Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξεχωρίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξεχωρίζω, ρ. [<μσν. ξεχωρίζω <μτγν. ἐκχωρίζω], ξεχωρίζω. 1. υπερέχω: «ο τάδε στην παρέα μας ξεχωρίζει απ’ όλους για τη λεβεντιά και την παλικαριά του». 2. διακρίνομαι από τους άλλους, αναγνωρίζομαι για κάτι ξεχωριστό που έχω: «θα τον ξεχωρίσεις αμέσως, γιατί έχει μια μεγάλη ουλή στ’ αριστερό του μάγουλο || αμέσως τον ξεχωρίζεις, γιατί τα μαλλιά του είναι κατάξανθα»·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι ή ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι, βλ. λ. τρίχα·
- ξεχωρίζω την ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός.

ήρα

ήρα, η, ουσ. [<αρχ. αἶρα], η ήρα·
- ξεχωρίζω την ήρα απ’ το σιτάρι, ξεχωρίζω, ξεκαθαρίζω, απομονώνω τα αρνητικά από τα θετικά στοιχεία, τα άχρηστα από τα χρήσιμα, τους ανάξιους από τους άξιους, ώστε να επικρατήσουν οι δεύτεροι και να παράγουν επωφελές έργο για την κοινωνία: «αν δε βρεθεί ένας πρωθυπουργός, που να ’χει τα κότσια να ξεχωρίσει την ήρα απ’ το σιτάρι μέσα στην κυβέρνησή του, τότε ο τόπος αυτός είναι καταδικασμένος»·
- ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι, ξεχώρισαν, ξεκαθάρισαν, απομονώθηκαν τα αρνητικά από τα θετικά στοιχεία, τα άχρηστα από τα χρήσιμα, οι ανάξιοι από τους άξιους και επικράτησαν οι δεύτεροι, που παράγουν επωφελές έργο για την κοινωνία: «απ’ τη μέρα που ο πρωθυπουργός, ξεχώρισε την ήρα απ’ το σιτάρι μέσα στην κυβέρνησή του, ένας νέος άνεμος αισιοδοξίας φυσάει σ’ αυτόν τον τόπο».

λαγός

λαγός, ο, ουσ. [<μσν. λαγός <αρχ. λαγωός], ο λαγός. 1. άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο λαγός, που, μόλις τον αγριέψεις λιγάκι, τρέμει απ’ το φόβο του». Από την εικόνα του λαγού, που σκιάζεται με τον παραμικρό θόρυβο. 2. λέγεται για άτομο που έχει κάποια υψηλή δημόσια θέση και δημοσιοποιεί κάποια ακραία πρόταση, για να δει τις γενικές αντιδράσεις των ενδιαφερομένων, οι οποίες, αν είναι έντονες, την αποσύρει: «ο υπουργός αποδείχτηκε λαγός, γιατί ανασκεύασε την ανακοίνωση που είχε κάνει για την ιδιωτικοποίηση του κρατικού οργανισμού». 3. (στη γλώσσα του αθλητισμού) αθλητής δρόμου χωρίς μεγάλη αντοχή που από την αρχή του αγώνα τρέχει πολύ γρήγορα για να παρασύρει και τους άλλους αθλητές σε μια γρήγορη κούρσα και εφόσον το επιτύχει αποσύρεται: «μετά την τέταρτη στροφή οι αθλητές έφτασαν και ξεπέρασαν το λαγό, ο οποίος αποχώρησε απ’ τον αγώνα». 4. (ειδικά) κινητό τηλέφωνο το οποίο επιλέγεται τυχαία από ένα κέντρο υποκλοπών, για να επιβεβαιωθεί η δυνατότητα υποκλοπής των συνομιλιών του κατόχου του: «κατάλαβε πως το κινητό του ήταν λαγός, γιατί κάθε τόσο έπιανε διάφορα μυστήρια σήματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει». Η λ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2006, μετά την αποκάλυψη του μεγάλου σκανδάλου των υποκλοπών των κινητών τηλεφώνων του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, πολλών υπουργών της κυβέρνησης, καθώς και άλλων σημαντικών προσώπων της ελληνικής πολιτικής και δημοσιογραφικής ζωής του τόπου. Με τη λ. λαγός, υπάρχει και η εξής δίστιχο εν είδει ταχταρίσματος σε μωρό: πάει λαγός να πιει νερό απ’ του (της) (ακολουθεί όνομα του μωρού ή, αν είναι αβάφτιστο, το μπέμπης ή μπέμπα) το λαιμό γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι· βλ. και λ. γκίλι. Υποκορ. λαγουδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
- απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, πολλές φορές η επιτυχία, το κέρδος έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις, που δεν το υπολογίζεις: «περίμενα από έναν γνωστό μου να πάρω τη δουλειά, αλλά στο τέλος μου την ανέθεσε κάποιος, που είχαμε γνωριστεί τυχαία σ’ ένα μπαρ γιατί, πολλές φορές, απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός»·
- άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες, λέγεται στην περίπτωση που, όσο και αν επιχειρεί κάποιος να καταφέρει κάτι, αποδεικνύεται πως ματαιοπονεί·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «είδα τον τάδε με τη δικιά του, που πήγαινε στην γκαρσονιέρα για να βάλει το λαγό στο φούρνο»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, κατορθώνει απίθανα, ανέλπιστα πράγματα, κατορθώνει τ’ ακατόρθωτα: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά, αυτός σίγουρα θα την καταφέρει, γιατί είναι τύπος που βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του». Αναφορά σε ένα από τα κόλπα ταχυδακτυλουργού· βλ. και φρ. είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του·
- βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) πετυχαίνω ενδιαφέρουσα είδηση, περίπτωση, ανακαλύπτω σπουδαίο μυστικό ή σκάνδαλο: «είναι το καμάρι της εφημερίδας μας, γιατί κάθε τόσο βγάζει κι από έναν λαγό». Από την εικόνα του κυνηγετικού σκυλιού, που ξετρυπώνει μέσα από τους θάμνους το λαγό·
- έγινε  λαγός, έφυγε τρέχοντας, ιδίως από φόβο: «μόλις έμαθε πως ερχόταν να τον πιάσουν, έγινε λαγός». (Λαϊκό τραγούδι: πού να το ’ξευρες καημένε Μουσουλίνι ο στόλος σου και ο στρατός λαγός πως θε να γίνει
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, είχε κάποιο ατού που το χρησιμοποίησε την κατάλληλη στιγμή προς όφελός του: «είχα την εντύπωση πως του είχα αρπάξει τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια του, αλλά αποδείχτηκε πως είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του κι έτσι ανέλαβε πανηγυρικά τη δουλειά»· βλ. και φρ. βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του·
- έχει καρδιά λαγού, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δεν είναι σωστό να τα βάλω μαζί του, γιατί έχει καρδιά λαγού κι όσοι με δουν θα με κοροϊδεύουν!»·
- θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ το γραφείο σου μπορείς να λες ό,τι θες, όταν κατεβείς όμως να δουλέψεις κι εσύ στην οικοδομή, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «μέχρι τώρα σε τάιζαν οι γονείς σου, απ’ τη στιγμή όμως που έκανες δικό σου σπίτι, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·    
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά:, ιδίως με ξυλοδαρμό «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, λέγεται ειρωνικά για άτομα που είναι τα ίδια υπαίτια για το κακό που παθαίνουν, για την καταστροφή τους: «μα είναι δυνατόν αυτό τ’ ανθρωπάκι να θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα; -Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του»·
