Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
οργή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

οργή, η, ουσ. [<αρχ. ὀργή], η οργή. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- α στην οργή! ή άι στην οργή! έκφραση αγανάκτησης: «άι στην οργή πια, σταμάτα αυτή τη μουρμούρα σου!· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άσ’ τα να πάνε στην οργή! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·      
- άσ’ το να πάει στην οργή! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «μα είναι δυνατό να κρατάς στιλό που δε γράφει! Άσ’ το να πάει στην οργή!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στο διάβολο! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’ τον να πάει στην οργή! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «αφού βλέπεις πως είναι παλιάνθρωπος, άσ’ τον να πάει στην οργή!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- δίνω τόπο στην οργή! βλ. λ. τόπος·
- να με πάρ’ η οργή! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου που τα έχει με τον εαυτό του: «να με πάρ’ η οργή, όλο ανοησίες κάνω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο διάβολος! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πάρ’ η οργή! (γενικά) έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας: «να πάρ’ η οργή, τίποτα δε δουλεύει καλά σ’ αυτό το κράτος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου αι πιο σπάνια του που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, να και κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο διάβολος! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να σε πάρ’ η οργή! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου που τα έχει με κάποιον: «να σε πάρ’ η οργή, σταμάτα να γκρινιάζεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο διάβολος! / να σε πάρ’ ο κόρακας(!)·
- οργή Θεού, μεγάλη θεομηνία, μεγάλο κακό ή μεγάλες καταστροφές: «κατακαλόκαιρο ξέσπασε οργή Θεού και το χαλάζι που έπεσε κατάστρεψε όλα τ’ αμπέλια || μέσα στην οικογένεια έπεσε οργή Θεού κι άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον»·
- πού στην οργή είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε, ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στην οργή είναι ο ηλεκτρολόγος, που κινδυνεύουμε να περάσουμε όλη τη νύχτα στο σκοτάδι! || πού στην οργή είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στην οργή ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στην οργή ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στην οργή πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στην οργή πήγε ο αναπτήρας μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στην οργή πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στην οργή πήγες κι έψαχνα όλο το πρωί να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς στην οργή! α. έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στην οργή τα κατάφερες κι ήρθες με τέτοιον παλιόκαιρο!». β. με ποιο τρόπο: «πώς στην οργή ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- τι στην οργή! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στην οργή κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στην οργή έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στην οργή έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στο καλό έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στην οργή έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στην οργή έγινες όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι στην οργή θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «πέρασε και σας ζητούσε ο τάδε. -Τι στην οργή θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στην οργή κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή με το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή.

