Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
οίκος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

οίκος, ο, ουσ. [<αρχ. οἶκος], ο οίκος· η κατοικία, το σπίτι·
- κατ’ οίκον, στο σπίτι: «παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον || η έρευνα κατ’ οίκον δεν έφερε κανένα νέο στοιχείο || το νέο καθεστώς του επέβαλε περιορισμό κατ’ οίκον»·
- οίκος ανοχής, το μπουρδέλο, το μπορντέλο: «το λιμάνι μας ήταν παλιότερα γεμάτο με οίκους ανοχής»·
- οίκος της απωλείας, λέγεται για περιβάλλον που είναι ανήθικο: «τα περισσότερα μπαράκια κατάντησαν οίκοι απωλείας για τους νέους»·
- οίκος (του) Θεού, η εκκλησία, ο ναός: «εδώ είναι οίκος Θεού και πρέπει να προσέρχεστε με ευλάβεια || κάθε Κυριακή προσεύχεται στον οίκο του Θεού»·  
- πάω στον οίκο του σπιτιού μου, λέγεται χάριν αστεϊσμού από κάποιον τη στιγμή που αποχωρεί από την παρέα του για να πάει στο σπίτι του·
- τα εν οίκω μη εν δήμω, δεν πρέπει οι οικογενειακές υποθέσεις να γνωστοποιούνται στο ευρύ κοινό: «μέσα στο σπίτι σας μπορείτε να κάνετε και να πείτε ό,τι θέλετε, αλλά τα εν οίκω μη εν δήμω». Είναι φορές που χάριν αστεϊσμού η φρ. λέγεται τα του Νίκου μη στον Δήμο, όπου, συνδυάζεται η ηχητική ομοιότητα των λέξεων (ε)ν-οίκω (Νίκο) και δήμω (Δήμο)·
- τα του οίκου μου (σου, του, της κ.λπ.), οι ιδιωτικές, οι οικογενειακές υποθέσεις μου (σου, του, της κ.λπ.): «τακτοποίησε πρώτα τα του οίκου σου κι ύστερα ενδιαφέρεσαι για τους άλλους».