Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
πάθος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πάθος, το, ουσ. [<αρχ. πάθος], το πάθος. 1. παράφορη αγάπη, ακατανίκητη ερωτική επιθυμία: «αυτή η γυναίκα είναι το πάθος του». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’δειξα πως είσαι εσύ το πάθος μου κι αυτό είναι λάθος μου). 2. ζωηρή κλίση, έντονη επιθυμία για κάτι: «έχει πάθος με τη μουσική || έχει πάθος με τη ζωγραφική». 3. έντονο συναίσθημα εχθρότητας, μίσους: «απ’ τη μέρα που μ’ ερωτεύτηκε η αδερφή του, έχει πάθος μαζί μου». 4. τάση ή επιθυμία που δεν ελέγχεται από την κρίση μας: «είναι κυριευμένος απ’ το πάθος των ναρκωτικών || έχει το πάθος της χαρτοπαιξίας». (Λαϊκό τραγούδι: με κυριέψανε τα πάθη της ζωής, όσο κι αν θέλεις να με σώσεις δεν μπορείς).5. στον πλ. τα πάθη κ. τα πάθια,  οι συμφορές, οι στενοχώρια, οι ταλαιπωρίες, τα βάσανα, τα παθήματα: να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου (Αλέξ. Παπαδιαμάντης). (Λαϊκό τραγούδι: την περιπλέον μου ζωή την πέρασα με πάθη,γιατί μικρός δεν άκουγα, και έπεφτα σε λάθη
- εβδομάδα των παθών, βλ. λ. βδομάδα·
- είναι σκλάβος των παθών του, βλ. λ. σκλάβος·
- η Βδομάδα των Παθών, βλ. λ. βδομάδα·
- περνώ του λιμανιού τα πάθη ή τραβώ του λιμανιού τα πάθη, βλ. λ. λιμάνι·
- περνώ του λιναριού τα πάθη ή τραβώ του λιναριού τα πάθη, βλ. λ. λινάρι·
- περνώ του Χριστού τα πάθη ή τραβώ του Χριστού τα πάθη, βλ. λ. Χριστός·
- περνώ των παθών μου τον τάραχο ή τραβώ των παθών μου τον τάραχο, υποφέρω πάρα πολύ, τραβώ τα πάνδεινα: «πέρασα των παθών μου τον τάραχο, μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου»·
- τα Άγια Πάθη, τα μαρτύρια του Χριστού που διαδραματίστηκαν τη βδομάδα πριν από το Πάσχα: «τα Άγια Πάθη συγκινούν βαθιά όλους τους χριστιανούς»·
- χωρίς φόβο και πάθος, βλ. λ. φόβος.

παθός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παθός, ο, ουσ. [από τη μτχ. παθών], αυτός που έπαθε κάτι κακό ή δυσάρεστο, αυτός που από δική του κακή πείρα γνωρίζει κάτι·
- είμαι παθός, έχω πάθει κι εγώ το ίδιο κακό με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. (Λαϊκό τραγούδι: Αποστόλη αδερφέ μου, πες μου εσύ που ’σαι παθός
- ο παθός γιατρός, αυτός που πέρασε μια αρρώστια, ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει αν ξαναρρωστήσει ή μπορεί να συμβουλέψει άλλους που βρίσκονται σε ανάλογη δυσάρεστη κατάσταση: «αν θέλεις να περάσει το στομάχι σου, κάθε πρωί που θα ξυπνάς θα πίνεις μια κουταλιά της σούπας λάδι, γιατί ο παθός γιατρός·
- ο παθός μαθός, αυτός που έπαθε κάτι κακό από σφάλμα του απέκτησε την πείρα, ώστε να μην το ξαναπάθει ή να μπορεί να συμβουλέψει άλλους, που βρίσκονται σε ανάλογη δυσάρεστη θέση: «θα σου πως εγώ τι θα κάνεις για να ξεπεράσεις ανώδυνα αυτή την περίπτωση, γιατί ο παθός μαθός».

