Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
οδηγώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

οδηγώ, ρ. [<αρχ. ὁδηγώ], οδηγώ. 1. υποδεικνύω σε κάποιον ή κάποιους τον τρόπο δράσης ή συμπεριφοράς, δίνω οδηγίες, συμβουλεύω: «λάθος τον οδηγείς τον άνθρωπο μ’ αυτά που του λες || ο Σωκράτης με τη διδασκαλία του οδηγούσε τους νέους στο δρόμο της αρετής || ο φίλος του τον οδήγησε στον κόσμο των ναρκωτικών». 2. λέγεται για κάτι που γίνεται αιτία και προκαλεί ένα αποτέλεσμα: «τα ναρκωτικά οδηγούν στο θάνατο || τα λεφτά δεν οδηγούν πάντα στην ευτυχία». 3. στο γ΄ πρόσ. οδηγεί, λέγεται για κάτι που βγάζει, που καταλήγει σε συγκεκριμένο τοπικό σημείο: «αυτός ο δρόμος οδηγεί κατευθείαν στο Λευκό Πύργο || πού οδηγεί αυτός ο δρόμος;»·
- δεν οδηγεί πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), βλ. λ. δρόμος·
- τον οδήγησε στον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- τον οδηγώ στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
- τυφλός τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο, βλ. λ. τυφλός.

δικαστήριο

δικαστήριο, το, ουσ. [<αρχ. δικαστήριον <δικαστής], το δικαστήριο. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- αν δεν υπήρχαν οι βλάκες δε θα υπήρχαν τα δικαστήρια, βλ. λ. βλάκας·
- βγήκε το δικαστήριο, βγήκε η δικαστική απόφαση: «είναι χαρούμενος, γιατί βγήκε το δικαστήριο και δικαιώθηκε πέρα για πέρα»·
- έχω δικαστήριο, πρέπει να παραστώ σε δίκη ως ενάγων, εναγόμενος, δικηγόρος ή μάρτυρας: «αύριο πρέπει να σηκωθώ νωρίς, γιατί έχω δικαστήριο»·
- θα σε πάω στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, απειλητική έκφραση σε άτομο ή σε κρατικό οργανισμό με το οποίο έχουμε σοβαρές διαφορές, και έχουμε την εντύπωση ή τη σιγουριά πως μας αδικεί κατάφορα: «αν δε μου δώσεις αυτό που μου ανήκει, θα σε πάω στο ευρωπαϊκό δικαστήριο». Η παραπομπή αυτή βέβαια είναι πάρα πολύ δύσκολη ή και αδύνατη·
- κερδίζω το δικαστήριο, η δικαστική απόφαση είναι ευνοϊκή για μένα: «είναι υποχρεωμένος να μου πληρώσει ένα σωρό λεφτά, γιατί κέρδισα το δικαστήριο»·
- πέφτω στα δικαστήρια, καταφεύγω ή σύρομαι σε δίκη: «δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν κι έπεσαν στα δικαστήρια»·
- τον οδηγώ στα δικαστήρια, βλ. φρ. τον τραβώ στα δικαστήρια·
- τον σέρνω στα δικαστήρια ή τον σύρω στα δικαστήρια, τον υποχρεώνω να παραστεί σε δίκη ύστερα από μήνυσή μου: «τον σέρνω στα δικαστήρια για να πάρω πίσω τα λεφτά που μου χρωστάει»·
- τον τραβώ στα δικαστήρια, τον σύρω σε δίκη: «καταπάτησε αυθαίρετα ένα οικόπεδο, που μου ανήκει, και τον τραβώ στα δικαστήρια»·
- τον τρέχω στα δικαστήρια, βλ. φρ. τον τραβώ στα δικαστήρια·
- τραβιέμαι με τα δικαστήρια ή τραβιέμαι στα δικαστήρια, έχω εμπλακεί με κάποιον σε δικαστικό αγώνα που χρονίζει: «είναι τόσος καιρός που τραβιέμαι με τον τάδε στα δικαστήρια και δεν μπορώ ακόμη να ξεμπερδέψω»·
- τρέχω στα δικαστήρια, καταφεύγω σε δίκη: «έχω μια διαφορά με τον τάδε και τρέχω στα δικαστήρια να βρω το δίκιο μου»·
- φτάνω στα δικαστήρια, ύστερα από άκαρπες προσπάθειες συμβιβασμού με κάποιον αναγκάζομαι να προσφύγω στη δικαιοσύνη: «αν δεν μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, θα φτάσω στα δικαστήρια»·
- χάνω το δικαστήριο, η δικαστική απόφαση είναι σε βάρος μου: «του έκανε μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση, αλλά έχασε το δικαστήριο».

