά·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο, βλ. λ. πόρτα.

πάχη

πάχη κ. πάχητα κ. πάχια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. πάχος <αρχ. πάχος], η παχυσαρκία: «δε βλέπει τα πάχη του, μόνο ξέρει να συμβουλεύει τους άλλους πώς ν’ αδυνατίσουν!»·
- μ’ έπεσαν τα πάχια, κουράστηκα υπερβολικά από το βάρος που σήκωσα: «μέχρι να φέρω αυτό το μπαούλο απ’ τη στάση μέχρι το σπίτι, μ’ έπεσαν τα πάχια»·
- τα πάχη μου τα κάλλη μου, αυτοσαρκασμός παχύσαρκου ατόμου.

πελέκι

πελέκι, το, ουσ. [<μτγν. πελέκιον, υποκορ. του ουσ. πέλεκυς], τσεκούρι: «πήρε το πελέκι του και πήγε να κόψει ξύλα»·
- έπεσε πελέκι, επιβλήθηκε αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία, ιδίως καθαιρέθηκαν υπάλληλοι που κατείχαν διευθυντικές θέσεις: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, έπεσε πελέκι σ’ όλους τους μεγαλόμισθους των δημόσιων υπηρεσιών»·
- θα πέσει πελέκι, (απειλητικά) θα επιβληθεί αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία, ιδίως θα γίνουν καθαιρέσεις σε υπαλλήλους που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, θα ξεκαθαρίσει γενικά η κατάσταση και θα επικρατήσει τάξη, δικαιοσύνη: «σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις του κόμματος, μόλις αναλάβει την κυβέρνηση, θα πέσει πελέκι σ’ όλους τους μεγαλόμισθους των δημόσιων υπηρεσιών».

πέρδικα

πέρδικα, η, ουσ. [<μσν. πέρδικα <αρχ. πέρδιξ], η πέρδικα. 1. γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς και με καμαρωτό, με χαριτωμένο περπάτημα: «είδα μια γυναίκα στην αγορά, σκέτη πέρδικα η άτιμη!». 2. το ουίσκι the famous Grouse, επειδή το έμβλημά του είναι μια πέρδικα: «βάλε μου μια διπλή πέρδικα». Υποκορ. περδικούλα, η (βλ. λ.)·
- έπεσε σαν πέρδικα ή έπεσε σαν την πέρδικα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, ξεγελάστηκε αμέσως, πίστεψε αμέσως στα λόγια κάποιου άντρα και δέχτηκε με ευκολία να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί του: «της είπε πως είναι γιος εφοπλιστή κι έπεσε αμέσως σαν πέρδικα». Από το ότι, όταν οι κυνηγοί θέλουν να ξετρυπώσουν την πέρδικα από τον κρυψώνα της, μιμούνται με μια ειδική σφυρίχτρα τη φωνή της και πετυχαίνουν το σκοπό τους·
- η κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το δικό της, βλ. λ. κουρούνα·
- καλώς τηνε την πέρδικα, που περπατεί λεβέντικα! α. θαυμαστική προσφώνηση σε όμορφη γυναίκα, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας (Λαϊκό τραγούδι: ιδέστηνα την πέρδικα πώς περπατεί λεβέντικα, για ιδέστηνα πώς περπατεί με το γαρίφαλο στ’ αφτί). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- καλώς τηνε την πέρδικα, τη χαμηλοβλεπούσα! α. θαυμαστική προσφώνηση σε όμορφη και σεμνή γυναίκα. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πάει σαν πέρδικα ή πάει σαν την πέρδικα, βλ. φρ. περπατάει σαν πέρδικα·
- περπατάει σαν πέρδικα ή περπατάει σαν την πέρδικα, (για γυναίκες) λέγεται για γυναίκα με όμορφο παράστημα, που περπατάει καμαρωτά και χαριτωμένα: «χαίρομαι να τη βλέπω να περνάει αυτή τη γυναίκα, γιατί περπατάει σαν πέρδικα». Από το ότι η πέρδικα έχει στητή κορμοστασιά και καμαρωτό περπάτημα·
- προχωράει σαν πέρδικα ή προχωράει σαν την πέρδικα, βλ. φρ. περπατάει σαν πέρδικα·
- την πέρδικα απ’ τη λαλιά της βρίσκουνε τη φωλιά της, πολλές φορές, πάνω στη φλυαρία μας λέμε και πράγματα που δεν έπρεπε να πούμε, κάτι, που συχνά, μας δημιουργεί προβλήματα: «όταν άρχισες να μιλάς δεν είχες σταματημό και ξεφούρνισες μπροστά στον ανταγωνιστή μας και τη δουλειά που έχουμε στα σκαριά, αλλά, την πέρδικα απ’ τη λαλιά της βρίσκουνε τη φωλιά της».

περίπτωση

περίπτωση, η, ουσ. [<αρχ. περίπτωσις], η περίπτωση. 1. (και για τα δυο φύλα) άντρας αξιόλογος, καθώς πρέπει, μοναδικός, ξεχωριστός, ή γυναίκα όμορφη και με καλό χαρακτήρα, μοναδική, ξεχωριστή: «γνώρισα έναν άνθρωπο, που είναι περίπτωση σου λέω!». 2. δουλειά κερδοφόρα: «ανέλαβα μια δουλειά, που είναι περίπτωση για μένα». 3. αντικείμενο ή εμπόρευμα αξίας που πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας: «αγόρασα ένα ρολόι, πολύ περίπτωση!». 4. ως επιφών. περίπτωση! (για καλό ή για κακό) δηλώνει απορία, έκπληξη ή θαυμασμό για κάτι που βλέπουμε ή για κάτι που μας λένε. Πολλές φορές, προτάσσεται το βρε ή το μωρέ ή το ρε ή το για δες·
- δεν υπάρχει περίπτωση, είναι αδύνατον να…, αποκλείεται να…, ποτέ: «δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει σ’ αυτό το μπαράκι, γιατί είναι μαλωμένος με τον ιδιοκτήτη του || δεν υπάρχει περίπτωση να σου επιστρέψει τα λεφτά, γιατί είναι μεγάλος μπαταξής»·
- έπεσες στην περίπτωση, α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως δεν έχουμε τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε σε κάτι που μας ζητάει, είσαι άτυχος: «μπορείς να μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Έπεσες στην περίπτωση, γιατί μόλις πλήρωσα μια επιταγή και δε μου ’χει μείνει φράγκο». β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον, πως μας ζητάει κάτι στην κατάλληλη στιγμή, οπότε μπορούμε να ανταποκριθούμε στο αίτημά του, είσαι τυχερός: «μπορείς να μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Έπεσες στην περίπτωση, γιατί μόλις μου φέρανε κάτι λεφτά || θέλω να δω, αν γίνεται, το διευθυντή. -Έπεσες στην περίπτωση, γιατί μόλις ήρθε». Πολλές φορές, ιδίως στην πρώτη περίπτωση, προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από τα όσα προηγήθηκαν, πάντως: «τη μια μου φέρθηκε αχάριστα και την άλλη με κατηγόρησε,, εν πάση περιπτώσει όμως, μια και βρίσκεται σε δύσκολη θέση, θα τον βοηθήσω || δεν είναι ακριβό αυτό που θέλεις ν’ αγοράσεις, εν πάση περιπτώσει όμως, πάρε λεφτά να ’χεις μαζί σου, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται»·
- πέφτω στην περίπτωση, α. (και για τα δυο φύλα) μου τυχαίνει γνωριμία με αξιόλογο άντρα ή γυναίκα: «με τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε είπα μέσα μου, δικέ μου, έπεσες στην περίπτωση, αυτό είναι κορίτσι για σπίτι!». β. (ειρωνικά) δηλώνει εντελώς το αντίθετο· βλ. και φρ. έπεσες στην περίπτωση·
- σε αντίθετη περίπτωση ή στην αντίθετη περίπτωση, αν συμβεί, αν προκύψει κάτι το αντίθετο ή το διαφορετικό από αυτό που μόλις σου είπα, διαφορετικά: «μη στενοχωριέσαι, γιατί θα βρω τρόπο να σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται, σε αντίθετη περίπτωση, βρε αδερφέ, θα πουλήσω τ’ αυτοκίνητό μου»·
- σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από οτιδήποτε, ό,τι και αν συμβεί: «μη φοβάσαι τίποτα, γιατί σε κάθε περίπτωση θα βρίσκομαι στο πλάι σου»·
- σε καμιά περίπτωση, ποτέ: «αφού μου φέρθηκε σκάρτα, σε καμιά περίπτωση δε θα τον βοηθήσω»·
- σε περίπτωση που… ή στην περίπτωση που…, αν τύχει και συμβεί, και προκύψει κάτι: «σε περίπτωση που δε θα ’ρθει ο τάδε, τηλεφώνησέ μου || στην περίπτωση που με χρειαστείς, θα βρίσκομαι στο τάδε μπαράκι»·
- τιμές περίπτωση! ή τιμή περίπτωση! βλ. λ. τιμή.

περονόσπορος

περονόσπορος, ο, ουσ. [<νεολατιν. peronospora <ελλ. περόνη + σπορά], ο περονόσπορος· η ταυτόχρονη παρουσία πολλών τρακαδόρων σε ένα χώρο και η πράξη της τράκας που γίνεται επανειλημμένα από τον ίδιο τρακαδόρο στο ίδιο θύμα·
- έπεσε περονόσπορος, α. εμφανίστηκαν γνωστοί τρακαδόροι: «παιδιά, έχετε το νου σας, γιατί έπεσε περονόσπορος». β. (για εμπόριο ή για κίνηση της αγοράς) υπάρχει αναδουλειά: «τους τελευταίους μήνες έπεσε περονόσπορος στην αγορά», δηλ. περνάμε περίοδο μεγάλης αναδουλειάς. Αναφορά στην καταστροφική για το κλήμα ασθένεια.

πολυέλαιος

πολυέλαιος, ο, ουσ. [<μσν. πολυέλαιος <πολύ + ἔλαιον], κρεμαστό πολύφωτο, ιδίως στις εκκλησίες ή σε πολυτελή σαλόνια: «στο γάμο του είχαν ανάψει όλοι οι πολυέλαιοι», πράγμα που θεωρείται πως έκανε γάμο πολυτελείας·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μας λέει πως θα πάει στην εκκλησία, ενώ εμείς γνωρίζουμε πως δε συνηθίζει να εκκλησιάζεται·
- σιγά τον πολυέλαιο! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλεία ή υπόθεση: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα που δεν υπάρχει όμοιά της. -Σιγά τον πολυέλαιο! || είσαι σίγουρος πως μπορείς να μου τελειώσεις αυτή τη δουλειά; -Σιγά τον πολυέλαιο, αυτή είναι παιχνιδάκι για μένα! || έγινα πτώμα μέχρι να μεταφέρω αυτό το μπαούλο. -Σιγά τον πολυέλαιο!». Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα! / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα!

ποντικοπαγίδα

ποντικοπαγίδα, η, ουσ. [<ποντικο + παγίδα], η ποντικοπαγίδα·
- πέφτω στην ποντικοπαγίδα, α. παγιδεύομαι: «όπως έτρεχε για να ξεφύγει, μπήκε σ’ ένα αδιέξοδο κι έπεσε στην ποντικοπαγίδα». β. δεν αντιλαμβάνομαι το τέχνασμα κάποιου και παρασυρόμενος ενεργώ σε βάρος μου, πέφτω στην παγίδα: «έπεσα στην ποντικοπαγίδα ενός απατεώνα κι έχασα ένα σωρό λεφτά». Από την εικόνα του ποντικού που συλλαμβάνεται στην ποντικοπαγίδα.

ποντικός

ποντικός, ο, θηλ. ποντικίνα, η, ουσ. [<αρχ. ποντικός (μύς)], ο ποντικός. 1. ο κλέφτης σπιτιών, ο διαρρήκτης, ο μπουκαδόρος: «κάθε καλοκαίρι που λείπει ο κόσμος στις διακοπές, οργιάζουν οι ποντικοί μέσα στις πόλεις». 2. (ειδικά) κλέφτης που κυκλοφορεί μέσα στα ξενοδοχεία: «τα καλοκαίρια κυκλοφορούν πολλοί ποντικοί στα ξενοδοχεία, που ξαφρίζουν τους ανύποπτους πελάτες»· βλ. και λ. ποντίκι·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, βλ. λ. γάτα·
- είναι σαν λαδωμένος ποντικός, έχει βάλει πολύ μπριγιαντίνη στα μαλλιά του ή τα μαλλιά του είναι λιγδωμένα από την απλυσιά: «βάζει τόσο μπριγιαντίνη στα μαλλιά του, που είναι σαν λαδωμένος ποντικός || είναι σαν λαδωμένος ποντικός, γιατί λούζεται μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα»·
- έπεσε σαν ποντικός στη φάκα ή έπεσε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. φρ. πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα·
- μη στάξει η ουρά του ποντικού, βλ. λ. ουρά·
- να χάψουμ’ έναν ποντικόν! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας, με την οποία διακόπτουμε τη διήγηση που κάναμε σε κάποιον που, με το λοιπόν που μας απηύθυνε, έδειξε το έντονο ενδιαφέρον του σε αυτά που του λέγαμε και μας προέτρεψε, μας παρακίνησε να συνεχίσουμε να του διηγούμαστε· 
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, ο καθένας νιώθει καλά, άνετα στο οικείο περιβάλλον του: «όπου και να πάει δε νιώθει άνετα, γιατί ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του»· 
- ο ποντικός στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί, λέγεται ειρωνικά για άτομα που αναλαμβάνουν δουλειές ή υποθέσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους ή τις δυνατότητές τους·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ. γάτος·
- πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα ή πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα, α. έπεσε εύκολα θύμα απάτης είτε λόγω απροσεξίας είτε λόγω κάποιας αδυναμίας του. Από την εικόνα του ποντικού που ξεγελιέται ή δελεάζεται από το τυρί ή άλλο φαγώσιμο που τοποθετεί κάποιος στη φάκα και παγιδεύεται, όταν πάει να το φάει. β. παγιδεύτηκε και συνελήφθη: «οι αστυνομικοί τον περικύκλωσαν απ’ όλες τις μεριές κι έτσι ο κλέφτης πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα». γ. πιάστηκε επ’ αυτοφώρω: «πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα, την ώρα που έβαζε χέρι στο ταμείο». Από την εικόνα του ποντικού που παγιδεύεται, την ώρα που πάει να φάει το τυρί ή το φαγώσιμο που υπάρχει στη φάκα·
- σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα ποντικοί! βλ. λ. σκασίλα.

πρέζα

πρέζα, η, ουσ. [<ιταλ. presa]. 1. ποσότητα υλικού σε σκόνη, όσο μπορεί να χωρέσει στην άκρη του δείκτη ενωμένου με τον αντίχειρα και, κατ’ επέκταση, ελάχιστη ποσότητα: «το φαγητό θέλει μια πρέζα αλάτι || το κράτησε όλο για τον εαυτό του και μένα δε μου ’δωσε ούτε πρέζα». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) δόση ηρωίνης ή κοκαΐνης, που παίρνεται είτε με εισπνοή από τη μύτη είτε με ενδοφλέβια ένεση. (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω γιουφ από λαγού ποδάρι κι όλη την πρέζα με τη μύτη μου θα πιω). 3. μικρή ρουφηξιά από τσιγάρο, ιδίως από τσιγάρο που περιέχει χασίσι: «δώσε να ρουφήξω κι εγώ μια πρέζα». Υποκορ. πρεζίτσα και πρεζούλα, η·
- είμαι στην πρέζα, είμαι ναρκομανής: «πέρασαν δυο χρόνια που είμαι στην πρέζα»·
- έπεσε στην πρέζα, κάνει χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης, πρεζάρει: «απ’ τη μέρα που έπεσε στην πρέζα, κατέστρεψε τη ζωή του»·
- μια πρέζα, ελάχιστη ποσότητα καπνού από τσιγάρο ή ναρκωτικού και γενικά ελάχιστη ποσότητα: «μου ’δωσε μια πρέζα απ’ το τσιγαρλίκι του ||απ’ τη μοιρασιά που έκαναν, πήρα κι εγώ μια πρέζα»·
- παίρνω πρέζα, κάνω χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης: «έμπλεξε με κάτι αλήτες κι άρχισε κι αυτός να παίρνει πρέζα»·
- τραβώ πρέζα, κάνω χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης: «τραβάει χρόνια πρέζα και δεν τον βλέπω ν’ αντέχει πολύ ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: με βλέπουν και σιχαίνονται, μα γω δυάρα δε δίνω· την πρέζα μόνο θα τραβώ κι ό,τι μου μέλλει ας γίνω).

