Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξίφος
ξίφος,
το, ουσ.
[<αρχ. ξίφος], το ξίφος·
- διασταυρώνω
το ξίφος μου (με κάποιον), αντιπαραθέτω νέες ιδέες ή νέα επιχειρήματα στις
ιδέες ή στα επιχειρήματα κάποιου: «ο πρωθυπουργός κι ο αρχηγός της αξιωματικής
αντιπολίτευσης διασταύρωσαν τα ξίφη τους πάνω σε θέματα εξωτερικής πολιτικής».