Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πέος
πέος,
το, ουσ.
[<αρχ. πέος], το πέος·
-
άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος, βλ. λ. Ευρωπαίος.
Ευρωπαίος
Ευρωπαίος, ο, θηλ. Ευρωπαία, η, ουσ.
[<μτγν. Εὐρωπαῖος <αρχ. ιων. διάλεκτος Εὐρωπήϊος], ο Ευρωπαίος·
- άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος, λέγεται ειρωνικά, όταν
προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά,
όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή
καταστάσεις: «είναι αστείο να προσπαθείς να συγκριθείς, εσύ, ένα φτωχαδάκι, με
τον τάδε εφοπλιστή, γιατί άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος». Για συνών. βλ. φρ. άλλο
ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος.