Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πέρας
πέρας,
το, ουσ.
[<αρχ. πέρας], το πέρας· στον πλ. τα πέρατα (βλ. λ.)·
- φέρνω
σε πέρας (κάτι), τελειώνω, ολοκληρώνω με επιτυχία κάτι: «μ’ ό,τι κι αν
καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος, το φέρνει σε πέρας»·
- φέρω
εις πέρας (κάτι), βλ. φρ. φέρνω σε πέρας (κάτι).