Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ομού
ομού, επίρρ.
[<αρχ. ὁμοῦ], ομού·
-
αμφότεροι μαζί ομού και οι δύο, υπερβολή με περιπαικτική διάθεση για να
δηλώσει το μαζί, το αντάμα, το παρέα: «όλο το βράδυ ήμασταν αμφότεροι μαζί ομού
και οι δύο».
ομού, επίρρ.
[<αρχ. ὁμοῦ], ομού·
-
αμφότεροι μαζί ομού και οι δύο, υπερβολή με περιπαικτική διάθεση για να
δηλώσει το μαζί, το αντάμα, το παρέα: «όλο το βράδυ ήμασταν αμφότεροι μαζί ομού
και οι δύο».