Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πέριξ
πέριξ,
τα, άκλ. ουσ.
[από το επίρρ. πέριξ <αρχ. πέριξ], τα περίχωρα, οι παρυφές της πόλης, τα
προάστια, τα εξοχικά κεντράκια. (Λαϊκό τραγούδι: όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές
να καίνε, πίνουν οι μάγκες αργιλέ)·
- βγαίνω
στα πέριξ, περιδιαβαίνω στα μέρη εκείνα της πόλης όπου μπορώ να βρω τους
φίλους μου ή να κάνω νέες γνωριμίες, ιδίως με γυναίκες: «είχα μείνει μόνος κι
αποφάσισα να βγω μια βόλτα στα πέριξ, μήπως και μου πέσει κανένα τυχερό».