ράβδος

ράβδος, η, ουσ. [<αρχ. ῥάβδος], η ράβδος· το μεγάλο ραβδί·
- έπεσε η αγία ράβδος, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό προς σωφρονισμό: «μόλις αντιλήφθηκε ο πατέρας του πως ήταν μεθυσμένος, τον άρπαξε στα χέρια του κι έπεσε η αγία ράβδος». Από το ότι σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- θα πέσει (η) αγία ράβδος, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό για να τον σωφρονίσουμε: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα πέσει η αγία ράβδος»·
- όπου δεν πίπτει (πέφτει) λόγος, πίπτει (πέφτει) ράβδος, βλ. λ. λόγος·
- ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, λέγεται για αστήρικτο και παράλογο συμπέρασμα, για συλλογισμό που δεν έχει λογική, που είναι ασυνάρτητος: «υποστηρίζει πως η νυχτερινή διασκέδαση συμβάλλει στην υπογεννητικότητα. -Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». Συνών. από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.

σάλιο

σάλιο, το, ουσ. [<μσν. σάλιο <σπάν. σιάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σίαλον με αποβολή του ι], το σάλιο. 1. ως επιφών. σάλιο! καθόλου, τίποτα: «υπάρχει κανένα φράγκο για να φάμε από ένα σάντουιτς; -Σάλιο!». 2α. στον πλ. τα σάλια, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «άσε τα σάλια και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / τρίχες (2α) / φλούδες (1). β. ως επιφών. σάλια! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια πέθανε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια πέθανε χτες βράδυ ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. σαλάκι, το. (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- γαμήσι χωρίς σάλιο βλ. λ. γαμήσι·
- δεν άφησε σάλιο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «του άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία, αλλά απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα χαρτιά, δεν άφησε σάλιο». Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε σάλιο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «οι κακές παρέες ήταν η αιτία που απ’ την ατράνταχτη περιουσία του πατέρα του δεν έμεινε σάλιο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «έφερα δέκα τόνους μπανάνες και μέσα σε δυο μέρες δεν έμεινε σάλιο». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα· 
- δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω καθόλου χρήματα, ξέμεινα εντελώς: «πώς να σου δώσω δανεικά, αφού δεν υπάρχει σάλιο || θα μου δανείσεις τριακόσια ευρώ; -Δεν υπάρχει σάλιο»·
- έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, α. κουράστηκα ύστερα από πολύωρη ομιλία: «εμένα έγινε το σάλιο μου γιαούρτι να τον συμβουλεύω κι αυτός μπαινάκης βγαινάκης». β. δίψασα πάρα πολύ, ύστερα από πολύωρη χειρωνακτική εργασία ή πορεία, ιδίως κάτω από τον ήλιο: «μετά από δέκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο κάτω απ’ τον ήλιο, ήρθε κι έγινε το σάλιο μου γιαούρτι». Από το ότι λόγω δίψας (μετά από σωματική καταπόνηση, αφυδάτωση ή μεγάλη σε διάρκεια συνεχόμενη ομιλία) το σάλιο πολλών ανθρώπων γίνεται πηχτό και κάτασπρο, όπως είναι και το γιαούρτι, και πολλές φορές μάλιστα ξεχωρίζει στις άκρες των χειλιών τους·
- είναι κολλημένο με σάλιο (κάτι), είναι κάτι πολύ πρόχειρα κολλημένο: «προς το παρόν μη βάζεις τίποτα στο ράφι, γιατί είναι κολλημένο με σάλιο»·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. φρ. θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο·
- θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, θα σου επιβάλλω άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά:«αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο»·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. συνηθέστ. θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- καταπίνω το σάλιο μου, δεν ξέρω τι να πω από την αμηχανία που νιώθω: «μόλις του ζήτησα δανεικά κι άνοιξε το ταμείο του και μου τα ’δωσε, κατάπια το σάλιο μου»·
- κόλλησε το σάλιο μου, βλ. φρ. στέγνωσε το σάλιο μου·
- κολλώ με σάλιο (κάτι), κολλώ πολύ πρόχειρα κάτι: «φώναξα το μάστορα να μου κολλήσει το ράφι της βιβλιοθήκης, αλλά, φαίνεται, το κόλλησε με σάλιο, γιατί, μόλις έβαλα πάλι τα βιβλία στη θέση τους, ξεκόλλησε»·
- λέω σάλια, λέω ψέματα: «σταμάτα να λες σάλια, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς έγιναν τα πράγματα»·
- μας γέμισε σάλια ή με γέμισε σάλια, μας είπε ένα σωρό ψέματα: «μας γέμισε σάλια μέχρι να μας πάρει τα λεφτά κι ύστερα εξαφανίστηκε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. φρ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μας πήδηξε χωρίς σάλιο ή με πήδηξε χωρίς σάλιο, μου προξένησε μεγάλη ζημιά: «με πήδηξε χωρίς σάλιο ο μεταφορέας, γιατί δεν ήρθε στην ώρα του να φορτώσει το εμπόρευμα κι ο πελάτης μου ακύρωσε την παραγγελία». Από την εικόνα του ατόμου που υπέστη τη σεξουαλική πράξη από πίσω, χωρίς να του βάλουν σάλιο στον πρωκτό του για να γλιστράει το πέος και να μετριάζεται ο πόνος του. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μας τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο ή μου τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! μην επιμένεις περισσότερο, πάψε να μιλάς, γιατί δεν πρόκειται να με πείσεις: «έχω προσωπική γνώμη για το πώς έγιναν τα πράγματα, γι’ αυτό μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου!»·    
- μύξες σάλια! βλ. λ. μύξα·
- πλένομαι με σάλιο, λέγεται στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλη έλλειψη νερού: «αν δε ρίξει πολλές βροχές το χειμώνα, εμείς οι Αθηναίοι το καλοκαίρι θα πλενόμαστε με σάλιο». Ίσως αναφορά στη γάτα, που φροντίζει την καθαριότητα του κορμιού της με το σάλιο της· 
- στέγνωσε το σάλιο μου, δίψασα υπερβολικά: «φέρε μου να πιω λίγο νερό, γιατί στέγνωσε το σάλιο μου τόσες ώρες κάτω απ’ τον ήλιο»· βλ. και φρ. έγινε το σάλιο μου γιαούρτι ·
- του πέφτουν τα σάλια ή πέφτουν τα σάλια του, βλ. φρ. του τρέχουν τα σάλια·
- του τρέχουν τα σάλια ή τρέχουν τα σάλια του, επιθυμεί έντονα να αποκτήσει, να απολαύσει κάτι ή να γευτεί κάποιο φαγητό: «τρέχουν τα σάλια του, κάθε φορά που βλέπει αυτό τ’ αυτοκίνητο || κάθε φορά που βλέπει την τάδε να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, του τρέχουν τα σάλια || όταν ακούει να γίνεται λόγος για λαγό στιφάδο, τρέχουν τα σάλια του»·
- τρώμε τα σάλια μας, είμαστε πολύ συνδεδεμένοι, πολύ αγαπημένοι, πολύ φίλοι: «με τον τάδε τρώμε τα σάλια μας απ’ τα παιδικά μας  χρόνια». Από το ότι θα πρέπει να αγαπάμε πάρα πολύ κάποιον για να μη νιώθουμε αηδία από τα σάλια του.

σελήνη

σελήνη, η, ουσ. [<αρχ. σελήνη], η σελήνη·
- έπεσε απ’ τη σελήνη, είναι εκτός πραγματικότητας: «καλά, απ’ τη σελήνη έπεσε ο φίλος σου και δεν ξέρει πως κάθε χρόνο πρέπει να κάνει φορολογική δήλωση;»·
- ζει στη σελήνη, βλ. φρ. ζει στο φεγγάρι, λ. φεγγάρι·
- η αθέατη πλευρά της σελήνης, η άγνωστη πλευρά μιας κατάστασης ή υπόθεσης: «όλ’ αυτά που μου λες τα γνωρίζω κι αν θες να ξέρεις αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι η αθέατη πλευρά της σελήνης»·
- σελήνη του μέλιτος, βλ. συνηθέστ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας.

σκληρά

σκληρά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. σκληρός], τα πολύ ισχυρά ναρκωτικά, ηρωίνη, κοκαΐνη, κρακ κ.λπ. (Τραγούδι: όχι λέμε στην πρέζα, όχι σ’ αυτόν το διάολο, όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στα σκληρά // τώρα γράμματα-κορώνα η ζωή με τη βελόνα, τα σκληρά στη γκαρσονιέρα με το θάνατο παρέα!
- είμαι στα σκληρά, κάνω χρήση σκληρών ναρκωτικών: «από καιρό είμαι στα σκληρά και ψάχνω τρόπο ν’ αποτοξινωθώ»·
- πέφτω στα σκληρά, αρχίζω νακάνω χρήση σκληρών ναρκωτικών: «όποιος πέφτει στα σκληρά, είναι σαν να υπογράφει τη θανατική του καταδίκη».

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

στούφα

στούφα, η, ουσ. [ίσως ηχομιμητ. λ. από τον ήχο που αφήνει από το στόμα του το άτομο που κοιμάται], το ξάπλωμα για ύπνο και αυτός ο ύπνος: «το μυαλό του είναι όλο στη στούφα»· συνήθ. στον πλ. οι στούφες·
- πάω για στούφα ή πάω για στούφες, πηγαίνω για ύπνο: «παιδιά, επειδή πέρασε η ώρα, εγώ πάω για στούφες»·
- πέφτω για στούφα ή πέφτω για στούφες, ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ: «ήταν τόσο κουρασμένος απ’ τη δουλειά, που, μόλις γύρισε στο σπίτι, έφαγε κι έπεσε για στούφες»·
- ρίχνω στούφα ή ρίχνω στούφες ή ρίχνω τις στούφες μου, βλ. φρ. το ρίχνω στη στούφα·
- την πέφτω για στούφα ή την πέφτω για στούφες, βλ. φρ. πέφτω για στούφα·
- το ρίχνω στη στούφα ή το ρίχνω στις στούφες, α. κοιμάμαι: «το ’ριξε στη στούφα από χτες το βράδυ κι ακόμα δε λέει να ξυπνήσει». β. τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, παράτησε τη δουλειά του και το ’χει ρίξει στις στούφες».

στράκα

στράκα, η, ουσ. [ηχομιμητ. λέξη]. 1. ξερός και διαπεραστικός ήχος μικρής διάρκειας: «το μαστίγιο έκανε στράκες καθώς έπεφτε πάνω στα καπούλια του αλόγου». 2. ηχηρή καρπαζιά, σφαλιάρα ή μπάτσος: «του ’δωσε μια στράκα, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα». (Λαϊκό τραγούδι: και τρίγκι, τρίγκι τράγκα, με πεθάνανε στη στράκα
- κάνω στράκα ή κάνω στράκες, εντυπωσιάζω με την εμφάνισή μου, με το παρουσιαστικό μου, προκαλώ μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση: «χτες βράδυ στο χορό έκανες στράκες με το καινούριο σου κουστούμι». Από τον ήχο του μαστίγιου που εντυπωσιάζει. Συνών. κάνω τράκα ή κάνω τράκες·
- πέφτουν στράκες, επιβάλλεται ξυλοδαρμός: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα πέσουν στράκες». Από την εικόνα του ατόμου που χτυπάει κάποιον με το μαστίγιό του και σε κάθε χτύπημα ακούγεται ο διαπεραστικός ήχος του.

σύκο

σύκο, το, ουσ. [<αρχ. σῦκον], το σύκο. 1. ο θηλυπρεπής, ο πούστης: «τόσο ωραίο παιδί και να ’ναι σύκο!». Από την εικόνα του σύκου το οποίο στο επάνω μέρος του έχει ευμεγέθης σχετικά με τον όγκο του οπή η οποία παρομοιάζεται με ανοιχτό πρωκτό. 2. στον πλ. τα σύκα, τα κρεμασμένα γυναικεία βυζιά: «είναι όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά έχει κάτι βυζιά σαν σύκα, ρε παιδάκι μου!». Από την εικόνα των πολύ ώριμων σύκων. 3. στον πλ. χωρίς άρθρο σύκα! ειρωνικό επιφώνημα με μίμηση της γυναικείας φωνής σε πούστη που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- απ’ τα σύκα ως τα σταφύλια, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «δε θέλω να στενοχωριέσαι, γιατί απ’ τα σύκα ως τα σταφύλια θα τελειώσει η δουλειά σου». Από το ότι και τα δυο αυτά φρούτα μαζεύονται τέλος του καλοκαιριού·
- από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα, ειρωνική αναφορά σε ομοφυλόφιλο με την έννοια πως από τα παιδικά του χρόνια φαινότανε πως θα γίνει αυτό που έγινε: «δεν απορώ γι’ αυτό που έγινε, γιατί από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα». Συνών. από μικρός φαινότανε πως κάνει την κυρία / από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, βλ. λ. γριά·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα ή γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- έπεσε σαν γινωμένο σύκο, βλ. φρ. έπεσε σαν ώριμο σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο σύκο, α. ύστερα από έντεχνη προεργασία που του κάναμε, ενέδωσε με μεγάλη ευκολία στο θέμα που μας ενδιέφερε: «από καιρό του μιλούσα για την αξία της φιλίας κι όταν του ζήτησα δανεικά, έπεσε σαν ώριμο σύκο». β. (και για τα δυο φύλα) ύστερα από έντεχνη προεργασία που κάναμε, ενέδωσε με μεγάλη ευκολία στην πρόταση να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί μας: «όλες οι φιλενάδες της της πιπίλιζαν το μυαλό για το πόσο καλό παιδί είναι ο τάδε κι όταν αυτός της ζήτησε να τα φτιάξουν, έπεσε η λεγάμενη σαν ώριμο σύκο». Συνών. έπεσε σαν ώριμο φρούτο·
- λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, μιλώ απερίφραστα, ώστε δε χρειάζεται να δώσω επιπλέον επεξηγήσεις, λέω την καθαρή αλήθεια: «για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, είσαι μεγάλος απατεώνας, μωρ’ αδερφάκι μου!»·
- πατημένο σύκο, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πώς εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, καταδέχεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτό το πατημένο σύκο!». Παλιότερα με τη φρ. αυτή τα παιδιά ειρωνεύονταν ή κορόιδευαν εν χωρώ όποιον ονομαζόταν Νίκος: Νίκο, Νίκο, πατημένο σύκο·
- τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους είναι σύκα και δεν ακούγονται, βλ. λ. καρύδι·
- τα σύκα είναι μαλακά, μα χαλούν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·

σύννεφο

σύννεφο, το, ουσ. [<μτγν. σύννεφον, ουδ. του μτγν. επιθ. σύννεφος], το σύννεφο· στον πλ. τα σύννεφα,οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ή στενοχώρια, ιδίως οτιδήποτε προμηνύει κίνδυνο ή καταστροφή: «ύστερα από δέκα ευτυχισμένα χρόνια εμφανίστηκαν στη σχέση τους  τα πρώτα σύννεφα || στον ορίζοντα εμφανίστηκαν τα σύννεφα του πολέμου». (Λαϊκό τραγούδι: διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς. Τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου; Θα ’ρθει μια μέρα, μην το ξεχνάς!
- βρίσκεται στα σύννεφα, βλ. φρ. ζει στα σύννεφα·
- έπεσε ή σφαλιάρα σύννεφο, βλ. λ. σφαλιάρα·
- ζει στα σύννεφα, α. ονειρεύεται, είναι εκτός πραγματικότητας: «αν νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει σήμερα δουλειά, να του πεις του φίλου σου πως ζει στα σύννεφα». β. είναι πολύ ευτυχισμένος, πολύ χαρούμενος: «απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξε με την τάδε, ζει στα σύννεφα»·
- πάει σύννεφο, γίνεται κάτι συνέχεια ή σε μεγάλο βαθμό: «η βλακεία πάει σύννεφο σ’ αυτήν την παρέα || το δούλεμα πάει σύννεφο || το ψέμα πάει σύννεφο»·
- πετώ στα σύννεφα, α. είμαι ανεδαφικός, είμαι εκτός πραγματικότητας: «πετάς στα σύννεφα, αν νομίζεις πως με τόσα λίγα λεφτά θα μπορέσεις να στήσεις μια τόσο μεγάλη δουλειά». β. είμαι πολύ ευτυχισμένος, πολύ χαρούμενος. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω, όταν αγκαλιά μου, μωρό μου, σε κρατάω
- πέφτει σύννεφο, βλ. συνηθέστ. πάει σύννεφο·
- πέφτω απ’ τα σύννεφα, νιώθω μεγάλη απογοήτευση, ιδίως από την κακή διαγωγή κάποιου, πράγμα που δεν το περίμενα, ή από κάτι, που το φανταζόμουν πολύ καλύτερο: «μόλις έμαθα πως εσύ ήσουν αυτός που με κατηγόρησε, έπεσα απ’ τα σύννεφα, γιατί εγώ πάντα σε υποστήριζα || μόλις οδήγησα αυτό τ’ αυτοκίνητο, έπεσα απ’ τα σύννεφα, γιατί, ενώ είναι τόσο ωραίο εξωτερικά, όταν το οδηγείς είναι μάπα».

