Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ομορφιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ομορφιά, η, ουσ. [<μσν. ὀμορφιά <αρχ. εὐμορφία], η ομορφιά·
- γλεντώ τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα·
- είναι στις ομορφιές της (του) ή στις ομορφιές της (του) είναι σήμερα, λέγεται για άτομο που είναι ιδιαίτερα περιποιημένο και όμορφο: «η γυναίκα σου στη δεξίωση της τάδε ήταν στις ομορφιές της || η κόρη σου στις γυμναστικές επιδείξεις ήταν στις ομορφιές της || στο χορό του συλλόγου μας ήταν στις ομορφιές του || τον είδα πριν από λίγο κι ήταν στις ομορφιές του». Όταν απευθυνόμαστε σε πρόσωπο που είναι μπροστά μας τότε, πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σήμερα: «είσαι στις ομορφιές σου σήμερα», ενώ συνήθως πιο ολοκληρωμένα ακούγεται: «μπα, μπα, τι βλέπω, είσαι στις ομορφιές σου σήμερα» ή «μπα, μπα, τι βλέπω, στις ομορφιές σου είσαι σήμερα»· 
- η βασίλισσα της ομορφιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- η γέφυρα της ομορφιάς, βλ. λ. γέφυρα·
- να χαρείς τα νιάτα σου και την ομορφιά σου, βλ. λ. νιάτα·
- ομορφιά μου! θαυμαστική προσφώνηση σε οικείο ή αγαπημένο πρόσωπο, άσχετα αν είναι όμορφο ή όχι: «τι έχεις, ομορφιά μου, κι είσαι στενοχωρημένη! || γιατί, ομορφιά μου, δε θέλεις να ’ρθεις μαζί μας!». (Λαϊκό τραγούδι: απλωθήκανε οι ρίζες σου βαθιά μου, ομορφιά μου,σ’ αγαπώ
- πω πω ομορφιές! λέγεται θαυμαστικά, όταν συναντούμε κάποιο φιλικό μας πρόσωπο το οποίο είναι ιδιαίτερα περιποιημένο και όμορφο·
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. συνηθέστ. μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, λ. κάλλος·
- χαίρομαι τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα·
- χαραμίζω τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα

βασιλιάς

βασιλιάς, ο, θηλ. βασίλισσα, η, ουσ. [<αρχ. βασιλεύς], ο βασιλιάς. 1α. αυτός που κυριαρχεί απόλυτα σε ένα χώρο, που είναι ο ανώτερος στο είδος του, ο πρώτος και ο καλύτερος: «ο Κούδας, ως ποδοσφαιριστής, υπήρξε ο βασιλιάς των γηπέδων || ο βασιλιάς της ασφάλτου είναι το τάδε αυτοκίνητο». β. αυτός που αναπτύσσει ιδιαίτερη δραστηριότητα σε ένα χώρο, αυτός που ελέγχει και εμπορεύεται απόλυτα έναν οικονομικό τομέα: «ο τάδε χαρακτηριζόταν κάποτε ως ο βασιλιάς των διαμαντιών». γ. που είναι ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο εντυπωσιακός στον τομέα του, στο είδος του: «ο Βουτσάς στα χρόνια του ήταν ο βασιλιάς του γέλιου». 2. (στη γλώσσα της φυλακής) ο χαζός, ο ηλίθιος, ο βλάκας: «ευτυχώς, έχουμε στο θάλαμο ένα βασιλιά και μας κάνει όλα τα θελήματα». 3. το κυριότερο πιόνι στο σκάκι: «όποιος χάσει το βασιλιά του, χάνει και το παιχνίδι». 4. το θηλ. η βασίλισσα, η βασίλισσα· α. το δεύτερο σε σημασία πιόνι στο σκάκι: «για να μη χάσει τη βασίλισσά του, θυσίασε έναν τρελό και δυο στρατιωτάκια». β. το μόνο θηλυκό, ιδίως σε ένα σμήνος μελισσών, που μπορεί να γονιμοποιηθεί. γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χαρακτηρισμός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Βέροιας: «στο φετινό πρωτάθλημα η βασίλισσα δεν πηγαίνει καθόλου καλά»·
- από πίσω και για το βασιλιά λένε, δηλώνει πως για όλους υπάρχει πάντα η διάθεση να πούνε κάτι κακό: «μη στενοχωριέσαι που σε κακολογούν, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βασίλισσα της ομορφιάς, γυναίκα που αναδεικνύεται ομορφότερη σε καλλιστεία: «τα καλλιστεία για την ανάδειξη της βασίλισσας της ομορφιάς αποτελούν το κόκκινο πανί για τις φεμινιστικές οργανώσεις»·
- βασίλισσα του σπιτιού, η νοικοκυρά, η σπιτονοικοκυρά: «χαίρεται η μάνα μου, όταν την αποκαλούμε βασίλισσα του σπιτιού»
- γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως, α. υπερασπίζομαι, υποστηρίζω τα συμφέροντα ή τις θέσεις κάποιου με μεγαλύτερο ζήλο από όσο ο ίδιος: «είπαμε να τον υποστηρίξεις τον άνθρωπο, αλλά εσύ έγινες βασιλικότερος του βασιλέως!». β. γίνομαι απόλυτος: «όταν πάρει μια απόφαση, γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως, γι’ αυτό είναι δύσκολο να την αλλάξει». Από το ότι ένας βασιλιάς άλλαζε πολύ δύσκολα μια απόφασή του·
- είμαι βασιλιάς, α. είμαι απόλυτα τακτοποιημένος στη ζωή μου, ζω μέσα στον πλούτο και στην καλοπέραση: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, είμαι βασιλιάς». Ίσως από αυτήν την έννοια και το παιδικό παιχνίδι: βασιλιά, βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά. β.είμαι απόλυτα ικανοποιημένος: «τώρα που πάντρεψα και την κόρη μου, είμαι βασιλιάς». γ. κυριαρχώ απόλυτα κάπου: «οι βασιλείς των ορέων». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουν βασιλιάς στα βράχια, στις δροσιές και στα ρουμάνια). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- είμαι βασιλικότερος του βασιλέως, βλ. φρ. γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως·
- έφαγα σαν βασιλιάς, έφαγα πλουσιοπάροχα: «μ’ είχε καλεσμένο σε δείπνο ένας βιομήχανος κι έφαγα σαν βασιλιάς»·
- ζει σαν βασιλιάς, ζει πολύ πλούσια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει σαν βασιλιάς»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- μόσχος και κανέλα και του βασιλιά κοπέλα, βλ. λ. μόσχος·
- ο βασιλιάς της ασφάλτου, α. οδηγός αυτοκινήτου, ιδίως αγωνιστικού, που υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «ο Σουμάχερ για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε ο βασιλιάς της ασφάλτου». β. μάρκα αυτοκινήτου που υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «η Φεράρι εξακολουθεί να είναι ο βασιλιάς της ασφάλτου»·
- ο βασιλιάς της ζούγκλας, βλ. φρ. ο βασιλιάς των ζώων·
- ο βασιλιάς του γκαζόν, βλ. συνηθέστ. ο βασιλιάς των γηπέδων·
- ο βασιλιάς των γηπέδων, (για ποδοσφαιριστές) ποδοσφαιριστής που υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «ο Σαραβάκος για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε ο βασιλιάς των γηπέδων»·  
- ο βασιλιάς των ζώων, το λιοντάρι: «ο βασιλιάς των ζώων, εκτός απ’ τη δύναμή του, ξεχωρίζει κι απ’ την πλούσια χαίτη του»·
- ο βασιλιάς των θεών, ο Δίας: «ο βασιλιάς των θεών εξαπέλυε τους κεραυνούς του κατά των αμαρτωλών»·
- ο βασιλιάς των οργάνων, το βιολί: «βγάζει έναν σπάνιο μουσικό ήχο ο βασιλιάς των οργάνων»·
- ο βασιλιάς των πουλιών, ο αετός: «ο βασιλιάς των πουλιών είναι κυρίαρχος των αιθέρων»·
- ο βασιλιάς των σπορ, χαρακτηρισμός του ποδοσφαίρου, γιατί, ως άθλημα, έχει τους περισσότερους φιλάθλους από κάθε άλλο: «δίκαια το ποδόσφαιρο αποκαλείται ο βασιλιάς των σπορ, γιατί βρίσκεται στην καρδιά όλων των φιλάθλων»·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. (Λαϊκό τραγούδι: για τον μαρμαρωμένο βασιλιά ούτε φωνή ούτε λαλιά, τον τραγουδάει όμως στα παιδιά σαν παραμύθι η γιαγιά). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δε σκοτώθηκε πολεμώντας, αλλά βρίσκεται μαρμαρωμένος βαθιά μέσα σε μια σπηλιά, μέχρι τη στιγμή που θα ξαναζωντανέψει για να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους·  
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, όποιος κατέχει υψηλή θέση, πρέπει να είναι συνεχώς συγκροτημένος, γιατί έχει σοβαρές, αυξημένες ευθύνες: «απ’ τη μέρα που τον έκαναν διευθυντή στο εργοστάσιο, δεν έχει μυαλό για γλέντια όπως παλιά, γιατί, όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει»·  
- πάω εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, πάω στο αποχωρητήριο·
- περνάει σαν βασιλιάς ή την περνάει σαν βασιλιά, βλ. συνηθέστ. ζει σαν βασιλιάς·
