Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ομορφάνθρωπος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ομορφάνθρωπος, ο, ουσ. [<ομορφο- + άνθρωπος], (και για τα δυο φύλα) που είναι όμορφος: «για δες έναν ομορφάνθρωπο που περνάει έξω απ’ το μαγαζί!».