βδομάδα

βδομάδα κ. εβδομάδα, η, ουσ. [<αρχ. + ἑβδομάς], η εβδομάδα. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ανάποδη βδομάδα, που κατά τη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα: «είμαι απογοητευμένος, γιατί πέρασα μια πολύ ανάποδη βδομάδα»·
- από βδομάδα, έκφραση με την οποία αναβάλλουμε κάτι που πρέπει να κάνουμε ή κάποια υποχρέωσή μας για την επόμενη εβδομάδα: «ο γιατρός μου συνέστησε δίαιτα, αλλά θα την αρχίσω από βδομάδα || είπες ότι σήμερα θα μου επέστρεφες τα λεφτά που μου χρωστάς. -Από βδομάδα». Συνών. από Δευτέρα·
- βδομάδα των παθών, περίοδος ταλαιπωριών: «η βδομάδα που μας έρχεται, θα είναι για μένα βδομάδα των παθών, γιατί πρέπει να τελειώσω ένα σωρό δουλειές». Αναφορά στην εβδομάδα που ο Χριστός υπέμεινε τα Πάθη μέχρι το Τετέλεσται επί του Σταυρού»· 
- βουβή βδομάδα, η εβδομάδα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους τελευταίους Χαιρετισμούς και τη Μεγάλη Εβδομάδα: «μόλις περάσει η βουβή βδομάδα που διανύουμε, θα μπούμε στη Μεγάλη Βδομάδα»·
- είναι σαν Μεγάλη Βδομάδα, είναι πολύ θλιμμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι σαν Μεγάλη Βδομάδα ο φουκαράς». Από το ότι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Βδομάδας οι χριστιανοί είναι συντετριμμένοι για τα Πάθη και τη Σταύρωση του Χριστού· 
- είναι τελευταία βδομάδα των υπολοίπων, α. είναι εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, εντελώς τιποτένιος: «δεν έχει θέση στην παρέα μας, γιατί είναι τελευταία βδομάδα των υπολοίπων». Από το ότι στην τελευταία βδομάδα των εκπτώσεων, πωλείται σε εξευτελιστικές τιμές ό,τι έχει απομείνει από το εμπόρευμα, ιδίως ιματισμού. β. είναι πολύ κοντός και αδύνατος: «η γυναίκα του είναι δυο μέτρα, αλλ’ αυτός είναι τελευταία βδομάδα των υπολοίπων». Από το ότι την τελευταία βδομάδα των εκπτώσεων από τα είδη ιματισμού έχουν απομείνει τα πολύ μικρά νούμερα·   
- η βδομάδα που τρέχει, η βδομάδα που διανύουμε: «μέσα στη βδομάδα που τρέχει, θα σου επιστρέψω τα δανεικά που σου πήρα»·
- η βδομάδα του διαβόλου, βλ. λ. διαβολοβδομάδα·
- η Βδομάδα των Παθών, βλ. φρ. η Μεγάλη Βδομάδα·
- η Μεγάλη Βδομάδα, η εβδομάδα πριν από την Κυριακή του Πάσχα, κατά την οποία διαδραματίστηκαν τα Πάθη του Χριστού: «η Μεγάλη Βδομάδα είναι βδομάδα νηστείας και προσευχής»·
- καθαρή βδομάδα, η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής: «απ’ την καθαρή βδομάδα αρχίζει η νηστεία των χριστιανών και τελειώνει με την Ανάσταση του Κυρίου»·
- κάθε βδομάδα, όλες τις βδομάδες, πάντα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε πηγαίνει κάθε βδομάδα στο χωριό για να δει τους γονείς του»·
- καλή βδομάδα! ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ των ανθρώπων κάθε Δευτέρα, που αρχίζει η καινούρια εβδομάδα·
- μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα, αναβάλλει συνεχώς κάτι που πρέπει να κάνει ή να εκπληρώσει κάποια δέσμευση ή υποχρέωσή του: «μου χρωστάει κάτι λεφτά, αλλά δεν ξέρω πότε θα μου τα δώσει, γιατί το πάει από βδομάδα σε βδομάδα». Συνών. μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα·   
- με πάει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. φρ. μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα·
- με ρίχνει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα·
- Μεγάλη Βδομάδα, περίοδος μεγάλης φτώχειας, κατά την οποία μας λείπει ακόμα και το καθημερινό φαγητό: «τον τελευταίο καιρό είναι για να με κλαις, γιατί δε μου ξανάτυχε τέτοια μεγάλη βδομάδα». Από το ότι τη Μεγάλη Βδομάδα είναι περίοδος αυστηρής νηστείας»·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- το πάει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. φρ. μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα·
- το ρίχνει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα·
- στραβή βδομάδα, βλ. φρ. ανάποδη βδομάδα.