- τη βγάζει σαν βασιλιάς, βλ. φρ. ζει σαν βασιλιάς·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, βλ. λ. γυναίκα·
- την έχει σαν βασίλισσα στην καρδιά του, είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, την υπεραγαπά: «από τη μέρα που τη γνώρισε, την έχει βασίλισσα στην καρδιά του». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου, μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά). Δεν ακούγεται και στο αρσενικό·
- τον (την) έκανε βασιλιά (βασίλισσα), (για ζευγάρια) δεν του (της) στερεί τίποτα, του (της) προσφέρει όλες τις ανέσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, την έκανε βασίλισσα». (Λαϊκό τραγούδι: θα με κάνει βασιλιά πέρα κει στην Αραπιά, κι όλα της θα τα ’χω γω, μάνα μου, να σε χαρώ! // μου ’πε σ’ εβαρέθηκα μου φέρθηκε μπαμπέσικα, που σαν της πρωτομίλησα την έκανα βασίλισσα
- τον (την) έχει σαν βασιλιά (σαν βασίλισσα), (για ζευγάρια) δεν του (της) στερεί τίποτα, του (της) προσφέρει όλες τις ανέσεις: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που την έχει σαν βασίλισσα»·
- ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά, φιλοβασιλικό σύνθημα.

γέφυρα

γέφυρα, η, ουσ. [<αρχ. γέφυρα], η γέφυρα. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει ως μέσο προσέγγισης για την εξομάλυνση των τεταμένων σχέσεων ή των διαφορών, που έχουμε με κάποιον ή κάποιους: «ο αδερφός του απετέλεσε τη γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτόν και στη γυναίκα του, μήπως και μπορέσουν να τα βρουν πάλι». 2. υπερυψωμένο τμήμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, από όπου διευθύνεται και ελέγχεται το πλοίο: «ο καπετάνιος καθόταν στη γέφυρα και παρακολουθούσε τους ναύτες, που δούλευαν στο κατάστρωμα». 3. μεταλλική κατασκευή που συνδέει δυο μη συνεχόμενα ή και περισσότερα δόντια: «πήγε στον οδοντογιατρό του να περάσει μια γέφυρα, γιατί, κάθε φορά που γελούσε, ήταν υποχρεωμένος να βάζει την παλάμη μπροστά στο στόμα του». 4. γυμναστική άσκηση, που απαιτεί καλογυμνασμένο και ελαστικό κορμί. Τα δυο χέρια περνούν πάνω από το κεφάλι και, λυγίζοντας προς τα πίσω τη μέση του, ο αθλητής τα ακουμπάει στη γη ή στις φτέρνες του. Υποκορ. γεφυρίτσα και γεφυρούλα, η·
- η γέφυρα της ομορφιάς, η πασαρέλα των καλλιστείων: «η γέφυρα της ομορφιάς ήταν γεμάτη από καλλονές των ευρωπαϊκών χωρών»·
- κόβω τις γέφυρες (πίσω μου), διακόπτω οριστικά κάθε επικοινωνία ή συνεννόηση με κάποιον ή με κάποιους: «η αμετακίνητη θέση της κυβέρνησης στις αρχικές της προτάσεις έκοψε τις γέφυρες με τους συνδικαλιστές για την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης || κάποτε ήμουν μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, αλλά έκοψα τις γέφυρες μ’ αυτόν το διάβολο κι άρχισα νέα ζωή || όταν μαλώνω με κάποιον, κόβω τις γέφυρες πίσω μου και δεν τον ξαναμιλάω». Από την εικόνα του στρατού, που υποχωρεί καταδιωκόμενος και γκρεμίζει κατά την υποχώρησή του τις γέφυρες που περνάει για να καθυστερήσει τους διώκτες του·
- κόντρα γέφυρα, κατασκευή πάνω από τη γέφυρα του πλοίου στην οποία υπάρχει τιμόνι και πυξίδα για να μπορεί να κυβερνιέται και από κει το πλοίο: «ο καπετάνιος από την κόντρα γέφυρα αγνάντευε πέρα ως πέρα το υγρό στοιχείο»·
- όταν διαβαίνεις γέφυρα, ξεπέζευε, όταν αντιμετωπίζεις κάτι δύσκολο ή επικίνδυνο, να είσαι προσεκτικός, να ενεργείς προσεκτικά: «μην τα παίρνει όλα μπόσικα και, όταν διαβαίνεις γέφυρα, ξεπέζευε»˙
- ρίχνω γέφυρα ή ρίχνω γέφυρες, προσπαθώ, επιδιώκω να προσεγγίσω κάποιον για να εξομαλύνω τις τεταμένες σχέσεις ή τις διαφορές που έχω μαζί του: «κάθε φορά που μαλώνει με τη γυναίκα του, ρίχνει γέφυρα ο αδερφός του για να τα ξαναβρούν || δεν μπορώ να κάθομαι να ρίχνω γέφυρες, κάθε φορά που μαλώνετε»·
- στήνω γέφυρα ή στήνω γέφυρες, βλ. συνηθέστ. ρίχνω γέφυρα.