τόπος

τόπος, ο, ουσ. [<αρχ. τόπος], ο τόπος. 1. η πατρίδα, η χώρα, η πόλη, το χωριό: «πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου;». (Λαϊκό τραγούδι: τάχα θα ζήσω να τα ιδώ του τόπου μου τα μέρη, τις όμορφες της γειτονιάς και το δικό μου ταίρι;). 2. θέση: «κάθισε εδώ και μην κουνηθείς απ’ τον τόπο σου, μέχρι να γυρίσω || το δωμάτιο ήταν άνω κάτω και τίποτε δεν ήταν στον τόπο του». (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- Άγιοι Τόποι, οι περιοχές όπου γεννήθηκε, έζησε, έδρασε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός: «πριν πεθάνω, έχω σκοπό να επισκεφθώ τους Αγίους Τόπους»·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, τα ήθη και έθιμα είναι διαφορετικά από τόπο σε τόπο: «στο χωριό μας η γιορτή του Αγίου Γεωργίου γιορτάζεται διαφορετικά απ’ ό,τι γιορτάζεται στην Αττική, γιατί βλέπεις άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι»·
- από τόπο σε τόπο, από περιοχή σε περιοχή: «από τόπο σε τόπο υπάρχουν διαφορετικά ήθη και έθιμα»·
- ατάκα κι επί τόπου, βλ. φρ. ατάκα κι επιτόπου, λ. ατάκα·
- αφήνω στον τόπο μου, αφήνω αντικαταστάτη μου, αφήνω στο πόδι μου: «όσον καιρό έλειπα στο εξωτερικό, άφησα στον τόπο μου τον τάδε»· βλ. και φρ. τον άφησε στον τόπο·
- αφήνω τόπο, βλ. φρ. κάνω τόπο·
- βούιξε ο τόπος ή βούιξε ο τόπος όλος ή βούιξε όλος ο τόπος, το μυστικό που αποκαλύφτηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε: «εδώ βούιξε ο τόπος με τον ερχομό του τάδε κι εσύ δεν έμαθες τίποτα; || μόλις αποκαλύφθηκε το ροζ σκάνδαλο του τάδε υπουργού, βούιξε ο κόσμος όλος»·
- βράζει ο τόπος, α. υπάρχει αφόρητη ζέστα: «κάθε καλοκαίρι το μήνα Ιούλιο βράζει ο τόπος». β. η κατάσταση σε μια χώρα είναι έκρυθμη, προμηνύεται να ξεσπάσει μεγάλη κοινωνική αναταραχή: «με τα νέα φορομπηχτικά μέτρα της κυβέρνησης βράζει ο τόπος!». γ. (για υλικά αγαθά) υπάρχει αφθονία στην αγορά, ιδίως από ένα είδος: «σ’ όποιο μαγαζί και να πας, θα το βρεις αυτό το είδος, γιατί βράζει ο τόπος»·
- δε με σηκώνει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δε με χωράει ο τόπος, είμαι πάρα πολύ ανήσυχος ή ανυπόμονος: «κάθε φορά που πηγαίνουν τα παιδιά μου εκδρομή, δε με χωράει ο τόπος, μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι»·
- δεν έπιασε τόπο, δεν αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο, έγινε μάταια, τζάμπα κάτι: «δεν έπιασε τόπο η συμβουλή που του ’δωσα, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του || δεν έπιασε τόπο το  χρηματικό ποσό που του ’δωσα, γιατί, αντί να το επενδύσει στη δουλειά του, πήγε και το ’φαγε με τις πιτσιρίκες»·
- δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ την οργή μου, τα νεύρα μου, δεν τα αφήνω να εκδηλωθούν, να ξεσπάσουν: «κάθε φορά που μ’ αντιμιλάει άσχημα, δίνω τόπο στην οργή, για να μη γίνει φασαρία»·
