Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ολοκληρώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ολοκληρώνω, ρ. [<μσν. ὁλοκληρώνω <ὁλόκληρος], ολοκληρώνω. 1. (και για τα δυο φύλα) φτάνω στη σεξουαλική κορύφωση, εκσπερματώνω: «μόλις ολοκλήρωσαν έγειραν ικανοποιημένοι ο ένας πλάι στον άλλον». 2. (για άντρες) επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως σε παρθένα γυναίκα: «αφού ήξερες ότι ήταν παρθένα, γιατί ολοκλήρωσες, ρε αφιλότιμε;». Τέλος η λ. σε ευρεία χρήση από πολιτικούς, δημοσιογράφους και μύριους άλλους ξερόλες που βλέπουμε καθημερινά να κονταροχτυπιούνται στα τηλεοπτικά παράθυρα στη φρ. δεν ολοκλήρωσα ακόμα ή να ολοκληρώσω ή ολοκληρώστε επιτέλους με την έννοια δεν εξέφρασα όλο το σκεπτικό μου ή άφησέ με να εκφράσω το σκεπτικό μου ή εκφράστε επιτέλους το σκεπτικό σας, ενώ το τηλεοπτικό κοινό γελάει ειρωνικά, γιατί η φρ. παραπέμπει στην ερωτική πράξη.