Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξεθέωμα
ξεθέωμα, το, ουσ. [<ξεθεώνω], η υπερβολική κούραση, η καταπόνηση, η ταλαιπωρία: «είχε τέτοιο ξεθέωμα, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του».
ξεθέωμα, το, ουσ. [<ξεθεώνω], η υπερβολική κούραση, η καταπόνηση, η ταλαιπωρία: «είχε τέτοιο ξεθέωμα, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του».