- είναι απ’ τον τόπο μου, είναι από την πατρίδα μου, από τη χώρα μου, από την πόλη μου, το χωριό μου: «κάθε φορά που συναντιόμαστε, καθόμαστε και τα κουτσοπίνουμε, γιατί είναι απ’ τον τόπο μου»·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, α. δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνθήκες του περιβάλλοντος και της εποχής του στην οποία ζει: «δεν μπορεί να καταλάβει τη σημερινή νεολαία, γιατί είναι εκτός τόπου και χρόνου». β. λέγεται για κάτι που προγραμματίζεται σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή: «αυτή τη στιγμή έχουμε άλλες προτεραιότητες κι αυτό που μου λες είναι εκτός τόπου και χρόνου»·
- έλα μουνί στον τόπο σου! βλ. μουνί·
- έμεινε στον τόπο, σκοτώθηκε ακαριαία: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα κι έμεινε στον τόπο»·
- επί τόπου, α. ακριβώς στο ίδιο σημείο στο οποίο βρίσκεται, στο οποίο πατάει κάποιος: «θα κάνετε μικρά πηδηματάκια επί τόπου || έκανε μια στροφή επί τόπου κι έφυγε». β. ακριβώς στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο όπου αναφέρεται κάτι: «μόλις έμαθε για το δυστύχημα, πήγε επί τόπου για να δει και να σχηματίσει προσωπική γνώμη»· βλ. και λ. επιτόπου· 
- έπιασε τόπο, αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο: «η συμβουλή που του ’δωσα, έπιασε τόπο || ο φούρνος μικροκυμάτων που αγόρασα, έπιασε τόπο, γιατί ζεσταίνω μια χαρά το φαγητό μου μέσα σ’ ένα λεπτό || έπιασαν τόπο τα λεφτά που του δάνεισα, γιατί ορθοπόδησε στη δουλειά του»· βλ. και φρ. πιάνει τόπο·
- έφαγα τον τόπο, έψαξα σε όλα τα μέρη, έψαξα παντού: «έφαγα τον τόπο για να σε βρω»·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- έφυγε η ψυχή μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- καίγεται ο τόπος, επικρατεί αφόρητη ζέστη: «κάθε καλοκαίρι, και ιδιαίτερα τον Ιούλιο μήνα στην πατρίδα μας καίγεται ο τόπος»·
- καίει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. καίγεται ο τόπος·
- κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη, οι άνθρωποι κάθε περιοχής έχουν τις δικές τους συνήθειες, τα δικά τους ήθη και έθιμα: «άλλα κάλαντα ψάλλουν τα παιδιά της Μακεδονίας κι άλλα τα παιδιά των νησιών μας, γιατί κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη»·
- κάνω επί τόπου μεταβολή ή κάνω μεταβολή επί τόπου, αλλάζω εντελώς συμπεριφορά ή τακτική, διαμορφώνω εντελώς άλλη άποψη: «μετά τις νέες αποκαλύψεις, η υπεράσπιση έκανε μεταβολή επί τόπου και χάραξε νέα τακτική για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου»·
- κάνω τόπο, παραμερίζω για να περάσει ή για να καθίσει κάποιος: «αν κάνεις λίγο τόπο, θα χωρέσω να καθίσω κι εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν με φάει το μαύρο χώμα, λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα
- κάνω τόπο στην οργή, βλ. φρ. δίνω τόπο στην οργή·
- κατά τόπους, σε διάφορα μέρη, τοπικά: «αύριο κατά τόπους ο καιρός θα είναι βροχερός». Χρησιμοποιείται κυρίως στη μετεωρολογία·
- κοινός τόπος, λέγεται για λόγο, ιδέα ή διαπίστωση που είναι πολύ γνωστή και στερείται κάθε πρωτοτυπίας: «αποτελεί κοινό τόπο η πρότασή σας για την πάταξη των ναρκωτικών. Μα και βέβαια θα πρέπει να κυνηγηθούν ανελέητα οι μεγαλέμποροι»·
- κουνήσου απ’ τον τόπο σου! βλ. συνηθέστ. κουνήσου απ’ τη θέση σου, λ. θέση·
- κρανίου τόπος, περιοχή που παρουσιάζει γυμνό τοπίο, ιδίως μετά από καταστροφή, από μεγάλη πυρκαγιά: «μόλις έσβησε η πυρκαγιά, εκεί που κάποτε ήταν το πανέμορφο δάσος, τώρα φαντάζει όλη η περιοχή σαν κρανίου τόπος»· βλ. και λ. κρανίο·
- να βουίξει ο τόπος ή να βουίξει ο τόπος όλος ή να βουίξει όλος ο τόπος, να ακουστεί, να μαθευτεί παντού: «θ’ αποκαλύψω τις βρομιές σου, να βουίξει ο τόπος όλος»·