λιμάνι

λιμάνι, το, ουσ. [<τουρκ. liman <μτγν. ελλην. λιμένιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λιμήν], το λιμάνι. 1. το άσυλο, το καταφύγιο ή το πρόσωπο στο οποίο νιώθει κανείς ασφάλεια: «όταν αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα, δεν το κουνάει από το οικογενειακό του λιμάνι || δε φοβάμαι τίποτα στη ζωή, γιατί έχω τη γυναικούλα μου, που είναι το λιμάνι μου». (Λαϊκό τραγούδι: μα η τρελή αγάπη μας είναι για μας λιμάνι αφού κι οι δυο ατυχήσαμε στο πρώτο μας στεφάνι). Υποκορ. λιμανάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: φιλώ το στόμα σου κοιτώ τα μάτια σου και δε χορταίνω και στης αγκαλιάς σου το λιμανάκι πάντα θα μένω). 2. το λιμάνι του Πειραιά και, κατ’ επέκταση, ο Πειραιάς. Πρβλ.: Τζιοβάνι, Τζιοβάνι, για πάντα στο λιμάνι (σύνθημα των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού). Από το ότι εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας·
- άνθρωπος του λιμανιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, βλ. λ. βάρκα·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- περνώ του λιμανιού τα βάσανα ή περνώ του λιμανιού τα πάθη ή τραβώ του λιμανιού τα βάσανα ή τραβώ του λιμανιού τα πάθη, υποφέρω πολύ μεγάλες ταλαιπωρίες, υποφέρω τα πάνδεινα: «τράβηξε του λιμανιού τα βάσανα, μέχρι να μεγαλώσει τα παιδιά του». Από την εικόνα του ατόμου που εργάζεται στο λιμάνι, όπου σχεδόν όλες οι εργασίες είναι πολύ κουραστικές·
- πιάνω λιμάνι, (για πλοία ή πρόσωπα) προσεγγίζω ή αγκυροβολώ σε λιμάνι: «στο πρώτο μου ταξίδι, κάναμε να πιάσουμε λιμάνι είκοσι μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα φίλο μου τον πόνο έχω κάνει και δε βγαίνω όταν πιάνουμε λιμάνι μόνο γέρνω στην κουκέτα σιωπηλός
- το μεγάλο λιμάνι, το λιμάνι του Πειραιά: «το μεγάλο λιμάνι ήταν επί δυο μέρες αποκλεισμένο απ’ τα ψαροκάικα των ψαράδων της περιοχής, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη αδιαφορία της κυβέρνησης πάνω στα μεγάλα προβλήματα του κλάδου τους».      

