Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πένθος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πένθος, το, ουσ. [<αρχ. πένθος], το πένθος· μαύρη υφασμάτινη ταινία στο πέτο, στο βραχίονα ή στο καπέλο που φορούσε κάποιος ως δηλωτικό πένθους για το θάνατο αγαπημένου προσώπου. Παλιότερα, για τον ίδιο λόγο, κρεμούσαν μαύρα κρέπια στα παράθυρα ή στην πόρτα του σπιτιού του θανόντος·
- φορώ πένθος, έχω μια μαύρη υφασμάτινη ταινία στο πέτο, στο βραχίονα ή στο καπέλο ως δηλωτικό πένθους για το θάνατο αγαπημένου προσώπου και, κατ’ επέκταση, πενθώ: «ποιον έχασε ο τάδε και φοράει πένθος;».