- ουδείς προφήτης στον τόπο του, βλ. λ. προφήτης·
- παπούτσι από τον τόπο σου (κι ας είν’ και μπαλωμένο), βλ. λ. παπούτσι·
- πήγε εν τόπω χλοερώ, πέθανε, σκοτώθηκε: «αυτός που ψάχνεις, είναι καιρός τώρα που πήγε εν τόπω χλοερώ || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, καρφώθηκε σε μια κολόνα και πήγε εν τόπω χλοερώ». Από τη νεκρώσιμη ακολουθία: εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- πιάνει τόπο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.), (για πράγματα), καταλαμβάνει, χρειάζεται χώρο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.): «αυτή η καρέκλα πιάνει λίγο τόπο στο σαλόνι, αλλά αυτό το μπαούλο πιάνει αρκετό τόπο»· βλ. και φρ. έπιασε τόπο·
- πιάνω τόπο, χρησιμεύω, αποδεικνύομαι χρήσιμος, ωφέλιμος, φέρνω αποτέλεσμα, αποφέρω όφελος: «έπιασαν τόπο οι συμβουλές μου || έπιασαν τόπο τα λεφτά μου»·
- σκάει ο τόπος, βλ. φρ. καίγεται ο τόπος·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
- τον άφησε στον τόπο, τον χτύπησε και του επέφερε ακαριαίο θάνατο: «έβγαλε το πιστόλι του και με δυο πυροβολισμούς τον άφησε στον τόπο»·
- τόπο στα νιάτα! προτροπή στους γεροντότερους, που κατέχουν ηγετικές ιδίως θέσεις σε έναν εργασιακό ή πολιτικό χώρο, να αποσυρθούν και να αφήσουν τις πρωτοβουλίες στους νέους·
- τόπος αναπαύσεως, α. το νεκροταφείο: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία μετέφεραν το νεκρό στον τόπο αναπαύσεως». β. ο Παράδεισος  Από τη νεκρώσιμη ακολουθία: εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
- τόπος χλοερός, βλ. φρ. τόπος αναπαύσεως·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια·
- τόπους τόπους, (ιδίως για βαφή, για χρώμα) περιοχές περιοχές, όχι ομοιόμορφα: «πάνω στη βιασύνη του έβαψε την επιφάνεια τόπους τόπους || η μπλούζα με το πρώτο πλύσιμο ξέβαψε τόπους τόπους».

φωνή

φωνή, η, ουσ. [<αρχ. φωνή], η φωνή. 1. η κραυγή, το ξεφωνητό: «μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα μας να παγώσει στις φλέβες». 2. ο άνθρωπος που καλεί κάποιον, που μιλάει: «άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο || άκουσε μια φωνή πίσω του να του λέει…». 3. άνθρωπος με κύρος, με προσωπικότητα: «δεν υπάρχει σήμερα μια φωνή που θα μας υποδείξει πώς θα βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο». 4. ο ήχος που παράγεται από μουσικά όργανα: «η παραπονιάρικη φωνή του βιολιού ακούστηκε απαλά μέσα στη νύχτα». 5. στον πλ. οι φωνές, θόρυβος από πολλές φωνές, φασαρία, οχλοβοή: «τι φωνές είναι αυτές που ακούγονται απ’ την πλατεία;». Υποκορ. φωνίτσα, η κ. φωνούλα, η. (Ακολουθούν 60 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- ακούει φωνές, έχει παραισθήσεις, ιδίως λόγω ψυχικής διαταραχής: «ακούει φωνές πως έρχεται η συντέλεια του κόσμου || άσ’ τον ν’ ακούει, γιατί και πριν από καιρό άκουγε φωνές πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου με τον ερχομό του 2.000!»·
- ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- ανοίγω τη φωνή (γιαραδιόφωναήτηλεοράσεις),δυναμώνω την ένταση του ήχου: «άνοιξε τη φωνή ν’ ακούσουμε καλά τι λέει ο παρουσιαστής!»·
- βάζω μια φωνή, καλώ κάποιον από μακριά ή κάποιον που βρίσκεται μακριά: «βάλε μια φωνή μήπως σ’ ακούσει κι έρθει! || όπως ερχόταν, έβαλε μια φωνή ζητώντας μας να τον περιμένουμε»·