σύρμα

σύρμα, το, ουσ. [<αρχ. σύρμα], το σύρμα. 1. αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος: «πρόσεξε μην πιάσεις το σύρμα, γιατί θα σε τινάξει». (Τραγούδι: σύρμα πάνω σύρμακάτω και στα Φάρσαλα μαντάτο). 2.(στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «προχτές βγήκε απ’ το σύρμα». Από το ότι κατά την ημέρα των επισκέψεων στη φυλακή, ανάμεσα στο φυλακισμένο και τον επισκέπτη του υπήρχε ένα δικτυωτό σύρμα. (Λαϊκό τραγούδι: αντιλαλούν δυο φυλακές τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές, αντιλαλούν δυο σύρματα Συγγρού και Παραπήγματα).3. το στρατόπεδο συγκέντρωσης: «μόλις τον συνέλαβαν τον έστειλαν στο σύρμα μαζί με τους άλλους». 4. μεταλλική χορδή. (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα πάνω σύρμα κάτω παίζω εγώ τον μπαγλαμά και η βλάμισσα χορεύει όμορφο καρσιλαμά). Συνών. τέλι (2). 5α. στον πλ. τα σύρματα, τα ηλεκτροφόρα καλώδια από κολόνα σε κολόνα: «στα σύρματα πήγε και κάθισε ένα σμάρι από σπουργίτια». β. (παλιότερα) το στρατόπεδο συγκέντρωσης: «όσους έπιαναν, τους έστελναν στα σύρματα χωρίς άλλη διαδικασία». Από το ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν συνήθως περιφραγμένα με αγκαθωτά σύρματα για να μην μπορούν να τα υπερπηδούν οι κρατούμενοι και να φεύγουν. Υποκορ. συρματάκι, το·
- άναψαν τα σύρματα, έγιναν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα μεταξύ των ενδιαφερομένων ή η τηλεφωνική συνδιάλέξη κάποιου με κάποιον κράτησε πάρα πολλή ώρα: «μόλις μαθεύτηκε πως θα ’ρχόταν ο τάδε απ’ το εξωτερικό, άναψαν τα σύρματα, για να ειδοποιηθούν όλα τα παιδιά της παρέας || επιτέλους, κλείσε αυτό το τηλέφωνο, ρε παιδάκι μου, γιατί άναψαν τα σύρματα!»·
- δίνω σύρμα βλ. συνηθέστ. ρίχνω σύρμα·
- δούλεψαν τα σύρματα, βλ. συνηθέστ. έπεσαν τα σύρματα·
- έπεσαν τα σύρματα, οι ενδιαφερόμενοι ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά: «μόλις μαθεύτηκε πως θα περνούσε ο αρχηγός του κόμματός μας απ’ την πόλη μας, έπεσαν τα σύρματα για να του ετοιμάσουμε υποδοχή»·
- η άλλη άκρη του σύρματος, η άλλη άκρη της τηλεφωνικής σύνδεσης, το σημείο από το οποίο μας τηλεφωνεί κάποιος: «απ’ την άλλη άκρη του σύρματος ακούστηκε χαρούμενη η φωνή του γιου μου»·
- πέφτει σύρμα, με προειδοποιούν, προειδοποιούμαι, ενημερώνομαι τηλεφωνικά: «κάθε φορά που έρχονται να με συλλάβουν για διάφορα χρέη μου στο δημόσιο, πέφτει σύρμα από έναν φίλο μου αστυνομικό και κρύβομαι»·
- ρίχνω σύρμα, προειδοποιώ τηλεφωνικά κάποιον: «μόλις δεις να ’ρχεται ο τάδε, ρίξε μου σύρμα να μην του ανοίξω την πόρτα, γιατί, κάθε φορά που έρχεται, μου ζητάει δανεικά»·
- τον βάζω στο σύρμα, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στο σύρμα·
- τον ρίχνω στο σύρμα, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έριξαν στο σύρμα»·
- χτύπα κάνα σύρμα, (αόριστα) τηλεφώνησε, τηλεφώνησέ μου: «χτύπα κάνα σύρμα στον τάδε, γιατί παραπονιέται πως τον έχεις ξεχάσει || αν δεν έχεις τίποτα να κάνεις, χτύπα κάνα σύρμα να βγούμε». Συνών. χτύπα κάνα τηλέφωνο.    

σφαλιάρα

σφαλιάρα, η, ουσ. [<ιταλ. sfagliare], δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως στο σβέρκο ή στο μάγουλο με το εσωτερικό μέρος της παλάμης: «του ’δωσε τόσο δυνατή σφαλιάρα, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα». 2. το ηθικό πλήγμα, ο ηθικός εξευτελισμός: «η απόφαση του δικαστηρίου υπήρξε σφαλιάρα γι’ αυτόν». 3. η πολύ μεγάλη απογοήτευση που νιώθει κανείς: «ήταν σφαλιάρα γι’ αυτόν η αδιαφορία του φίλου του». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άνθρωπος της σφαλιάρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι για σφαλιάρες, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού σε κατηγορεί συνέχεια χωρίς λόγο, είναι για σφαλιάρες». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έπεσε η σφαλιάρα σύννεφο, δέχτηκε αλλεπάλληλες σφαλιάρες από όλους τους παρευρισκομένους, ιδίως γιατί είπε κάποια ανοησία ή τερατολογία: «μόλις μας είπε πως έβγαλε γκόμενα την κόρη του τάδε εφοπλιστή, έπεσε η σφαλιάρα σύννεφο»·
- έφαγε σφαλιάρες ή έφαγε τις σφαλιάρες του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «πήγε να κάνει τον νταή στον τάδε κι έφαγε τις σφαλιάρες του». Για συνών. βλ. φρ. έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- θέλει σφαλιάρες ή θέλει τις σφαλιάρες του ή τις θέλει τις σφαλιάρες του, βλ. φρ. είναι για σφαλιάρες·
- παίζουμε σφαλιάρες, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τον τάδε παίζουμε σφαλιάρες από μικρά παιδιά»·
- τον πέθανα στις σφαλιάρες, βλ. φρ. τον τρέλανα στις σφαλιάρες·
- τον πλάκωσα στις σφαλιάρες, του έδωσα αλλεπάλληλα χαστούκια, τον ξυλοκόπησα: «επειδή έλεγε συνέχεια ανοησίες, τον πλάκωσα στις σφαλιάρες, για να πάψει να μιλάει || όταν ο άλλος μου ’βρισε τη μάνα, σηκώθηκα και τον πλάκωσα στις σφαλιάρες». Για συνών. βλ. φρ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τάραξα στις σφαλιάρες, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «όταν μ’ εκνεύρισε, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον τάραξα στις σφαλιάρες». Για συνών. βλ. φρ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι· 
- τον τρέλανα στις σφαλιάρες, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή έβαλε ο γιος μου χέρι στο ταμείο, τον τρέλανα στις σφαλιάρες». Για συνών. βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- του άστραψα μια σφαλιάρα, τον ράπισα, τον χαστούκισα δυνατά: «μόλις του άστραψα μια σφαλιάρα, τα ξέρασε όλα». Για συνών. βλ. φρ. του άστραψα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’δωσα μια σφαλιάρα, βλ. φρ. του ’ριξα μια σφαλιάρα·
- του ’δωσα σφαλιάρες ή του ’δωσα τις σφαλιάρες του, βλ. φρ. του ’ριξα σφαλιάρες ή του ’ριξα τις σφαλιάρες του·
- του κάθισα μια σφαλιάρα, βλ. φρ. του άστραψα μια σφαλιάρα·
- του ’κοψα μια σφαλιάρα, βλ. φρ. του ’ριξα μια σφαλιάρα·
- του ’ριξα μια σφαλιάρα, τον χαστούκισα: «όπως περνούσε από δίπλα μου, του ’ριξα μια σφαλιάρα». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’ριξα σφαλιάρες ή του ’ριξα τις σφαλιάρες του, του έδωσα αλλεπάλληλα χαστούκια, τον ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «επειδή πήγε να μου κάνει το μάγκα, του ’ριξα τις σφαλιάρες του κι ησύχασε». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι· 
- του ’σκασα μια σφαλιάρα, τον χαστούκισα δυνατά: «μόλις του ’σκασα μια σφαλιάρα, έπαψε να κοροϊδεύει τον κόσμο». Για συνών. βλ. φρ. του ’σκασα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του τράβηξα μια σφαλιάρα, βλ. φρ. του ’ριξα μια σφαλιάρα·
- τρώω σφαλιάρες ή τρώω τις σφαλιάρες μου, α. δέχομαι σφαλιάρες, με δέρνει κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, τρώω τις σφαλιάρες μου». β. αντιμετωπίζω καταστάσεις που με προσβάλλουν ή με υποτιμούν ως άτομο: «από δω και πέρα θα πατήσω πόδι και θα πάψω να τρώω σφαλιάρες». γ. βρίσκομαι μπροστά σε δυσκολίες που δεν περίμενα: «πώς να ορθοποδήσω, αφού σ’ όλη μου τη ζωή τρώω σφαλιάρες!». Για συνών. βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, λ. χαστούκι.

ταβάνι

ταβάνι κ. νταβάνι, το, ουσ. [<tavan], το ταβάνι· δηλώνει το ανώτατο όριο αντοχής ή απόδοσης κάποιου: «σ’ όλες τις ενέργειές του έχει ένα ταβάνι, πέρα απ’ το οποίο δεν κάνει το παραμικρό»
- βλέπει το ταβάνι, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα βλέπει το ταβάνι». Από τη εικόνα του ατόμου που βρίσκεται ξαπλωμένο στο κρεβάτι του με το βλέμμα του στραμμένο προς το ταβάνι· 
- είναι ψηλός μέχρι το ταβάνι, είναι πάρα πολύ ψηλός: «ξεχωρίζει αμέσως απ’ όλους τους άλλους, γιατί είναι ψηλός μέχρι το ταβάνι»·
- η μύτη του κοιτά το ταβάνι, βλ. λ. μύτη·
- μ’ έστειλε στο ταβάνι (κάτι), ένιωσα πολύ ευχάριστη έκπληξη, ξέφρενη χαρά από κάτι: «το γκολ του παίχτη μας στο τελευταίο λεπτό του παιχνιδιού μ’ έστειλε στο ταβάνι»·
- να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει!». Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται, όταν ο ομιλών βρίσκεται σε κλειστό χώρο και συνοδεύεται από νεύμα του κεφαλιού που δείχνει ψηλά. Όταν ο ομιλών βρίσκεται στο ύπαιθρο ακούγεται το να πέσει ο ουρανός να με πλακώσει(!)· 
- πήδηξε μέχρι το ταβάνι, α. ένιωσε μεγάλη απορία ή έκπληξη από κάτι καλό ή κακό: «μόλις του ανακοίνωσα πως θα παντρευτώ την κόρη του τάδε εφοπλιστή, πήδηξε μέχρι το ταβάνι || μόλις τον πληροφόρησα πως ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο, πήδηξε μέχρι το ταβάνι, γιατί τον είχε για φτωχό». β. τρόμαξε πολύ από ξαφνικό θόρυβο και αναπήδησε σαν ελατήριο από τη θέση του: «πήγε κρυφά από πίσω του και του έκανε “μπαμ!” κι αυτός, όπως ήταν αμέριμνος, πήδηξε μέχρι το ταβάνι»·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, λέγεται για γυναίκα που είναι πολύ ψυχρή στον έρωτα, που είναι εντελώς αμέτοχη στη σεξουαλική πράξη: «τι να το κάνεις που είναι όμορφη γυναίκα, απ’ τη στιγμή που τη γαμάς και κοιτάζει το ταβάνι;». Συνών. τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα / τη γαμάς και κι αυτή διαβάζει περιοδικό / τη γαμάς και αυτή μασάει μαστίχα / τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα· 
- χτύπησα ταβάνι, βλ. φρ. μ’ έστειλε στο ταβάνι (κάτι)·
- χτύπησε ταβάνι, έφτασε στο ανώτατο όριο της αντοχής ή της απόδοσής του: «έβαλε όλα τα δυνατά του να περάσει στο πανεπιστήμιο, που δεν πήγαινε άλλο, γιατί χτύπησε ταβάνι || όσο πλησίαζε η μέρα των εκλογών, οι συσπειρώσεις των κομμάτων χτύπησαν ταβάνι». Ίσως από την εικόνα της μπάλας που, όταν τη χτυπήσει κανείς στο πάτωμα ενός δωματίου, δεν μπορεί να πάρει περισσότερο ύψος, γιατί χτυπάει στο ταβάνι. Συνών. χτύπησε κόκκινο.

τέζα

τέζα, η, επίρρ. [<ιταλ. tesa (= τέντωμα)], πολύ τεντωμένος, εντελώς αλύγιστος, εντελώς τσιτωμένος, ιδίως από υπερβολική κούραση ή από μεθύσι: «τον βρήκα τέζα στο κρεβάτι του»·
- γίνομαι τέζα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το πολύ μεθύσι: «κάθε φορά που πίνει, γίνεται τέζα». (Λαϊκό τραγούδι: σαν πουλήσω τη ρεζέρβα, θα τα πιω θα γίνω τέζα). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι τέζα, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «τον βρήκα πεσμένο σε μια γωνιά και ήταν τέζα». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι. β. έφαγα πάρα πολύ, είμαι εντελώς χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, γιατί είμαι τέζα»· βλ. και φρ. είναι τέζα·
- είναι τέζα, α. είναι ξαπλωμένος και τεντωμένος, αλύγιστος, τσιτωμένος και, κατ’ επέκταση, είναι νεκρός, πεθαμένος: «τον φώναζα μια ώρα απ’ το διπλανό δωμάτιο και, μόνο όταν μπήκα στο δικό του και τον είδα, κατάλαβα πως είναι τέζα ο άνθρωπος». β. είναι ξαπλωμένος και τεντωμένος, τσιτωμένος είτε από υπερβολική κούραση είτε από έντονο μεθύσι: «απ’ την ώρα που γύρισε απ’ τη δουλειά του, είναι τέζα στο κρεβάτι || ειδοποίησαν απ’ το ουζερί τη γυναίκα του να ’ρθει να τον πάρει, γιατί είναι τέζα στο πάτωμα»·
- έμεινε τέζα, πέθανε, σκοτώθηκε: «έμεινε τέζα πάνω στην εγχείρηση || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σ’ έναν τοίχο κι έμεινε τέζα». Πρβλ. η κατσαριδούλα η μικρή Τερέζα, πάτησε στο tesa και τέζα (Διαφημιστικό εντομοκτόνου)·
- έπεσε τέζα, μέθυσε τόσο πολύ, που κυλίστηκε κάτω κι έμεινε ακίνητος: «ήπιε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή έπεσε τέζα»· βλ. και φρ. έμεινε τέζα·
- την έκανα τέζα (ενν. την κοιλιά μου), έφαγα πάρα πολύ, χόρτασα εντελώς: «με κάλεσαν χτες σ’ ένα γεύμα και την έκανα τέζα, ο αθεόφοβος!»·
- τον άφησε τέζα, τον χτύπησε θανάσιμα, τον σκότωσε: «του ’ριξε μια γροθιά στο δόξα πατρί και τον άφησε τέζα || τον χτύπησε με τ’ αυτοκίνητό του και τον άφησε τέζα»·
- τον βρήκα τέζα, τον βρήκα πεθαμένο ή ξαπλωμένο από το πολύ μεθύσι που είχε: «όταν μπήκα στο δωμάτιό του, τον βρήκα τέζα στο κρεβάτι του»·
- τον έριξα τέζα, τον μέθυσα τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και κυλίστηκε κάτω: «ήθελε να παραβγεί μαζί μου στο ποτό και τον έριξα τέζα»· βλ. και φρ. τον έριξε τέζα·
- τον έριξε τέζα, βλ. φρ. τον άφησε τέζα.