λινάρι

λινάρι, το, ουσ. [<μσν. λινάριν <μτγν. λινάριον, υποκορ. του αρχ. λίνον], φυτό με χρήση στην υφαντουργία·
- περνώ του λιναριού τα βάσανα ή περνώ του λιναριού τα πάθη ή τραβώ του λιναριού τα βάσανα ή τραβώ του λιναριού τα πάθη, κουράζομαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι, ταλαιπωρούμαι από αλλεπάλληλες κακοτυχίες: «για να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι, τράβηξα του λιναριού τα πάθη». Από την εικόνα της υφάντρας, που γνέθει τις ίνες του φυτού λινάρι ή από το ότι, η κατεργασία του λιναριού είναι μεγάλη και σύνθετη.

φόβος

φόβος, ο, ουσ. [<αρχ. φόβος], ο φόβος. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- άσπρισε απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε άσπρος απ’ το φόβο του·
- διά τον φόβο(ν) των Ιουδαίων, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος φοβάται πάρα πολύ και για το λόγο αυτό παίρνει τις κατάλληλες προφυλάξεις: «έχω το ταμείο μου πάντοτε ανοιχτό, αλλά έχω βάλει κι ένα συναγερμό διά τον φόβον των Ιουδαίων, που ενεργοποιείται μόλις κάνει κανείς να το αγγίξει». Από το ότι μετά την Ανάστασή του Χριστού, οι δώδεκα μαθητές φοβούμενοι το μένος των Ιουδαίων έμεναν κρυμμένοι. Πρβλ.: μετά δέ ταῦτα ἠρώτησε τόν Πιλᾶτον Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, ὤν μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δέ διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα… (Ιωάν. ιθ΄ 38)·
- δεν έχει φόβο, δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο, δεν εγκυμονεί κανένα κίνδυνο: «άφησα το γιο μου να κάνει παρέα μαζί του, γιατί είναι καλό παιδί και δεν έχει φόβο || μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά, γιατί δεν έχει φόβο || πάτα όσο δυνατά θέλεις πάνω στο σανίδι, δεν έχει φόβο»·
- δεν υπάρχει φόβος, βλ. φρ. δεν έχει φόβο·
- διασκεδάζω τους φόβους του, προσπαθώ να τους διαλύσω, να τους διασκορπίσω: «είχε αγωνία που είχαν αργήσει τα παιδιά του απ’ την εκδρομή τους κι εγώ προσπαθούσα με χίλια δυο να διασκεδάσω τους φόβους του»·
- έγινε άσπρος απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του·
- έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, κιτρίνισε, χλόμιασε από το φόβο του: «μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του ο δικός σου»·
- είναι ο φόβος και ο τρόμος, λέγεται για οποιονδήποτε ή για οτιδήποτε προκαλεί πολύ μεγάλο φόβο, αποτελεί πολύ μεγάλο φόβητρο: «κάθε φορά που τον πιάνει η τρέλα, είναι ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της γειτονιάς || έχει ένα αγριόσκυλο ο τάδε, που είναι ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής»·
- κατουρήθηκε απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να σηκώνεται όρθιος και να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω του, κατουρήθηκε απ’ το φόβο του». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, σε περίπτωση μεγάλου φόβου, να τους φεύγει το κάτουρο·
- κιτρίνισε απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, βλ. λ. πόδι·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ’ το φόβο ή μου λύθηκε ο αφαλός απ’ το φόβο, βλ. λ. αφαλός·
- με ζώνει ο φόβος, κυριεύομαι από φόβο: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, με ζώνει ο φόβος»·
- μετά φόβου Θεού, με πολλή προσοχή, πολύ συνεσταλμένα: «ήρθε μετά φόβου Θεού και μου ζητούσε να τον βοηθήσω». Από την εκκλησιαστική φρ. κατά τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας: μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε·