- βάζω (τις) φωνές, διαμαρτύρομαι με δυνατές φωνές ή επιπλήττω, κατσαδιάζω έντονα κάποιον: «έβαλε τις φωνές, μόλις του ανακοίνωσαν απ’ τη διεύθυνση πως θα τον μετέθεταν στην επαρχία || δεν έχω τη διάθεση να βάζω τις φωνές στον καθένα που κάνει ανοησίες!»·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. φρ. βγάζω φωνή μεγάλη·
- βάλε μια φωνή, (παρακλητικά) κάλεσε κάποιον δυνατά, φώναξέ τον: «σε παρακαλώ, βάλε μια φωνή στον τάδε να έρθει, γιατί εγώ δεν μπορώ να φωνάξω δυνατά». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μανούλα μια φωνή και μέσ’ τα μαύρα ντύσου, πάρε τους δρόμους να με βρεις, χάνεται το παιδί σου
- βγάζω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- βγάζω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω: «έπεσε απ’ τη σκάλα κι έβγαλε φωνή μεγάλη». (Δημοτικό τραγούδι: κι έπεσε μες στο πηγάδι κι έβγαλε, ωρέ φωνή μεγάλη
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, δεν τον άκουσα ακόμα να μιλάει: «τόσους μήνες στο Κοινοβούλιο αυτός ο βουλευτής και δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του»·
- δεν του (της) άρεσε η φωνή μου, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που σηκώνουμε το ακουστικό του τηλεφώνου να απαντήσουμε σε αυτόν που κάλεσε, και δε μιλάει κανείς μετά το εμπρός που απευθύνουμε, ίσως γιατί δεν ήμασταν το επιθυμητό πρόσωπο που ανταποκρίθηκε στην κλίση του. Η φρ. και με ειρωνικό τρόπο, όταν στο χώρο μας βρίσκεται το άτομο για το οποίο υποπτευόμαστε ότι έγινε η κλήση·
- δεύτερη φωνή, η διωδία, το σεγκόντο: «τραγουδάει πολύ όμορφα και ψάχνει μια δεύτερη φωνή να τον συνοδεύει»·
- δίνει χρώμα στη φωνή του, βλ. λ. χρώμα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές, έκφραση απορίας ή έκπληξης που λέγεται και με κάποια δυσφορία σε άτομο που μας ζητάει ή κάνει παράλογα ή παράτολμα πράγματα·
- έκλεισε η φωνή μου, βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά, πόσο μάλλον να τραγουδήσω: «δεν μπορώ να μιλώ δυνατά, γιατί έκλεισε η φωνή μου || δε θα ’ρθω σήμερα στη χορωδία, γιατί έκλεισε η φωνή μου»·
- εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μιλάει απειλητικά ή από θέση ισχύος, ενώ δεν έχει αυτή τη δυνατότητα ή αρμοδιότητα: «θα κάνω αυτό που θέλω κι εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή, γιατί σ’ έχω γραμμένο!». Το εμένα λέγεται με έμφαση. Από την εικόνα του ατόμου που, όταν απειλεί ή μιλάει σε κάποιον από θέση ισχύος, του μιλάει με έντονη φωνή. Συνών. εμένα μη μου υψώνεις το δάχτυλο(!)·  
- έχασε τη φωνή του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «όταν αποκάλυψα στην παρέα πως αυτός ήταν που μας είχε κατηγορήσει, έχασε τη φωνή του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «έχασε τη φωνή του, μόλις με είδε να συνοδεύσω μια τέτοια γυναικάρα! || έκανε τον νταή, αλλά μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έχασε τη φωνή του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του·
- έχει πρώτη φωνή, έχει πολύ καλή φωνή: «αυτός ο τραγουδιστής έχει πρώτη φωνή»·
- έχει φωνή, έχει καλή φωνή: «αυτή η τραγουδίστρια έχει φωνή»·
- έχει φωνή καμπάνα, έχει δυνατή και μεταλλική φωνή: «όταν τραγουδάει, ακούγεται σ’ όλον τον κάμπο, γιατί έχει φωνή καμπάνα || αποκλείεται να μην άκουσες, όταν σε φώναζε, γιατί έχει φωνή καμπάνα»·
- η φωνή του ακούγεται απ’ το πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- καθαρίζω τη φωνή μου, βήχω πολλές φορές ελαφρά να απαλλάξω το λάρυγγά μου από τα τυχόν φλέματα, ώστε να γίνει καθαρότερη η φωνή μου: «λίγο πριν αρχίσει να τραγουδάει, ξερόβηξε μερικές φορές να καθαρίσει τη φωνή του»·
