Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πάντρεμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πάντρεμα, το, ουσ. [<παντρεύω], η παντρειά. 1. ο πετυχημένος συνδυασμός, το αρμονικό συνταίριασμα διαφορετικών ή αντίθετων πραγμάτων: «πέτυχε το πάντρεμα της λαϊκής με τη μοντέρνα μουσική || το πάντρεμα των δυο πολιτισμών ανέδειξε μια νέα κουλτούρα». (Τραγούδι: στης απουσίας λιώνω την ουσία, αναστενάρισσά μου, μη χαθείς στο πάντρεμα με την ανυπαρξία, δε φτάνει να ’σαι μόνο χασικλής). 2. στον πλ. τα παντρέματα,  βλ. λ. παντρολογήματα. (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα, Μιχάλη μου, το χάλι μου, κι ας τα παντρέματα, μπερδέματα).