Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πάχος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πάχος, το, ουσ., βλ. λ. πάχη.

πάχη

πάχη κ. πάχητα κ. πάχια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. πάχος <αρχ. πάχος], η παχυσαρκία: «δε βλέπει τα πάχη του, μόνο ξέρει να συμβουλεύει τους άλλους πώς ν’ αδυνατίσουν!»·
- μ’ έπεσαν τα πάχια, κουράστηκα υπερβολικά από το βάρος που σήκωσα: «μέχρι να φέρω αυτό το μπαούλο απ’ τη στάση μέχρι το σπίτι, μ’ έπεσαν τα πάχια»·
- τα πάχη μου τα κάλλη μου, αυτοσαρκασμός παχύσαρκου ατόμου.