- κάνει δεύτερη φωνή, συνοδεύει κάνοντας σεγκόντο, σεγκοντάρει κάποιον στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «όταν τραγουδάει με τον τάδε, κάνει πάντα δεύτερη φωνή»·
- κάνει πρώτη φωνή, στην ερμηνεία ενός τραγουδιού, τραγουδάει με την εντονότερη φωνή: «ποιος κάνει πρώτη φωνή στο συγκρότημα που δημιουργήσατε;»·
- κατά φωνή, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά, ακριβώς τη στιγμή που γίνεται λόγος γι’ αυτόν ή τη στιγμή που τον χρειαζόμαστε·
- κατά φωνή και το πουλί, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, λέγεται με ειρωνική διάθεση ή χάριν αστεϊσμού για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο Λάζαρος, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατεβάζω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) μειώνω την ένταση του ήχου: «κατέβασε τη φωνή απ’ αυτό το ρημάδι, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. κατεβάζω τη φωνή μου·
- κατεβάζω τη φωνή ή κατεβάζω τη φωνή μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τη φωνή·
- κατεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου·
- με μια φωνή, α. ομόφωνα: «συμφώνησαν με μια φωνή να μην αποδεχτούν τις προτάσεις της εργοδοσίας». β. σαν ένας άνθρωπος: «όλοι συμφώνησαν με μια φωνή να μην αφήσουν τον εχθρό να πατήσει ούτε μια πιθαμή γη της πατρίδας τους»·
- μήτε φανιά μήτε λαλιά, βλ. συνηθέστ. ούτε φωνή ούτε ακρόαση·
- μπήγω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- μπήγω (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- ο κοντός για ψωλή για φωνή, βλ. λ. κοντός·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, α. λέγεται για άτομο που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής και δεν έχουμε γι’ αυτό καμιά πληροφορία: «είχα βασιστεί στην υπόσχεσή του πως θα με βοηθήσει, αλλά από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση». β. λέγεται για άτομο που δε δίνει απάντηση, που αδιαφορεί σε ένα αίτημα που του υποβάλαμε: «υπέβαλα αίτηση στο διευθυντή να μου δώσει άδεια τον επόμενο μήνα, αλλά αυτός ούτε φωνή ούτε ακρόαση»·
- πατώ μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- πατώ (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- πιάστηκε η φωνή μου, α. μετά από ένα διάστημα δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, επειδή μιλούσα, φώναζα ή τραγουδούσα συνεχώς: «τον συμβούλευα μια ώρα πώς έπρεπε να ενεργήσει, ώσπου πιάστηκε η φωνή μου || τραγουδούσαμε όλο το βράδυ και το πρωί δεν μπορούσα να μιλήσω, γιατί πιάστηκε η φωνή μου». β. έχω πρόβλημα ομιλίας λόγω κρυολογήματος: «ήπια πολλές παγωμένες πορτοκαλάδες και πιάστηκε η φωνή μου»·
- πρώτη φωνή, η εντονότερη φωνή στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «έχουμε δημιουργήσει ένα μουσικό συγκρότημα, αλλά μας λείπει η πρώτη φωνή»·  
- σέρνω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά και σε διάρκεια: «καθώς είχε απομακρυνθεί ο άλλος αρκετά, έσυρε ο επιστάτης φωνή μεγάλη μήπως και τον ακούσει!»·
- σηκώνω φωνή, βλ. φρ. υψώνω φωνή·
- σηκώνω τη φωνή (μου), βλ. φρ. υψώνω τη φωνή (μου)·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- του βάζω τις φωνές, τον επιπλήττω, τον κατσαδιάζω έντονα: «επειδή άργησε το πρωί να έρθει στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’βαλε τις φωνές»·
