Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ου
ου, μόρ.
αρνητ. [<αρχ. οὐ]·
-
ή ναι ή ου, βλ. λ. ναι·
-
και ναι και ου, βλ. λ. ναι·
-
ναι ή ου; βλ. λ. ναι·
-
ου γαρ έρχεται μόνον (ενν. το γήρας), λέγεται για τα σοβαρά προβλήματα
υγείας που συνοδεύουν τον άνθρωπο, όταν γεράσει: «μια το στομάχι μου πονάει,
μια η καρδιά μου με τις αρρυθμίες της, λίγο η βαρηκοΐα, λίγο το ’να, λίγο τ’
άλλο, γιατί βλέπεις ου γαρ έρχεται μόνον»·
-
ου μπλέξεις, προτροπή σε κάποιον να μην ανακατευτεί σε παράνομη υπόθεση
ή να μην μπλέξει με δύστροπο, με κακότροπο άτομο: «πάντα μου το ’λεγε ο πατέρας
μου ου μπλέξεις για να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο». Κατά το πρότυπο των
Δέκα Εντολών.