Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξεθυμαίνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξεθυμαίνω, ρ. [<μσν. ξεθυμαίνω <μτγν. ἐκθυμαίνω], ξεθυμαίνω. 1. ξεσπώ, εκτονώνομαι βίαια: «άλλος του έφταιγε και πάνω στα νεύρα του αλλού ξεθύμανε». 2. αποδυναμώνομαι, χάνω την έντασή μου: «στην αρχή όλοι συζητούσαν γι’ αυτό το σκάνδαλο με τον καιρό όμως ξεθύμανε ο θόρυβος || τον πρώτο καιρό ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, αλλά μετά από λίγο διάστημα ξεθύμανε η αγάπη του». Από την εικόνα του οινοπνεύματος ή άλλου ποτού ή αναψυκτικού, που έμεινε ανοιχτό στο μπουκάλι και έχασε την αψάδα του, τη δραστικότητά του.