- του μπήγω τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- του πατώ τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- υψώνω τη φωνή μου (υπέρ κάποιου), συνηγορώ σθεναρά (υπέρ κάποιου): «κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι πως κάποιος αδικείται, υψώνω τη φωνή μου να τον βοηθήσω»·
- υψώνω τη φωνή (μου), αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ σθεναρά κάτι: «αν δεν υψώσεις τη φωνή σου, δεν πρόκειται να πάρεις αυτά που σου ανήκουν»·
- υψώνω τον τόνο της φωνής μου, α. μιλώ δυνατά: «ύψωσε τον τόνο της φωνής σου να σ’ ακούσει, γιατί δεν ακούει καλά ο άνθρωπος!». β. μιλώ σε έντονο ύφος: «σε μένα μην υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, γιατί δεν είμαι κανένα παιδάκι!»·
- υψώνω φωνή, α. διαμαρτύρομαι έντονα: «κάθε φορά που δε γίνεται αυτό που ζητάει ή που περιμένει, υψώνει φωνή και μας κάνει άνω κάτω». β. αντιμιλώ, αυθαδιάζω: «εμένα μη μου υψώνεις φωνή, γιατί θα σε στείλω από κει που ’ρθες!»·
- υψώνω φωνή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρομαι έντονα με φωνές: «οι εργάτες ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας για τις απολύσεις που ανήγγειλε η διεύθυνση του εργοστασίου»·
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω, λέγεται στην περίπτωση που δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα οι προτροπές ή οι συμβουλές που απευθύνονται σε κάποιον, γιατί τις αντιμετωπίζει με αδιαφορία: «χίλιες φορές του ’πα να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω και στο τέλος την πάτησε». Πολλές φορές, ακούγεται μόνο στον τύπο φωνή βοώντος: «ολόκληρη μέρα τον συμβούλευα τι έπρεπε να κάνει, αλλά φωνή βοώντος, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του». Αναφορά στον Ιωάννη τον Βαπτιστή·
- φωνή λαού, οργή Θεού, η δίκαιη κινητοποίηση του λαού από αγανάκτηση για την κακή, αντιλαϊκή ή αυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από κάποια κυβέρνηση, έχει μεγάλη δύναμη και φέρνει άμεσα αποτελέσματα. Τη φρ. την είδαμε πολλές φορές ως κύριο τίτλο σε εφημερίδες, πάνω από την ολοσέλιδη φωτογραφία που έδειχνε το πλήθος του κόσμου το οποίο είχε παρακολουθήσει την ομιλία του αρχηγού του κόμματός του·
- φωνή και κακό! λέγεται ειρωνικά ή με κάποια δυσφορία για άτομο που δημιουργεί μεγάλη φασαρία με τις φωνές του, ιδίως για ασήμαντα πράγματα: «βρε, φωνή και κακό, επειδή του ζήτησα να πάει λίγο πιο μπροστά τ’ αυτοκίνητό του για να παρκάρω κι εγώ!»·
- χαμηλώνω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) ελαττώνω την ένταση του ήχου: «χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τη φωνή του ραδιοφώνου, γιατί θέλω να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. χαμηλώνω τη φωνή μου·
- χαμηλώνω τη φωνή ή χαμηλώνω τη φωνή μου, μετριάζω τις απαιτήσεις μου, τις αξιώσεις μου, γίνομαι λιγότερο απαιτητικός ή διεκδικητικός: «αφού πρώτα πήρα αυτά που ήθελα να τους πάρω, έπειτα χαμήλωσα τη φωνή μου»·
- χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου, μιλώ σιγά, σιγότερα ή ηπιότερα: «χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, όταν μου μιλάς, γιατί δεν είμαι κουφός»·
- χοντρή φωνή, που είναι βαριά ή βαθιά, που είναι μπάσα: «έχει τόσο χοντρή φωνή, που μπορώ να την ξεχωρίσω ανάμεσα από χίλιες άλλες»·
- χρυσή φωνή, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «σαν τη φωνή του Καζαντζίδη δε θα υπάρξει άλλη χρυσή φωνή». Συνών. χρυσό λαρύγγι·
- χρωματίζει τη φωνή του, βλ. λ. χρωματίζω.