- ο φόβος φυλάει τα έρημα ή ο φόβος φυλάει τα έρμα, ο φόβος του νόμου ασφαλίζει από την κλοπή την αφύλακτη ιδιοκτησία: «έχει μια μάντρα με ανταλλακτικά και δεν έχει βάλει φύλακα, γιατί ο φόβος φυλάει τα έρημα»·
- πάγωσα απ’ το φόβο μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «ξέρεις τι είναι να βλέπεις να ’ρχεται ολόκληρο φορτηγό καταπάνω σου; Πάγωσα απ’ το φόβο μου». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, αυτός που νιώθει μεγάλο φόβο να μην μπορεί να κουνηθεί, να μην μπορεί να αντιδράσει·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. λ. πόδι·
- πήρα έναν φόβο! φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα ν’ αγριεύει, πήρα έναν φόβο!». Πολλές φορές, για περισσότερο έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι φόβο(!)·
- τα ’κανε απάνω του απ’ το φόβο του, βλ. φρ. χέστηκε απ’ το φόβο του·
- το πήρα από φόβο ή το ’χω πάρει από φόβο, αντιμετωπίζω κάτι πάντα με φόβο: «με τέτοιο αυτοκίνητο κινδύνεψα να σκοτωθώ, κι από τότε το πήρα από φόβο και δεν μπαίνω μέσα»·
- τον πήρα από φόβο ή τον έχω πάρει από φόβο, τον αντιμετωπίζω πάντα με φόβο: «την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήταν πολύ αγριεμένος κι από τότε τον πήρα από φόβο»·
- υπάρχει φόβος να… ή υπάρχει φόβος ότι θα…, υπάρχει κίνδυνος να…, υπάρχει κίνδυνος ότι θα…: «απ’ ότι λένε, υπάρχει φόβος να υποτιμηθεί το ευρώ || υπάρχει φόβος ότι θα πέσει η κυβέρνηση»·
- χέστηκε απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να τραβάει μαχαίρι και να ’ρχεται καταπάνω του, χέστηκε απ’ το φόβο του». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, σε περίπτωση μεγάλου φόβου, να τα κάνουν απάνω τους·
- χωρίς φόβο και πάθος, με θάρρος και χωρίς εμπάθεια: «λέει πάντοτε την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος, γι’ αυτό και όλοι τον υπολογίζουν». Από την κατάληξη του επίσημου όρκου που δίνει ο μάρτυρας στο δικαστήριο, λίγο πριν αρχίσει την κατάθεσή του.

Χριστός

Χριστός, ο, [<μτγν. Χριστός], ο Χριστός· ως επιφών. Χριστός! λέγεται ευχετικά με την έννοια να επέμβει ο Χριστός για κάποιον, ιδίως για μωρό ή για μικρό παιδί, όταν στραβοκαταπίνει τη στιγμή που τρώει ή πίνει και του δημιουργείται πρόβλημα πνιγμού ή βήχα. Υποκορ. Χριστούλης, ο. (Χριστουγεννιάτικο τραγούδι: εγεννήθηκες χωρίς στρωματάκι, καλέ μας Χριστούλη, εγεννήθηκες χωρίς μια σκουφίτσα να φορείς). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- Ανάσταση Χριστέ μου! (Χριστούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- αρχίζω τους Χριστούς και τις Παναγίες, βλ. συνηθέστ. αρχίζω τις Χριστοπαναγίες, λ. Χριστοπαναγία·
- βόηθα Χριστέ και Παναγιά! ή βοήθα Χριστέ και Παναγία! επίκληση στο Χριστό και την Παναγία για βοήθεια. (Λαϊκό τραγούδι: βοήθα, Χριστέ και Παναγιά, πάντοτε το στρατό μας, δώσε μεγάλη δύναμη, το δίκιο είν’ δικό μας
- γαμώ το Χριστό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «γαμώ το Χριστό μου πάλι έκανα λάθος!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ· 
- γαμώ το Χριστό σου! ή σου γαμώ το Χριστό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «κάτσε φρόνιμα, γαμώ το Χριστό σου, γιατί μ’ έχεις φέρει μέχρι δω απάνω και θα τις φας! || σου γαμώ το Χριστό αν ξαναμάθω πως είπες κάτι για μένα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω κλείνει πάλι με το γαμώ· βλ. και λ. γαμώ·
- δε διάβασα Χριστό, είμαι εντελώς αδιάβαστος, εντελώς αμελέτητος: «αν με σηκώσει σήμερα στο μάθημα ο καθηγητής, την πάτησα, γιατί δε διάβασα Χριστό»·