τέσσερα

τέσσερα, άκλ. απόλ. αριθμητ. [<μτγν. τέσσερα <αρχ. τέσσαρα], τέσσερα· βλ. και λ. τέσσερις. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- δε νιώθει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. φρ. δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα·
- δεν έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. ιδέα·
- δεν ξέρει πού πάν’  τα τέσσερα, α. είναι εντελώς ανίδεος, εντελώς άσχετος με μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα ή είναι εντελώς ακατατόπιστος για την υπόθεση ή το θέμα που συζητείται: «μην πας τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην αναθέσεις στον τάδε δικηγόρο καμιά υπόθεσή σου, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην τον ρωτήσεις τίποτα για την υπόθεση, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || αφού δεν ξέρεις πού πάν’ τα τέσσερα, γιατί χώνεσαι στην κουβέντα;». β. είναι πολύ μεθυσμένος: «όταν πιει λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα»·
- δυο και δυο ίσον τέσσερα ή δυο και δυο κάνουν τέσσερα, βλ. λ. δυο·
- έπεσε στα τέσσερα, θερμοπαρακάλεσε: «έπεσε στα τέσσερα μπροστά μου για να τον βοηθήσω»·
- έτρεξε με τα τέσσερα, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, έφυγε με τα τέσσερα: «έτρεξε με τα τέσσερα να πάει να τους ειδοποιήσει». Από την εικόνα του αλόγου που καλπάζει·
- έφυγε με τα τέσσερα, έφυγε πολύ γρήγορα, έφυγε ταχύτατα: «μόλις είδε τους αστυνομικούς που έρχονταν να τον συλλάβουν, έφυγε με τα τέσσερα». Από την εικόνα του αλόγου που καλπάζει·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με τα τέσσερα, ήρθε ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως είχα την ανάγκη του, ήρθε με τα τέσσερα». Αναφορά στο γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
- η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να έρθει ταχύτατα: «τώρα μας κάνει το βαρύ πεπόνι, αλλά, αν αποφασίσω να πω αυτά που ξέρω γι’ αυτόν, θα τον κάνω να ’ρθει στα τέσσερα, για να με σταματήσει». Αναφορά στο γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
- θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να με θερμοπαρακαλέσει, να με ικετεύσει ταπεινά: «τώρα μας κάνει τον τάχαμ δήθεν, αλλά, αν ξαναπάρει την κάτω βόλτα, θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα μπροστά μου, για να τον βοηθήσω»·
- με τα τέσσερα, α. αποκαρδιωτική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα, και σημαίνει πως η δουλειά του ή γενικά η ζωή του δεν εξελίσσεται, δεν πορεύεται ομαλά, φυσιολογικά, πως αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα·
- πάει με τα τέσσερα, α. είναι πολύ μεθυσμένος και υποτίθεται πως κινείται μπουσουλώντας: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει με τα τέσσερα». β. (για νήπια) κινείται μπουσουλώντας: «είναι τόσο μωρό ακόμα ο γιος του, που πάει με τα τέσσερα». γ. (γενικά) η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά ή το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα: «τον τελευταίο καιρό δεν ξέρω τι να κάνω, γιατί η δουλειά πάει με τα τέσσερα || ούτε κι αυτός μπορεί να μας βοηθήσει, γιατί, απ’ ότι ξέρω, κι αυτός πάει με τα τέσσερα»·
- περπατάει στα τέσσερα, βλ. συνηθέστ. πάει με τα τέσσερα·
- πέφτω στα τέσσερα, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω κάποιον ταπεινά: «έπεσε στα τέσσερα μπροστά στο διευθυντή, για να μην διώξει το γιο του απ’ τη δουλειά»·
- σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, βλ. λ. σημείο·
- τα μάτια σου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
- το βάζω στα τέσσερα, φεύγω τρεχάτος, ιδίως από φόβο ή δειλία: «μόλις έμαθε πως ερχόταν ο τάδε να του ζητήσει το λόγο, το ’βαλε στα τέσσερα κι όπου φύγει φύγει». Αναφορά στον καλπασμό του αλόγου.

τηλέφωνο

τηλέφωνο, το, ουσ. [<γαλλ. téléphone <αρχ. ελλ. επίρρ. τῆλε (= μακριά) + φωνή], το τηλέφωνο. Πολλές φορές, όταν θέλουμε να ειδοποιήσουμε κάποιον που τον ζητάνε στο τηλέφωνο και για κάποιο λόγο δε θέλουμε να του το πούμε φωναχτά, τότε, κάνοντας διάφορα νοήματα μέχρι να μας αντιληφθεί, φέρνουμε τον αντίχειρα στο αφτί μας και το μικρό δάχτυλο του ίδιου χεριού στο στόμα μας, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό το ακουστικό του τηλεφώνου. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- άναψαν τα τηλέφωνα, παρατηρήθηκε έντονη τηλεφωνική επικοινωνία, ιδίως ανάμεσα σε μια φιλική ομάδα, φιλική συντροφιά: «μόλις μαθεύτηκε πως συνέλαβαν τον τάδε, άναψαν τα τηλέφωνα κι όλοι ρωτούσαν να μάθουν το λόγο». (Τραγούδι: το τράκο ήταν το δεύτερο, Οκτώβρης ήταν πάλι, που ανάψαν τα τηλέφωνα, που ’χες ξανατρακάρει
- άναψε το τηλέφωνο, η τηλεφωνική επικοινωνία είναι ή ήταν πολύωρη: «κλείσ’ το, ρε παιδάκι μου, κάποια στιγμή, άναψε το τηλέφωνο! || πήρε τη φιλενάδα της να τη ρωτήσει κάτι κι άναψε το τηλέφωνο»·
- δε δουλεύει το τηλέφωνο, δε λειτουργεί, γιατί είναι αποσυνδεμένο ή γιατί είναι μπλοκαρισμένη λόγω βλάβης η τηλεφωνική γραμμή: «φαίνεται πως θα υπάρχει κάποια βλάβη στην περιοχή, γι’ αυτό δε δουλεύει το τηλέφωνο»·
- δε χτυπάει το τηλέφωνο, βλ. φρ. δε δουλεύει το τηλέφωνο·
- δίνω το τηλέφωνό μου (σε κάποιον), του δίνω τον αριθμό του τηλεφώνου μου: «θα σου δώσω το τηλέφωνό μου, ώστε, αν προκύψει κάτι, να μου τηλεφωνήσεις»·
- δούλεψαν τα τηλέφωνα, βλ. φρ. έπεσαν τα τηλέφωνα·
- δώσε μου το τηλέφωνό σου, πες μου τον αριθμό του τηλεφώνου σου, για να τον σημειώσω: «καλού κακού, δώσε μου το τηλέφωνό σου, μήπως και χρειαστεί να σε τηλεφωνήσω»·
- είμαι στο τηλέφωνο, βλ. φρ. μιλώ στο τηλέφωνο·
- έπεσαν τα τηλέφωνα, οι ενδιαφερόμενοι ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά: «μόλις έμαθα πως θα ’ρχόταν ο φίλος μας απ’ το εξωτερικό, έπεσαν τα τηλέφωνα στην παρέα, για να τον υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο»·
- έσπασα τα τηλέφωνα, τηλεφωνούσα συνεχώς σε διάφορους για κάποιο λόγο: «έσπασα τα τηλέφωνα, μέχρι να σε βρω»·
- έσπασα το τηλέφωνο, καλούσα κάποιον πολλή ώρα, χωρίς αυτός να σηκώνει το ακουστικό του: «μη μου πεις ότι ήσουν στο σπίτι, γιατί έσπασα το τηλέφωνο όλο τ’ απόγευμα!»·
- έσπασαν τα τηλέφωνα, παρατηρήθηκε έντονη τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε μια ομάδα ανθρώπων: «έσπασαν τα τηλέφωνα, μέχρι να βρούμε τον τάδε που ήταν εξαφανισμένος»·
- έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο, το έχω αποσυνδεδεμένο ή δεν έχω το ακουστικό στην κατάλληλη θέση οπότε ακούγεται συνεχώς ο χαρακτηριστικός ήχος που δείχνει πως κάποιος τηλεφωνεί: «κάθε Κυριακή έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο, γιατί δε θέλω να με ενοχλήσει κανένας»·
- καλώ στο τηλέφωνο (κάποιον), τηλεφωνώ σε κάποιον: «κάλεσε στο τηλέφωνο τον τάδε και πες του να ’ρθει αμέσως στο γραφείο μου»·
- κάνω τηλέφωνο, βλ. φρ. παίρνω τηλέφωνο·
- κατεβάζω το τηλέφωνο, βλ. φρ. έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο·
- κλείνω το τηλέφωνο, διακόπτω ή τερματίζω την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με κάποιον: «δεν είναι ευγενικό να κλείνεις το τηλέφωνο στο συνομιλητή σου || μόλις του είπα τα καθέκαστα, έκλεισα το τηλέφωνο, αφού προηγουμένως συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε για να τα πούμε από κοντά»·
- κόβω το τηλέφωνο, διακόπτω τη σύνδεσή του, το αποσυνδέω: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό κι ο Ο.Τ.Ε. μου ’κοψε το τηλέφωνο»·
- κόκκινο τηλέφωνο, α. άμεση τηλεφωνική σύνδεση μεταξύ των ηγετών δυο κρατών, ιδίως για πολύ επείγουσες υποθέσεις: «αμέσως μετά την έναρξη των επεισοδίων που ξέσπασαν στη μεθοριακή γραμμή των δυο κρατών, ο τάδε υπουργός πήρε τον ομόλογό του στο κόκκινο τηλέφωνο για να αποτρέψουν μια γενική σύρραξη». β. τηλέφωνο που ο ηγέτης κράτους το χρησιμοποιεί για να δώσει άκρως σοβαρή διαταγή και, σε περίπτωση πυρηνικής δύναμης, την έναρξη πυρηνικής επίθεσης εναντίον του εχθρού: «κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί το κόκκινο τηλέφωνο από τους ηγέτες των δυο υπερδυνάμεων υπήρξε μεγάλος»·
- κόπηκε το τηλέφωνο, έπαψε να λειτουργεί λόγω βλάβης: «εκεί που μιλούσαμε, κόπηκε το τηλέφωνο»· βλ. και φρ. έπεσε η γραμμή, λ. γραμμή·
- μιλάει το τηλέφωνο, είναι κατειλημμένη η τηλεφωνική γραμμή, γιατί το άτομο με το οποίο επιδιώκω να συνομιλήσω συνομιλεί με άλλο: «προσπαθώ μια ώρα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά συνεχώς μιλάει το τηλέφωνο»·
- μιλώ στο τηλέφωνο, συνομιλώ με κάποιον τηλεφωνικά: «δεν μπορώ να ’ρθω αυτή τη στιγμή, γιατί μιλώ με τον τάδε στο τηλέφωνο»·
- μου κάνουν τηλέφωνο, βλ. φρ. μου παίρνουν τηλέφωνο·
- μου ’κοψαν το τηλέφωνο, το αποσύνδεσαν από τον Ο.Τ.Ε., γιατί δεν πλήρωσα το λογαριασμό: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό και μου ’κοψαν το τηλέφωνο»·
- μου παίρνουν τηλέφωνο, δέχομαι τηλεφωνική κλήση: «μου πήρε τηλέφωνο ένας φίλος για να πάμε να πιούμε κανένα ποτηράκι»·
- παγιδεύω το τηλέφωνο (κάποιου), βλ. λ. παγιδεύω·
- παίρνω (στο) τηλέφωνο (ακολουθεί όνομα ή υπηρεσία), τηλεφωνώ (στον τάδε ή σε υπηρεσία): «παίρνω στο τηλέφωνο τον τάδε για να τον ρωτήσω κάτι || παίρνω τηλέφωνο στην Ολυμπιακή για να μου πουν τι ώρα έχει πτήση για τη Θεσσαλονίκη»·
- παίρνω τηλέφωνο, τηλεφωνώ: «πάρε τηλέφωνο στο σπίτι σου, γιατί κάτι σε θέλει η μητέρα σου». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε τηλέφωνο τον κερατά, καλύτερα τώρα παρά μετά).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- παίρνω τηλέφωνο (από κάποιον), δέχομαι τηλεφώνημα από κάποιον, μου τηλεφωνεί κάποιος: «κάθε βδομάδα παίρνω τηλέφωνο απ’ τον τάδε και μου λέει όλα τα νέα της παρέας»·
- πάρε με στο τηλέφωνο, τηλεφώνησέ μου: «αν μάθεις κάτι νέο για την υπόθεση, πάρε με στο τηλέφωνο». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο λιγάκι να τα πούμε και κλείσε μου ένα ραντεβού για να συναντηθούμε
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. φρ. άναψαν τα τηλέφωνα·
- πιάνω στο τηλέφωνο (κάποιον), α. συνδέομαι τηλεφωνικά με κάποιον: «μόλις έπιασα στο τηλέφωνο το διευθυντή μου, τον παρακάλεσα να μην πάω σήμερα στη δουλειά, γιατί ήμουν αδιάθετος». β. συνδέομαι τηλεφωνικά με κάποιον και του μιλώ για πολλή ώρα: «αν σε πιάσει στο τηλέφωνο ο τάδε, αλίμονό σου, γιατί δε θα σ’ αφήσει ούτε μετά από δυο ώρες»·
- πληρώνω το τηλέφωνο, πληρώνω στον Ο.Τ.Ε. το λογαριασμό του τηλεφώνου μου: «τρέχω να πληρώσω το τηλέφωνο, γιατί θα μου το κόψουν»·
- ρίχνω ένα τηλέφωνο, τηλεφωνώ: «μισό λεπτό να ρίξω ένα τηλέφωνο στο σπίτι μου κι έρχομαι»·
- ροζ τηλέφωνα, βλ. λ. ροζ·
- σηκώνω το τηλέφωνο, ανταποκρίνομαι στην τηλεφωνική κλήση: «την Κυριακή δεν σηκώνω το τηλέφωνο σε κανέναν, γιατί ξεκουράζομαι»·
- σημειώνω το τηλέφωνο (κάποιου), γράφω τον αριθμό του τηλεφώνου κάποιου στο σημειωματάριό μου ή το εντυπώνω στη μνήμη μου: «σημείωσα το τηλέφωνό του πρόχειρα σ’ ένα χαρτάκι»· 
- σπασμένο τηλέφωνο, ο τρόπος με τον οποίο φτάνει καθυστερημένα επιτέλους μια είδηση ή πληροφορία στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η είδηση ή η πληροφορία περνάει από άτομο σε άτομο μέχρι να καταλήξει εκεί που πρέπει: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν ήρθες αμέσως να με πληροφορήσεις και, μέχρι να το μάθω, έγινε σπασμένο τηλέφωνο!». Αναφορά σε ομώνυμο παιδικό παιχνίδι, όπου, αυτό που λέει ο πρώτος παίχτης ψιθυριστά στο αφτί του διπλανού του, φτάνει στον τελευταίο παίχτη εντελώς παραποιημένο·
- τηλέφωνο σκιά, ειδικό σταθερό ή κινητό τηλέφωνο για υποκλοπές και που η ανίχνευσή του είναι πολύ δύσκολη: «οι ειδικοί προσπαθούν να βρουν τον τρόπο, για να αποκαλύψουν το τηλέφωνο σκιά». Η φρ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2006 μετά το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, καθώς και άλλων υψηλών προσώπων ή δημοσιογράφων·
- τι τηλέφωνο έχεις; ποιος είναι ο αριθμός του τηλεφώνου σου(;): «πες μου τι τηλέφωνο έχεις, για να σου τηλεφωνήσω μόλις έχω περισσότερα νέα»·
- το τηλέφωνο είναι νεκρό, δε δίνει κανένα σήμα, είτε γιατί είναι αποσυνδεδεμένο είτε λόγω βλάβης είτε γιατί είναι κομμένο από τον Ο.Τ.Ε.: «κάτι θα πρέπει να συμβαίνει, γιατί το τηλέφωνο είναι νεκρό»·
- το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος μας παραπονιέται πως δεν επικοινωνούμε τηλεφωνικά μαζί του κι έχει την έννοια πως, αφού δεν του τηλεφωνούμε εμείς, ας μας τηλεφωνήσει αυτός: «δε φτάνει που δε σε βλέπουμε, δε μας παίρνεις και κανένα τηλέφωνο να μάθουμε τι κάνεις. -Το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, αν ενδιαφέρεσαι πραγματικά να μάθεις τι κάνω»·
- χαλασμένο τηλέφωνο, βλ. συνηθέστ. σπασμένο τηλέφωνο·
- χτύπα κάνα τηλέφωνο, (αόριστα) τηλεφώνησε, τηλεφώνησέ μου: «όταν δεν έχεις να κάνεις κάτι, χτύπα κάνα τηλέφωνο». Συνών. χτύπα κάνα σύρμα·
- χτυπάει το τηλέφωνο, καλεί: «χτυπάει το τηλέφωνο μια ώρα και κανένας δεν το σηκώνει».