- μυρίστηκε λαγό, ενδιαφέρεται πολύ σοβαρά για μια δουλειά ή υπόθεση, γιατί έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει πως θα έχει σπουδαίο όφελος: «αυτός για να θέλει να συνεταιριστεί με τον τάδε, προκειμένου ν’ αναλάβουν τη δουλειά, σίγουρα μυρίστηκε λαγό, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι κατά των συνεταιρισμών». Από την εικόνα του κυνηγητικού σκυλιού, που επιδεικνύει έντονη κινητικότητα, όταν μυριστεί λαγό·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να κρύψει τα εμφανή ελαττώματά του ή τις εμφανείς αδυναμίες του, δε θα τα καταφέρει: «εσύ παραπατάς και μου λες πως έκοψες το πιοτό, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν || λέει πως δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, γιατί περπατάει πάντα κουνιστός και λυγιστός»·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, το άτομο που επιδιώκει να πετύχει πολλά πράγματα συγχρόνως, αποτυχαίνει σε όλα: «θα πρέπει ν’ ασχοληθείς αποκλειστικά με τη δουλειά που ξεκίνησες και μην καταπιάνεσαι προς το παρόν με άλλα πράγματα, γιατί, όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν»·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
- σηκώνω λαγό, α. κατορθώνω κάτι που μου αποφέρει γενική καταξίωση: «σήκωσε λαγό, αφού κατάφερε να πάρει συνέντευξη από κοτζάμ πλανητάρχη!». Από την εικόνα του κυνηγού, που πιάνει το λαγό που σκότωσε από τα αφτιά του και τον σηκώνει ικανοποιημένος. β. σκοτώνω λαγό κατά τη διάρκεια κυνηγιού: «τόσα χρόνια κυνηγός, πρώτη φορά μου κατάφερα να σηκώσω λαγό»· βλ. και φρ. βγάζω λαγό·
- τάζω λαγούς με πετραχήλια, για να πετύχω κάποιο σκοπό μου υπόσχομαι πολλά και δυσεκπλήρωτα πράγματα: «της έταζε λαγούς με πετραχήλια για να του πει το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να τάζεις λαγούς με πετραχήλια, δεν κολατσίζεις από τα δικά μου χείλια). Συνών. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα·
- τρέχει σαν λαγός, είναι πολύ ταχύς, τρέχει πολύ γρήγορα: «δεν πιάνεται εύκολα, γιατί τρέχει σαν λαγός». Από το ότι ο λαγός έχει πολύ γρήγορο τρέξιμο.

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

τρίχα

τρίχα, η, ουσ. [<μσν. τρίχα, από το τρίχα, αιτ. του αρχ. ουσ. θρίξ], η τρίχα. 1. το τρίχωμα ανθρώπου ή ζώου: «με τέτοια μεταξένια τρίχα που έχει αυτή η γυναίκα, πώς να μη δείχνει ομορφότερη!». 2α. στον πλ. οι τρίχες, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «μας αράδιασε ένα σωρό τρίχες κι είχε την εντύπωση πως τον πιστέψαμε». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε λοιπόν, αφού το θες αλλού να πας, κι ας τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις τρίχες, κι όταν θα σμίξεις με το μάγκα π’ αγαπάς, να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες). Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / σάλια (2) / φλούδες (1). β. ως επιφών. τρίχες! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται την άλλη Κυριακή ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. τριχίτσα, η (βλ. λ.) κ. τριχούλα, η. (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες, βλ. φρ. ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, λ. αρχίδι·
- άμα είναι η πούτσα κοντή, αμποδούν (= εμποδίζουν) οι τρίχες, βλ. λ. πούτσα·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- από τρίχα, βλ. συνηθέστ. παρά τρίχα·
- άσπρισαν οι τρίχες μου ή άσπρισε η τρίχα μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «άσπρισαν οι τρίχες μου, μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε κάποιον μεγάλο κίνδυνο, να ασπρίζουν τα μαλλιά αυτού που κινδυνεύει· βλ και φρ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βγάζω τρίχες, γίνομαι έφηβος: «μόλις άρχισε να βγάζει τρίχες, το μάτι  του το ’χει όλο στα κοριτσόπουλα»·