νιάτα

νιάτα, τα, ουσ. [<μσν. τά νεότα <αρχ. νεότης], η νεανική ηλικία και γενικά η νεολαία (ακούγεται και το νιάτο): «τα νιάτα της Ελλάδας || κοτζάμ κωλόγερος και παριστάνει το έξαλλο νιάτο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γλεντώ τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), τα περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο
- έφαγε τα νιάτα του, α. τα ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τα νιάτα του διαβάζοντας και τώρα δρέπει τους καρπούς των κόπων του». β. τα έζησε τζάμπα, ανώφελα, τα κατάστρεψε: «έφαγε τα νιάτα του τεμπελιάζοντας || έμπλεξε με τα ναρκωτικά κι έφαγε τα νιάτα του». (Τραγούδι: τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής στα ναυπηγεία ολημερίς, φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά να πάνε οι άλλοι μακριά να ταξιδέψουνε τη γη οι τυχεροί, οι τυχεροί
- θρέφει νιάτα, (ειρωνικά) δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλοι της ηλικίας του έχουν μια δουλειά και δουλεύουν και μόνο αυτός θρέφει νιάτα»·
- κλαίω τα νιάτα μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος που τα πέρασα χωρίς να τα εκμεταλλευτώ δημιουργικά, που τα χαράμισα: «τώρα δεν έχει καμιά αξία να κάθεσαι να κλαις τα νιάτα σου, γιατί, όταν ήσουν νέος, τ’ άφησες να φύγουν ανεκμετάλλευτα»·
- κρίμα στα νιάτα σου! ή κρίμα τα νιάτα σου! λέγεται σε περίπτωση κατά την οποία κάποιος νεότερός μας αποδεικνύεται λιγότερο ικανός ή δυνατός σε σχέση με αυτό που η ηλικία του απαιτεί, ή που δεν εκτιμά τις δυνατότητες τις οποίες η ηλικία του προσφέρει: «κρίμα στα νιάτα σου, να μην μπορείς ν’ ανέβεις γρήγορα μια σκάλα! || κρίμα τα νιάτα σου να τα χαραμίζεις μ’ αυτές τις παλιοπαρέες». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα τα νιάτα, την τσαχπινιά, κρίμα το μπόι σου καλέ, άντρας δυο μέτρα σαν το κουκλί να ζητιανεύει το φιλί
- να μη χαρώ τα νιάτα μου! όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «να μη χαρώ τα νιάτα μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να ’χα τα νιάτα σου! έκφραση με την οποία μακαρίζει κάποιος ηλικιωμένος ένα νεαρό άτομο στην περίπτωση κατά την οποία το βλέπει να τεμπελιάζει, ή που το βλέπει να στενοχωριέται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος: «να ’χα τα νιάτα σου και δε θα σήκωνα κεφάλι απ’ τη δουλειά! || να ’χα τα νιάτα σου και δε θα μ’ ένοιαζε το παραμικρό!». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα τα νιάτα σου αχ και να τα ’χα, να ’χα τα νιάτα σου αυτά μονάχα). Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε·
- να χαρείς τα νιάτα σου! (και τη λεβεντιά σου! / και την ομορφιά σου!), παρακλητική έκφραση σε κάποιον ασχέτου ηλικίας για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς τα νιάτα σου, βοήθησέ με να τελειώσω τη δουλειά!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα νιάτα σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- στα νιάτα μου! βλ. φρ. να μη χαρώ τα νιάτα μου(!)·
- στα νιάτα μου, κατά τη νεανική μου ηλικία: «στα νιάτα μου, υπήρχαν άλλοι τρόποι διασκέδασης»·
- τόπο στα νιάτα! βλ. λ. τόπος·
- χαίρομαι τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), βλ. φρ. γλεντώ τα νιάτα μου·
- χαραμίζω τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), περνώ τα νιάτα μου ανώφελα, χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι δημιουργικό: «κοτζάμ παλικάρι και χαραμίζει τα νιάτα του στα καφέ και στα μπαράκια!».