τιμή

τιμή, η, ουσ. [<αρχ. τιμή], η τιμή. 1. η καλή κοινωνική φήμη, η κοινωνική υπόληψη: «για μια τιμή ζούσε σ’ αυτή την κοινωνία». 2. (για γυναίκες) η αγνότητα, η παρθενία: «στα παλιά χρόνια οι γυναίκες πέθαιναν για την τιμή τους κι όχι όπως σήμερα, που τη δίνουν για έναν καφέ!». 3. (για παντρεμένες γυναίκες) η συζυγική πίστη: «πάνω απ’ όλα έχει την τιμή της». 4. τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για την αγορά οποιουδήποτε πράγματος ή για κάποια υπηρεσία, η αξία, το αντίτιμο: «τι τιμή έχει αυτό το ρολόι; || τι τιμή έχει αυτό το κουστούμι;». (Ακολουθούν 77 φρ.)·
- ανεβάζω την τιμή ή ανεβάζω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε υψηλότερη από την κανονική του τιμή είτε αυθαίρετα είτε σύμφωνα με το νόμο: «τον έστειλε η αγορανομία στο αυτόφωρο, γιατί ανέβασε τις τιμές των εμπορευμάτων του χωρίς λόγο || όλοι οι έμποροι ανέβασαν τις τιμές των εμπορευμάτων τους σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του Υπουργείου Εμπορίου»·
- ανεβαίνουν οι τιμές, παρατηρείται αύξηση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών, κυρίως λόγω πληθωρισμού: «τον τελευταίο καιρό με την άνοδο του πληθωρισμού ανεβαίνουν συνέχεια οι τιμές»·
- αρμυρή τιμή, που είναι πολύ υψηλή, υπερβολική: «βρήκα ένα πολύ ωραίο ρολόι, αλλά έχει αρμυρή τιμή και δεν είναι για την τσέπη μου»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η τιμή του, η αξιοπρέπειά του: «έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της και τους σκότωσε για λόγους τιμής || σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής || ο δολοφόνος επικαλέστηκε λόγους τιμής»·
- για μια τιμή ζούμε, δηλώνει πως η τιμή του ανθρώπου είναι υπεράνω όλων στη ζωή: «δε θα επιτρέψω σε κανέναν να με προσβάλλει, γιατί για μια τιμή ζούμε»·
- για την τιμή των όπλων, α. για να διαφυλαχτεί η αξιοπρέπεια αυτού που χάνει, υποχωρεί ή ηττάται: «χάναμε τέσσερα μηδέν, αλλά λίγο πριν λήξει ο αγώνας βάλαμε κι εμείς ένα γκολ για την τιμή των όπλων || ό,τι κι αν μου πρότεινε, το δέχτηκα, γιατί τον είχα ανάγκη, αλλά για την τιμή των όπλων έβαλα στο συμβόλαιο τον όρο να προσέρχομαι στη δουλειά μου γύρω στις δέκα || ο εχθρός ήταν πολύ πιο ισχυρός από εμάς και, πριν υποχωρήσουμε, ρίξαμε πέντε δέκα ντουφεκιές για την τιμή των όπλων». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν κάποιος συνουσιάζεται με κάποια άσχημη γυναίκα ή με γυναίκα που δεν τον προσελκύει ερωτικά, μόνο και μόνο για να μην αμφισβητηθεί ο αντρισμός του: «δεν ήταν καθόλου του γούστου μου, αλλά πήγα μαζί της μόνο και μόνο για την τιμή των όπλων, για να μην έχουν να λένε»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δεν έχει τιμή, α. (για προϊόντα) δεν πουλιέται σε ικανοποιητική τιμή: «το λάδι φέτος δεν έχει τιμή || τα καπνά δεν έχουν τιμή». β. (για πρόσωπα) είναι άτιμος: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δεν έχει τιμή»·
- δίνω το λόγο της τιμής μου, βλ. λ. λόγος·
- είναι ζήτημα τιμής, πρόκειται για θέμα αξιοπρέπειας, για ηθικό θέμα: «πρέπει οπωσδήποτε να του επιστρέψω τα δανεικά, γιατί για μένα είναι ζήτημα τιμής». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ζήτημα τιμής που έσβησε η Τροία· το δείξαν οι αρχαίοι μας…κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είναι άλλη ιστορία)· βλ. και φρ. για λόγους τιμής·   
- έκλεψε την τιμή της, λέγεται για άντρα που ξεγέλασε τη γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος και την ξεπαρθένεψε: «της είχε υποσχεθεί πως θα την παντρευτεί και της έκλεψε την τιμή της»·
- έπεσαν οι τιμές, παρατηρείται πτώση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών: «λόγω της αναδουλειάς έπεσαν οι τιμές στην αγορά»·
- έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
- έχασε την τιμή της, λέγεται για γυναίκα που έχασε την παρθενιά της, που ξεπαρθενεύτηκε από κάποιον άντρα: «απ’ τη μέρα που έχασε την τιμή της, πηγαίνει απ’ τον έναν άντρα στον άλλον»·
- έχω την τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «έχω την τιμή να σας προσκαλέσω στα εγκαίνια του καταστήματός μου || έχουμε την τιμή να σας προσκαλέσουμε στο γάμο των παιδιών μας»·
- η τιμή της αγοράς, βλ. φρ. η τιμή της πιάτσας·
- η τιμή της πιάτσας, η τρέχουσα τιμή: «γι’ αυτό το είδος που ενδιαφέρεσαι ν’ αγοράσεις, η τιμή της πιάτσας είναι περίπου σ’ αυτά τα λεφτά που σου λέω»·
- η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει), η κοινωνική υπόληψη του ανθρώπου δεν εξαγοράζεται με κανένα τίμημα: «όσα λεφτά κι αν μου δώσεις, δεν μπορώ ν’ αθετήσω το λόγο μου, γιατί για μένα η τιμή τιμή δεν έχει»·
- η τρέχουσα τιμή, αυτή που ισχύει σήμερα: «η τρέχουσα τιμή του είδους που σ’ ενδιαφέρει, είναι περίπου εκατό χιλιάδες»·
- θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή αν… ή θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή να…, βλ. φρ. θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν(…)·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «θα μου κάνετε μεγάλη τιμή, αν παρευρεθείτε στα εγκαίνια του καταστήματός μου || θα μας κάνετε μεγάλη τιμή να παρευρεθείτε στο γάμο των παιδιών μας»·
- λόγος τιμής, βλ. λ. λόγος·
- λόγω τιμής, βλ. λ. λόγος·
- μα την τιμή μου! βλ. φρ. στην τιμή μου(!)·
- με βασιλικές τιμές, με πολύ επίσημες εκδηλώσεις για να τιμηθεί κάποιο σπουδαίο πρόσωπο: «οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης υποδέχτηκαν τον πρωθυπουργό με βασιλικές τιμές»·
- με τιμή ή μετά τιμής, στερεότυπη φρ. με την οποία τελειώνει κάποιος γραπτή αίτηση ή αναφορά σε προϊσταμένη αρχή, κι έχει την έννοια με εκτίμηση, με σεβασμό. Ακολουθεί η υπογραφή του αιτούντος ή του ατόμου που αναφέρει κάτι·
- μεγάλη μας τιμή! ή μεγάλη μου τιμή! έκφραση ευγένειας, όταν μας χαρίζει κάποιος κάτι ή όταν μας προσκαλεί κάπου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- οι τιμές είναι φαρμάκι, υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να κατέβω στην αγορά, γιατί οι τιμές είναι φαρμάκι»·
- οι τιμές είναι φωτιά, είναι πάρα πολύ υψηλές, υπάρχει πολύ μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να σκεφτώ ν’ αγοράσω κάτι, γιατί οι τιμές είναι φωτιά»·
- όλοι έχουν την τιμή τους, απαισιόδοξη διαπίστωση πως όλοι εξαγοράζονται με τα κατάλληλα χρήματα: «απ’ τη στιγμή που όλοι έχουν την τιμή τους, δεν μπορείς πια να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν»·
- ορισμένη τιμή, που δεν επιδέχεται διαπραγματεύσεις, παζάρια: «δεν μπορώ να σου κάνω την παραμικρή έκπτωση, γιατί αυτό το είδος έχει ορισμένη τιμή»·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; ειρωνική έκφραση σε άτομο που ορκίζεται στο λόγο της τιμής του, ενώ εμείς είμαστε εντελώς σίγουροι από προηγούμενες φορές πως δεν έχει καθόλου υπόληψη και, φυσικά, δεν το πιστεύουμε·
- προς τιμή(ν) (κάποιου), για να τιμηθεί κάποιος: «ο δήμος ενέκρινε την ανέγερση ανδριάντα προς τιμήν του τάδε αγωνιστή της δημοκρατίας»·
- προς τιμή(ν) του, επαινετική έκφραση για το λόγο ή την πράξη κάποιου: «μόνο ο τάδε, προς τιμήν του, με υπερασπίστηκε, όταν με κατηγόρησε ο διευθυντής για υποκινητή της κατάληψης του εργοστασίου»·
- ράλι τιμών, ραγδαία αύξηση των τιμών: «δεν είναι να κατεβείς στην αγορά, γιατί, με το ράλι τιμών που παρατηρείται συνεχώς, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις τίποτα»·
- ρίχνω την τιμή ή ρίχνω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε τιμή μικρότερη από την κανονική του: «για να μην του μείνει το εμπόρευμα, μια και ήταν τέλος εποχής, έριξε τις τιμές κι έγινε ανάρπαστο»·
- σε καλή τιμή, σε τιμή που συμφέρει: «αγόρασα ένα ρολόι σε καλή τιμή || πούλησα ένα οικόπεδο σε καλή τιμή»·
- σε συμβολική τιμή, (για προϊόντα) σε τιμή κατώτερη από την πραγματική του: «θα σου το δώσω σε συμβολική τιμή, γιατί σε συμπάθησα»·
- σε τιμή γνωριμίας, (για προϊόντα) που πουλιέται σε χαμηλή τιμή, επειδή ο πελάτης αγοράζει για πρώτη φορά από το συγκεκριμένο κατάστημα: «για να σε κάνω μόνιμο πελάτη του μαγαζιού μου, θα σου δώσω αυτό το είδος σε τιμή γνωριμίας»·
- σε τιμή εργοστασίου, (για βιομηχανικά προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε η κατασκευή του: «έχει άμεση ανάγκη από μετρητά ο άνθρωπος, γι’ αυτό πουλάει τα ψυγεία σε τιμή εργοστασίου»·
- σε τιμή ευκαιρίας, (για προϊόντα) που για διάφορους λόγους πωλείται σε τιμή πολύ κατώτερη από την κανονική του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο για την κόρη μου, γιατί το βρήκα σε τιμή ευκαιρίας»·
- σε τιμή κόστους, (για προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε, χωρίς κανένα κέρδος για τον πωλητή: «όσα απόμειναν απ’ αυτά τα μπλουζάκια, τα πουλάει σε τιμή κόστους, γιατί του χρόνου αλλάζει η μόδα»·
- σε τιμή προσφοράς, (για προϊόντα) που πουλιέται σε συμφέρουσα, σε πολύ χαμηλή τιμή: «κάθε μέρα το σούπερ μάρκετ έχει ένα είδος σε τιμή προσφοράς»· 
- σπάσιμο τιμών, βλ. λ. σπάσιμο·
- σπάω την τιμή ή σπάω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε χαμηλότερη τιμή από την κανονική, πουλώ με έκπτωση, κάνω εκπτώσεις: «θα πάω να ψωνίσω απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί έμαθα πως σπάει τις τιμές»·
- στην προσκοπική μου τιμή, βλ. φρ. στο λόγο της τιμής μου·
- στην τιμή μου! (ενν. ορκίζομαι), όρκος για να γίνει κάποιος πιστευτός σε αυτά που λέει ή για να βεβαιώσει κάποιον πως δε θα αθετήσει κάποια υπόσχεση που του έδωσε: «στην τιμή μου, σου λέω, έτσι έγιναν τα πράγματα! || εντέλει, αν μου χρειαστούν εκείνα τα χρήματα, θα μου τα δώσεις; -Στην τιμή μου, μόλις τα χρειαστείς, θα στα δώσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. λ. λόγος·
- συμβόλαιο τιμής, βλ. λ. συμβόλαιο·
- τελευταία τιμή, η πιο χαμηλή στην οποία προσφέρεται κάποιο προϊόν: «το πήρα τελευταία τιμή εκατόν πενήντα ευρώ»·
- τελική τιμή, βλ. φρ. τελευταία τιμή·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
- τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
- τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- τιμές περίπτωση! ή τιμή περίπτωση! (για προϊόντα) που πουλιέται σε τιμή τόσο χαμηλή, που εντυπωσιάζει·
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, που είναι πολύ υψηλές, πολύ ακριβές, που είναι πολύ υψηλή, πολύ ακριβή: «με τέτοιες τιμές φωτιά που υπάρχουν στην αγορά, ο κόσμος αγοράζει μόνο τα στοιχειώδη πράγματα»·
- τιμή μου και καμάρι μου, καύχημά μου: «είναι τιμή μου και καμάρι μου που έχω φίλο τον τάδε»·
- τιμή πόρτας, η αρχική τιμή που δίνει συνήθως ένα ξενοδοχείο, που είναι κατά πολύ αυξημένη, πάνω στην οποία όμως γίνεται μια σχετική έκπτωση, για να φανεί πως η επιχείρηση κάνει εκπτώσεις στους πελάτες της: «τα εκατό ευρώ τη βραδιά είναι τιμή πόρτας, γι’ αυτό ν’ απαιτήσεις να σου κάνουν έκπτωση»·
- τιμής ένεκεν, α. έκφραση σε ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης η τιμής στο πρόσωπο κάποιου ή έντονης επιδοκιμασίας για τις ενέργειες κάποιου: «ο παππούς μας, κάθεται πάντοτε τιμής ένεκεν στην κεφαλή του τραπεζιού || του ’δωσα τιμής ένεκεν το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου μου που κυκλοφόρησε || όταν αποχωρούσε απ’ τη διεύθυνση, οι υπάλληλοι του ’καναν τιμής ένεκεν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι || ο σύλλογος του απένεμε τιμής ένεκεν μια πλακέτα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις ακάματες προσπάθειές του για τη διάδοση του αθλητισμού». β. πολλές φορές, λέγεται άσχετα από την πράξη στην οποία προβαίνει κάποιος: «όση ώρα τον περίμενα, ήπια τιμής ένεκεν δυο ουισκάκια»·
- το γκολ της τιμής, βλ. λ. γκολ·
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, α. είναι παρθένα και δε δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη πριν από το γάμο της, για να δώσει τη χαρά του ξεπαρθενέματός της στο μελλοντικό σύζυγό της: «μαζί της έχεις μόνο μερικά φιλιά και κάτι χαδάκια κι αυτό είναι όλο, γιατί το άλλο το κρατάει για την τιμή του αντρού της». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε γυναίκα που δε δέχεται να της επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη· βλ. και φρ. από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, λ. πίσω·
- του ’καναν βασιλικές τιμές, λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν περιποιούνται υπερβολικά κάποιον: «του ’καναν βασιλικές τιμές οι φίλοι του, όταν βγήκε απ’ τη φυλακή»· βλ. και φρ. με βασιλικές τιμές·
- του στραπατσάρισε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- του τσαλάκωσε την τιμή, του συμπεριφέρθηκε περιφρονητικά,τον καταντρόπιασε, τον καταξεφτίλισε: «τον συνάντησε στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του τσαλάκωσε την τιμή»·
- του τσαλαπάτησε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- τσιμπάνε οι τιμές, βλ. λ. τσούζουν οι τιμές·
- τσιμπημένη τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- τσούζουν οι τιμές, οι τιμές των προϊόντων στην αγορά είναι αρκετά υψηλές: «τον τελευταίο καιρό δεν αγοράζω τίποτα, γιατί παντού τσούζουν οι τιμές»·
- τσουχτερή τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- υψώνω την τιμή ή υψώνω τις τιμές, βλ. συνηθέστ. ανεβάζω την τιμή·
- φανταστικές τιμές ή φανταστική τιμή, που είναι πολύ χαμηλές, που είναι πολύ χαμηλή: «τον τελευταίο μήνα στην αγορά υπάρχουν γενικά φανταστικές τιμές || αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε φανταστική τιμή»·
- φαρμακερές τιμές ή φαρμακερή τιμή, βλ. φρ. οι τιμές είναι φαρμάκι·
- φιλική τιμή, πολύ χαμηλή τιμή, ιδίως για φίλους: «αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο από κάποιον, που μου το ’δωσε σε φιλική τιμή»·
- φόρος τιμής, βλ. λ. φόρος·
- χρέος τιμής, βλ. λ. χρέος·
- χτυπώ την τιμή, ανάλογα με τη στιγμή, πλειοδοτώ ή μειοδοτώ σε κάποια δημοπρασία ή σε κάποια ανάληψη εργασίας: «περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει την τιμή».