πουθενά

πουθενά, επίρρ. [<αρχ. πόθεν· κατ’ άλλους από το πούθε <πόθεν, κατά τα εδωνά, εκεινά]. 1. σε κανένα μέρος, καθόλου: «έψαξα παντού, αλλά δεν το βρήκα πουθενά || μη σταματάς πουθενά». 2. (αόριστα) σε κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο, κάπου: «αν σε βρω πουθενά, θα σε σπάσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξανά, στο λέω δεν τη βγάζεις). 3. σε ερωτηματ. τύπο, κάπου, σε κάποιο μέρος: «είδες πουθενά τον αναπτήρα μου;»·
- δε βγάζει πουθενά, α. (για δρόμους) είναι αδιέξοδο: «αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά, γιατί λίγο πιο κάτω υπάρχει ο τοίχος μιας αυλής». β. (για ενέργειες) δε φτάνει σε κανένα θετικό αποτέλεσμα: «οι κόντρες και τα μαλώματα δε βγάζουν πουθενά»·
- δε με χωράει πουθενά, βρίσκομαι σε τόσο έντονη ψυχική αναστάτωση, που δεν μπορώ να μείνω για πολύ στο ίδιο μέρος: «όταν αργούν το βράδυ να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι, δε με χωράει πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο, δε σταματώ, δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω, και η καρέκλα ζητάει λεφτά
- δεν οδηγεί πουθενά, βλ. φρ. δε βγάζει πουθενά·
- δεν πάω πουθενά, αρνούμαι να φύγω από το μέρος που βρίσκομαι, αρνούμαι να πάω κάπου: «αν δεν έρθει κι ο τάδε μαζί μου, δεν πάω πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω
- δεν πιάνεται από πουθενά, είναι ικανότατος, πανέξυπνος, έχει απεριόριστες γνώσεις και ικανότητες, είναι πάρα πολύ διαβασμένος, πάρα πολύ μορφωμένος: «δεν πιάνεται από πουθενά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι πάνσοφος»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται με τίποτα, λ. τίποτα·
- δεν πιστεύει πουθενά, είναι άθεος και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο από το οποίο μπορεί κανείς να πάθει κάθε κακό: «όταν ένας άνθρωπος δεν πιστεύει πουθενά, δεν έχει την παραμικρή αναστολή για οποιοδήποτε κακό»·
- μην το πεις πουθενά, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- πάω στο πουθενά, α. πεθαίνω: «κάποια μέρα όλοι θα πάμε στο πουθενά». Από την πεποίθηση πολλών ανθρώπων πως δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον. β. έχω χάσει τον προσανατολισμό μου και δεν ξέρω προς τα πού πηγαίνω: «για πες μου σε παρακαλώ πού βρίσκομαι, γιατί έχω χάσει το δρόμο μου κι εδώ και ώρα πάω στο πουθενά»·
- στην άκρη του πουθενά, βλ. λ. άκρη.