- δεν ακούει Χριστό, είναι θεόκουφος: «πρέπει να φωνάζεις δυνατά, όταν του μιλάς, γιατί δεν ακούει Χριστό»· βλ. και φρ. δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- δεν καταλαβαίνει Χριστό, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που σου είπε πως δε θα σου δώσει άδεια μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει Χριστό». β. είναι αδιάφορος συναισθηματικά, σκληρός, ψυχρός: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν καταλαβαίνει Χριστό». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «τζάμπα θα χάσεις τα λόγια σου να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί δεν καταλαβαίνει Χριστό». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει Χριστό». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του·
- είδα το Χριστό καμπόη, βλ. φρ. είδα το Χριστό φαντάρο·
- είδα το Χριστό φαντάρο, α. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ, ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, έμεινα άναυδος: «μόλις την είδα να φιλιέται με τον γκόμενό της μπροστά στα παιδιά της, είδα το Χριστό φαντάρο». (Τραγούδι: ένα βράδυ στο Πεκίνο με ποτίσαν από κείνο κι είδα το Χριστό φαντάρο και φοβήθηκα. Στην ομίχλη στην αιθάλη μ’ έναν ήλιο στο κεφάλι φάτσα φόρα με το χάρο κι αναστήθηκα). β. έπαθα ισχυρό κλονισμό από ξαφνικό χτύπημα ή από ανέλπιστη, από πρωτόγνωρη κατάσταση, ιδίως αρνητική: «μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι κι είδα το Χριστό φαντάρο || μόλις μου άνοιξε την πόρτα είδα το Χριστό φαντάρο, γιατί η τύπισσα ήταν εντελώς γυμνή»·
- έλα Χριστέ και Κύριε! ή έλα Χριστέ και Παναγία! ή έλα Χριστέ και Παναγιά μου! ή έλα Χριστέ και Παναγίτσα μου! ή έλα Χριστέ κι Απόστολε! ή έλα Χριστέ μου! ή Χριστέ μου! ή Χριστέ και Κύριε! ή Χριστέ και Παναγία! ή Χριστέ και Παναγιά μου! ή Χριστέ κι Απόστολε! ή Χριστός και Παναγία! ή Χριστός κι Απόστολος! επιφωνηματική έκφραση, που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής που λέγεται, δηλώνει έκπληξη, ειρωνεία, δυσαρέσκεια ή αποδοκιμασία. Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με ταυτόχρονο σταυροκόπημα. (Λαϊκό τραγούδι: συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου, που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου
- θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, φόρεσες κι εσύ Χριστέ μου κόκκινα τσαρούχια, βλ. λ. βλάχος·
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει, είδος εξορκισμού για να αποτρέψουμε κάποιο κακό που μας απειλεί. Συνήθως επαναλαμβάνεται τρεις φορές με παράλληλο σταυροκόπημα, ενώ παρατηρείται και τριπλό φτύσιμο στον κόρφο ή στον αέρα·
- Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. φρ. Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά·
- κατεβάζω Χριστούς και Παναγίες, βλ. συνηθέστ. κατεβάζω Χριστοπαναγίες, λ. Χριστοπαναγία. (Λαϊκό τραγούδι: και ξετρελαίνομαι, γιατί ξεχνώ τις δυστυχίες και κατεβάζω αυθωρεί Χριστούς και Παναγίες!)·
- μα το Χριστό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «μα το Χριστό, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως σου τα λέω!». Πολλές φορές, συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Συνήθως ο όρκος δίνεται ύστερα από απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου(!)·
- μου βγαίνει ο Χριστός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Χριστός κάθε μέρα στις οικοδομές που δουλεύω»·
- μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα κάθε μέρα, για να τα φέρω βόλτα»·