τσεκούρι

τσεκούρι κ. τσικούρι, το, ουσ. [<μσν. τσεκούριον <μτγν. σεκούριον, υποκορ. του λατιν. securis], το τσεκούρι· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αμυντικός ιδίως παίχτης με αντιαθλητικό παίξιμο, που κλοτσάει, που τραυματίζει με τις κλοτσιές του τους αντιπάλους του: «είναι τόσο τσεκούρι ο αφιλότιμος, που δεν τολμάει παίχτης να τον πλησιάσει»·
- έπεσε τσεκούρι, α. επιβλήθηκε σκληρή τιμωρία: «με τη νέα διεύθυνση του υπουργείου έπεσε τσεκούρι σ’ όλους τους κοπανατζήδες». β. έγιναν αυστηρές περικοπές: «με το νέο νόμο έπεσε τσεκούρι στους μισθούς και στις συντάξεις». γ. (για μαθητές) απορρίφθηκαν πολλοί: «στις τελευταίες εξετάσεις έπεσε τσεκούρι»·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, βλ. λ. φωτιά.

τσιμεντόπλακα

τσιμεντόπλακα, η, ουσ. [<τσιμέντο + πλάκα], η τσιμεντόπλακα·
- πέφτω στην τσιμεντόπλακα, (στη γλώσσα της αργκό) μένω χωρίς δουλειά και, κατ’ επέκταση, περνώ οικονομικές δυσκολίες: «μετά τις τελευταίες ιδιωτικοποιήσεις διάφορων κρατικών επιχειρήσεων, πολλοί έπεσαν στην τσιμεντόπλακα».

φλουρί

φλουρί κ. φλωρί, το, ουσ. [<όψιμο μσν. φλουρίν <φλωρίον, υποκορ. του μσν. λατιν. florenus], το φλουρί. 1. κάθε παλιό χρυσό νόμισμα: «όπως έσκαβαν σ’ ένα παλιό εβραίικο σπίτι, βρήκαν έναν ντενεκέ με φλουριά». 2. το νόμισμα της βασιλόπιτας: «κάθε χρόνο τ’ αφεντικό μας κόβει τη βασιλόπιτα στο κατάστημά του και βάζει μέσα για τους υπαλλήλους του ένα χρυσό φλουρί». 3. κάθε παλιό χρυσό νόμισμα που χρησιμοποιείται και ως κόσμημα: «στο γάμο της η πεθερά της της κρέμασε στο λαιμό ένα φλουρί». (Παιδικό τραγούδι από παιχνίδι: σας δίνουμε, σας δίνουμε, φλουρί Κωσταντινάτο, μας δίνετε, μας δίνετε, βαρέλι δίχως πάτο
- έγινε κίτρινος σαν φλουρί ή έγινε κίτρινος σαν το φλουρί ή έγινε κίτρινος φλουρί, το πρόσωπό του πήρε το έντονο κίτρινο χρώμα  του φλουριού, ιδίως από μεγάλο φόβο ή τρόμο, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τράβηξε ο άλλος το περίστροφό του, έγινε κίτρινος φλουρί ο δικός σου»·
- ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια, βλ. λ. γλέντι·
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, βλ. λ. παιδί·
- όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, αυτός που δεν τεμπελιάζει, που ενεργοποιείται νωρίς, έχει και τις ανάλογες ευκαιρίες να προκόψει, να πετύχει στη ζωή του: «από μικρό παιδί έχει συνέχεια το μυαλό του στη δουλειά, γιατί, όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί». Συνήθως απευθύνεται σε κάποιον ως συμβουλή, ως προτροπή, να πηγαίνει νωρίς το πρωί στη δουλειά του. Συνών. το πουλί που ξυπνάει πρωί τρώει το σκουλήκι·
- του ’πεσε το φλουρί, του έτυχε το νόμισμα της βασιλόπιτας κι έτσι, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, όλη του η χρονιά θα είναι τυχερή: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί του ’πεσε το φλουρί».  

φρένο

φρένο, το, ουσ. [<γαλλ. frein (= τροχοπέδη)], το φρένο·
- βάζω φρένο, επιβραδύνω, σταματώ την εξέλιξη μιας διαδικασίας ή τη διάδοση ενός φαινομένου: «η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς έβαλε φρένο στις ειρηνευτικές συνομιλίες || η κυβέρνηση με τις απεργοσπαστικές της ενέργειες προσπαθεί να βάλει φρένο στις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων»· βλ. και φρ. πατώ φρένο·  
- μπαίνει φρένο, επιβραδύνεται, σταματάει η εξέλιξη μιας διαδικασίας ή η διάδοση ενός φαινομένου: «με την αδιάλλακτη στάση που κρατάει η άλλη πλευρά, μπαίνει ουσιαστικά φρένο στις ειρηνευτικές συνομιλίες || αν δεν μπει φρένο στις κρατικές σπατάλες, κινδυνεύει να καταρρεύσει η οικονομία μας»·
- πατώ το φρένο, φρενάρω: «έξω απ’ το σπίτι μου πάτησα το φρένο, για να κατεβεί η γυναίκα μου απ’ τ’ αυτοκίνητο || επειδή είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, κάθε τόσο πατούσα το φρένο»· βλ. και φρ. πατώ φρένο·  
- πατώ φρένο, σταματώ κάποια ενέργεια ή κάποια συνήθεια: «παιδιά, εγώ πατώ φρένο στα ξενύχτια, γιατί με κούρασαν ψυχικά και σωματικά». (Λαϊκό τραγούδι: και πάτα φρένο,βάσανο, στις φόρες σου, γιατί στο λέω, λόγω τιμής, τρεις θα ’ ν’ οι ώρες σου)· βλ. και φρ. πατώ το φρένο·
- πέφτω πάνω στα φρένα, φρενάρω με όλη τη δύναμη των ποδιών μου: «μόλις πετάχτηκε το παιδάκι μέσα στο δρόμο, έπεσα πάνω στα φρένα και μόλις που πρόλαβα να το γλιτώσω»·
- του βάζω φρένο, τον υποχρεώνω βίαια να σταματήσει κάποια ενέργεια ή κάποια συνήθειά του: «αν δεν του ’βαζα φρένο, να μην πάρει μέρος σ’ εκείνη τη δουλειά, θα ’χε καταστραφεί τώρα ο άνθρωπος! || αν δεν του ’βαζε φρένο η γυναίκα να κόψει το πιοτό, σήμερα θα ’ταν ο τύπος στα θυμαράκια!».
- του πατώ φρένο, βλ. φρ. του βάζω φρένο.

φρούτο

φρούτο, το, ουσ. [<ιταλ. frutto <λατιν. fructus (= καρπός)], το φρούτο. 1. (ειρωνικά) απροσδόκητη κοινωνική συνήθεια ή μόδα που τη χαρακτηρίζει η εκκεντρικότητα και προκαλεί έκπληξη: «άλλο φρούτο πάλι μ’ αυτούς τους νέους! Ξυρίζουν γουλί το κεφάλι τους κι αφήνουν μούσι!». 2. (ειρωνικά) αυτός που είναι παράξενος, ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός και, κατ’ επέκταση, ο ανόητος, ο βλάκας: «πού το βρήκες αυτό το φρούτο που κάνεις παρέα;». Υποκορ. φρουτάκι, το (βλ. λ.)·
- είναι καινούριο φρούτο, α. λέγεται ειρωνικά για  απροσδόκητη κοινωνική συνήθεια ή μόδα που τη χαρακτηρίζει η εκκεντρικότητα και που προκαλεί έκπληξη: «πολλοί νεολαίοι βάφουν με διάφορα χρώματα τα μαλλιά τους, γιατί είναι καινούριο φρούτο». β. λέγεται ειρωνικά για παράξενο, ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό άτομο και, κατ’ επέκταση, χαρακτηρίζει τον ανόητο, το βλάκας: «βλέπω, είναι καινούριο φρούτο ο τύπος που κάνεις παρέα!»·
- είναι νέο φρούτο, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο·
- είναι φρούτο της εποχής, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο·
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο. (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να ζεις στο Κολωνάκι, μα, λαχταράς το μπουζουκάκι. Είσαι το φρούτο του καιρού, ο μάγκας του γλυκού νερού
- έπεσε σαν γινωμένο φρούτο, βλ. φρ. έπεσε σαν γινωμένο σύκο, λ. σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο φρούτο, βλ. φρ. έπεσε σαν ώριμο σύκο, λ. σύκο·
- η θεωρία του ώριμου φρούτου, η άποψη που υποστηρίζει πως δεν πρέπει να επέμβει κάποιος σε κάποια υπόθεση ή κατάσταση, αλλά να την αφήσει να φθίνει με την πάροδο του χρόνου από τα πολλά προβλήματα που υπάρχουν συσσωρευμένα: «η αντιπολίτευση, ακολουθώντας τη θεωρία του ώριμου φρούτου, δεν κοντράριζε δυναμικά την κυβέρνηση πως έδειχνε πως βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης»·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- σπουδαίο φρούτο! ειρωνική παρατήρηση για άτομο που είναι παράξενο, ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό: «θα ’ρθω μαζί μ’ εκείνον, που είχα έρθει και την προηγούμενη φορά. -Σπουδαίο φρούτο!»·
- τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα; ειρωνικό πείραγμα σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως είναι πούστης. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το αγοράκι. Από το ότι στην Καλαμάτα παράγονται νοστιμότατα σύκα·
- τι φρούτο είναι; τι είδος άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «είναι συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά ξέρει κανείς σας να μου πει τι φρούτο είναι;».

φυλλοξήρα

φυλλοξήρα, η, ουσ. [<γαλλ. phylloxera <ελλην. φύλλον + ξηρός], η φυλλοξήρα·
- έπεσε φυλλοξήρα, α. διέλυσαν, καταστράφηκαν τα πάντα μέσα σε μια παρέα, σε ένα στέκι ή σε μια επιχείρηση: «απ’ τη μέρα που ήρθε αυτός ο άνθρωπος στην παρέα μας, έπεσε φυλλοξήρα και δεν μπορούμε να οργανωθούμε όπως παλιά || μόλις ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση, έπεσε φυλλοξήρα στο εργοστάσιο και δεν μπορούμε να σταυρώσουμε παραγγελία». β. υπάρχει τέλεια εμπορική ακινησία, τέλεια εμπορική απραξία στην αγορά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων, έπεσε φυλλοξήρα στην αγορά». γ. (και για τα δυο φύλα) δεν μπορώ να βρω άτομο να συνάψω ερωτικό δεσμό: «ξαφνικά, έπεσε φυλλοξήρα και χάθηκαν όλες οι γυναίκες, ρε παιδάκι μου, κι έτσι είμαι καιρό τώρα χωρίς γκόμενα». Αναφορά στην καταστρεπτική ασθένεια που προσβάλλει τα φύλλα και τις ρίζες των κλημάτων, επιφέροντας τη σήψη τους.

φυσώ

φυσώ κ. φυσάω, ρ. [<αρχ. φυσώ], φυσώ. 1. βγάζω από το στόμα μου αέρα, ιδίως προς κάποια κατεύθυνση και με κάποια ένταση: «φυσάει το χέρι στο σημείο που το ’καψε, για ν’ ανακουφιστεί λιγάκι». 2. (για άνεμο) πνέω: «όσο φυσούσε, είχε δροσιά». 3. στην προστακτ. φύσα!ειρωνική έκφραση σε κάποιον που είπε ή έκανε κάποια ανοησία, ιδίως που μας ζητάει κάτι παράλογο που δεν είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε. Συνοδεύεται πάντοτε από πρόταση του χεριού μπροστά στο πρόσωπο και προς το μέρος του στόματος του ατόμου στο οποίο απευθυνόμαστε, με τα δάχτυλα ενωμένα στις άκρες τους, που ανοίγουν απότομα σε σχήμα μούντζας μπροστά στο πρόσωπό του. 4. στο γ΄ εν. πρόσ. φυσάει!(για πρόσωπα ή πράγματα), είναι εξαιρετικός, εξαιρετικό, είναι πολύ εντυπωσιακός, εντυπωσιακό: «έπιασα μια γκόμενα που φυσάει! || αγόρασα ένα αυτοκίνητο που φυσάει!». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- αν δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει, βλ. λ. κλωνάρι·
- άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει, βλ. λ. άνεμος·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! βλ. λ. αέρας·
- κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. λ. γιαούρτι·
- καλέ, αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; βλ. λ. κουνιέμαι·
- να το (τη) φυσήξεις, θα πέσει, α. (για σπίτια ή άλλες κατασκευές) είναι ετοιμόρροπο, ετοιμόρροπη: «είναι τόσο παλιό αυτό το σπίτι, που να το φυσήξεις θα πέσει || υπάρχουν τόσες κακοτεχνίες σ’ αυτή τη γέφυρα, που να τη φυσήξεις θα πέσει»·
- να τον (τη) φυσήξεις, θα πέσει, είναι πάρα πολύ αδύναμος, αδύναμη: «είναι ντροπή μου να τα βάλω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, να τον φυσήξεις, θα πέσει || έχει όμορφο προσωπάκι αλλά, η καημένη, να τη φυσήξεις, θα πέσει»·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, βλ. λ. καιρός·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, βλ. λ. λεφτά·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. λ. γιαούρτι·
- όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. λ. γιαούρτι·
- όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. λ. γιαούρτι·
- πάει όπου φυσάει ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- πέντε φύσα μία ρούφα, βλ. λ. ρουφώ·
- τα φυσάει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), βλ. φρ. το φυσάει·
- τι καιρό φυσάει; βλ. λ. καιρός·
- το φυσάει (ενν. το παραδάκι, το χρήμα), έχει πολλά χρήματα, είναι πολύ πλούσιος: «αυτός δεν έχει ανάγκη, αγόρι μου, γιατί το φυσάει»·
- το φυσάει και δεν κρυώνει, διατηρεί πικρία στη μνήμη του, λόγω φάρσας σε βάρος του από κάποιον ή κάποιους ή λόγω αποτυχίας, ατοπήματος ή ήττας του: «του ’παιξε τέτοιο παιχνίδι ο τάδε, που το φυσάει και δεν κρυώνει || έκανε τέτοιο ολέθριο σφάλμα, που το φυσάει και δεν κρυώνει». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’πε να τη στεφανώσω, την καρδιά μου να της δώσω· έλα – λέει – στο σπιτικό μου να σου πω το μυστικό μου. Να σας πω τι μου σκαρώνει; το φυσώ και δεν κρυώνει
- το φυσάει το παραδάκι, βλ. λ. παραδάκι·
- φυσά και ξεφυσά ή φυσάει και ξεφυσάει, εκδηλώνει φανερά τον εκνευρισμό του, τη δυσφορία του ή την ταραχή του: «φυσά και ξεφυσά, απ’ την ώρα που έμαθε πως θα τον μεταθέσουν στην επαρχία || απ’ την ώρα που έμαθε για το δυστύχημα, φυσάει και ξεφυσάει, γιατί δεν ξέρει αν ήταν σ’ αυτό το πούλμαν κι ο γιος του που ταξίδευε»·
- φύσα να δεις την Πόλη! βλ. λ. Πόλη·
- φυσάει αέρας…, βλ. λ. αέρας·
- φυσάει ένας άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- φυσώ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη.