τάφος

τάφος, ο, ουσ. [<αρχ. τάφος], ο τάφος. 1. λέγεται στην περίπτωση που θέλει να επιβεβαιώσει κανείς σε κάποιον, που του εμπιστεύεται ένα μυστικό, πως θα είναι εχέμυθος: «θα σου εμπιστευτώ κάτι, αλλά θέλω να το κρατήσεις μυστικό. -Τάφος!». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) το χρηματοκιβώτιο του φιλάργυρου, του τσιγκούνη: «όσα λεφτά βάζει μέσα στον τάφο, δεν τα ξαναβλέπει το φως της μέρας». β. (γενικά) το χρηματοκιβώτιο: «πίσω απ’ το γραφείο του έχει έναν τάφο, που είναι τίγκα στο μετρητό». 3α. υπόγειος χώρος, ιδίως μαγαζί με παιχνίδια, όπως μπιλιάρδα, ποδοσφαιράκια, τάβλι ή και χαρτιά, όπου κατεβαίνει κανείς πολλά σκαλιά για να μπει μέσα: «τον είδα στον τάφο να παίζει μπιλιάρδο μ’ έναν φίλο του». β. υπόγειος χώρος που είναι πολύ στενός και σκοτεινός: «ζει στο υπόγειο μιας οικοδομής που είναι σαν τάφος». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο κελί και σκοτεινό και σαν τον τάφο μας στενό!). (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άκρα του τάφου σιωπή, απόλυτη σιωπή, απόλυτη σιγή: «μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή»·
- ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- ανοίγω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. συνηθέστ. ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. ανοίγω το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, λ. λάκκος·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- βρίσκομαι στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
- έγινε ο τάφος του, α. λέγεται για το μέρος, για την τοποθεσία, όπου παγιδεύτηκε κάποιος και πέθανε: «ξαφνικά, τον έπιασε τρικυμία στ’ ανοιχτά κι η θάλασσα έγινε ο τάφος του || έπεσε απ’ τον γκρεμό και το βάθος της χαράδρας έγινε ο τάφος του». β. υπήρξε κάτι η αιτία της καταστροφής του: «η αποτυχημένη επέκταση που έκανε στη δουλειά του έγινε ο τάφος του»·
- εδώ θα γίνει ο τά-φος σας! (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) απειλητικές ρυθμικές ιαχές φιλάθλων εναντίον της αντίπαλης ομάδας και των φιλάθλων της, όταν οι παίχτες της παίζουν αντιαθλητικά·
- εδώ θα γίνει ο τά-φος σου! απειλητικές ρυθμικές ιαχές φιλάθλων που απευθύνονται σε διαιτητή που δε διαιτητεύει αμερόληπτα το παιχνίδι·
- είμαι στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι τάφος, είναι απόλυτα εχέμυθος: «ό,τι και να του εμπιστευθείς αυτού του ανθρώπου, δε λέει σε κανέναν τίποτα, γιατί είναι τάφος»·
- κατεβαίνω στον τάφο, πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κατεβούμε στον τάφο»·
- μέχρι τάφου, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «θα σε κυνηγώ μέχρι τάφου για να σ’ εκδικηθώ»·
- Πανάγιος Τάφος, ο Τάφος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ: «κάθε χρόνο πηγαίνει μια φορά και προσκυνάει τον Πανάγιο Τάφο»·
- σκάβω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. συνηθέστ. σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, λ. λάκκος·
- σκάβω τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. σκάβω το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- σκάβω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, λ. λάκκος·
- σκατά στον τάφο του, βλ. λ. σκατά·
- τον ακολούθησε μέχρι τον τάφο ή τον ακολούθησε ως τον τάφο, τον ακολούθησε ως το τέλος της ζωής του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισε, τον αγάπησε τόσο πολύ, που τον ακολούθησε ως τον τάφο»·
- τον έστειλε στον τάφο, α. τον σκότωσε, τον δολοφόνησε: «τράβηξε το πιστόλι του και με δυο πιστολιές τον έστειλε στον τάφο». β. (για ψυχικό βάσανο ή για κακές έξεις) έγινε αιτία να πεθάνει, τον πέθανε: «το μαράζι για το γιο του, που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, τον έστειλε στον τάφο || τα ναρκωτικά τον έστειλαν στον τάφο»·
- τον οδήγησε στον τάφο, (για ψυχικό βάσανο ή για κακές έξεις) έγινε αιτία να πεθάνει, τον πέθανε: «το μαράζι για το θάνατο του γιου του τον έστειλε στον τάφο || έπινε πάρα πολύ και το αλκοόλ τον οδήγησε στον τάφο»·
- του ανοίγει τον τάφο, βλ. συνηθέστ. του ανοίγει το λάκκο, λ. λάκκος·
- του σκάβει τον τάφο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο, λ. λάκκος·
- υγρός τάφος, η θάλασσα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα καράβια που χάθηκαν στο βυθό της: «μετά από πολύωρη πάλη με τα κύματα οι ναυαγοί χάθηκαν στον υγρό τάφο || τα μανιασμένα κύματα τράβηξαν το καράβι στον υγρό τάφο»·
- φτύνω στον τάφο του, βλ. φρ. σκατά στον τάφο του.

τυφλός

τυφλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. τυφλός], τυφλός. 1. που είναι απόλυτος, απεριόριστος: «δείχνει τυφλή υπακοή || έχει στη γυναίκα του τυφλή εμπιστοσύνη». 2. που έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει σωστά: «είναι τυφλός από μίσος». 3. που είναι παράφορος, που δεν υπολογίζει τις επιπτώσεις των πράξεών του: «τυφλός έρωτας || τυφλός φανατισμός». Επίρρ. τυφλά. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
-βαδίζω στα τυφλά, α. ενεργώ χωρίς να έχω σαφή προσανατολισμό, χωρίς να γνωρίζω τι θέλω ή τι επιδιώκω: «θέλω να στήσω κι εγώ μια δουλειά, αλλά δεν έχω τη βοήθεια κανενός κι έτσι βαδίζω στα τυφλά». β. βαδίζω χωρίς να ξέρω πού κατευθύνομαι: «μπερδεύτηκα μέσα στα τόσα στενάκια της παλιάς πόλης και τώρα βαδίζω στα τυφλά». γ. ερευνώ για να εξιχνιάσω μια υπόθεση, αλλά δεν έχω σαφή στοιχεία και ενεργώ χωρίς πρόγραμμα, στην τύχη: «πασχίζω να εξιχνιάσω το τάδε έγκλημα, αλλά βαδίζω στα τυφλά, γιατί δεν έχω κανένα στοιχείο στα χέρια μου». Συνών. βαδίζω στα σκοτεινά·
- είναι τυφλό όργανο (κάποιου ή κάποιων), βλ. λ. όργανο·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έχω τυφλή εμπιστοσύνη (σε κάποιον), βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- η δικαιοσύνη είναι τυφλή, βλ. λ. δικαιοσύνη·
- η τύχη είναι τυφλή, βλ. λ. τύχη·
- ο έρωτας είναι τυφλός, βλ. λ. έρωτας·
- πάω στα τυφλά, βλ. φρ. βαδίζω στα τυφλά·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- προχωρώ στα τυφλά, βλ. φρ. βαδίζω στα τυφλά·
- ραντεβού στα τυφλά, α. ραντεβού με ερωτικές προεκτάσεις, κατά το οποίο τα δυο ενδιαφερόμενα άτομα δε γνωρίζονται μεταξύ τους: «αρκετά ραντεβού στα τυφλά έχουν εξελιχθεί σε μεγάλους έρωτες». β. διαπραγματευτική συνάντηση κατά την οποία τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη δε γνωρίζουν επακριβώς το αντικείμενο της διαπραγμάτευσής τους: «οι συνδικαλιστές αρνούνται να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γιατί, όπως υποστηρίζουν, δεν είναι διατεθειμένοι να προσέλθουν σ’ ένα ραντεβού στα τυφλά». Η φρ. σε χρήση μετά την ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, που παρουσίασαν στο τηλεοπτικό κανάλι Mega η Βάσια Τριφύλλη αρχικά κι έπειτα η Ισαβέλλα Βλασιάδου·
- ρίχνω στα τυφλά, πυροβολώ στην τύχη, χωρίς να στοχεύω συγκεκριμένα κάποιον ή κάπου: «μόλις σκοτείνιασε, ρίχναμε κάθε τόσο στα τυφλά μόνο και μόνο για να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας στον εχθρό». (Τραγούδι: απ’ τον έρωτα πληγώθηκα, δε θέλω πια ξανά, μες στο κάστρο μου οχυρώθηκα και ρίχνω στα τυφλά
- στα τυφλά, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς προγραμματισμό, τυχαία: «δουλεύει στα τυφλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να προκόψει». (Τραγούδι: τόσα χρόνια πάλευα μόνος στα τυφλά, και ταξίδεψα κι αρρώστησα και πέρασα πολλά
- στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος, βλ. φρ. στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος·
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, αναφορά σε άνθρωπο που αν και είναι άπειρος ή ανίκανος, κατευθύνει άλλους που είναι πιο άπειροι ή πιο ανίκανοι από αυτόν·
- τυφλό δρομάκι, βλ. λ. δρομάκι·
- τυφλό δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- τυφλό ραντεβού, βλ. φρ. ραντεβού στα τυφλά·
- τυφλός είσαι; α. λέγεται για άτομο που έχει χάσει την ευθυκρισία του, που έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει σωστά: «τυφλός είσαι και δε βλέπεις πως αυτός ο απατεώνας θέλει να σου φάει τα λεφτά σου; || τυφλός είσαι και δε βλέπεις πως με τη ζωή που κάνεις οδηγείσαι στην καταστροφή σου;». β. εκνευρισμένη αντίδραση κάποιου προς το άτομο που τον πάτησε ή που τον έσπρωξε δυνατά: «τυφλός είσαι και δε βλέπεις πού πατάς;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·
- τυφλός τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο, όταν δεχόμαστε βοήθεια από ακατάλληλο άνθρωπο τότε είναι βέβαιο πως θα αποτύχουμε και οι δυο.