Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πάπια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πάπια, η, ουσ. [<μσν. πάπια, ίσως ηχομιμητική λ. από τη φωνή της πάπιας], η πάπια. 1. το δοχείο νυκτός, ιδίως στα νοσοκομεία, το ουροδοχείο: «κάτω απ’ το κρεβάτι του έχει μια πάπια, μήπως και τη χρειαστεί το βράδυ». Από το ότι το σχήμα αυτού του δοχείου, θυμίζει κάπως το πουλί πάπια. 2. (ειρωνικά) στραβοκάνα και χαμηλοκώλα γυναίκα, που περπατάει σαν πάπια: «άφησε την τάδε, που ήταν κορίτσαρος, και πήρε αυτή την πάπια, επειδή έχει λεφτά». 3. ειρωνική ή υβριστική προσφώνηση σε γυναίκα ανεξάρτητα από το αν είναι στραβοκάνα και χαμηλοκώλα: «πάρε δρόμο από δω, μουρή πάπια!». 4. (ειδικά) το ξύλινο καμπυλωτό τμήμα που καλύπτει το κάτω μέρος της κάνης, κυνηγετικού ιδίως όπλου: «χούφτωσε την πάπια του όπλου του, στερέωσε το όπλο στον ώμο του και σημάδεψε το στόχο του»· 
- κάνω την πάπια, α. προσποιούμαι τον ανήξερο, ιδίως για κάτι κακό ή παράνομο: «μην κάνεις την πάπια και πες μας τι ακριβώς είδες και τι ακριβώς άκουσες». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να μου κάνεις πια την πάπια, δεν τα τρώω τέτοια χάπια). β. δεν προδίδω, δε μαρτυρώ κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «αν δεν έκανα την πάπια στο δικαστήριο, θα ’σουν σήμερα φυλακή»·
- κολυμπάει σαν πάπια ή κολυμπάει σαν την πάπια, κολυμπάει έχοντας το σώμα του οριζοντιωμένο και χωρίς να φαίνονται τα πόδια ή τα χέρια του: «κάνω πλάκα να τον βλέπω να κολυμπάει, γιατί κολυμπάει σαν την πάπια». (Λαϊκό τραγούδι: το πρωί μες στη Γλυφάδα, κούκλα μου αυτοκινητάδα, κολυμπάς σαν πάπια χήνα και το βράδυ στην Αθήνα)· βλ. και φρ. περπατάει σαν πάπια·
- μια πάπια μα ποια πάπια, παιχνίδι γλωσσοδέτη·
- πάει σαν πάπια ή πάει σαν την πάπια, βλ. φρ. περπατάει σαν πάπια·
- περπατάει σαν πάπια ή περπατάει σαν την πάπια, (ιδίως γυναίκες) περπατάει μετατοπίζοντας σε κάθε βηματισμό τα οπίσθιά της προς το μέρος του ποδιού που βγαίνει μπροστά: «θα καταλάβεις αμέσως για ποια σου λέω, γιατί περπατάει σαν πάπια». Το περπάτημα αυτό προπολεμικά θεωρούνταν πολύ κομψό και κολακευτικό για τη γυναίκα, μεταπολεμικά όμως που πέρασε η μόδα, μάλλον προκαλούσε το γέλιο· βλ. και λ. χήνα

χήνα

χήνα, η, ουσ. [<μσν. χήνα <αρχ. χήν ὁ, ἡ], η χήνα· (στη γλώσσα της αργκό) το προ ευρώ χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών, το παλιό χιλιάρικο: «έσκασα δέκα χήνες γι’ αυτό το καυλιτζέκι». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που πήρα το πρώτο το λαχείο, τις τετρακόσιες χιλιάδες μετρητά, τώρα θα δείτε πώς γλεντούνε μεγαλείο και πώς μασάνε τις χήνες μια φορά)· βλ. και λ. χηνάρι·
- βρήκε χήνα και τη μαδά, βρήκε πηγή ωφελημάτων, ιδίως κάποιον κουτό, κάποιον αφελή, και τον εκμεταλλεύεται συστηματικά αποσπώντας του διάφορα χρηματικά ποσά: «τον τελευταίο καιρό την έχει μια χαρά, γιατί βρήκε χήνα και τη μαδά». Συνών. βρήκε αγελάδα κι αρμέγει / βρήκε βυζί και βυζαίνει / βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά·
- κολυμπάει σαν χήνα ή κολυμπάει σαν τη χήνα, κολυμπάει έχοντας το σώμα του οριζοντιωμένο και χωρίς να φαίνονται τα χέρια ή τα πόδια του: «την κάνω πολύ κέφι να τη βλέπω να κολυμπάει σαν χήνα». (Λαϊκό τραγούδι: το πρωί για τη Γλυφάδα, κούκλα μ’ αυτοκινητάδα, κολυμπούσες πάπια χήνα, και το βράδυ στην Αθήνα
- περπατάει σαν χήνα ή περπατάει σαν τη χήνα, (ιδίως για γυναίκα) περπατάει μετατοπίζοντας σε κάθε βηματισμό τα οπίσθιά της προς το μέρος του ποδιού που βγαίνει μπροστά: «πώς τη χαίρομαι, όταν τη βλέπω να περπατάει σαν χήνα!». Το περπάτημα αυτό προπολεμικά θεωρούνταν πολύ κομψό και κολακευτικό για τη γυναίκα, μεταπολεμικά όμως που άλλαξε η μόδα, μάλλον προκαλούσε το γέλιο· βλ. και λ. πάπια· 
- το βάδισμα της χήνας, βλ. φρ. το βήμα της χήνας·
- το βήμα της χήνας, τρόπος στρατιωτικού βηματισμού κατά τον οποίο οι στρατιώτες  προχωρούν με τα πόδια τους εντελώς τεντωμένα, καθώς τα σηκώνουν από το έδαφος: «το βήμα της χήνας ήταν ο συνηθισμένος βηματισμός του ναζιστικού στρατού»·
- το περπάτημα της χήνας, βλ. φρ. το βήμα της χήνας.