φωτιά

φωτιά, η, ουσ. [<μσν. φωτιά <μτγν. φωτία <αρχ. φῶς], η φωτιά. 1. η πυρκαγιά, ο εμπρησμός: «μετά τις φωτιές του καλοκαιριού έμειναν λιγότερα τα δάση στην πατρίδα μας». 2. ένοπλη σύγκρουση, πολεμική μάχη: «τα παλικάρια με την ιαχή “αέρααα!” έπεσαν στη φωτιά». 3. ο αναπτήρας, τα σπίρτα ως μέσο να ανάψει κανείς κάτι: «δώσε μου τη φωτιά σου ν’ ανάψω το τσιγάρο μου || έχεις φωτιά ν’ ανάψουμε τα προσανάμματα;». 4. (Λαϊκό τραγούδι: άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες την καρδιά). 5. έντονος ερωτικός πόθος: «έχει τέτοια φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα, που, αν δεν την παντρευτεί, θα πεθάνει». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σβήσεις τη φωτιά, τον πόνο μου να γειάνεις, Σαμιώτισσα μικρούλα μου, γιατί θα με πεθάνεις). 6. (για ποτά) πολύ δυνατό: «μην πιεις τσικουδιά, γιατί είναι φωτιά». 7. οτιδήποτε ενοχοποιεί σοβαρά κάποιον: «μετά από συντονισμένες  έρευνες βρέθηκε η ατζέντα φωτιά, όπου είχε καταχωρημένες όλες τις παράνομες προμήθειες». Υποκορ. φωτίτσα, η. (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- ανάβω φωτιά ή ανάβω φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) προκαλώ τον ερωτικό πόθο σε κάποιον: «όπου και να πάει αυτή η γυναίκα, ανάβει φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: αχ Μουσταφά, αχ Μουσταφά, εσύ μου άναψες φωτιά). Συνών. ανάβω καρδιές. β. δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί, όπου και να πάμε, ανάβει φωτιές κι ύστερα κάθεται και κάνει χάζι». Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λάμπα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο·
- αρπάζει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω φωτιά, πυρπολώ: «πήγε ένα βράδυ κι έβαλε φωτιά στο σπίτι του ανταγωνιστή του για να τον εκδικηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: με τη ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά σου ’χα φτιάξει ένα σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά)· βλ. και φρ. ανάβω φωτιά·
- βάζω φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βγάζει φωτιά ή βγάζει φωτιές (κάτι), α. χρησιμοποιώ έντονα και με δύναμη κάτι: «τα σπαθιά των υπερασπιστών της πόλης έβγαζαν φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να βγάζει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια ομορφούλα αγκαλιά). β. είναι πάρα πολύ ζεστό, ζεματάει: «κάνε λίγο υπομονή, γιατί μόλις κατέβασα το φαγητό απ’ το μάτι κι ακόμη βγάζει φωτιά»·
- βγάζει φωτιές (κάποιος), βλ. φρ. βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. φρ. βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, έχει μεγάλη ενεργητικότητα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «όσες δουλειές και να του αναθέσεις, τις διεκπεραιώνει όλες, γιατί είναι άνθρωπος που βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του»·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, είναι στο πόδι συνεχώς, γιατί πρέπει να τελειώσει πολλές και επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί τρέχει να καλύψει κάτι υποχρεώσεις του || αυτές τις μέρες βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί σε μια βδομάδα παντρεύει την κόρη του»·
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι· 
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. κάστανο·
- γίνομαι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- δε βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. πόδι·
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. δεν παίρνει εύκολα φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, δεν καταλαβαίνει εύκολα αυτό που του λέμε ή τις υποδείξεις που του κάνουμε για κάτι, δεν είναι εύστροφος, δεν παίρνει εύκολα μπρος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές, για να το καταλάβει, γιατί δεν παίρνει εύκολα φωτιά ο φουκαράς!»·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ.τρελός·
- είναι φωτιά, α. είναι πανέξυπνος: «έχω πάρει έναν πιτσιρικά για τις εξωτερικές δουλειές του γραφείου που είναι φωτιά ο άτιμος!». β. (ειρωνικά) λέγεται και με την αντίθετη εντελώς σημασία: «πρέπει να του πεις πολλές φορές κάτι, για να καταλάβει, γιατί είναι φωτιά ο αφιλότιμος!»·
- είναι φωτιά (κάποιος εναντίον κάποιου), είναι πολύ εκνευρισμένος με κάποιον, βάλλει με μανία εναντίον κάποιου: «είναι φωτιά με το γιο του, γιατί είναι η τρίτη φορά που δίνει εξετάσεις και δεν περνάει στο πανεπιστήμιο || είναι φωτιά με τον τάδε υπάλληλό του, γιατί έστειλε λάθος παραγγελία»·
- είναι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- είναι φωτιά παραχωμένη, είναι πολύ κακός και ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι φωτιά παραχωμένη και δε θα καταλάβεις για πότε θα σου τη φέρει». Από ότι πολλές φορές μέσα στη στάχτη υπάρχουν κάρβουνα αναμμένα που καίνε το άτομο που τη σκαλίζει ανύποπτο·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, προκλήθηκαν πολύ μεγάλες καταστροφές, ιδίως σε περίοδο πολέμου: «στον εμφύλιο πόλεμο έπεσε φωτιά και τσεκούρι κι απ’ τις δυο παρατάξεις». (Λαϊκό τραγούδι: το Βελιγκέκα σαν χτυπούσε, χτυπούσε όλη την Τουρκιά, πάντα το Χάρο αψηφούσε, ρε σεις, τσεκούρι και φωτιά να πάρουμε τη λευτεριά
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, έχω μεγάλο ερωτικό πόθο: «έχω μεγάλη φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι κι εγώ αγάπησα κι έχω φωτιά μεγάλη· καημούς που δεν περίμενα, μου ’ρθανε στο κεφάλι). Πολλές φορές, αναφέρεται και το σημείο εκείνο που έχει κανείς τη φωτιά και που είναι η καρδιά ή τα στήθια. (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρεις πως την αγαπώ κι έχω φωτιά στα στήθια κι ας μη πιστεύεις πως εγώ την αγαπώ στ’ αλήθεια)·   
- έχω φωτιά στην καρδιά μου, έχω ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα, έχω φωτιά στην καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτά τα μάτια τα γλυκά και κοραλλένια χείλη μες στην καρδιά μου έχω φωτιά, πες μου τι θ’ απογίνει;
- η αγορά είναι φωτιά, βλ. λ. αγορά·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! στερεότυπη έκφραση των ηλικιωμένων, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με την ελεύθερη αντίληψη και συμπεριφορά που έχουν σήμερα οι νέοι για τη ζωή: «θα πέσει φωτιά να μας κάψει, παλιόπαιδα, που φιλιέστε μέσ’ στη μέση του δρόμου!»·  
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! επιτιμητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται έξω από τα κοινά και παραδεγμένα: «θα πέσει φωτιά να σε κάψει, αν εγκαταλείψεις γέρους γονείς για ένα παλιογύναικο του δρόμου!»·
- κόκκινο της φωτιάς ή κόκκινο φωτιάς, πολύ έντονο κόκκινο χρώμα: «φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο της φωτιάς»·
- κολλάω τις φωτιές, (στη γλώσσα της αργκό) ανάβω τον αργιλέ: «έχει πάρει ένα τσιμπούκ ογλάν στον τεκέ του να κολλάει τις φωτιές για τους μερακλήδες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσει να ’μαι χασικλού, αμάν να πίνω στους τεκέδες και να κολλάω τις φωτιές σ’ όλους τους αργιλέδες
- μ’ άναψε μεγάλη φωτιά, α. μου προξένησε πολύ σοβαρό πρόβλημα: «μ’ άναψε μεγάλη φωτιά μ’ αυτό το πείσμα του να μην υπογράψει το συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε άτιμη γυναίκα, μόλις βγω απ’ τα σίδερα, θα σφάξω άλλους δέκα). β. λέγεται και για ερωτικό πόθο·
- μ’ άναψε φωτιά ή μ’ άναψε φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τι φωτιά που μου άναψες, τι φωτιά, έκαψες τη φτωχούλα μου την καρδιά). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λάβρα. β. μου προξένησε σοβαρό πρόβλημα: «όταν τον ρώτησε η γυναίκα μου αν ήμασταν μαζί χτες το βράδυ, της είπε όχι, ο βλάκας, και μ’ άναψε φωτιά, γιατί εγώ της είπα ότι ήμουν μ’ αυτόν»·
- μ’ άναψε φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- μ’ άναψε φωτιά στα σπλάχνα, βλ. συνηθέστ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μ’ άναψε φωτιά στα στήθια, (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε έντονο ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά στα στήθια και δε θα ησυχάσω, αν δεν την κάνω δική μου»·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. φρ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μην παίζεις με τη φωτιά! α. συμβουλή σε κάποιον να μην καταπιάνεται με πράγματα ή υποθέσεις που είναι πάνω από τις δυνάμεις του και που σίγουρα θα αποβούν σε βάρος του: «κάτσε στ’ αβγά σου και μην παίζεις με τη φωτιά, γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι για τα κότσια σου!». β. συμβουλή σε κάποιον να μη συνάψει ερωτικό δεσμό με πανέμορφη γυναίκα, γιατί υπάρχει περίπτωση να πληγωθεί σοβαρά: «μην παίζεις με τη φωτιά, αγόρι μου, γιατί αυτή η γυναίκα είναι γι’ άλλα σαλόνια!»·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να πέσει φωτιά να με κάψει!»·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- οι τιμές είναι φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, όποιος καταπιάνεται με επικίνδυνα πράγματα, έρχεται κάποτε η στιγμή που υφίσταται τις συνέπειες: «άσε τις επιδείξεις και τα σαλτανάτια με τ’ αυτοκίνητο, γιατί όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται»· βλ. και φρ. μην παίζεις με τη φωτιά(!)·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, βλ. λ. σπίτι·
- παίζω με τη φωτιά, αψηφώ τον κίνδυνο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, ριψοκινδυνεύω: «οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι κι αν κάνεις αυτό το άνοιγμα στη δουλειά σου, παίζεις με τη φωτιά»·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·  
- παίρνει εύκολα φωτιά, α. θυμώνει, νευριάζει πολύ εύκολα: «μην κάνεις αστεία μαζί του, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά κι ύστερα καλά ξεμπερδέματα». β. αντιλαμβάνεται κάτι αμέσως, είναι πανέξυπνος: «θα καταλάβει αμέσως περί τίνος πρόκειται, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά»·
- παίρνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- παίρνω φωτιά, α. θυμώνω, εκνευρίζομαι, εξάπτομαι: «πρόσεξε πώς θα του μιλήσεις, γιατί παίρνει φωτιά χωρίς λόγο». β. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα: «μόλις του ’κανα νόημα πως έρχεται η γυναίκα του, πήρε αμέσως φωτιά κι έδιωξε την γκόμενα || μέχρι να πάρεις εσύ φωτιά, πέταξε το πουλί». γ. νιώθω ερωτικό πόθο: «πώς να μην παίρνεις φωτιά, όταν βλέπεις τέτοια γυναικάρα!». (Λαϊκό τραγούδι: πήρε φωτιά μια καρδιά, καίγεται κι ο καημός δε λέγεται). δ. (για εύφλεκτα υλικά) ανάβω εύκολα: «μην πας με το τσιγάρο σου αναμμένο κοντά στη βενζίνη, γιατί παίρνει φωτιά». ε. (για πυροβόλα όπλα) εκπυρσοκροτώ: «δεν παίρνει φωτιά στα καλά καθούμενα ένα όπλο, εκτός κι αν πατήσει κάποιος τη σκανδάλη του». (Λαϊκό τραγούδι: Αντώνη τ’ άρματά σου δεν παίρνουνε φωτιά, μόν’ κάνουν για λαμπάδες για την Αγιά Σοφιά)·  
- παιχνίδι φωτιά, βλ. λ. παιχνίδι·
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα, βλ. λ. λάβα·
- πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον ή για κάτι), είμαι πρόθυμος για κάθε θυσία, είμαι πρόθυμος να θυσιάσω και την ίδια μου τη ζωή: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο πέφτω στη φωτιά || για τις ιδέες του πέφτει και στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου δε λογάριασα μπαμπέσα, που για σένα έχω πέσει στη φωτιά! Κι όταν σ’ έκανα τρανή σαν πριγκιπέσα, μ’ εγκατέλειψες αχάριστη καρδιά!
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, βλ. λ. μπατζάκι·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. λ. πιρούνι·
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πήρε ο κώλος του φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, βλ. λ. κορμί·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, θύμωσε αμέσως: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα κι αμέσως του ζήτησε το λόγο»·
- πιάνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ. λ. κάρβουνο·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- σβήνω τη φωτιά μου, ικανοποιώ, καταλαγιάζω τον ερωτικό μου πόθο: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου, για να μπορέσω να σβήσω τη φωτιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου, μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα ρίχνω όλα στη φωτιά, ξεχνώ, διαγράφω όλες τις κακές στιγμές που πέρασα, ιδίως όλα τα άσχημα ή κατακριτέα που έκανε κάποιος σε βάρος μου: «απ’ τη στιγμή που έρχεσαι και μου ζητάς συγνώμη, όσα άσχημα είπες για μένα τα ρίχνω όλα στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: σε περίμενα να έρθεις απ’ την ξενιτιά· τώρα που ’ρθες θα σουρώσω, χόρεψε να καμαρώσω, κι όσα τράβηξα τα ρίχνω στη φωτιά
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μέτωπο της φωτιάς, βλ. λ. μέτωπο·
- το νερό της φωτιάς, βλ. λ. νερό·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, βλ. λ. στόμα·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, α. το κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με την αυστηρή τιμωρία: «μόλις τον ξυλοφόρτωσε ο πατέρας του, άφησε τις βόλτες κι άρχισε αμέσως το διάβασμα. -Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». β. ο άνθρωπος εξελίσσεται με τη μόρφωση: «πρέπει να διαβάσεις πολύ για να πετύχεις στη ζωή σου, γιατί το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις. γ. έκφραση απογοήτευσης για αδιόρθωτο άτομο: πάλι έκανε τις ίδιες βλακείες αυτός ο άνθρωπος. -Μα περιμένεις! Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει», δηλ. μόνο αν πεθάνει θα πάψει να κάνει ανοησίες, βλακείες·
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά και λάβρα να σε κάψει! βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «φωτιά να με κάψει, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο παίρνω φωτιά να με κάψει και σεισμός να με βρει μες τη γη, αν εγώ σ’ αρνηθώ
- φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- φωτιά πάνω στη φωτιά ή φωτιά στη φωτιά, αντίδραση με τα ίδια βίαια ή σκληρά μέτρα: «κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου οι αντίπαλοι ήταν φωτιά πάνω στη φωτιά»·
- φωτιά που μ’ άναψε! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μου προξένησε μεγάλο πρόβλημα: «φωτιά που μ’ άναψε το παλιόπαιδο με το ν’ αποπλανήσει την κόρη του φίλου μου!»·
- φωτιά που μ’ έκαψε! ή φωτιά που μας έκαψε! με βρήκε μεγάλο κακό, μας βρήκε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά: «αν γίνει έλεγχος τώρα στο ταμείο, φωτιά που μ’ έκαψε, γιατί είναι μείον! || φωτιά που μας έκαψε, αν πέσει κι άλλο το χρηματιστήριο!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα η οποία είναι ντυμένη με κόκκινα ρούχα και τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- φωτιά στα μπατζάκια σου! σε βρήκε ή θα σε βρει μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, αλίμονό σου: «αχ, καημένε μου, αν έρθει για έλεγχο η εφορία, φωτιά στα μπατζάκια σου, γιατί τα λογιστικά σου είναι και μη χειρότερα!»·
- χαμηλώνω τη φωτιά, την κάνω να καίει λιγότερο και για ηλεκτρική κουζίνα ελαττώνω την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που διοχετεύει θερμότητα στο ηλεκτρικό μάτι ή στον ηλεκτρικό φούρνο: «η μητέρα έβαλε τον τέντζερη στο μάτι και χαμήλωσε τη φωτιά, για να βράσει αργά το φαγητό»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι· 
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, βλ. λ. καπνός1.

