Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξηρασία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξηρασία, η, ουσ. [<αρχ. ξηρασία <ξηραίνω], βλ. λ. ξεραΐλα·
- ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία, βλ. λ. γυρεύω.

γυρεύω

γυρεύω, ρ. [<μτγν. γυρεύω (= γυρίζω) <γ~υρος]. 1. ζητώ: «γυρεύω να βρω ένα ανταλλακτικό». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να πάει στο λοχαγό του και συλλογιέται τι να του πει, να του γυρέψει και καμιά χάρη φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί). 2.απαιτώ: «γυρεύω το δίκιο μου». 3. επιδιώκω: «χρόνια γυρεύω να βρω μια θέση στο δημόσιο». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τέτοιο ραβαΐσι, ποιος μπορεί να μη μεθύσει, άλλος τραγουδά χορεύει κι άλλος έρωτα γυρεύει). 4. επιζητώ, θέλω: «τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ;». (Λαϊκό τραγούδι: τόσα χρόνια τώρα με δουλεύεις, πες μου από μένα τι γυρεύεις). 5. αναζητώ, ψάχνω: «τον γυρεύω απ’ το πρωί σ’ όλα τα γνωστά στέκια || γυρεύω να βρω μια γραβάτα που να πηγαίνει με το κουστούμι μου». (Τραγούδι: ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψεις,είμαι ακόμα στην αλάνα, ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμη μάνα). 6. επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κάτι: «πρόσεχέ τον, γιατί από ώρα γυρεύει καβγά || με τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι, είναι σαν να γυρεύεις να βάλεις προβλήματα στο κεφάλι σου». 7. ζητιανεύω: «πρέπει ν’ αρχίσεις κι εσύ να δουλεύεις, γιατί μέχρι πότε θα γυρεύεις απ’ τον έναν κι απ’ τον άλλον». 8. δανείζομαι: «πρέπει να κάνει η γυναίκα του μια εγχείρηση και γυρεύει λεφτά απ’ όλους τους γνωστούς του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, τι να κάνω η κακομοίρα με τον άντρα που επήρα, δε δουλεύει δε δουλεύει κι όλο δανεικά γυρεύει). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, βλ. λ. βρακί·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει, βλ. λ. ανύπαντρος·
- αφορμή γύρευε κι αφορμή βρήκε, βλ. λ. αφορμή·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. λ. Γιάννης·
- γυρεύει και ρέστα ή γυρεύει και τα ρέστα ή γυρεύει και ρέστα από πάνω ή γυρεύει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- γυρεύω αφορμή, βλ. λ. αφορμή·
- γυρεύω βελόνες στ’ άχυρα, βλ. λ. βελόνα·
- γυρεύω με το κερί, βλ. λ. κερί·
- γυρεύω το δικαίωμα ή γυρεύω δικαιώματα, βλ. λ. δικαίωμα·
- γυρεύω τον μπελά μου, βλ. λ. μπελάς·
- γυρεύω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- γυρεύω ψύλλο στ’ άχυρα ή γυρεύω ψύλλους στ’ άχυρα, βλ. λ. ψύλλος·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάτσε γύρευε! βλ. λ. κάθομαι·
- ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία, δηλώνει πως πολλοί άνθρωποι έχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα: «ο καθένας επιδιώκει ανάλογα με τη δουλειά του, κι έτσι, ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία»· 
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. λ. όποιος·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- πάει γυρεύοντας, βλ. φρ. το πάει γυρεύοντας·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, για τις δουλειές σου να επιλέγεις ανθρώπους που έχουν τα κατάλληλα προσόντα: «αν θέλεις να γίνεται μ’ επιτυχία η δουλειά σου, παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις»· 
- στον ουρανό το(ν) γύρευα και στη γη το(ν) βρήκα! βλ. λ. ουρανός·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; βλ. λ. αλεπού·
- τι γυρεύεις ξεβράκωτος στ’ αγγούρια! βλ. λ. αγγούρι·
- τι γυρεύεις ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! βλ. λ. αγκάθι·
- τι τα θες τι τα γυρεύεις, βλ. λ. θέλω·
- το πάει γυρεύοντας, με τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά του είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «με τις βλακείες που λέει για μένα το πάει γυρεύοντας να φάει ξύλο || με τα ξενύχτια και τα μεθύσια του το πάει γυρεύοντας να χωρίσει με τη γυναίκα του». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το μου φαίνεται·
- τον μπελά σου γυρεύεις! βλ. λ. μπελάς·
- τρέχα γύρευε! βλ. λ. τρέχω·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί.
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.

ξεραΐλα

ξεραΐλα, η, ουσ. [<ξέρα + κατάλ. -ΐλα], η ξεραΐλα. 1. περίοδος αναδουλειάς: «στην αγορά έχει πέσει μεγάλη ξεραΐλα». 2. μεγάλη απουσία σπουδαίων γεγονότων ή πραγμάτων: «μεγάλη ξεραΐλα φέτος στην έκδοση καλών βιβλίων». 3. περίοδος κατά την οποία απέχουμε από το σεξ λόγω έλλειψης ερωτικού συντρόφου: «δε μπορώ να σταυρώσω γκόμενα τον τελευταίο καιρό κι αυτή η ξεραΐλα μου ’χει σπάσει τα νεύρα». 4. χρεοκοπία, έλλειψη ρευστού: «έχεις κάνα ευρώ να πάμε να πιούμε; -Ξεραΐλα, ούτε για τσιγάρα». 5. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) έλλειψη ναρκωτικού από την πιάτσα: «τον τελευταίο καιρό υπάρχει τέτοια ξεραΐλα, που όλοι ψάχνονται».