- να με κάψει ο Χριστός! βλ. συνηθέστ. μα το Χριστό(!)· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός! λ. Θεός·
- ο Χριστός κι η Παναγία! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου ή τρόμου: «ο Χριστός κι η Παναγία, γίνονται τέτοια πράγματα στις μέρες μας!»·   
- οι μετά Χριστόν προφήτες, βλ. λ. προφήτης·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- περνώ του Χριστού τα πάθη, βλ. φρ. τραβώ του Χριστού τα πάθη·
- προ Χριστού, λέγεται για κάτι που είναι πάρα πολύ παλαιό: «έχει κι αυτός ένα αυτοκίνητο προ Χριστού και νομίζει πως κάτι έχει!»·
- ρίχνω Χριστούς και Παναγίες, βλ. συνηθέστ. ρίχνω Χριστοπαναγίες, λ. Χριστοπαναγία·
- τα λεφτά σταύρωσαν το Χριστό, βλ. λ. λεφτά·
- τον έκανα Χριστό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Χριστό ν’ αποσύρει τη μήνυσή του, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος || για να με βοηθήσει τον έκανα Χριστό»·
- του βγάζω το Χριστό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «κάθε φορά που τον βλέπω, του βγάζω το Χριστό στα καψόνια»·
- του βγάζω το Χριστό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «επειδή δεν τον χωνεύω καθόλου, κάθε φορά που τον συναντώ, του βγάζω το Χριστό ανάποδα»·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·   
- του γαμώ το Χριστό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «διέδωσε μπροστά στον κόσμο πως ήταν καταχραστής και του γάμησε το Χριστό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «του γάμησε το Χριστό πατέρας του όταν έμαθε πως την έκανα κοπάνα απ’ τη δουλειά || κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και του γάμησε το Χριστό ο δικός σου». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ· 
- του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού ή του ’δωσαν του Χριστού τα χρόνια, (στη γλώσσα της αργκό) τον καταδίκασαν σε πολύ βαριά ποινή, τον καταδίκασαν ισόβια: «ήταν πολύ βαρύ το παράπτωμά του και στη δίκη που επακολούθησε του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού»·
- τραβώ του Χριστού τα πάθη, υποφέρω πάρα πολύ, τραβώ τα πάνδεινα: «τράβηξα του Χριστού τα πάθη, μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου». Αναφορά στο μαρτύριο του Γολγοθά·
- Χριστέ βόηθα! ή Χριστέ βοήθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή βοήθα Χριστέ μου! ή Χριστέ και Παναγιά! επίκληση για βοήθεια από το Χριστό: «Χριστέ, βόηθα, γιατί δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα! || βόηθα, Χριστέ μου, να γίνει καλά το παιδί!». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρισε πάλι ο ουρανός, ανάψανε τα σύννεφα, Χριστέ και Παναγιά, αχ! Τι μεγάλο κακό με περιμένει, τι μεγάλη συμφορά! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Θεέ μου βόηθα! ή Θεέ μου βοήθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή βοήθα Θεέ μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου(!)·
- Χριστέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Χριστέ μου, τόσο βλάκας είμαι! || μα ήταν δυνατό να περάσω τόσο όμορφα, Χριστέ μου! || Χριστέ μου, ένας παίδαρος! || Χριστέ μου, θα σκοτωθούμε! || Χριστέ μου, δείξε μου πώς θα ξεπεράσω τις δυσκολίες μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Θεέ μου! / Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! / Παναγία μου! ή Παναγιά μου(!)·  
- Χριστέ μου φύλαγε! επίκληση στο Χριστό για προστασία: «Χριστέ μου φύλαγε τον κόσμο από κάθε κακό!». Συνών. Θεέ μου φύλαγε! / Παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε!