Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
ξυπνιός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξυπνιός, -ιά, -ιό, επίθ., βλ. λ. ξυπνός.

ξύπνιος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξύπνιος, -ια, -ιο, επίθ. [<ξυπνός], ξύπνιος. 1. που είναι έξυπνος: «είναι ξύπνιος άνθρωπος και δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα». (Λαϊκό τραγούδι: για το δίκιο μου πεθαίνω, το ’χω πει και θα το πω, κάνω φίνες εξηγήσεις κι άμα λάχει τα χαλώ και παρόλα που ’μαι ξύπνιος, έχω ύφος ντροπαλό). 2. που γίνεται με εξυπνάδα: «έκανες πολύ ξύπνια κίνηση, που δεν έδωσες συνέχεια στη διαμάχη σου με τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: ξύπνια ζωή, ξύπνια ζωή, γλέντα απ’ το βράδυ ως το πρωί
- σιγά ρε ξύπνιε! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως θέλει ή πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «σιγά ρε ξύπνιε, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη!»· 
- τι λε(ς), ρε ξύπνιε! ειρωνική έκφραση σε άτομο που λέει κάτι αντίθετο προς το συμφέρον μας ή που αντιλαμβανόμαστε πως θέλει ή πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «τι λες, ρε ξύπνιε, που θα πάρω εγώ πέντε κι εσύ δέκα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το έχει κι άλλον τέτοιον η μάνα σου σαν και σένα; ή με το έχει κι άλλον έξυπνο η μάνα σου σαν και σένα;

ξυπνός

ξυπνός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ξυπνός], που είναι ξύπνιος, έξυπνος, εύστροφος: «είναι ξυπνό παιδί και θα πάει μπροστά».