χαμηλός

χαμηλός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. χαμηλός], χαμηλός· που δεν έχει σθένος, που βρίσκεται σε κατάπτωση, σε εγκατάλειψη: «ο στρατός έχει χαμηλό φρόνημα || δεν τον βλέπω ν’ αντέχει για πολύ, γιατί έχει χαμηλό ηθικό». Υποκορ. χαμηλούτσικος, -η κ. -ια, -ο. Επίρρ. χαμηλά·
- αν είσαι και ψηλά, βλέπε και χαμηλά, βλ. φρ. όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, λ. καβάλα·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, βλ. λ. ψηλός·
- έπεσε πολύ χαμηλά, ξέπεσε ηθικά, ενήργησε ή συμπεριφέρθηκε με τόσο άπρεπο τρόπο, που τον μείωσε στη συνείδησή μας: «να του πεις πως έπεσε πολύ χαμηλά μ’ όλα αυτά τα ψέματα που αράδιασε για μένα»·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτω στα χαμηλά, από πλούσιος γίνομαι φτωχός, χρεοκοπώ: «κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα χαρτιά έπεσε στα χαμηλά»·
- πέφτω χαμηλά, ξεπέφτω ηθικά: «έπεσες χαμηλά, που συμπεριφέρθηκες μ’ αυτόν τον άτιμο τρόπο στο φίλο σου». (Λαϊκό τραγούδι: έχω απ’ τη ζωή παράπονο μεγάλο, τον πόνο μου δεν ένιωσε κανείς, μη με παραξηγήσετε αφού κανείς δεν ξέρει, πριν πέσω τόσο χαμηλά,τι έχω υποφέρει
- χαμηλοί τόνοι, (ιδίως για συζήτηση) βλ. λ. τόνος.

χαντάκι

χαντάκι, το, ουσ. [<μσν. χανδάκιν <χανδάκιον, υποκορ. του ουσ. χάνδαξ <αραβ. khandaq], το χαντάκι· ως επιφών. χαντάκι!προειδοποίηση για επικείμενο κίνδυνο ή για επικείμενη άστοχη ενέργεια κάποιου·
- έπεσε σε χαντάκι ή έπεσε στο χαντάκι, α. απέτυχε να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «του ανέθεσα να μου τελειώσει μια δουλειά, αλλά έπεσε σε χαντάκι, γιατί άλλα είχε στο μυαλό του». β. καταστράφηκε οικονομικά: «ξανοίχτηκε απότομα σε πολλές δουλειές μαζί κι ήταν φυσικό που έπεσε στο χαντάκι». γ. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «του τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που δεν κατάλαβε για πότε έπεσε στο χαντάκι!»·
- θα σε βρουν στο χαντάκι, απειλητική έκφραση εναντίον της ζωής κάποιου: «αν έρθεις στη δίκη και καταθέσεις σε βάρος μου, θα σε βρουν στο χαντάκι»·
- τον έριξε στο χαντάκι, α. τον κατέστρεψε οικονομικά: «του ’δινε συνέχεια παράτολμες συμβουλές, ώσπου στο τέλος τον έριξε στο χαντάκι κι ησύχασε». β. τον εξαπάτησε, τον ξεγέλασε: «τον έριξε στο χαντάκι για να του φάει τη δουλειά».

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».

χρήμα

χρήμα, το, ουσ. [<αρχ. χρήμα], το χρήμα. 1. ο πλούτος: «σε όλους είναι γνωστό πως σήμερα το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουνε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). 2. το κέρδος: «τι χρήμα μπορεί να βγάλει τ’ ανθρωπάκι απ’ αυτό το μαγαζάκι;». Οι παλιότεροι έλεγαν: έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου, δηλ. όταν δεν υπάρχουν χρήματα, δεν μπορεί να υπάρξει ή να προοδεύσει το εμπόριο· βλ. και λ. λεφτά. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- βγάζει γλυκό χρήμα, βλ. συνηθέστ. βγάζει γλυκά λεφτά, λ. λεφτά·
- βγάζει ζεστό χρήμα, συναλλάσσεται τοις μετρητοίς: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και βγάζει ζεστό χρήμα»·
- βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. φρ. βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζει χρήμα, κερδίζει χρήματα: «κόβει το μυαλό του και βγάζει χρήμα κι απ’ τις πιο απίθανες δουλειές»·
- βγάζει χρήμα με ουρά, κερδίζει πολλά χρήματα απ’ τη δουλειά του: «έχει ένα σούπερ μάρκετ και βγάζει χρήμα με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα·
- βρόμικα χρήματα ή βρόμικο χρήμα, τα χρήματα που αποκτώνται παράνομα, ιδίως από πωλήσεις όπλων, ναρκωτικών, από εμπόριο λευκής σαρκός, από παροχή προστασίας ή και από τζόγο: «τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί πολύ βρόμικο χρήμα»·
- γλυκό χρήμα, βλ. συνηθέστ. γλυκά λεφτά·
- δε βαστώ χρήματα απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου χρήματα, βλ. φρ. δε βαστώ λεφτά απάνω μου, λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. φρ. τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο·
- δεν κρατώ χρήματα απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου χρήματα, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου, λ. λεφτά·   
- είναι γλυκό το χρήμα, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την παράνομη ενέργεια κάποιου για την απόκτηση χρημάτων, μια και το χρήμα έχει ελκυστική δύναμη: «ήταν ταμίας στην τάδε τράπεζα κι έβαλε χέρι στο ταμείο, γιατί, βλέπεις, είναι γλυκό το χρήμα». Πολλές φορές, μετά το γλυκό, ακολουθεί το άτιμο·
- είναι υπεράνω χρημάτων, δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα και, σε περίπτωση δημοσίων υπαλλήλων, δε δωροδοκείται, δε λαδώνεται, δε χρηματίζεται: «μην τον πλησιάσεις να σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί είναι υπεράνω χρημάτων»·
- έπεσε ζεστό το χρήμα, καταβλήθηκε τοις μετρητοίς: «πούλησα ένα διαμέρισμα κι έπεσε ζεστό το χρήμα»·
- έπεσε πολύ χρήμα ή έπεσαν πολλά χρήματα, ξοδεύτηκαν ή επενδύθηκαν πολλά χρήματα: «έπεσε πολύ χρήμα, για να γίνει το Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης || έπεσαν πολλά χρήματα σ’ αυτή τη δουλειά, για να ορθοποδήσει»·
- έπηξε στο χρήμα, βλ. φρ. χέστηκε στο χρήμα·
- εύκολα χρήματα ή εύκολο χρήμα, τα χρήματα που αποκτήθηκαν χωρίς κόπο: «όποιος κερδίζει εύκολα χρήματα, τα ξοδεύει κι εύκολα, γιατί δεν τα πονάει»·
- έχει το χρήμα ή έχει χρήμα, έχει χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το χρήμα, κάνει ό,τι θέλει || απ’ το αυτοκίνητο που οδηγεί, καταλαβαίνεις πως έχει χρήμα ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ε ρε και να ’χαμε, το χρήμα λέει να ’χαμε και τη μιζέρια μας να δεις πού θα τη γράφαμε
- έχει χρήμα με ουρά, έχει πάρα πολλά χρήματα, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «πραγματοποιεί με άνεση κάθε του τρέλα, γιατί έχει χρήμα με ουρά». (Λαϊκό τραγούδι: στην κολόνα της Δ.Ε.Η., που θαμπά φωτάει, ένα πένθιμο χαρτί γράφει ότι πάει, πάει κι ο Νίκος, που ’χε χρήμα με ουρά,μα δε βόηθαγε κανέναν φουκαρά
- ζεστό χρήμα, τα μετρητά: «είδες εσύ ποτέ κανέναν να λέει όχι στο ζεστό χρήμα;»·
- κατέβαινε το χρήμα! βλ. φρ. κατέβαινε το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- κόβω το χρήμα, (για κυβερνήσεις) το υποτιμώ: «υπάρχει μεγάλη αναταραχή στην αγορά, γιατί κυκλοφόρησαν κάτι φήμες πως η κυβέρνηση θα κόψει το χρήμα»·
- κόβω χρήμα, βλ. συνηθέστ. κόβω μονέδα, λ. μονέδα·
- κολυμπάει στο χρήμα, είναι υπερβολικά πλούσιος: «παντρεύτηκε μια γυναίκα που κολυμπάει στο χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: θα περνάω έξτρα πρίμα και θα κολυμπάω στο χρήμα). Παρομοίωση του πλήθους των χρημάτων με τη θάλασσα·  
- κυλιέται στο χρήμα, βλ. συνηθέστ. πλέει στο χρήμα·
- μάζεψε όλο το χρήμα, βλ. φρ. πήρε όλο το χρήμα·
- μαύρα χρήματα ή μαύρο χρήμα, τα χρήματα που αποκτώνται από διάφορες δραστηριότητες, νόμιμες ή παράνομες, για τα οποία δεν υπάρχουν επίσημα παραστατικά και για το λόγο αυτό δε δηλώνονται στην εφορία: «αν μου τελειώσεις πολύ γρήγορα τη δουλειά, θα σε πληρώσω τοις μετρητοίς και θα σου δώσω μαύρο χρήμα, χωρίς τιμολόγια και τέτοια»· βλ. και φρ. βρόμικα χρήματα·
- μένω από χρήματα, μου τελειώνουν τα χρήματα που έχω απάνω μου: «περίμενέ με μισό λεπτό να πεταχτώ μέχρι την τράπεζα, γιατί έμεινα από χρήματα και πρέπει να κάνω ορισμένες αγορές ακόμα»·
- μιλάει το χρήμα, συμπεριφέρεται με τη σιγουριά του πολύ πλούσιου ανθρώπου: «όπου και να πάει, υποκλίνονται μπροστά του, γιατί, βλέπεις, μιλάει το χρήμα»·
- να πέφτει το χρήμα! βλ. φρ. να πέφτει το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- ξεπλένει βρόμικο χρήμα, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί νόμιμους τρόπους για να εμφανίζει ως νόμιμα αποκτηθέντα τα χρήματα εκείνα που έχουν αποκτηθεί παράνομα, ιδίως από πωλήσεις όπλων, ναρκωτικών, από εμπόριο λευκής σαρκός, από παροχή προστασίας ή και από τζόγο: «όλοι τον έχουν στα όπα όπα μέσα στην πιάτσα, γιατί έχει τον τρόπο να ξεπλένει βρόμικο χρήμα»·
- ο χρόνος είναι χρήμα, βλ. λ. χρόνος·
- πέσε το χρήμα! βλ. φρ. πέσε το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- πήρε όλο το χρήμα, α. (για χαρτοπαίγνιο) κέρδισε όλα τα χρήματα των παιχτών που έπαιζαν μαζί του: «έπαιζαν όλο το βράδυ κι ο τάδε πήρε όλο το χρήμα κι έφυγε». β. (γενικά) κέρδισε όλα τα χρήματα σε ένα συγκεκριμένο χώρο της αγοράς: «άνοιξε ένα γιγάντιο σούπερ μάρκετ και πήρε όλο το χρήμα της αγοράς»·
- πλαστικό χρήμα, οι πιστωτικές κάρτες: «όσο πιο πολύ πλαστικό χρήμα κυκλοφορεί, τόσο περισσότερη στενότητα χρήματος υπάρχει || πολλές οικογένειες έχουν μπερδευτεί με το πλαστικό χρήμα και πέφτουν έξω στον οικογενειακό προϋπολογισμό τους»·
- πλέει στο χρήμα, είναι υπερβολικά πλούσιος: «δεν μπορείς να του εναντιωθείς στο παραμικρό, γιατί πλέει στο χρήμα». Παρομοίωση του πλήθους των χρημάτων με τη θάλασσα·
- πλυντήριο χρημάτων ή πλυντήριο βρόμικων χρημάτων, βλ. λ.πλυντήριο·
- πνίγεται στο χρήμα, βλ. φρ. πλέει στο χρήμα·
- σηκώνω χρήματα, κάνω ανάληψη χρημάτων από τις καταθέσεις που έχω σε κάποια τράπεζα: «όποτε έχω άμεση ανάγκη χρημάτων, σηκώνω χρήματα απ’ τις καταθέσεις μου»·
- σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. φρ. πήρε όλο το χρήμα·
- στενότητα χρήματος ή στενότητα χρημάτων, βλ. λ. στενότητα·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, α. απαιτούνται προσπάθειες και κόποι για να πλουτίσει κανείς: «όλα στη ζωή κατακτώνται με τη δουλειά, γιατί τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο». β. αρνητική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει δανεικά χρήματα: «θα μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- τα χρήματα δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. φρ. τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο·
- το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, βλ. λ. ξέπλυμα·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, όποιος έχει χρήματα, χρησιμοποιεί τους ανθρώπους ανάλογα με το συμφέρον του: «είναι πλούσιος και μην μπλεχτείς μαζί του σε δικαστικό αγώνα, γιατί το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει»·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες, βλ. φρ. το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, με τα χρήματα υπερπηδούμε κάθε εμπόδιο, έχουμε παντού πρόσβαση: «όταν είσαι πλούσιος, δεν έχεις κανένα πρόβλημα, γιατί το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες»·
- το χρήμα δε μυρίζει, δεν ενδιαφέρεται κανείς πώς αποκτήθηκε, αν κερδίσθηκε τίμια ή παράνομα: «όλοι μας θέλουμε να κάνουμε παρέα με πλούσιους ανθρώπους, γιατί το χρήμα δε μυρίζει»·
- το χρήμα είναι ακριβό, οι όροι δανεισμού του, ιδίως από τράπεζες, είναι δυσμενείς: «δεν αποφασίζεις εύκολα να μπλέξεις με την τράπεζα, γιατί το χρήμα είναι ακριβό»·
- το χρήμα είναι φτηνό, οι όροι δανεισμού του, ιδίως από τράπεζες, είναι ευνοϊκοί: «όταν το χρήμα είναι φτηνό, πιο εύκολα δανείζεται κανείς απ’ τις τράπεζες, για να κάνει επενδύσεις»·
- τοποθετώ τα χρήματά μου (κάπου), τα επενδύω: «απ’ όσα κερδίζω δεν ξοδεύω ευρώ, γιατί τοποθετώ τα χρήματά μου στην τάδε επιχείρηση»·
- τραβώ χρήματα (από κάποιον), του αποσπώ χρήματα: «έχει έναν πλούσιο φίλο και κάθε τόσο του τραβάει χρήματα για διάφορες ανάγκες του»·  
- τραβώ χρήματα (από την τράπεζα), κάνω ανάληψη, αποσύρω: «μην πας και τραβάς χρήματα με την παραμικρή δυσκολία, γιατί στο τέλος δε θα σου μείνει ευρώ στην τράπεζα»·
- τρελάθηκε στο χρήμα, κέρδισε πάρα πολλά χρήματα είτε από τη δουλειά του είτε από κάποιο τυχερό παιχνίδι: «έριξε ένα νέο είδος στην αγορά και τρελάθηκε στο χρήμα || ήταν ο μόνος εξάρης στο τζόκερ και τρελάθηκε στο χρήμα»·
- τρέχει το χρήμα, το έχει κάποιος άφθονο και το ξοδεύει απλόχερα: «ό,τι και να θελήσει, το αποκτάει αμέσως, γιατί τρέχει το χρήμα»·
- χέζεται στο χρήμα, είναι πολύ πλούσιος: «αυτός δεν έχει ανάγκη κανέναν, γιατί χέζεται στο χρήμα». Συνών. χέζεται στα λεφτά / χέζεται στο τάλιρο·
- χέστηκε στο χρήμα, κέρδιζε πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά: «καταπιάστηκε με εξαγωγές και χέστηκε στο χρήμα». Συνών. χέστηκε στα λεφτά / χέστηκε στο τάλιρο.