- βελονιάζει την τρίχα ή βελονιάζει τρίχα, είναι ευφυέστατος, παμπόνηρος, ικανότατος, καπάτσος, καταφέρνει και τις πιο δύσκολες δουλειές, αντιμετωπίζει με επιτυχία και τις πιο δύσκολες καταστάσεις, πράγμα που τον κάνει επικίνδυνο: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί, απ’ ότι έχω μάθει βελονιάζει την τρίχα και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει σε καμιά υπόθεση». Συνών. καλιγώνει τον ψύλλο ή καλιγώνει ψύλλο·
- δε λείπει ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, δεν πήρα την παραμικρή ποσότητα από ένα σύνολο: «δεν ξέρω ποιος έφαγε απ’ το φαγητό, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα || δεν ξέρω ποιος πήρε τα λεφτά απ’ το ταμείο, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν απλώνει το χέρι του ούτε για να αποσπάσει κάποια τρίχα που βρίσκεται μέσα στο φαγητό·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν του πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν του άφησε (ούτε) τρίχα, τον ξεμάλλιασε εντελώς και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε πολύ αυστηρά, παραδειγματικά: «όταν γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι του, τον άρπαξε ο πατέρας του και δεν του άφησε τρίχα»·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, δεν του έκανα το παραμικρό σωματικό κακό, δεν του προκάλεσα την παραμικρή σωματική βλάβη: «εγώ δεν του πείραξα ούτε τρίχα, γιατί άλλος ήταν αυτός που τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- είμαι στην τρίχα, είμαι ντυμένος πολύ επίσημα, πολύ κομψά: «κάθε χρόνο στην ονομαστική μου γιορτή είμαι στην τρίχα, γιατί δέχομαι διάφορες επισκέψεις στο σπίτι». Συνών. είμαι στην πένα (α)·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. λ. ζωή·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- κάθε τρίχα με τον ίσκιο της, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «όσο ασήμαντος κι αν είναι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά, γιατί κάθε τρίχα με τον ίσκιο της». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / και το μυρμήγκι έχει το βάρος του·
- κάνει την τρίχα τριχιά, μεγαλοποιεί κάποιο ασήμαντο γεγονός: «δε θα ’χεις σαφή εικόνα, αν σου πει ο τάδε πώς έγινε το δυστύχημα, γιατί αυτός κάνει την τρίχα τριχιά». Συνών. κάνει τη μύγα ελέφαντα / κάνει τον ψύλλο καμήλα·
- κόβει την τρίχα στα δυο, είναι πανέξυπνος, πολυμήχανος: «να ’σαι σίγουρος πως θα τη βρει την άκρη, γιατί αυτός κόβει την τρίχα στα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: αλάνικο, αλάνικο γυαλάκι βενετσιάνικο στα δυο κόβεις την τρίχα. Αχ, ταίρι μου να σ’ είχα!
- κρέμομαι από μια τρίχα ή κρέμομαι σε μια τρίχα, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση, η επιτυχία μου εξαρτάται από μια μικρολεπτομέρεια: «έχω δώσει όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω αυτή τη θέση, και τώρα κρέμομαι από μια τρίχα || δε με πιάνει ύπνος τα βράδια, γιατί όλη μου η δουλειά κρέμεται από μια τρίχα». Συνών. κρέμομαι από μια κλωστή ή κρέμομαι σε μια κλωστή·
- λέει τρίχες, λέει ανοησίες, βλακείες, ανακρίβειες: «μην τον πιστεύεις, γιατί γενικά λέει τρίχες»·
- μας γέμισε τρίχες ή με γέμισε τρίχες, μας έλεγε ανακρίβειες, ανοησίες, ψευδολογούσε: «ήρθε να μας πει ο τάδε πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, αλλά μας γέμισε τρίχες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μου σηκώθηκε η τρίχα ή σηκώθηκε η τρίχα μου, συγκινήθηκα έντονα: «μου σηκώθηκε η τρίχα, όταν τον είδα να σπαράζει πάνω στον τάφο του πατέρα του»· βλ. και φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο ή σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο, α. έμεινα κατάπληκτος, αηδίασα, έφριξα: «μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο, μόλις είδα, κοτζάμ παλικάρι, να βρίζει έναν σεβάσμιο γέροντα». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο να σηκώνονται οι τρίχες, ιδίως του κεφαλιού αυτού που κινδυνεύει. γ. συγκινήθηκα έντονα: «όταν τον είδα να κλαίει, μόλις έμαθε για το θάνατο του πατέρα του, μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο»·
