Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πάτημα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πάτημα, το, ουσ. [<μτγν. πάτημα <πατῶ], το πάτημα. 1. η πατημασιά, το ίχνος που αφήνει το πόδι πάνω σε μια επιφάνεια ή στο χώμα, ή ο θόρυβος του ποδιού κατά το περπάτημα: «ακολούθησα τα πατήματα κι έφτασα στον τόπο που ήταν κρυμμένος || μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκαν βιαστικά πατήματα». 2. η αφορμή, η δικαιολογία, το πρόσχημα, το επιχείρημα που δίνεται σε κάποιον για να ενεργήσει προς όφελός του ή για να υποστηρίξει κάτι που του συμφέρει: «ένα πάτημα ήθελε για να φερθεί με τον τρόπο που φέρθηκε, και του το έδωσες». 3. η αποτυχία: «τέτοιο πάτημα πρώτη φορά μου συμβαίνει στις εξετάσεις». 4. το ερωτοχτύπημα: «έχει τέτοιο πάτημα μ’ αυτή τη γυναίκα, που, κάθε φορά που τη βλέπει, χάνει τα λόγια του». 5. το σιδέρωμα: «μη φοράς αυτό το πουκάμισο, γιατί θέλει πάτημα». 6. (για τροχοφόρα) η αύξηση της ταχύτητας: «είχε τέτοιο πάτημα, όταν πέρασε από μπροστά μας, που δεν προλάβαμε να τον δούμε». 7. στον πλ. τα πατήματα, ο τρόπος ζωής, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς στη ζωή του: «πρόσεχε τα πατήματά σου στη ζωή, γιατί δεν είναι ρόδινη, όπως τη θέλουν τα παραμύθια»·
- άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, βλ. λ. άμυαλος·
- βρίσκω πάτημα, βρίσκω αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα, επιχείρημα για να ενεργήσω προς όφελός μου ή για να υποστηρίξω κάτι που με συμφέρει: «βρήκε πάτημα την απουσία σου και πήρε τη δουλειά || βρήκαν πάτημα την καλή σου καρδιά και σου κάνουν ό,τι θέλουν»·
- έχω πάτημα, έχω την αφορμή, τη δικαιολογία, το πρόσχημα, το επιχείρημα  για να ενεργήσω προς όφελός μου ή για να υποστηρίξω κάτι που με συμφέρει: «απ’ τη στιγμή που έχει να μου πληρώσει τέσσερα νοίκια, έχω πάτημα να του κάνω έξωση»·
- παίρνω τα πατήματα του πατέρα μου, ζω, συμπεριφέρομαι στη ζωή μου με τον τρόπο του πατέρα μου, όπως και ο πατέρας μου: «έγινε μεγάλο χαρτόμουτρο, γιατί πήρε κι αυτός τα πατήματα του πατέρα του που ξημεροβραδιαζόταν στις Λέσχες»·
- του δίνω πάτημα, του δίνω την αφορμή, τη δικαιολογία, το πρόσχημα, το επιχείρημα να ενεργήσει προς όφελός του ή να υποστηρίξει κάτι που τον συμφέρει: «του ’δωσα πάτημα με την απουσία μου και μου ’φαγε τη δουλειά || πάνω στα νεύρα μου τον έβρισα και του ’δωσα πάτημα να μου κάνει μήνυση»·
- των μπροστινών πατήματα, των πισινών γεφύρια, οι μεταγενέστεροι συμπεριφέρονται σύμφωνα με τον τρόπο αυτών που προηγήθηκαν ή στηρίζονται στα επιτεύγματά τους: «η συμβουλή του παππού μου ήταν ν’ ακούω πάντα τι λένε οι μεγαλύτεροι, γιατί των μπροστινών πατήματα, των πισινών γεφύρια». 

άμυαλος

άμυαλος, -η, -ο, επίθ. [<α- στερητ. + μυαλό]. 1. που είναι μειωμένης πνευματικής αντίληψης: «από έναν άμυαλο μόνο βλακείες μπορεί κανείς να περιμένει». 2. που δεν έχει μυαλό, που είναι απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος: «σ’ αυτό το εγχείρημα μόνο ένας άμυαλος σαν και σένα μπορούσε να προβεί». (Λαϊκό τραγούδι: μου είπανε στο σπίτι σου να μην ξαναπατήσω, γιατί ’μαι, λέει, άμυαλος και θα σε τυραννήσω //  γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή, και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;
- άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, βλ. συνηθέστ. καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω, λ. κοσκινάκι·
- ψηλός και άμυαλος, συνηθισμένος ειρωνικός χαρακτηρισμός πολύ ψηλού ανθρώπου: «ψηλός κι άμυαλος, που λένε, πώς να μην την κάνεις τη βλακεία!».