- μου σηκώθηκε η τρίχα όρθια ή σηκώθηκε η τρίχα μου όρθια, βλ. φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι πολύ προσεγμένα, πολύ κομψά, ντύνομαι άψογα: «ήταν το πρώτο του ραντεβού με την γκόμενα, γι’ αυτό και ντύθηκε στην τρίχα». Συνών. ντύνομαι στην πένα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι, αποτελεί ξεχωριστή αντίθεση, έντονη παραφωνία με τον περίγυρό του, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα επάνω του, γιατί, με τα παρδαλά ρούχα που φορούσε, ξεχώριζε σαν την τρίχα στο ζυμάρι». Συνών. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι, βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι·
- ξηγιέμαι στην τρίχα, (στη γλώσσα της αργκό) συμπεριφέρομαι άψογα. (Λαϊκό τραγούδι: τόσες μήνες που την είχα μου ξηγιότανε στην τρίχα· τώρα έγινε από σόι και τα ψάρια δεν τα τρώει
- ξηγιέμαι τρίχες, (στη γλώσσα της αργκό) δε συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποιον που μου φέρεται σωστά, συμπεριφέρομαι ανάρμοστα σε κάποιον: «εγώ σου φέρομαι σαν κύριος κι εσύ μου ξηγιέσαι τρίχες». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιζα και δαχτυλήθρες κι εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες κι έτρωγες τα τάλιρά μου μ’ άλλονε, νοικοκυρά μου
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, γνώμη δεν αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
- όσα σέρνει η τρίχα του μουνιού, αμάξι δεν τα σέρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- παρά τρίχα, λίγο έλειψε να…, παραλίγο: «όπως ερχόμασταν απ’ την Αθήνα, παρά τρίχα να τρακέρναμε μ’ ένα φορτηγό»·
- πιάστηκε από μια τρίχα, επειδή δε βρήκε κάποια σοβαρή παρατυπία ή παρανομία, αναφέρθηκε σε κάτι επουσιώδες προκειμένου να καταφερθεί, να επιτεθεί ή να βλάψει τον αντίπαλό του: «όσο κι αν έψαξε να βρει κάτι μεμπτό για τον προϊστάμενό του, δεν το κατάφερε, γι’ αυτό, πιάστηκε από μια τρίχα, για μια άδεια, δηλαδή, άνευ αποδοχών, που είχε δώσει κάποτε σ’ έναν γνωστό του»·
- σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου ή σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες, (ειρωνικά) λέγεται σε περίπτωση κατηγορηματικής άρνησης, ποτέ: «σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου, τότε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». Από το ότι ποτέ δεν πρόκειται να βγάλει τρίχες η παλάμη·
- σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου, α. ένιωσα φρίκη, αποτροπιασμό: «μόλις τον είδα να χτυπάει το γέρο πατέρα του, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». β. τρόμαξα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις άκουσα το ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». Από το ότι συμβαίνει, όταν τρομάζει κανείς πολύ, να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής του·
- σκίζει τρίχα, είναι υπερβολικά τσιγκούνης, υπέρμετρα φιλάργυρος: «μου είναι αδιανόητο πώς αυτός ο άνθρωπος σου ’δωσε δανεικά λεφτά, γιατί αυτός, απ’ ό,τι ξέρω, σκίζει τρίχα»·
- σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα, έκφραση με την οποία θέλουμε να κάνουμε κάποιον να πιστέψει πως πραγματικά συγκινηθήκαμε πάρα πολύ στην ανάμνηση κάποιου ευχάριστου ή δυσάρεστου γεγονότος: «μ’ αυτή τη γυναίκα πέρασα πάρα πολύ όμορφα χρόνια. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα || όταν θυμάμαι τη στιγμή που θάβαμε τον πατέρα μου, συγκινούμαι πάρα πολύ. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται και πιο σπάνια ακολουθεί το δεικτικό να και συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την οποία δείχνουμε στο συνομιλητή μας το βραχίονά μας, για να δει τις τρίχες που, υποτίθεται σηκώνονται ή που πραγματικά σηκώνονται, γιατί μπορεί πράγματι να συμβεί, όταν το άτομο κατέχεται από μεγάλη συγκίνηση. Στην περίπτωση που ο ομιλητής έχει καλυμμένο το βραχίονά του με το ρούχο που φοράει, τότε κάνει πως τραβάει το μανίκι του σακακιού του προς τον αγκώνα του ή κάνει πως ξεκουμπώνει το μανικετόκουμπό του θέλοντας να δείξει στο συνομιλητή του τις σηκωμένες τρίχες του βραχίονά του. Συνών. σου το λέω κι ανατριχιάζω·
- στέκομαι στην τρίχα, α. ενεργώ πολύ πρόθυμα και χωρίς σκέψη προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον, γίνομαι χίλια κομμάτια προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον: «όσον καιρό ήμασταν στην πόλη του, το παιδί στεκόταν στην τρίχα για να μη μας λείψει τίποτα». β. βρίσκομαι σε απόλυτη ετοιμότητα προκειμένου να βοηθήσω κάποιον: «όση ώρα έδινα τις απαραίτητες εξηγήσεις στον τάδε, ο φίλος μου στεκόταν στην τρίχα στη γωνία μήπως και τον χρειαστώ». Από την εικόνα του ατόμου που έχει όλες του τις αισθήσεις συγκεντρωμένες σαν να ισορροπεί πάνω σε μια τρίχα·
- στην τρίχα, πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα και με πολύ φροντίδα: «είχε μέσα στην ντουλάπα τα ρούχα του στην τρίχα || είναι πολύ νοικοκυρά κι όλο το σπίτι το ’χει στην τρίχα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε Σαββάτο έβρισκες τα ρούχα σου στην τρίχα και την αχαριστία σου για πληρωμή μου είχα). Συνών. στην πένα / τσίτα κόρδα / τσίτα πίτα·
- στολίζομαι στην τρίχα, βλ. συνηθέστ. ντύνομαι στην τρίχα·
- τα σέρνει η τρίχα του μουνιού, καράβι δεν τα σούρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, βλ. λ. πέτρα·
- της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- της στραβής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι, του αποστέρησε, του καταπάτησε τα δικαιώματά του, ιδίως τον απέλυσε από τη δουλειά του χωρίς αποζημίωση: «μπορεί να ήταν ο πιο παλιός μέσα στην επιχείρηση, αλλά ο καινούριος διευθυντής τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι»·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- τρίχα μουνιού σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
- τρίχες κατσαρές! α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε χώρισε τη γυναίκα του, γιατί την έπιασε μ’ έναν άλλον. -Τρίχες κατσαρές! Αφού τους είδα πριν από λίγο μαζί». β. ανοησίες, αηδίες: «αυτά που μας λες είναι τρίχες κατσαρές!». Είναι φορές, που η φρ. κλείνει με το και παρδαλά κατσίκια·
- τρίχες μιζαμπλί! βλ. συνηθέστ. τρίχες κατσαρές(!)·
- τριχοτομεί την τρίχα, είναι υπερβολικά λεπτολόγος: «εμείς θέλαμε να μας δώσει μια γενική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Παιδεία κι αυτός άρχισε να τριχοτομεί την τρίχα»·
- φέρνομαι στην τρίχα, βλ. φρ. ξηγιέμαι στην τρίχα. (Λαϊκό τραγούδι: όσα χρόνια ταίρι μου την είχα την φερνόμουνα στην τρίχα).